Του λυχναριού τα βάσανα και το σφυρί της Αννούλας
Η μικρή μου κόρη η Αννούλα, τότε οχτώ χρονών, παραπονέθηκε στη μεγαλύτερη αδερφή της, την Εύη:
Σφυρί σφυρί το πας να μαλώσουμε
Και δεν μαλώσαμε, γιατί γελάσαμε όλοι, και μετά της εξηγήσαμε πως το σωστό είναι φιρί-φιρί, όχι σφυρί-σφυρί.
Έχει όμως ενδιαφέρον αυτό το παιδικό "λάθος". Το παιδί δεν μπορεί να δεχτεί το ακατανόητο "φιρί" και προσπαθεί να το εκλογικεύσει, να το ταιριάξει με μια γνωστή του λέξη. Και όπως υπάρχει και ο συμφυρμός στην προφορά (το πας+φιρί = πας + σφυρί) το λάθος είναι απόλυτα κατανοητό και, θα λέγαμε, "σωστό". Και δεν το λέω αυτό επειδή πρόκειται για το δικό μου παιδί!
Άλλωστε, πώς θα μπορούσε ένα παιδί να ξέρει το «φιρί», αφού δεν είναι καν λέξη ελληνική. Πράγματι, το «φιρί φιρί» είναι δάνειο από τα τουρκικά (η τουρκική έκφραση fιrιl-fιrιl σημαίνει σχεδόν το ίδιο, π.χ. fιrιl-fιrιl aramak = ψάχνω παντού για κάποιον). Ωστόσο, σε ένα πολύ καλογραμμένο βιβλιαράκι του αείμνηστου Μενέλαου Παρλαμά με ιστορίες λέξεων, προτείνεται σαν αρχή της φράσης ‘πάει φιρί-φιρί’ η έκφραση ‘θυρί-θυρί’, δηλ. πηγαίνω πόρτα-πόρτα, γι’ αυτό άλλωστε και ο συγγραφέας έγραφε με ύψιλον τη λέξη (φυρί-φυρί δηλαδή). Η εξήγηση είναι γοητευτική, και ιδιαίτερα εύλογη αν πάρουμε υπόψη και τη μεγάλη ευκολία με την οποία το θ τρεπόταν σε φ (Θήρα-Φηρά, Θήβα-Φήβα, θηλί-φηλί). Ωστόσο, είναι απλώς μπεν τροβάτα και όχι βέρα.
Γενικά, η γλώσσα είναι συντηρητική· αλλάζει πιο αργά απ' ό,τι αλλάζει η κοινωνία. Στη φρασεολογία μας επιβιώνουν άφθονες ιδιωματικές και στερεότυπες εκφράσεις και παροιμίες που αντανακλούν μιαν άλλη εποχή και μιαν άλλη κοινωνία, που δεν υπάρχουν πια. Σε αντίθεση με τη γενιά εκείνη που γέννησε τις εκφράσεις αυτές και με τις πολλές γενιές που τις χρησιμοποίησαν στη συνέχεια, εμείς τις χρησιμοποιούμε χωρίς να έχουμε εμπειρίες από πρώτο χέρι από τα πράγματα που μεταφορικά συμμετέχουν στην έκφραση. Για παράδειγμα, λέμε ακόμα ότι κάποιος «αγόρασε γουρούνι στο σακί», όταν έκανε μια αγορά ανεξέταστα, χωρίς να δει το αντικείμενο προηγουμένως, αλλά ελάχιστοι από μας συνηθίζουμε να αγοράζουμε γουρούνια σε ζωοπανηγύρεις, είτε στο σακί είτε όχι. Για να μείνουμε στην ίδια λέξη, όταν κάποιος βγάζει γοερές κραυγές συνηθίζουμε να λέμε ότι κάνει «σαν γουρούνι που το σφάζουν», αλλά λίγοι έχουμε ακούσει τις πραγματικά διαπεραστικές και ανατριχιαστικές οιμωγές που βγάζει το γουρούνι στην επιθανάτια αγωνία του καθώς ο μπαλτάς του χασάπη τού σκίζει τη σάρκα. Άλλοτε η παροιμιώδης φράση χρησιμοποιεί οικείες λέξεις που έχουν αλλάξει σημασία· για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια η ΓΣΕΕ είχε κυκλοφορήσει αφίσα με σύνθημα «ο κόμπος έφτασε στο χτένι», και ο καλλιτέχνης έκρινε καλό να εικονογραφήσει το σύνθημα παρουσιάζοντας όμως ένα κοινό χτένι, σαν αυτά που χτενιζόμαστε, ενώ βέβαια η φράση γεννήθηκε από τα χτένια του αργαλιού. Κάποιος σχολιαστής σε περιοδικό είχε μεμφθεί τότε τους συνδικαλιστές, πράγμα που το βρίσκω κάπως υπερβολικό. Ή ίσως όχι· δεν είναι κακό να ξέρουμε την αρχή των φράσεων.
Ωστόσο, δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω όταν διάβασα σε μεγάλη εφημερίδα, σε στήλη γνωστού δημοσιογράφου, το ακόλουθο απόσπασμα, ξεσηκωμένο από ένα ιστολόγιο, στο οποίο ένας υποψήφιος της άκρας αριστεράς (με την απόλυτη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να εκλεγώ, όπως λέει) ζητάει την ψήφο των συμπολιτών του, παρά το γεγονός ότι οι ψήφοι αυτές, εξαιτίας του εκλογικού νόμου, κινδυνεύουν να κάνουν απίθανα γκελ σε όλη την επικράτεια και να καταλήξουν να εκλέξουν άλλους βουλευτές μεγαλύτερων κομμάτων σε άλλες περιφέρειες. Όπως το λέει ο ίδιος:
Βέβαια, η ψήφος στον συνδυασμό μας προς δόξαν της κοινοβουλευτικής και τηλεοπτικής δημοκρατίας (τρομάρα τους) και των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων, θα υποστεί του λυχναριού τα βάσανα και μύριες περιπέτειες τη νύχτα της Κυριακής, περιφερόμενη ανά τα εφετεία του ελληνόφωνου κρατιδίου της χώρας.
Γιατί χαμογέλασα; Όχι για το «ελληνόφωνο κρατίδιο» που δεν μ’ αρέσει να τ’ ακούω ιδίως από ακροαριστερό (θυμίζει πολύ το ρωμέικο κρατίδιο των Δαυλικών), ούτε για το χιούμορ του υποψηφίου που κατά τα άλλα καλά τα λέει, παρά για το λαθάκι στην παροιμιώδη φράση. Διότι βέβαια, δεν είναι «του λυχναριού τα βάσανα», αλλά του λιναριού. Ανατρέχοντας στο ιστολόγιο βλέπω (όπως περίμενα) ότι ο υποψήφιος είχε σωστά γράψει τη φράση, άρα το λάθος έγινε από τον δημοσιογράφο που την αντέγραψε. Ίσως και από τον διορθωτή, αλλά επειδή τον συγκεκριμένο γνωστό δημοσιογράφο κι άλλες φορές τον έχω τσακώσει να κάνει λάθη από βιασύνη, τείνω να πιστέψω ότι εκείνος την έκανε την πατάτα. Δηλαδή είχε μπροστά του τα πάθη του λιναριού, όπως διάβαζε το κείμενο στο ιστολόγιο, αλλά μην ξέροντας τη φράση τη διάβασε λάθος και θεώρησε φυσικότερο να υπάρχουν βάσανα του λυχναριού (ποια άραγε;) παρά του λιναριού.
Κι όμως, το λινάρι περνάει πράγματι πολλά βάσανα κατά την κατεργασία του, ώσπου να γίνει κλωστή. Αντιγράφω από μια λαογραφική ιστοσελίδα:
Η κατεργασία του λιναριού από το χωράφι ως την κατασκευή της κλωστής γινόταν από οργανωμένες ομάδες γυναικών. Πριν την τέλεια ωρίμανση του σπόρου τα φυτά ξεριζώνονταν, γινόταν η συγκομιδή του σπόρου και μετά ακολουθούσε το βρόχιασμα. Αφού μούσκευαν σε ειδικούς λάκκους τα δεμάτια για 10-15 ημέρες ώστε να σαπίσει το ξυλώδες μέρος του βλαστού, έκαναν το λιάσιμο (στέγνωμα) και το "βαρούσαν" με τον κόπανο ώστε να πέσει το λινόξυλο. Με νέο κοπάνισμα έπεφτε η ξυλόριζα από την οποία έκαναν δεύτερης ποιότητος κλωστή το κροκίδι. Από το λινάρι που έμενε με νέο κοπάνισμα έβγαζαν το σώντυμα. Τέλος το καθαρό λινάρι έβγαινε με το χτύπημα του λιναριού στο μέλιγκα ή μέλκια ή μάγγανο, και τη κλωστή τη βούρτσιζαν με βούρτσα γουρουνότριχας.
Μετρήστε μαρτύρια: ξερίζωμα, μούσκεμα στο λάκκο, στέγνωμα, πρώτο κοπάνισμα,
δεύτερο κοπάνισμα, τρίτο κοπάνισμα, χτύπημα στο μάγγανο και τέλος βούρτσισμα
–του Χριστού τα πάθη, θα έλεγε κανείς, και δεν είναι τυχαίο ότι σε μια
παραλλαγή αυτές οι δυο φράσεις συνδυάζονται: πέρασε του λιναριού τα βάσανα
και του Χριστού τα πάθη, για περισσότερη έμφαση, αν και η πιο συνηθισμένη
της μορφή είναι πέρασε ή τράβηξε του λιναριού τα πάθη. Στην
ομοταξία των φράσεων που χρησιμοποιούνται για ταλαιπωρίες και βάσανα, του
λιναριού τα πάθη είναι περίπου συνώνυμα με τη φράση πέρασε των παθών του τον τάραχο ή πέρασε/υπέστη τα πάνδεινα· αν θέλαμε να μιλήσουμε για πολλές μεταπτώσεις
και περιπέτειες αλλά με υποβαθμισμένο το στοιχείο των βασάνων, θα λέγαμε πέρασε από σαράντα κύματα.
Παρά το ότι ελάχιστοι πια έχουν άμεσες εμπειρίες από την οικοτεχνική κατεργασία του λιναριού, η έκφραση πέρασε του λιναριού τα πάθη δεν είναι άγνωστη· περιλαμβάνεται όχι μόνο στα παλιότερα λεξικά, αλλά και στα νεότερα μεγάλα λεξικά, όπως του Μπαμπινιώτη και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, αλλά ακόμα και στο «μεσαίο» Λεξικό Μπαμπινιώτη για το σχολείο και το γραφείο. Μάλιστα, κάνοντας αναζήτηση στο γκουγκλ βρήκα τη φράση να χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στον σύγχρονο αυθόρμητο γραπτό λόγο, εννοώ τις συζητήσεις σε ιντερνετικά φόρουμ και ιστολόγια, ίσως μάλιστα πιο συχνά απ' όσο περίμενα.
Αυτό το όσο περίμενα σηκώνει πολύ νερό. Η γλώσσα είναι απέραντη (όχι μόνο η ελληνική, να εξηγούμαστε) και πολύ λίγοι μπορούν να πουν (χωρίς να γίνουν καταγέλαστοι, εννοείται) ότι την ξέρουν στο βάθος και το πλάτος της. Πολύ συχνό είναι το φαινόμενο ενός ομιλητή που νομίζει ότι μια όχι πανελλήνια λέξη ή φράση ανήκει στη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του και τελικά την ανακαλύπτει να χρησιμοποιείται και αλλού, όπως μου έλεγε φίλος Κερκυραίος που ανακάλυψε ένα σωρό λέξεις που τις θεωρούσε κορφιάτικες σε ένα γλωσσάρι ευρυτανικό. Τη διαπίστωση αυτή την είχα κάνει κι εγώ παλιότερα, όταν με τη γενναιόδωρη βοήθεια του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή αποδελτίωνα παροιμιακές φράσεις από τα βιβλία της πλούσιας βιβλιοθήκης του και διαπίστωνα πόσες εκφράσεις καταγράφονται στη Μάνη και στη Μακεδονία, στο Πήλιο και στα Επτάνησα χωρίς ωστόσο να είναι πανελλήνιες. Τότε ήταν επίσης που συνειδητοποίησα πόσο παρακινδυνευμένο είναι να βγάζεις συμπεράσματα για το αν μιλιέται σήμερα μια φράση. Είχα διαβάσει, σε μια συλλογή παροιμιακών εκφράσεων, πελοποννησιακών, τη φράση «Είναι σαν ο Τούρκος με το Φράγκο», που χρησιμοποιείται για δυο ανθρώπους που τσακώνονται διαρκώς, σαν ο σκύλος με τη γάτα όπως θα λέγαμε σήμερα. Επειδή η συλλογή αυτή τα είχε τα χρονάκια της (τους αιώνες της πιο σωστά, αφού ήταν του 1880 περίπου) συμπέρανα ότι η έκφραση δεν θα χρησιμοποιείται πια, άλλωστε δεν την ήξερα. Κι όμως, λίγες μέρες μετά, στον ηλεκτρικό, καθώς δυο γυναίκες, λαϊκές, σχολίαζαν τα οικογενειακά τους, άκουσα τη μεγαλύτερη σε ηλικία να λέει, «Ο Γιάννης με τον Κώστα είναι σαν τον Τούρκο με το Φράγκο, συνέχεια τσακώνονται» κι έτσι κατέρρευσε η βεβαιότητά μου. Να προσθέσω εδώ ότι αυτά γίνονταν την εποχή πριν από το Γκουγκλ, οπότε δεν υπήρχε η δυνατότητα της αναζήτησης σ’ αυτό· αναζήτησης που θα έδινε στην προκειμένη περίπτωση ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα, αφού τώρα που έψαξα δεν βρήκα στο γκουγκλ καμιά ανεύρεση αυτής της φράσης.
Θα ήθελα να τελειώσω ελληνοπρεπώς· βρίσκω στα κιτάπια μου μια σημείωση ότι
παρόμοια φράση με του λιναριού τα πάθη υπάρχει, με την ίδια σημασία, στα
αρχαία: λίνου πάθη έσχεν, λέει η σημείωση, και αυτό το βρήκα στην
εργασία του Ν. Ανδριώτη «Αντίστοιχα εκφραστικά μέσα».
Και σύμφωνα με τον Ανδριώτη, ή τουλάχιστον με τη σημείωσή μου, η αρχαία φράση
απαντά στην Ποικίλη Ιστορία του Αιλιανού, 3b. Έτσι θα ήθελα να τελειώσω,
καταδεικνύοντας το τρισχιλιετές κατιτίς μας.
Όμως επειδή έχω το κακό συνήθειο να κάνω αυτοψία, όπου μπορώ, το τρισχιλιετές κατιτίς μας χαλάει ή τουλάχιστον αναβάλλεται. Όχι μόνο επειδή ο Αιλιανός είναι της μεταχριστιανικής εποχής, άρα ούτε δισχιλιετές το κατιτίς, αλλά κυρίως επειδή δεν βρίσκω καμιά τέτοια φράση ούτε στον Αιλιανό ούτε σε όλη την αρχαία γραμματεία· ή εγώ κάποια πατάτα κάνω (δεν θα είναι πρώτη φορά) ή ο Ανδριώτης λάθος μετέγραψε τις σημειώσεις του ή ίσως η δική μου έκδοση της Ποικίλης Ιστορίας είναι άλλη από τη δική του· οπότε το θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα, προς διερεύνηση. Μόνο του Λίνου τα παθήματα βρίσκω, αλλά στον Παυσανία και εν πάση περιπτώσει άλλος ο γιος του Ηρακλή και άλλο το λινάρι. Ή το λυχνάρι.
Επιστροφή στα
Φρασεολογικά
Σελίδες για τη γλώσσα
© 2007 Νίκος Σαραντάκος
sarant@pt.lu