Δορκάς – Παννυχίς – Φιλόστρατος – Πολέμων
ΔΟΡ. Χαθήκαμε κυρά! Χαθήκαμε! Γύρισε ο Πολέμωνας από την εκστρατεία, πλούσιος καθώς λένε. Τον είδα κι εγώ πριν από λίγο. Φορούσε έναν κατακόκκινο μαντύα και τον εσυνόδευαν πολλοί υποταχτικοί του. Κι οι φίλοι του, μόλις τον είδαν, έτρεξαν να τον καλωσορίσουνε, Εγώ τότε εζύγωσα τον υπηρέτη του, που ρχόταν από πίσω του, που είχε πάει μαζύ του στην εκστρατεία, κι αφού πρώτα τον εχαιρέτησα, τον αρώτηξα: -- Δε μου λες, Παρμένωνα, πώς τα περάσατε στον πόλεμο και τι καλά μας φέρνετε γυρίζοντας;
ΠΑΝ. Ε, όχι έτσι, αμέσως-αμέσως! Θάπρεπε πρώτα να του πεις: Ευχαριστώ τους θεούς που γλυτώσατε, και μάλιστα το Δία το Φιλόξενο και την Αθηνά την πολεμική. Η κυρά μου όλον τον καιρό ερώταγε και μάθαινε πού βρισκόσαστε και τι κάνετε. Αν πρόσθετες, μάλιστα πως: όλο τον Πολέμωνα θυμότανε κι έκλαιγε, θάταν ακόμα καλύτερα.
ΔΟΡ. Αμ τά’πα όλα αυτά στην αρχή, αλλά βιαζόμουν να σου πω τι έμαθα, γι’ αυτό δε στό’πα. Νά πώς άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένωνα: Σίγουρα, Παρμένων, θα βουΐξανε τ’ αυτιά σας εκεί που βρισκόσαστε, γιατί η κυρά μου όλο σας εμελέταγε κι έκλαιγε. Κι αν ερχότανε κανείς από τον πόλεμο, και μαθαινόταν πως σκοτώθηκαν πολλοί εσπάραζε και τραβούσε τα μαλλιά της και χτυπούσε τα στήθεια της κι ήτανε να την κλαις ύστερ’ από κάθε είδηση.
ΠΑΝ. Μπράβο Ζαρκαδούλα, φίνα τά’πες.
ΔΟΡ. Ύστερ’ απ’ αυτά, τον αρώτηξα κείνα που σού’ πα. Και κείνος μού’πε: εγυρίσαμε πολύ-πολύ ωραία.
ΠΑΝ. Καλά, δε σού’πε τίποτ’ άλλο; Αν με θυμότανε ο Πολέμωνας, αν μ’ αποζητούσε ή αν ευχότανε να μ’ εύρη ζωντανή;
ΔΟΡ. Τέτοια έλεγε πάρα πολλά. Αλλά μού’πε και για την κονομισιά: λεφτά πολλά, χρυσάφι, ρούχα, δούλους, ελεφαντόδοντο. Πολλά λεφτά, που λες. Μόνο με τη σέσουλα μπορείς να τα μετρήσεις. Κι έφερε πολλούς κουβάδες. Κι ο ίδιος ο Παρμένωνας είχε στο μικρό του δάχτυλο ένα κοτζάμου δαχτυλίδι πολύγωνο με μια τρίχρωμη πέτρα κόκκινη απάνω-απάνω. Άρχισε να μου λέει πώς εδιάβηκαν τον Άλυ τον ποταμό και πώς εσκότωσαν κάποιον Τηριδάτη και πώς ο Πολέμωνας διακρίθηκε στη μάχη με τους Πισίδες. Όμως εγώ την κοπάνισα κι έτρεξα να σε ειδοποιήσω για να σκεφτείς τι πρέπει να γίνει. Γιατί αν έρθει ο Πολέμωνας –και θάρθει σίγουρα μόλις ξεφορτωθεί τους γνωστούς του- και βρει δω μέσα τον Φιλόστρατο, ποιος ξέρει τι θα κάμει. Ο θεός να βάλει το χέρι του!
ΠΑΝ. Πρέπει κάτι να βρούμε, Ζαρκαδούλα, να βολέψουμε την κατάσταση. Ούτε το Φιλόστρατο κάνει να διώξουμε, που μας έδωσε ένα πεντοχίλιαρο τις προάλλες, πού' ναι έμπορος κοντά στ' άλλα και μας έχει τάξει πολλά. Αλλά ούτε και τον Πολέμωνα πρέπει να τονε κάνουνε πέρα έτσι που γύρισε πλούσιος. Άσε πού' ναι ζηλιάρης! Αφού και τότε που' ταν απένταρος ήτανε ζόρικος, σκέψου πώς θάναι τόρα που τα κονόμησε.
ΔΟΡ. Ωχ! Νάτος! 'Ερχεται!
ΠΑΝ. Λυγούν τα πόδια μου, Ζαρκαδούλα, και τάχω χαμένα. Τι να κάνω;
ΔΟΡ. Ωχ, ωχ! Να πού' ρχεται κι ο Φιλόστρατος!
ΠΑΝ. Τι θα γίνω θεούλη μου; Πώς δεν ανοίγει η γης να με καταπιεί;
ΦΙΛ. Δεν πίνουμε τίποτα, βρε Παννυχίδα;
ΠΑΝ. Αδερφέ μου, με χαντάκωσες! Γεια σου Πολέμωνα! Χρόνια έχουμε να σε δούμε!
ΠΟΛ. Ετούτος ποιος είναι που είναι δίπλα σου; Δε μιλάς, ε! Μπράβο Παννυχίδα! Κι εγώ τσακίστηκα να' ρθω σε πέντε μέρες από τις Πύλες, πηλαλώντας, για μια τέτοια γυναίκα! Καλά να πάθω! Όμως σου χρωστάω και χάρη, γιατί έτσι τόρα πια δεν πρόκειται να με ξανατσακώσεις.
ΦΙΛ. Του λογου σου ποιος είσαι ρε φίλε;
ΠΟΛ. Ο Πολέμωνας, ο Στειριώτης της Πανδιονίδας φυλής, αν έχεις ακουστά, πού'μουνα παλιότερα χιλίαρχος και τόρα έχω στο πόδι πέντε χιλιάδες, αγαπητικός τουτηνής της Παννυχίδας, τότε που νόμιζα πως συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος.
ΦΙΛ. Εντάξει. Τόρα όμως, αρχηγέ των μισθοφόρων, η Παννυχίδα είναι δικιά μου. Έχει πάρει ένα πεντοχίλιαρο και θα πάρει κι άλλο μόλις πουλήσουμε τα φορτία. Και τόρα πάμε Παννυχίδα και τούτον εδώ άστονε να κάνει τον χιλίαρχο στους Οδρύσες.
ΔΟΡ. Ελεύθερη είναι κι αν θέλει μπορεί νάρθει μαζί σου.
ΠΑΝ. Τι να κάμω, Ζαρκαδούλα;
ΔΟΡ. Το καλύτερο είναι να πας μέσα. Έτσι πούναι θυμωμένος ο Πολέμωνας, δεν είναι να μείνεις μαζί του. Άσε που καθώς είναι ζηλιάρης θ' αγριέψει περισσότερο.
ΠΑΝ. Αν θέλεις, πάμε μέσα.
ΠΟΛ. Σας το λέω όμως, να το ξέρετε. Σήμερα θα τα πείτε για τελευταία φορά. Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά, κι ούτε γυμνάστηκα τζάμπα σε τόσα φονικά. Παρμένωνα, φώναξε τους Θράκες! Να έρθουν αρματωμένοι. Η φάλαγγα να φράξει το στενάκι. Οι φαντάροι να παραταχτούν κατά μέτωπο με τους σφεντονιστές και τους τοξότες στα πλευρά τους κι όλοι οι άλλοι πιο πίσω.
ΦΙΛ. Για τίποτα πιτσιρικάδες μας παίρνεις, βρε μισθοφόρε, και μας κάνεις το μπαμπούλα; Έσφαξες ποτέ σου κανένα κόκορα, βρε; Είδες ποτέ σου πόλεμο; Το πολύ πολύ, να σου κάνω το χατήρι να παραδεχτώ πως ήσουνα διμοιρίτης σε κανένα μικροφυλάκιο!
ΠΟΛ. Σε λιγάκι θα μάθεις ποιος είμαι, άμα θα μας δεις να ερχόμαστε για επίθεση και να γυαλίζουν τα όπλα μας!
ΦΙΛ. Άντε ετοιμαστείτε κι ελάτε. Κι εγώ, μαζί με τον Τίβειο από δω, τον μόνο ακόλουθο πού'χω, θα σας πάρουμε με πέτρες και κεραμίδια και θα σκορπίσετε και δεν θα ξέρετε κατά πού να φύγετε.