Γλυκέρα και Θαΐς

 

ΓΛΥΚ.            Τόνε θυμάσαι, Θαΐτσα, κείνον το στρατιώτη τον Ακαρνάνα, πού’ τανε παλιότερα με την Αβροτονούλα κι ύστερα τά’ φτιασε μαζί μου; Αυτόνε ντε, το λεβεντονιό με τη χλαμύδα, ή μπας και τόνε ξέχασες;

ΘΑΪΣ               Πώς, Γλυκερούλα, τον θυμάμαι, που τά’ πιαμε πέρυσι μαζύ στα Αλώα.[1] Τι τρέχει; Κάτι θέλεις να μου πεις για δαύτον.

ΓΛΥΚ.            Να, αυτή η καπάτσα η Γοργόνα -που μού’ κανε και τη φιλενάδα. Χώθηκε ανάμεσά μας και μου τον πήρε.

ΘΑΪΣ               Δηλαδή, δεν έρχεται πια μαζύ σου ο λεγάμενος, αλλά έκαμε ερωμένη του τη Γοργόνα;

ΓΛΥΚ.            Ναι, Θαΐτσα. Και δεν ξέρεις πόσο μου κόστισε τούτο το χουνέρι…

ΘΑΪΣ               Ζόρικο πράμα βέβαια, Γλυκερούλα, όμως όχι κι αναπάντεχο. Είναι συνηθισμένα σε μας τις εταίρες κάτι τέτοια φερσίματα. Γι’ αυτό ούτε να χολοσκάς πρέπει ούτε και να κατηγορείς πολύ τη Γοργόνα. Σε κατηγόρησε σένα η Αβροτονούλα τότε που της έκανες εσύ την ίδια λαχτάρα, μόλο που ήσασταν φιλενάδες; Εκείνο όμως που δεν καταλαβαίνω είναι τι της βρήκε της Γοργόνας αυτός ο στρατιώτης. Μπιτ στραβός είναι και δε βλέπει πώς μαδάνε τα μαλλιά της κι έχει αρχίσει να κάνει φαλάκρα από πάνω από το κούτελο ή τα χείλια της πού’ ναι κατάχλωμα σαν του λείψανου ή το λαιμό της πούν’ αδύνατος με φουσκωμένες τις φλέβες; Άσε πια τη μυτάρα της. Το μόνο καλό πού’χει είναι πού’ναι ψηλή μ’ ολόισιο το κορμί της και γελάει πολύ χαριτωμένα.

ΓΛΥΚ.            Για την ομορφιά της θαρρείς πως την εδιάλεξε, Θαΐτσα, ο ρουμελιώτης; Δεν ξέρεις πως η μάννα της, η Χρύσω, είναι μάγισσα και ξέρει κάτι θεσσαλικά ξόρκια και πως κατεβάζει το φεγγάρι; Λένε μάλιστα πως τις νύχτες πετάει σα νυχτερίδα. Αυτή τον επότισε κάτι μαγικά βοτάνια, τον έκαμε παλαβό για την κορη της και τόρα τον τρυγάνε…

ΘΑΪΣ               Και συνεργία Γλυκερούλα θά’ βρεις άλλονε να τρυγήσεις. Και τούτον εδώ φασκέλωσέ τον.

 

 

(Μετάφραση: Ιούνιος 1976)

 



[1] Γιορτή τ’ Αλωνιού.

Επιστροφή