Ένας αμφιλεγόμενος ποιητής

(Από την ομιλία του Δημήτρη Σαραντάκου)

Μολονότι όταν αναφέρουμε το όνομά του Νίκου Καζαντζάκη, ο νους μας πάει στον «Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», στον «Χριστό ξανασταυρώνεται», στον «Καπετάν Μιχάλη», στον «Τελευταίο Πειρασμό», στους «Αδερφοφάδες» και στα λοιπά πασίγνωστα πεζογραφήματά του, δύο από τα οποία έχουν γίνει και ταινίες, ακόμα και στο δράμα του «Καποδίστριας» που ανεβάστηκε με μεγάλη επιτυχία από το θεατρικό τμήμα του Μορφωτικού πριν εικοσιτρία χρόνια, ο Νίκος Καζαντζάκης παραμένει ο ποιητής που έγραψε το μεγαλύτερο σε έκταση ελληνικό ποίημα.

Την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη την αποτελούν ούτε λίγο ούτε πολύ 33.333 στίχοι, χωρισμένοι σε 24 ραψωδίες. Η συγγραφή της ξεκίνησε το 1924 στο Ηράκλειο και για να ολοκληρώσει το κολοσσιαίο αυτό έργο είχε απομονωθεί εδώ στην Αίγινα από τον Μάιο του 1927 ως το τέλος του 1928, ουσιαστικά όμως συνέχισε να επεξεργάζεται το κείμενό του, άλλα δεκατρία χρόνια, ως το 1938. Να σημειωθεί δε, πως με την ακατάβλητη εργατικότητά του ο Καζαντζάκης το έγραψε και το ξανάγραψε οχτώ φορές! Τελικά εξεδόθη στην Αθήνα το 1938. Ήταν ένας τόμος εντυπωσιακού μεγέθους (863 σελίδες), που επανεξεδόθη πέρσι σε 3.000 αριθμημένα αντίτυπα και παρουσιάστηκε στο κοινό στις 24 Φεβρουαρίου 2006,  από τη μεγάλη Άννα Συνοδινού, που διάβασε, με συναρπαστικό και ανεπανάληπτο τρόπο, αποσπάσματά του. 

Όπως συμβαίνει και με πολλά πεζογραφήματά του, στην «Οδύσεια» του Καζαντζάκη κυριαρχεί το φιλοσοφικό στοιχείο, σύμφωνα δε με τον πανεπιστημιακό και μελετητή του έργου του, Στυλιανό Αλεξίου, δεν είναι άλλο από την ιδέα του συγγραφέα ότι «ο ανήφορος πρέπει να κυβερνά και την προσωπική ύπαρξη» ή, αλλιώς, είναι «το αρχέτυπο του μελλούμενου ανθρώπου, μέσα από το προσωπείο του Θεού». Ο ίδιος χαρακτήρισε τον εαυτό του το 1950 «απροσκύνητη ψυχή» και σε όλα τα έργα του, πεζά, ποιητικά ή φιλοσοφικά, όταν είναι να επιλέξει ανάμεσα στην ηδονή (με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου) και τον ασκητισμό, προτιμά την πρώτη και απορρίπτει τον δεύτερο.

Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω την ιδιόμορφη σχέση του Καζαντζάκη με τον θεό. Οπωσδήποτε δεν ήταν «άθεος» όπως δεν ήταν «άπατρις», μολονότι και τα δύο αυτά επίθετα του είχαν προσάψει οι φανατικοί. Οπωσδήποτε όμως δεν ήταν Χριστιανός, εφ΄ όσον τον Ιησού, που τον θαύμαζε και τον αγαπούσε, δεν τον αποδεχόταν ως θεάνθρωπο αλλά ως εμπνευσμένο προφήτη. Στην πραγματικότητα ο Καζαντζάκης είχε φτιάσει μια δικιά του, προσωπική, θρησκεία, όπου συνυπήρχαν χριστιανικές, βουδιστικές και παγανιστικές ιδέες.

Όπως είναι ευνόητο, η επίδραση του Όμηρου είναι πολύ μεγάλη και αναγνωρίσιμη στην καζαντζάκεια «Οδύσσεια». Άλλωστε ο ίδιος ήταν βαθύς γνώστης του ομηρικού έργου και μαζί με τον Κακριδή μετέφρασε μέσα στην Κατοχή την «Ιλιάδα» και την εκδόσανε με δικά τους έξοδα το 1955. Ενός άλλου μεγάλου ποιητή ανιχνεύεται η επίδραση στην «Οδύσεια» του Καζαντζάκη. Του Δάντη, που στο ημερολόγιό του, που κρατούσε τότε, τον χαρακτηρίζει ως ένα από τους δασκάλους του, μαζί με τον Μπέργκσον και τον Όμηρο. Με το έργο του Δάντη άλλωστε είχε έρθει σε επαφή, λίγα χρόνια πριν γράψει την «Οδύσσειά» του. Σύμφωνα πάλι με τον Στυλιανό Αλεξίου, οι 33.000 στίχοι της «Οδύσσειας» "συνομιλούν" με τη «Θεία κωμωδία».

Εντούτοις η κριτική δεν υποδέχτηκε με ευμένεια την «Οδύσσεια». Από πλευράς δομής χαρακτηρίστηκε έργο εγκεφαλικό και δυσνόητο και από πλευράς γλώσσας κατηγορήθηκε ως γλωσσολογικά εξεζητημένη, με «πληθωρικό και πεποιημένο ιδίωμα».  Και για τα λοιπά όμως ποιήματα του Καζαντζάκη όπως τον «Χριστό» (Αθήνα 1928), επίσης μεγάλης έκτασης ποίημα, οι κριτικές δεν ήταν ευνοϊκές. Γενικά θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον Καζαντζάκη αμφιλεγόμενο, μη καθολικής αποδοχής, ποιητή.

Παρ΄όλη όμως αυτή την αρνητική στάση των περισσότερων μελετητών για την ποίησή του ο ίδιος ο Καζαντζάκης θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως μεγάλο ποιητή και δευτερευόντως πεζογράφο. Τα πεζογραφήματά του, που του χάρισαν δόξα και διεθνή αναγνώριση, τα έβαζε πιο κάτω από τα θεατρικά του έργα (Καποδίστριας, Ο Χριστός στη Ρώμη) ακόμα και από τα φιλοσοφικά δοκίμιά του (Ασκητική, αναφορά στον Γκρέκο). Ανώτερα από όλα αυτά θεωρούσε τα ποιήματά του και ιδιαιτέρως την «Οδύσσεια», το κορυφαίο κατ΄ αυτόν έργο, που πίστευε πως θα δημιουργήσει σχολή και παράδοση.

Όσον αφορά τώρα το ποιητικό έργο του Καζαντζάκη και ειδικότερα την «Οδύσσεια» προσωπικά εξομολογούμαι πως έχω διαβάσει ένα πολύ μικρό κομμάτι της και ακόμη  μικρότερο από τον «Χριστό». Δεν πιστεύω δε να υπάρχει Έλληνας που να ισχυρίζεται πως έχει διαβάσει ολόκληρο το ποίημα των 33 χιλιάδων στίχων. Προσωπικά όσα διάβασα νου άρεσαν πολύ. Θα μου επιτρέψετε να σας απαγγείλω ένα πολύ μικρό απόσπασμα της «Οδύσσειας»

Δυο μήνες πάνε πια στης πλούσιας Πύλος

τ’ αμμουδερά ακρογιάλια που περνούσα.

Νοτιάς φυσούσε, ξέσπασεν η μπόρα,

κι από τα μαύρα νέφαλα χυνόταν

βαριά νεροποντή κι ολούθε ο μέγας

μας τυραγνούσε κεραυνός του Δία.

Στο φως μιας αστραπής, βιγλίζω απάντεχα

τον Οδυσσέα στη μέση του πελάγου,

γαλήνιο να κρατά το δοιάκι,

κατάματα στηλώνοντας τη μπόρα!

«Δυσσέα του κράζω, πας για την πατρίδα;

Πια μες στης θεάς την κλίνη δε χωρούσες;»

Μ΄ αυτός, με το τιμόνι στην παλάμη

και τ’ αρμυρά δαγκώνοντας μουστάκια,

τήραε μακριά σκυφτός και δεν έστράφη!

 

Νομίζω πως το κομμάτι αυτό είναι αληθινή ποίηση.

 

Επιστροφή στο Αφιέρωμα στον Νίκο Καζαντζάκη