Μυρτίον και Πάμφιλος και Δωρίς

 

ΜΥΡΤ.

Γαμεῖς͵ ὦ Πάμφιλε͵ τὴν Φίλωνος τοῦ ναυκλήρου θυγατέρα καὶ ἤδη σε γεγαμηκέναι φασίν; οἱ τοσοῦτοι δὲ ὅρκοι οὓς ὤμοσας καὶ τὰ δάκρυα ἐν ἀκαρεῖ πάντα οἴχεται͵ καὶ ἐπιλέλη σαι Μυρτίου νῦν͵ καὶ ταῦτα͵ ὦ Πάμφιλε͵ ὁπότε κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη; τοῦτο γοῦν καὶ μόνον ἐπριάμην τοῦ σοῦ ἔρωτος͵ ὅτι μου τηλικαύτην πεποίηκας τὴν γαστέρα καὶ μετὰ μικρὸν παιδοτρο φεῖν δεήσει͵ πρᾶγμα ἑταίρᾳ βαρύτατον· οὐ γὰρ ἐκθήσω τὸ τεχθέν͵ καὶ μάλιστα εἰ ἄρρεν γένοιτο͵ ἀλλὰ Πάμφιλον ὀνομάσασα ἐγὼ μὲν ἕξω παραμύ θιον τοῦ ἔρωτος͵ σοὶ δὲ ὀνειδιεῖ ποτε ἐκεῖνος͵ ὡς ἄπιστος γεγένησαι περὶ τὴν ἀθλίαν αὐτοῦ μητέρα. γαμεῖς δ΄ οὐ καλὴν παρθένον· εἶδον γὰρ αὐτὴν ἔναγχος ἐν τοῖς Θεσμοφορίοις μετὰ τῆς μητρός͵ οὐδέπω εἰδυῖα ὅτι δι΄ αὐτὴν οὐκέτι ὄψομαι Πάμφιλον. καὶ σὺ δ΄ οὖν πρότερον ἰδοῦ αὐτὴν καὶ τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἰδέ· μή σε ἀνιάτω͵ εἰ πάνυ γλαυκοὺς ἔχει αὐτοὺς μηδὲ ὅτι διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι· μᾶλλον δὲ τὸν Φίλωνα ἑώρακας τὸν πατέρα τῆς νύμφης͵ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ οἶσθα͵ ὥστε οὐδὲν ἔτι δεήσει τὴν θυγατέρα ἰδεῖν.

ΜΥΡΤ.

Ώστε παντρέβεσαι, Πάμφιλε, την κόρη του Φίλωνα του καπετάνιου; Ή μήπως παντρεφτήκατε κιόλας, καθώς λένε; Δηλαδή πήγανε περίπατο όλοι εκείνοι οι όρκοι που μού’ κανες, και τα δάκρυα, κι όλα; Και την ξεχάνουμε έτσι στο πι και φι τη Μυρτούλα; Και ίσα-ίσα τόρα πού’ μαι οχτώ μηνών έγκυος! Δηλαδή το μόνο που κέρδισα από τον έρωτά σου είναι που μου φούσκωσες την κοιλιά, και σε λίγο θά’χω να ταΐζω κι ένα μωρό, πράμα πολύ βαρύ για μιαν εταίρα. Γιατί δε σκοπεύω να το πετάξω το παιδί, και μάλιστα αν είν’ αγόρι, αλλά θα το βγάλω Πάμφιλο, και θα τό’χω παρηγοριά για τη χαμένη μου αγάπη. Όμως εκείνο, άμα μεγαλώσει, κάποτε θα σ’ εύρει και θα σου ζητήσει το λόγο, που απαράτησες έτσι την καϋμένη τη μαννούλα του! Νά’ παιρνες τουλάχιστον καμμιάν όμμορφη! Την είδα, τώρα κοντά, στα Θεσμοφόρια, με τη μάννα της, χωρίς να φανταστώ πως γι’ αυτό το σκιάχτρο δε θα ξαναϊδώ τον Πάμφιλο! Αμ κοίταξέ τηνε πρωτύτερα καϋμένε και ιδές το μούτρο της και τα μάτια της, κι ας μη σου κακοφανεί που παραείναι γαλανά κι αλλοιθωρίζουνε και τό’ να κυττάζει τ’άλλο! Δεν έχεις δει τουλάχιστο τον Φίλωνα, τον πατέρα της νύφης; Άμα δεις αυτουνού τα μούτρα δε χρειάζεται καθόλου να ιδείς και την κόρη του.

ΠΑΜΦ.

 τι σου ληροσης͵ Μρτιον͵ κοσομαι παρθνους κα γμους ναυκληρικος διεξιοσης; γ δ σιμν τινα καλν νμφην οδα; τι Φλων λωπεκθενομαι γρ κενον λγειν σεθυγατρα λως εχεν ρααν δη γμου; λλ΄ οδ φλος στν οτος τ πατρ· μμνημαι γρ ς πρην δικσατο περ συμβολαου· τλαντον͵ ομαι͵ φελων γρ τ πατρ οκ θελεν κτνειν͵ δ παρ τος ναυτοδκας πγαγεν ατν͵ κα μλις ξτισεν ατ͵ οδ΄ λον͵ ς πατρ φασκεν. ε δ κα γαμεν δδοκτ μοι͵ τν Δημου θυγατρα τν το πρυσιν στρατηγηκτος φες͵ κα τατα πρς μητρς νεψιν οσαν͵ τν Φλωνος γμουν ν; σ δ πθεν τατα κουσας; τνας σεαυτ͵ Μρτιον͵ κενς ζηλοτυπας σκιαμαχοσα ξερες;

ΠΑΜΦ.

Θα σ’ ακούω πολύ ώρα ακόμη, ρε Μυρτούλα, να λες παλαβωμάρες για κοπέλλες και για παντρειές με καπετανοπούλες; Εγώ δεν έχω ιδέα για καμμιά νύφη, ούτε όμμορφη ούτε σκιάχτρο. Κι ούτε ξέρω αν ο Φίλωνας απ’ την Αλωπεκή (γι’ αυτόνε νομίζω πως μιλάς) έχει καμμιά κόρη της παντρειάς. Κι ούτε είναι φίλος του πατέρα μου ο λεγάμενος. Θυμούμαι μάλιστα που προ καιρού τον είχε πάει στα δικαστήρια για κάποιο ναυτικό συμφωνητικό. Χρωστούσε θαρρώ στον πατέρα μου ένα τάλαντο και δεν ήθελε να το δώσει. Κι ο πατέρας μου τον πήγε στο Ναυτοδικείο και μόλις τόρα τελευταία τον πλήρωσε, και μάλιστα δεν τά’ δωσε όλα όπως έλεγε ο πατέρας μου. Αμ αν ήτανε να παντρευτώ, θα άφινα την κόρη του Δημέα, που ήτανε πέρυσι στρατηγός, πού’ναι και ανηψιά της μάννας μου, για να πάρω την κόρη του Φίλωνα; Αλλά δε μου λες, εσύ που τά’ μαθες όλα αυτά; Ή μήπως τα σοφίστηκες μόνη σου επίτηδες, για να μου κάνεις καυγάδες και ζήλιες;

ΜΥΡΤ.

Οὐκοῦν οὐ γαμεῖς͵ ὦ Πάμφιλε;

ΜΥΡΤ.

Δηλαδή, δεν παντρέβεσαι, Πάμφιλε;

ΠΑΜΦ.

Μέμηνας͵ ὦ Μύρτιον͵ ἢ κραιπαλᾷς; καίτοι χθὲς οὐ πάνυ ἐμεθύσθημεν.

ΠΑΜΦ.

Παλάβωσες, ρε Μυρτούλα ή είσαι μεθυσμένη; Τι διάολο, χτες δεν ήπιαμε τόσο πολύ.

ΜΥΡΤ.

Ἡ Δωρὶς αὕτη ἐλύπησέ με· πεμφθεῖσα γὰρ ὡς ἔρια ὠνήσαιτό μοι ἐπὶ τὴν γαστέρα καὶ εὔξαιτο τῇ Λοχείᾳ ὡς ὑπὲρ ἐμοῦ͵ Λεσβίαν ἔφη ἐντυχοῦσαν αὐτῇμᾶλλον δὲ σὺ αὐτῷ͵ ὦ Δωρί͵ λέγε ἅπερ ἀκήκοας͵ εἴ γε μὴ ἐπλάσω ταῦτα.

ΜΥΡΤ.

Τούτη η Δωρίτσα με λαχτάρησε. Την είχα στείλει να μου πάρει μαλλί για την κοιλιά μου και να προσευχηθεί για μένα στη Λοχεία και τούτη απάντησε στο δρόμο τη Λεσβία και… αλλά πέστα καλύτερα Δωρίτσα εσύ η ίδια όσα σου είπε, εξόν πια αν τά’βγαλες από το μυαλό σου.

 

ΔΩΡ.

Ἀλλ΄ ἐπιτριβείην͵ ὦ δέσποινα͵ εἴ τι ἐψευσάμην· ἐπεὶ γὰρ κατὰ τὸ πρυτανεῖον ἐγενόμην͵ ἐνέτυχέ μοι ἡ Λεσβία μειδιῶσα καὶ φησίν͵ Ὁ ἐραστὴς ὑμῶν ὁ Πάμφιλος γαμεῖ τὴν Φίλωνος θυγατέρα· εἰ δὲ ἀπιστοίην͵ ἠξίου με παρακύψασαν ἐς τὸν στενωπὸν ὑμῶν ἰδεῖν πάντα κατεστεφανωμένα καὶ αὐλητρί δας καὶ θόρυβον καὶ ὑμέναιον ᾄδοντάς τινας.

ΔΩΡ.

Μα θάθελα σκότωμα, κυρά, αν σούλεγα κανένα ψέμμα. Να, καθώς περνούσα κοντά στο Πρυτανείο, νά’ σου την μπροστά μου η Λεσβία χαμογελαστή. Και μου λέει: ‘Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρέβεται την κόρη του Φίλωνα. Κι αν δε με πιστεύεις, έλα στο σοκάκι μας να τα ιδείς όλα εντάξει, το σπίτι γεμάτο στεφάνια, τις αυλητρίδες, τη φασαρία και ν’ ακούσεις το τραγούδι του γάμου.

ΠΑΜΦ.

Τί οὖν; παρέκυψας͵ ὦ Δωρί;

ΠΑΜΦ.

Λοιπόν, τι έγινε, Δωρίτσα; Πήγες;

ΔΩΡ.

Καὶ μάλα͵ καὶ εἶδον ἅπαντα ὡς ἔφη

ΔΩΡ.

Μάλιστα! Πήγα και τά’δα όλα, όπως μου τά’πε.

ΠΑΜΦ.

Μανθάνω τὴν ἀπάτην· οὐ γὰρ πάντα ἡ Λεσβία͵ ὦ Δωρί͵ πρὸς σὲ ἐψεύσατο καὶ σὺ τἀληθῆ ἀπήγγελκας Μυρτίῳ. πλὴν μάτην γε ἐταράχθητε· οὔτε γὰρ παρ΄ ἡμῖν οἱ γάμοι͵ ἀλλὰ νῦν ἀνεμνήσθην ἀκούσας τῆς μητρός͵ ὁπότε χθὲς ἀνέστρεψα παρ΄ ὑμῶν· ἔφη γάρ͵ Ὦ Πάμφιλε͵ ὁ μὲν ἡλικιώτης σοι Χαρμίδης τοῦ γείτονος Ἀρισταινέτου υἱὸς γαμεῖ ἤδη καὶ σωφρονεῖ͵ σὺ δὲ μέχρι τίνος ἑταίρᾳ σύνει; τοιαῦτα παρακούων αὐτῆς ἐς ὕπνον κατηνέχθην· εἶτα ἕωθεν προῆλθον ἀπὸ τῆς οἰκίας͵ ὥστε οὐδὲν εἶδον ὧν ἡ Δωρὶς ὕστερον εἶδεν. εἰ δὲ ἀπιστεῖς͵ αὖθις ἀπελθοῦσα͵ ὦ Δωρί͵ ἀκριβῶς ἰδὲ μὴ τὸν στενωπόν͵ ἀλλὰ τὴν θύραν͵ ποτέρα ἐστὶν ἡ κατεστεφανωμένη· εὑρήσεις γὰρ τὴν τῶν γειτόνων.

ΠΑΜΦ.

Τόρα καταλαβαίνω πώς την πατήσατε! Ούτε η Λεσβία σού’πε εντελώς ψέμματα, Δωρίτσα, ούτε κι εσύ είπες ψέμματα στη Μυρτούλα. Άδικα όμως ταραχτήκατε γιατί ο γάμος δεν ήτανε στο σπίτι μας. Τόρα θυμήθηκα αυτά που μού’πε η μάννα μου χτες βράδυ όταν εγύρισα στο σπίτι μου φεύγοντας από δω. ‘Ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, Πάμφιλε, ο γυιος του Αρισταίνετου του γείτονά μας, έβαλε μυαλό και παντρέβεται. Εσύ ως πότε θα ζεις με μιαν εταίρα;’ Κάτι τέτοια άκουγα που μού’λεγε καθώς με πήρε ο ύπνος. Το πρωί σηκώθηκα κι έφυγα νωρίς από το σπίτι και δεν είδα τις ετοιμασίες που είδε αργότερα η Δωρίτσα. Κι αν δεν το πιστέβετε, ξαναπήγαινε βρε Δωρίτσα και ιδές προσεχτικά όχι το σοκάκι αλλά την πόρτα. Ποια έχει τα στεφάνια, η δική μας ή του γείτονα;

ΜΥΡΤ.

Ἀπέσωσας͵ ὦ Πάμφιλε· ἀπηγξάμην γὰρ ἄν͵ εἴ τι τοιοῦτο ἐγένετο.

ΜΥΡΤ.

Μου γλύτωσες τη ζωή, Πάμφιλε. Γιατί’ χα σκοπό να κρεμαστώ αν γινότανε κάτι τέτοιο!

ΠΑΜΦ.

Ἀλλ΄ οὐκ ἂν ἐγένετο͵ μηδ΄ οὕτω μανείην͵ ὡς ἐκλαθέσθαι Μυρτίου͵ καὶ ταῦτα ἤδη μοι κυούσης παιδίον.

ΠΑΜΦ.

Βλέπεις ότι δεν έγινε. Κι εγώ δεν παλάβωσα ακόμα ν’ αφίσω τη Μυρτούλα μου και μάλιστα τόρα που θα μου κάμει παιδί!

 

 

BACK