Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής δεν απέβλεπε στην υστεροφημία. Τρομερά εύκολος στο γράψιμο, επί 35 συναπτά χρόνια (από το 1883 έως το 1918) έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο σήμερα, ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της!
Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η ιστορία αυτών των 35 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων.
Ας δούμε λοιπόν, πώς περιέγραψε ο Σουρής στο Ρωμηό τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.
Η ανάθεση
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1894, ένα χρόνο μετά το "Δυστυχώς επτωχεύσαμεν". Παρά τη σταθερή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, η κυβέρνηση Τρικούπη είναι αναγκασμένη να επιβάλει επαχθείς φόρους για να αντεπεξέλθει στην υπερχρέωση της χώρας. Στο φύλλο 486 του Ρωμηού (12 Νοεμβρίου 1894), ο Φασουλής και ο Περικλέτος, φιγούρες από το κουκλοθέατρο και μόνιμοι ήρωες του Ρωμηού, σχολιάζουν το μέγα θέμα της επικαιρότητας, την απόφαση για τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Ελλάδα.
-- Θάρρος, καημένε Περικλή, κι η μέρα ξημερώνει
-- Θα κάνω κούρα, Φασουλή, μη στάξει και μη βρέξει
-- Ηλθε κι ο φίλος Κουβερτέν, ο Γάλλος ο Βαρόνος,
που θα ξυπνήσουν την ηχώ των λόφων των ερήμων
παιάνες νέων αθλητών και παλαιστών αλκίμων,
από παντού της ράτσας μας θα φθάσουν θιασώται,
προσπάθησε δε, Περικλή, να ζήσης έως τότε
κι όλων των ζώων τους ορούς να πίνεις μονορούφι,
αλλιώς καθένας θα σε πει μισέλληνα μαγκούφη,
που βρήκες την περίσταση για να τα κακαρώσεις
πριν των ιοστεφάνων μας τις φέστες καμαρώσεις.
για να προφθάσω ζωντανός το ενενηνταέξη
και στου Συλλόγου "Παρνασσού" εφώναξε το βήμα
πως την Ελλάδ' αθάνατος την περιμένει χρόνος
κι οι δόξες θάβγουν οι παλιές μέσ' από κάθε μνήμα.
Κι εγώ που λες εστάθηκα στον ρήτορα καρσί
κι αυτός μιλούσε, μάτια μου, τα Γαλλικά φαρσί,
κι εγώ που το κατάφερα να μην τον καταλάβω
εφώναξα με τους λοιπούς "Βαρόνε, μπράβο μπράβο",
και λόγ' ηκούσθησαν θερμοί στομάχων κεχηνότων
κι όλοι τον χειροκρότησαν οι Μαραθωνομάχοι,
για νάναι δε, βρε Περικλή, φιλέλλην εκ των πρώτων
Ελληνικά χρεώγραφα πιστεύω πως δεν θάχη.
(…)
Και μη νομίζης Περικλή, πως μπόλικον Αργύρη
προθύμως θα ξοδέψωμε γι' αυτό το πανηγύρι.
Για τους αγώνες μηδεμιά δεν θα γενή θυσία,
με χρήματα την δόξα των δεν θα την κηλιδώσωμε,
και τούτους θα τους βγάλωμε εις την δημοπρασία
κι όποιος τους πάρει πιο φτηνά σ' εκείνον θα τους δώσωμε.
Η μεν Ελλάς το Στάδιον προσφέρει των προγόνων
κι ας δώσουν άλλοι τον παρά προς πέρας των αγώνων.
πάλιν ο Λόρδος προχωρεί εκ μέσου των ομίλων
κι όπως ο περιβόητος Κροτωνιάτης Μίλων
φορτώνεται τους δανειστάς αντί βωδιών στον ώμο
κι αμέσως παίρνει δρόμο
και τρεις φορές το Στάδιον με τούτους φέρνει γύρα
κι όλοι φωνάζουν "ελελεύ, αθάνατε Σωτήρα"
(…)
Αλλ' όμως και μουφλούζηδες κοιτάζω λεγεώνας
που παίζουν Καραϊσκο,
να βγαίνουν πρώτοι νικηταί εις όλους τους αγώνας
προπάντων δε στον Δίσκο.
(…)
Αλλ' όμως και κολυμβητών παράποτε σπανίων
κατέρχεται φουσάτο,
ο δε Τρικούπης κολυμπά εις πέλαγος δανείων
χωρίς να βρίσκει πάτο.
Οσο κι αν η διοργάνωση εκείνων των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σπαρτιατική σε σύγκριση με τον σημερινό γιγαντισμό, το οικονομικό κόστος ήταν υπερβολικό για την ελληνική οικονομία. Μια λύση (που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα!) αποτελούσαν οι ευεργέτες. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος απευθύνει επιστολή στον Αβέρωφ, ο οποίος προσφέρεται να καλύψει τα έξοδα για την επιμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, και ο Φασουλής του Σουρή σατιρίζει στο φύλλο 507 του Ρωμηού (8 Απριλίου 1895).
Προς τον Αβέρωφ επιστολή
Αμάν, Αβέρωφ, σώσε μας και βοηθός γενού
Του κράτους την υπόληψιν θέλεις δεν θέλεις, σώσε,
Κι αν των Αγώνων η πομπή και σε χρεωκοπήσει
Κι αν καταντήσεις να μας λες με τον ντορβά στον ώμο
Αμάν, Αβέρωφ, σώσε μας και βοηθός γενού
του κακομοίρη του Φασουλή
να κουτουλήσ' η δόξα μας με τ'άστρα τ' ουρανού
κι όταν κοτζάμ Διάδοχος σου γράφη κοπλιμέντα
κι όλος Υμέτερος προς σε δια παντός πως μένει,
άνοιξε το κεμέρι σου χωρίς πολλή κουβέντα
κι ας είναι κάθε λέξις του ακριβοπληρωμένη.
αν δε και γράμμα δεύτερον σου στείλουν ως το πρώτον,
ας πάει το παλιάμπελο κι ό,τι κι αν έχεις δώσε
προς χάριν των Αγώνων μας και της μητρός των φώτων.
αλλ' όμως μυριόστομος, Αβέρωφ, θα σαλπίσει
κι εις Δύσιν κι εις Ανατολήν η φήμη τ' όνομά σου
και θα καυχάσαι διαρκώς για το κατόρθωμά σου.
"δώστε στον ευεργέτη σας δυο ψίχουλα ψωμιού"
αλλ' όμως θα σε δείχνωμε μ' ευλάβεια στον δρόμο
κι έτσι το στόμα θα μιλεί του καθενός Ρωμηού:
"Βλέπεις αυτόν τον φουκαρά, που με ντορβά γυρίζει
και κρυφομουρμουρίζει
για την κακή κατάντια του και τον πικρό καημό του;…
Κροίσος ελέγετο ποτέ κι είχ' ευεργέτου πόζα,
αλλ' όμως ο Διάδοχος τον πήρε στον λαιμό του
με γράμματα Βασιλικά πολύ κοπλιμεντόζα,
κι απεμαρμάρωσε λαμπρώς τα Στάδια προγόνων
και θύμ' απέμειν' ένδοξον αρχαϊκών αγώνων."
να σκούξωμ' έξω νου
Η ψωροκώσταινα πατρίς και πάλιν κοκορεύεται,
άσβεστος κρύπτεται πυρά στης δόξης το καμίνι,
και Στάδια μαρμάρινα κι αγώνας ονειρεύεται
αν κι εκ της πείνας μάρμαρο προώρισται να μείνει.
Φαντάζομαι το κράτος σου Παράδεισον επίγειον
και δίχως ισοζύγιον
σφοδρός δε πόθος, αδελφέ, με διαφλέγει τώρα
να φύγω απ' εδώ
και την φυλήν να δω,
που δεν χαλά το κέφι της των δανεικών η ψώρα,
κι Αγώνας Ολυμπιακούς
στο μέλλον ετοιμάζει,
αλλά κι εκείνους δανεικούς
κι ο κόσμος την τρομάζει.
Φτάνει επιτέλους η μέρα της έναρξης των Αγώνων, η 25η Μαρτίου 1896. Παρά τη μικρή αριθμητικά συμμετοχή τους, οι Αμερικανοί κατακτούν τα περισσότερα χρυσά μετάλλια, ενώ η Ελλάδα έρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ο Σουρής στο φύλλο 547 του Ρωμηού (30 Μαρτίου 1896):
Υμνους αναξιφόρμιγγας, βρε Περικλή, θα ψάλω
και δι' Αγώνας διεθνείς τον σβέρκο μου θα βγάλω.
Τίνα μεγάλον ήρωα, τίν' άνδρα κελαδήσομεν;
ελάτε βάρη ν' άρωμεν, ελάτε να πηδήσωμεν,
και να παρακαλέσωμεν με δίσκους εις το χέρι
Αβέρωφ τον περίδοξον να λύσει το κεμέρι,
κι ολάκερο το Στάδιο μαρμάρινο να κάνει
για ν' αλωνίζουν Κόννολυ και Φλακ κι Αμερικάνοι.
(…)
Ποία ρώμη, ποίον νείκος!…
θέλεις άλμα κατά μήκος,
θέλεις άλμα κατά πλάτος;
πρώτος και τα δυο τα κάνει
και κερδίζει το στεφάνι
Θοδωρής ο κορδονάτος.
(…)
Αν ρωτάς και για τη σφαίρα
πρώτος είναι κι εκεί πέρα,
κι όταν δανεισταί τον δουν
εις το χέρι να την πάρει,
τρέμουν μην την αμολάρει
και τα γένεια των μαδούν.
Αγώνες, που ξετίναξε καθένας τα χαλιά του
και ξένους επερίμενε την τύχη του να κάνει,
Αγώνες, που παραίτησε καθένας τη δουλειά του
και με πηλάλες δυνατές στον Μαραθώνα φθάνει.
Αγώνες, που κατήντησε η των προγόνων δόξα
για τους συγχρόνους λόξα,
Αγώνες, που μας ζούρλανε το τόσο μας ονόρε
και κόσμος πάει κι έρχεται στης Αθηνάς το φιόρε,
Αγώνες, που δεν βρίσκεται κανείς να σωφρονίσει
της ράτσας της Ρωμαίικης τ' ακράτητα παιδιά,
Αγώνες, οπού νόμισαν και στο Βαθρακονήσι
πως θα νοικιάσουν κάμαρες δυο λίρες την βραδυά.
Αγώνες, οπού πίστεψαν πολλοί μες στην Αθήνα
ότι μονάχα τό'ν'αυγό θα πάει μια στερλίνα,
Αγώνες, που πτερώνεται το φρόνημα του γένους
κι οι γάτες κάνουν άλματα ψηλά στα κεραμίδια,
Αγώνες, οπού φύλαξαν καμπόσοι για τους ξένους
τα ψάρια των, τα χάβαρα, τις πίνες και τα μύδια.
Αγώνες, πούδειξε μικρό τον κάθε κουνενέ
η γη μας η μεγάλη
κι ο Πύργος διεσπάθισε τον Γάλλον Περρονέ
μεθ' όσης τέχνης άλλοι
διασπαθίζουν φανερά
των φουκαράδων τον παρά.
Αγώνες, που κουνήθηκε και τούτο το ρημάδι,
που πρώτος ο Καρασεβντάς εβγήκε στο σημάδι,
κι εις όλους άναψε σεβντά το γέρας του κοτίνου
κι ας βάλη το χεράκι της η Παναγιά της Τήνου.
(…)
Αγώνες, που με σώματα παρέστημεν ακμαία
κι εθάμβωσε μισέλληνας η πάγκαλος αλκή μας,
μα πάντ' Αμερικάνικη σηκώνετο σημαία
μ' ελπίδα πως θα σηκωθεί στο μέλλον κι η δική μας.
Αγώνες, οπού λύσσαξαν τα ξένα τα σκυλιά
και τον μπελά μας βρήκαμε με τους Αμερικάνους,
μα βάλαμε της φίλης μας Ευρώπης τα γυαλιά
και τους δευτέρους πήραμε περιφανείς στεφάνους.
Τελευταία ώρα
Τον νικητήριον χορόν και συ, "Ρωμηέ" μου, σύρε…
με μεγάλη φόρα
τον δρόμον τον περίδοξον, που χίλιους δούλους κάνει,
Αμαρουσιώτης κρατερός, ο Λούης τον επήρε,
κι ολόκληρον το Στάδιον φρενήρες εξεμάνη.
Ύμνους Πινδάρου σήμερον ο Λούης ας ακούσει…
Ζήτω το Γένος, ο Λαός, το Στέμμα, το Μαρούσι.
μα τώρα νενικήκαμεν και δεν με μέλει δράμι
αν μια για πάντα της Βουλής κλεισθεί το Παρλαμέντο
κι αν κάνωμ' εκατό φορές καινούργιο φαλιμέντο.
--Μέσα σε τούτη την κοινή Μαραθωνομανία,
οπού καθείς φρενιάζει,
κι εμένα δεν με νοιάζει,
αν παν οι παλιο-Βούλγαροι μες στην Μακεδονία.
Εμπρός στον Μαραθώνιον Βουλγάρους ποιος κοιτά;
κι αν νέος Ξέρξης στρατιάς στον Μαραθώνα στείλει,
αλλ' όμως κάποιος θα βρεθεί με πόδια δυνατά
να σπεύσει την επιδρομήν εγκαίρως ν'αναγγείλει.
Ψάλλω κι εγώ ευγνώμων
Ω νικητών απόγονε κι Αμαρουσίου θρέμμα,
Άκου με φλέγμα στωικόν το τι καθείς σου ψάλλει
τον Μαραθωνοδρόμον
έστεψε τους θριάμβους σου το θριαμβεύον Στέμμα,
Διάδοχοι και Πρίγκηπες σ' επήραν αγκαλιά,
ξένες περιηγήτριες σ' εχόρτασαν φιλιά,
κι ίσως, λεβέντη χωρικέ και πρώτο παλληκάρι,
καμμία Μις παράξενη θελήσει να σε πάρει.
(…)
μα συ γι' αυτά κι αυτά
μη δίνεις δυο λεφτά.
και μην αφήνεις το τσαπί
για ν' αποδείξεις, τσελεπή,
πως έχεις σαν τα πόδια σου γερό και το κεφάλι.
© 1998 Νίκος Σαραντάκος
Επιστροφή στον Γ. Σουρή
Αρχική σελίδα του Νίκου Σαραντάκου
Γράψτε μου / Mail me