Ο Τρωικός πόλεμος από μιαν άλλη σκοπιά
Γράφει ο Μ.Μ.
Πόσες φορές δεν έτυχε στα νεανικά μας χρόνια, να βρεθούμε σε εκδρομή ή σε παρέα και κάποιος να αρχίσει να απαγγέλλει (ή να διαβάζει) ομοιοκατάληκτα δίστιχα (συνήθως δεκαπεντασύλλαβα) με πολύ -μα πολύ- αλατοπίπερο; Μία από τις πιο γνωστές ριμάτες της εποχής ήταν ο "Τρωικός Πόλεμος", μία αναφορά των σεξουαλικών προτιμήσεων των ηρώων του, θεών και ανθρώπων.
Αρχαιόπληκτος φιλόλογος έφριξε όταν πληροφορήθηκε την ύπαρξη του. Τι κατάπτωση των ηθών, τί ασέβεια προς τον μεγαλύτερο ποιητή της ανθρωπότητας, προς τους αρχαίους ημών προγόνους (και άλλα ηχηρά παρόμοια) έπιπτον επί της κεφαλής μας, μαζί με απειλές αποβολής -αν όχι ανασκολοπισμού- για όποιον τολμήσει να επαναλάβει τας αηδείς απαγγελίας.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Στην επόμενη εκδρομή ένας εκ των συνήθων υπόπτων έδεσε στον ώμο του -δίκην χιτώνος- ένα σεντόνι, ανέβηκε σε ένα βράχο και άρχισε να απαγγέλλει ποίημα του κωμικογράφου Εύβουλου, που σατίριζε τους πολιορκητές της Τροίας. Καθώς -η αλήθεια να λέγεται- οι περισσότεροι, λόγω του καθηγητή μας, είμαστε τσιράκια στα αρχαία αλλά το νόημα όλοι το έπιασαν, έγινε πανζουρλισμός, αφού συνοδευόταν από "κατατοπιστικές" χειρονομίες. Το ποίημα ήταν το εξής:
Ιχθύν δ' Ομηρος εσθίοντα είρηκε πού
τινά των Αχαιών; Κρέα δε μόνον ώπτων, επεί
έψοντα γ' ου πεποίηκεν αυτών ουδένα.
Αλλ' ουδεμίαν άλλην εταίραν είδέν τις
αυτών, εαυτούς δ' έδεφον ενιαυτούς δέκα.
Πικράν στρατείαν δ' είδον, οίτινες πόλιν
βίαν λαβόντες, ευρυπρωκτότεροι πολύ
της πόλεως απεχώρησαν ης είλον τότε.
Διασκέδαζαν λοιπόν και σατίριζαν τα πάντα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Και τους βασιλιάδες και τους ήρωες και τους θεούς τους ακόμα (στη ζούλα). Η βλοσυρή εικόνα της αρχαίας Ελλάδας ήταν πλαστή, δημιούργημα της προγονοπληξίας που κυριάρχησε στο νέο ελληνικό κράτος. Η παράδοση όμως διατηρήθηκε μέσα από χαλεπούς μεσαιωνικούς χρόνους μέχρι τις μέρες μας, για να μετεξελιχθεί στα στιχάκια που λέγαμε νέοι για τον Πάτροκλο και τον Δία. Η διαχρονικότητα πέρα από τον Αριστοτέλη και τον Σοφοκλή.
Η ιστορία μας είχε και συνέχεια. Μια που ένα από τα κύρια μαθήματα μας ήταν η επεξεργασία άγνωστου κείμενου, διοργανώθηκε μυστικός διαγωνισμός για την καλύτερη νεοελληνική απόδοση του ποιήματος. Το πρώτο βραβείο, στεφάνι από σέλινο (και ένα μπουκάλι μαυροδάφνη), είχε ως εξής, αν θυμάμαι πια καλά:
Τί έκανες βρε
Ομηρε στα έρμα
παληκάρια
τα έβαλες και
τρώγανε μόνο
βραστά
πλατάρια.
Κανείς από τους Αχαιούς δεν έτρωγε ψαράκια
ούτ' έναν δεν ιστόρησες να ψήνει παιδάκια.
Είδε κανένας απ' αυτούς εταίρες, χανουμάκια;
Μόνοι τους βολευόντουσαν κοντά δέκα χρονάκια.
Πικρός τους βγήκε ο πόλεμος: πήραν με βιά την πόλη
κι'
ορθάνοιχτοι
στα νώτα τους
γυρίσαν πίσω
όλοι!