[Εισαγωγή στη συλλογή Αύρες του νησιού μου, 1959]
Με του ονείρου τα πλάνα φτερά
στην πατρίδα μου απόψε θα φτάσω.
Στου γιαλού τ’ ασημένια νερά
τ’ όνειρό μου σφιχτά ν’ αγκαλιάσω.
Κουρασμένη δε θάμαι απ’ τη ζήση
και δε θάχω το βλέμμα θολό.
Στην καρδιά τη χαρά θάχω κλείσει
κι ό,τι ωραίο κι αγνό και καλό.
Θάμαι ξέγνοιαστη, αθώα παιδούλα
μ’ ένα φιόγκο μαβή στα μαλλιά…
Στου σπιτιού μας την άσπρη πεζούλα
στα πουλάκια θα στέλνω φιλιά.
Η Μαννούλα δε θάχει γεράσει
ο πατέρας δε θάναι νεκρός.
Κυριακάτικο γύρω γιορτάσι,
στοχασμός, ούτε τόσος, πικρός.
Και γω ξέννοιαστη θάμαι παιδούλα
μ’ ένα φιόγκο μαβή στα μαλλιά,
σκαλωμένη στην άσπρη πεζούλα
στα πουλάκια θα στέλνω φιλιά.