του Albert Samain
απόδοση : Ναπολέων Λαπαθιώτης
—
Naïs, je ne vois plus la couleur de tes bagues... —
Lydé, je ne vois plus les cygnes sur les vagues... —
Naïs, n’entends-tu pas la flûte des bergers? —
Lydé, ne sens-tu pas l’odeur des orangers? |
― Ναΐς, δεν βλέπω πια το χρώμα των
δαχτυλιδιών σου... ― Λυδή, δε βλέπω πια τους κύκνους απάνου
στα κύματα... ― Ναΐς, δεν ακούς τη φλογέρα των βοσκών; ― Λυδή, δε νιώθεις τη μυρουδιάν απ΄ τις πορτοκαλιές; |
—
D’où vient qu’en moi, Naïs, monte un frisson amer —
D’où vient ainsi, Lydé, qu’en frémissant j’écoute |
― Γιατί μέσα μου, Ναΐς, ανεβαίνει μια πικρή
ανατριχίλα, άμα θωρώ τον ήλιο να πεθαίνει απάνου στη
θάλασσα; ― Γιατί, Λυδή, έτσι, λαχταρώντας όλη, ακούω
τον μακρινό θόρυβο των αμαξιών που γυρνάν
μέσα στο δρόμο; |
Et Naïs et Lydé, les vierges de quinze ans, Seules sur la terrasse aux parfums épuisants, Sentent leur cœur trop lourd fondre en larmes obscures |
Κι η Ναΐς, κι η Λυδή, οι
παρθένες που είν΄ απάνω στα δεκαπέντε τους χρόνια, μοναχές στην ταράτσα με τα
δυνατά αρώματα, νιώθουν τη βαριά τους
καρδιά να λιώνει σε σκοτεινά δάκρυα, |
Et, sous leurs fronts penchés mêlant leurs chevelures, |
και κάτω απ΄ τα σκυμμένα
τους μέτωπα ανακατώνοντας τα μαλλιά τους, σ΄ ένα σφιχταγκάλιασμα,
που σμίγει τα δυο στόματά τους, ολολύζουν σιγανά μέσ΄ τ΄
απέραντο βράδυ. |