Ο Σάμιουελ
Ντάσιελ Χάμετ, (Samuel
Dashiell Hammett)
γεννήθηκε
στις 27 του Μάη 1894
στο Μέριλαντ
των ΗΠΑ. Ο
πατέρας του ήταν
σκοτσέζικης
καταγωγής και
η μητέρα του
είχε γαλλικές
ρίζες (απ'
το επίθετο της,
Ντε Σιελ,
εξαγγλισμένο
σε Ντάσιελ,
προέρχεται τ' όνομα
του). Το 1900 η
οικογένεια
μετακομίζει
στη Φιλαδέλφεια
και ένα
χρόνο αργότερα
στη Βαλτιμόρη.
Σε ηλικία 14 ετών
ο Χάμετ αφήνει
το γυμνάσιο
και κάνει
διάφορες
εφήμερες δουλιές:
υπάλληλος
της εταιρίας
σιδηροδρόμων
Βαλτιμόρης και
Οχάιο, παιδί
για θελήματα
σε μεσιτικό
γραφείο,
κλητήρας. Το 1915,
στα 21 του, προσλαμβάνεται
στο περίφημο
γραφείο
ντετέκτιβ Πίνκερτον.
Το πρακτορείο
Πίνκερτον,
ηλικίας ήδη 65
χρόνων, ήταν το
μεγαλύτερο στη
χώρα. Ο
λογότυπος του
ήταν ένα
ανοιχτό μάτι,
το σύνθημα του
«Ποτέ δεν
κοιμόμαστε»
(από εκεί
προέρχεται και
η έκφραση Private eye - κατά
λέξη, ιδιωτικό
μάτι - για τους
ιδιωτικούς ντετέκτιβ).
Ωστόσο,
με την
ισχυροποίηση
των τοπικών
και ομοσπονδιακών
αστυνομικών
δυνάμεων, ο
«ευγενής» ρόλος
του πρακτορείου
εκφυλίστηκε στην
παροχή
πρόσθετων
αστυνομικών
και στις αντισυνδικαλιστικές
σκευωρίες.
Όταν μάλιστα,
απ' τις αρχές
του αιώνα, το εργατικό
κίνημα στις
ΗΠΑ γνώρισε
ορμητική
άνοδο, η βασική
λειτουργία των
Πίνκερτον
έγινε η
αντισυνδικαλιστική:
να σπάνε
απεργίες, να
τρομοκρατούν
και να
ενοχοποιούν με
προβοκάτσιες
απεργούς και
να βάζουν
με τη βία τους
απεργοσπάστες
στο εργοστάσιο.
Ο
πράκτορας (operative) των
Πίνκερτον δεν
είχε ωράριο
και το 1915 ο
πρώτος μισθός
ήταν 21 δολάρια
τη βδομάδα. Η
δουλιά των ντετέκτιβ
ήταν άχαρη, μια
και κατά πολύ
μεγάλο ποσοστό
ήταν η παρακολούθηση
και το βασικό
προσόν του
ντετέκτιβ ήταν
η ικανότητα
του να μένει
απαρατήρητος
και να μπορεί
να περιμένει
ατέλειωτες ώρες. Ο
Χάμετ, παρά το
ύψος του (1.86),
διακρίθηκε ιδιαίτερα
σ' αυτό.
Στη δουλιά του
είχε
προϊστάμενο
τον Τζέιμς Ράιτ,
έναν κοντόχοντρο,
μεσήλικα
πράκτορα με
μυθικές
ικανότητες. Ο
Ράιτ γνώρισε στον Χάμετ
τα μυστικά του
επαγγέλματος
και αποτέλεσε
το πρότυπο για
τον πρώτο
πετυχημένο
λογοτεχνικό
του ήρωα, τον
ανώνυμο «Πράκτορα
του
Κοντινένταλ» (Continental
Op).
Στοιχεία για
τη φύση των
υποθέσεων που
ανάλαβε ο Χάμετ
δεν έχουν
σωθεί, γιατί, τα
αρχεία των
Πίνκερτον
(λέγεται ότι)
καταστράφηκαν
από πυρκαγιά. Ο
ίδιος ο Χάμετ
ανάφερε κατά
καιρούς διάφορα
περιστατικά,
πολλά απ' τα
οποία
αμφισβητούνται
εξαιτίας της τάσης του
να κοροϊδεύει
τους
δημοσιογράφους
όταν είχε πια
γίνει
διάσημος. Η
Λίλιαν Χέλμαν
γράφει ότι ο
Χάμετ της είχε
διηγηθεί πως
το 1917 του είχαν
ζητήσει να
δολοφονήσει
τον εργατικό ηγέτη
Φρανκ Λιτλ και
αρνήθηκε. (Ο
Λιτλ, μέλος του
εκτελεστικού συμβουλίου
της ταξικής
οργάνωσης
Βιομηχανικοί Εργάτες
του Κόσμου
(IWW)
λιντσαρίστηκε
τον Αύγουστο
του 1917 στην
Ανακόντα της Μοντάνα.)
Το γεγονός δεν
έχει
διασταυρωθεί,
πάντως ο Χάμετ είχε
κάποια
ανάμειξη στην
υπόθεση και αργότερα
χρησιμοποίησε την πόλη
Ανακόντα σαν
πρότυπο της
Πόιζονβιλ στον
Κόκκινο θερισμό.
Στις 24 του Ιούνη 1918, 15 μήνες από τότε που η Αμερική είχε μπει στον πόλεμο, ο Χάμετ αφήνει τη δουλιά του και κατατάσσεται στο στρατό, στο Σώμα Ασθενοφόρων. Παθαίνει ισπανική γρίππη που τότε σάρωνε τις ΗΠΑ (ως 500 χιλιάδες θύματα), η οποία εξελίσσεται σε βρογχοπνευμονία και ύστερα σε φυματίωση - είναι η αρχή των πνευμονικών παθήσεων που τελικά του κόστισαν τη ζωή. Στις 29 του Μάη 1919 απολύεται απ' το στρατό με τιμές, σαν λοχίας, και ξαναπιάνει δουλιά στους Πίνκερτον, με μερικό ωράριο. Έχει 25% αναπηρία ήδη. Ένα χρόνο αργότερα μετακομίζει στο Σποκέιν της πολιτείας Ουάσιγκτον, πάντα στους Πίνκερτον, μια και η σύνταξη του απ' το στρατό (παρ' όλο που η αναπηρία του αναγνωρίζεται τώρα σε 50%) δεν επαρκεί, όντας 40 δολάρια το μήνα. Εκεί έχει αρκετές σημαντικές εμπειρίες, αλλά η υγεία του είναι πια επισφαλής. Στις 6 του Νοέμβρη 1920 εισάγεται σε νοσοκομείο απομάχων του πολέμου, με 100% αναπηρία, θα περάσει έξι μήνες σε τέτια νοσοκομεία. Αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη θα γράψει το 1953 στο μοναδικό καθαρά αυτοβιογραφικό κείμενο του, το ημιτελές μυθιστόρημα Τουλίπας. Εκεί γνωρίζεται με την ανθυπολοχαγό νοσοκόμα Τζόζεφιν Ντόλαν. Στις 7 του Ιούλη 1921 παντρεύονται και ζουν στο Σαν Φραντσίσκο. Ο Χάμετ έχει ξαναπιάσει δουλιά στους Πίνκερτον, ενώ η ποτοαπαγόρευση έχει κάνει την πόλη ιδιαίτερα εγκληματική. Την 1η του Δεκέμβρη 1921 ο Χάμετ εγκαταλείπει τους Πίνκερτον. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, αιτία στάθηκε μια επιτυχία του: Χρυσάφι αξίας 200 χιλ. δολαρίων είχε χαθεί από ένα αυστραλιανό πλοίο που άραξε στο Σαν Φραντσίσκο. Ξέροντας ότι το χρυσάφι δε βγήκε απ' το πλοίο, οι Πίνκερτον ήθελαν να στείλουν τον Χάμετ στη Χαβάη, μεταμφιεσμένο σε ναύτη, για να το βρει εν πλω. Την παραμονή του απόπλου, σε μια τελευταία έρευνα ο Χάμετ (ή κάποιος άλλος, σύμφωνα με άλλες πηγές) βρήκε το χρυσάφι και το ταξίδι ματαιώθηκε. 'Ετσι παραιτήθηκε, απογοητευμένος.
Απ' το
Φλεβάρη του 1922
και για
ενάμιση χρόνο
παίρνει μαθήματα σ' ένα
σεμινάριο επιμόρφωσης
απομάχων. Ήδη
έχει
αποφασίσει να
ακολουθήσει
κάποια
πνευματική
εργασία· ζει πολύ
στερημένα, αλλά περνάει
πολλές ώρες
στη δημόσια
βιβλιοθήκη, διαβάζοντας
αφειδώς.
Τον Οκτώβρη
του 1922
δημοσιεύεται
το πρώτο του
κείμενο.
«Το πάρθιον
βέλος», μια ιστοριούλα
100 λέξεων, στο
«αριστοκρατικό»
περιοδικό Σμαρτ
Σετ, το οποίο
δημοσίευε
(πληρώνοντας ελάχιστα)
έργα νέων και
αγνώστων που
είχαν κάτι καινούργιο
να πουν. Ακολουθούν
άλλες
δημοσιεύσεις,
στο Σμαρτ Σετ, στο
Μπριφ Στόρις,
τη Μαύρη
Μάσκα και
αλλού, συνολικά
δώδεκα
κομμάτια σε
πέντε
περιοδικά μέσα
στον πρώτο
χρόνο. Είναι
λακωνικά
κομμάτια, γεμάτα
λεπτή
ειρωνεία, που
δείχνουν τη
μεγάλη προσοχή
με την οποία
προχωρούσε. Το
σημαντικότερο
κείμενο του
του πρώτου χρόνου είναι
το Από τις
αναμνήσεις
ενός ιδιωτικού
ντετέκτιβ, είκοσι
εννιά
σύντομες
παράγραφοι από
τα
αξιοπερίεργα του
επαγγέλματος, με
ομοιότητες με
τις «βινιέτες»
του
Χεμινγουέι. Ο ρεαλισμός
και η ειρωνεία
τους τις
κάνουν
αξιοσημείωτες
και προδιαγράφουν
τον συγγραφικό
δρόμο του
Χάμετ.
Αναδημοσιεύουμε
μια επιλογή:
1) Θέλοντας να πάρω κάποιες πληροφορίες από μέλη της Χριστιανικής Γυναικείας Ενώσεως Εγκράτειας, συστήθηκα σαν γραμματέας του Συνδέσμου Αγνότητας των Πολιτών του Μπιουτ. Μια απ' αυτές μου διάβασε έναν μακρύ λόγο για τα ερωτικά αποτελέσματα του τσιγάρου πάνω στις νεαρές κοπέλες. Κατοπινά πειράματα απόδειξαν τις πληροφορίες άχρηστες.
2) Κάποιος που παρακολουθούσα βγήκε μια Κυριακή απόγευμα βόλτα στην εξοχή και έχασε τελείως το δρόμο του. Αναγκάστηκα να του δείξω εγώ πώς να γυρίσει πίσω στην πόλη.
[...]
4) Ξέρω έναν ντετέκτιβ που, ενώ έψαχνε για πορτοφολάδες στον ιππόδρομο, του έκλεψαν το πορτοφόλι. Αργότερα έγινε στέλεχος σ' ένα γραφείο ντετέκτιβ της ανατολικής ακτής.
[...]
7) Απ' όσους ανθρώπους γνώρισα που είχαν καταχραστεί χρήματα απ' τους εργοδότες τους, ούτε δέκα δε θυμάμαι που να κάπνιζαν, να έπιναν ή να είχαν κάποιο βίτσιο απ' αυτά που τόσο προσέχουν οι χρηματιστικές επιχειρήσεις.
8) Κάποτε κατηγορήθηκα άδικα για ψευδομαρτυρία και αναγκάστηκα να ψευδομαρτυρήσω για ν' αποφύγω τη σύλληψη.
9) Κάποιος προϊστάμενος ενός γραφείου ερευνών του Σαν Φραντσίσκο αντικατάστησε κάποτε σε μια αναφορά μου τη λέξη «άπληστος» με τη λέξη «ειλικρινής», με το αιτιολογικό ότι ο πελάτης ίσως να μην καταλάβαινε την πρώτη. Λίγες μέρες αργότερα, σε άλλη αναφορά, το «προσποιούμαι» έγινε «επισπεύδω» για τον ίδιο λόγο.
10) Απ' όλες τις εθνικότητες που οδηγούνται στα δικαστήρια, αυτοί που είναι πιο δύσκολο να καταφέρεις να καταδικαστούν είναι οι Έλληνες. Ο Έλληνας αρνιέται αδίστακτα τα πάντα, ανεξάρτητα απ' το πόσο ακλόνητες είναι οι αποδείξεις. Και τίποτα δεν εντυπωσιάζει περισσότερο τους ενόρκους από μια ξερή δήλωση ότι κάτι είναι έτσι, άσχετα απ' την απιθανότητα της δήλωσης ή τον φανερό παραλογισμό της μπροστά στις συντριπτικές αποδείξεις για το αντίθετο.
[...]
19) Το 1917, στην Ουάσιγκτον, συνάντησα μια νεαρή κυρία που δεν παρατήρησε ότι η δουλιά μου πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
[...]
21) Ο αρχηγός της αστυνομίας μιας πόλης του Νότου μου περιέγραψε κάποτε πλήρως κάποιον άνθρωπο, επισημαίνοντας μέχρι και μια κρεατοελιά στο σβέρκο του, αλλά ξέχασε να μου αναφέρει ότι ήταν μονόχειρας.
22) Ξέρω έναν παραχαράκτη που παράτησε τη γυναίκα του γιατί, ενώ αυτός ήταν φυλακή, εκείνη είχε μάθει να καπνίζει. [...]
27) Σ' ένα εξαιρετικά πολύπλοκο πρόβλημα, η βασική διαφορά ανάμεσα στον ντετέκτιβ των βιβλίων και στον πραγματικό ντετέκτιβ είναι ότι ο πρώτος συνήθως έχει ελάχιστα στοιχεία για να ξεκινήσει, ενώ ο δεύτερος υπερβολικά πολλά.
28) Ξέρω κάποιον που κάποτε έκλεψε έναν τροχό Φέρις (η μεγάλη ρόδα των λούνα-παρκ - σ.τ.μ.).
29) Από τους μύθους που υπάρχουν, ο λιγότερο αμφισβητούμενος είναι ότι οι εγκληματίες, αργά ή γρήγορα, τελικά συλλαμβάνονται. Κι όμως τα αρχεία κάθε γραφείου ντετέκτιβ είναι ξέχειλα με τους φακέλους ανεξιχνίαστων υποθέσεων και ασύλληπτων εγκληματιών.
(ΣμαρτΣετ, Μάρτης 1923)