ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΣΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ

Ό,τι είχαμε αλλάξει τάγμα, από βασική σε ειδική, δεύτερη μέρα, δεν είχαμε καλά-καλά βγάλει τα γράσα απ' τα μάτια μας, κι ήρθανε τα μαντάτα για το Φάντασμα. Είχαμε δηλαδή πάρει τις καινούργιες τις σκοπιές και κάναμε ανταλλαγή πείρας, κι έλεγε ο καθένας για τη σκοπιά που του 'χε τύχει την πρώτη μέρα, πώς ήταν, τι κατατόπια έχει, αν τηνε πιάνει τ' αγιάζι, από πού έρχεται ο εφοδεύοντας, τι ευκαιρίες έχει για λούφα, μην παν κι οι άλλοι απροετοίμαστοι. Οι και­νούργιες τώρα οι σκοπιές ήτανε σχεδόν όλες τετριμμένα πράματα, ένα φυλάκιο μικρό, ένα μεγάλο, κάτι σκοπιές στο Καψιμί νυχτερινές που τις βάλαν για να μην έχουμε πολλές εξόδους, μία στ' αρτοποιεία μην έρθει ο Τούρκος και μας πάρει το ψωμί, μία στις τουαλέτες μην έρθει και μας χέσει, τέτοια. Όχι όμως όλες· ήτανε και δύο με μυστήρια ονόματα, Τομέας Γάμα και Γεώτρηση. Και ο μεν Τομέας Γάμα, απ' ότι απεδείχθη, δεν ήταν παρά ένα φυλάκιο μες την ερημιά, απέναντι απ' το στρατόπεδο και τέσσερα χιλιόμετρα πιο πέ­ρα, με κάτι αποθήκες πυρομαχικών, νέκρα σκέτη. Αλλά η Γεώτρηση, αυτή ήταν αλλιώς.

Να εξηγήσω όμως λίγο την τοπογραφία της περιοχής· λοιπόν, πρώτα ήταν η πόλη —σιγά την πόλη—, του νομού η πρωτεύουσα· στα δώδεκα χιλιόμετρα απόσταση ήτανε το στρατόπεδο· πίσω απ' το στρατόπεδο, στα τριάμιση χιλιόμε­τρα, ήτανε το χωριό, Δροσοπηγή το λέγαν κι ήταν όντως, γε­μάτο στα νερά· στα πόδια του βουνού· αριστερά απ' το χωριό, άρχιζαν τα περβόλια, πορτοκαλιές το πιο πολύ- τόπος μαγευτικός. Σαν είχες έξοδο ολοήμερη, απ' το μεσημέρι, πήγαινες στην πόλη, αν πάλι είχες κουτσή, από τ' απόγεμα, οι μερακλήδες προτιμούσαν το χωριό. Βέβαια, οι πιο πολλοί δεν ήταν μερακλήδες, ευτυχώς, και πήγαιναν κακήν κακώς στην πόλη —μεγάλοι γόητες— και καρφωνόνταν μες την παμπ με ένα βίσκι ανά χείρας να χαμογελάν ηλίθια μπας και γιαλίσουνε σε καμιά γκόμενα —όπερ αδύνατο γιατί στα μέ­ρη τα μικρά, τα στρατοκρατούμενα, τα θηλυκά έχουν ανα­πτύξει άλλου είδους αντισώματα κι άμα δεν είσαι από δόκι­μος κι απάνω —ή γιατρός— κοπέλα ντόπια δεν κυκλοφο­ράς, αυτό είναι νόμος απαράβατος —και όπως έλεγε κι ο ταγματάρχης εξ υπαξιωματικών ο Κορδορούμπης, άνθρωπος πολύπειρος, «ρε μάγκες, απ' όσους κυκλοφόρεσαν γυναίκα μες την πόλη τούτη δω, το ενενήντα τα εκατό τη φόρεσαν την κουλούρα» —ο ίδιος, συγκατέλεγε εαυτόν στο δέκα τα εκατό των υπολοίπων, έχοντας σ' άλλη μικρή πόλη πα­ντρευτεί. Αλλά με τις γυναίκες ξεστρατίσαμε· η ουσία είναι που, επειδή οι μερακλήδες ήταν λίγοι, η Γεώτρηση δεν είχε γίνει από πριν πλατιά γνωστή. Γιατί η Γεώτρηση ήταν μέσα στα περβόλια, στου χωριού το έβγα, ένα σπιτάκι πνιγμένο στις πορτοκαλιές και στο πρασινάδι, μ' ένα ποταμάκι πλάι, όνειρο. Μες το σπιτάκι ήτανε τ' αντλιοστάσιο που τροφοδοτούσε με νερό το Κέντρο μας, ήτανε και δυο παλιοί φαντά­ροι, μουσουλμάνοι, Τούρκοι που τους λέγαμε, από τον Εχίνο, που πρόσεχαν τις αντλίες και τ' άλλα μαραφέτια, μόνιμο προσωπικό. Και πήγαιναν και κάθε βράδι τέσσεροι φα­ντάροι νέοι, σαν κι εμάς καληώρα, σκοποί εκεί, μην έρθει ο οχτρός και δηλητηριάσει τη Γεώτρηση και πάμε όλοι μας χαράμι —όπως μας έλεγε, και φαινόταν να το λέει σοβαρά, ο λοχαγός μας μια μέρα που μας ενημέρωνε για τα εκεί καθήκοντα· κι εμείς ανοίγαμε μια στοματάρα νά και φρικιούσαμε φρίκη μεγάλη που υπάρχουν τέτοιοι ανώνυμοι σα­τανικοί οχτροί και ελλοχεύουν. Μα δεν μας τα 'πε όλα ο κύριος λοχαγός· γιατί μπορεί εχθρός να μην τόλμησε στη Γεώτρηση να ελλοχέψει, αλλ' απ' τη δεύτερη τη μέρα φάνη­κε το Φάντασμα.

Ποιο Φάντασμα; Το φάντασμα που, την πρώτη μέρα, έκανε την επίθεσή του στο Γιάννη το Μοσχόπουλο της διμοιρίας μας. «Ρε παιδιά, στο λόγο μου· εκεί που ήμουνα δεύτερο νούμερο, δώδεκα-δύο, θα 'χε πάει μία παρά είκοσι, ακούω απ' το ποτάμι ένα θόρυβο, ένα τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Έτσι ακριβώς, ρε σεις, τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Λέω, θα 'ναι σκύλος. Αυ­τό να ζυγώνει: τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Λες και χτύπαγε βότσαλο πάνω σε βότσαλο.» («Ρε συ, μπας κι ήτανε παπουτσωμένος ο σκύλος;» —σχόλιο που πνίγηκε στη γενική κατακραυγή). «Ρίχνω μια πέτρα στο νερό, αυτό εκεί: τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Ύ­στερα σα να σώπασε, ησύχασα και γω, λέω σκύλος ήταν κι έφυγε. Κι εκειπάνω, αρχίζουν να μου 'ρχονται πετραδάκια· βροχή τα πετραδάκια ρε παιδιά, στα πόδια μου σκάγαν. Φω­νάζω "αλτισεί", σκίζω την τελαμώνα, οπλίζω, βάνω γεμιστήρα μέσα, αυτό εκεί, να ρίχνει πετραδάκια. Λέω "αλτ, αλλιώς πυ­ροβολώ", πιο πολλά τα πετραδάκια. Και μου φάνηκε πως άκουσα κι ένα γέλιο, μα τι γέλιο, γέλιο του θανάτου, πάγωσε το αίμα μου. Τα παρατάω όλα και μπουκάρω μέσα στο φυ­λάκιο. Ρε σεις, κόντεψα να πάθω καρδιακό, αλήθεια λέω.»

Η αφήγηση πολύ μας προβλημάτισε.

«Εγώ δεν το πιστεύω, τίποτα σκύλος θα 'τανε», δήλωσε βαρυσήμαντα ο Ζώγας ο Ηπειρώτης.

«Τι λε ρε θερίο Ζώγα; Δε μου λες, στα μέρη τα δικά σου οι σκύλοι πετάν χαλίκια;»

«Δεν αποκλείεται. Αφού τα μοσχάρια πάνε φαντάροι», κάρφωσε ο Πεσμαζόγλου, εμφανώς όχι Ηπειρώτης.

«Τότε θα 'ταν τίποτα χωριάτης», είπε κάποιος άλλος εραστής της λογικής.

«Και δε φοβήθηκε που έβαλα γεμιστήρα μέσα, ρε;» α­ντέτεινε ο παθών Μοσχόπουλος.

«Θα 'τανε μεθυσμένος, ρε Γιάννη.»

«Και τι γύρευε στο ποτάμι νυχτιάτικα; Φάντασμα ήτανε ρε, σας λέω!»

«Σιγά ρε Μοσχόπουλε μην ήτανε η Μαρία η Πενταγιώτισσα!  Ασε που μπορεί και να πουλάς τρέλα και να μας γέμισες στα ψέματα τόση ώρα, ακούς εκεί κοτζαμάν φάντασμα να κάθεται να πετάει χαλίκια!»

«Στο λόγο μου, ρε παιδιά. Να πέσει κεραυνός και να με κάψει αν λέω ψέματα!»

Κεραυνός δεν έπεσε, χριστοπαναγίες πέσαν, γιατί η κουβέντα εξελίχτηκε σε καυγά που άφησε στο σκοτάδι την υπόθεση. Έλα όμως που την άλλη νύχτα, το Φάντασμα εμφανίστηκε και πάλι, και με θύμα το Τζαφέρη, τρίτο νούμερο αυτόν, άνθρωπο δικηγόρο εικοσιοχτώ χρονώ και άρα κάπως πιο αξιόπιστον; Τι, και πάλι κάνας μεθυσμένος να 'ταν; Ξαμολυθήκαμε αλαφιασμένοι να ρωτάμε τους παλιούς, και τότε μάθαμε πως το Φάντασμα έδρευε απ' αμνημόνευτες σειρές στη Γεώτρηση, δεν ήταν πα να πει καινούργιο πράμα. Τώρα, για να λέμε την αλήθεια, οι παλιοί ήταν μοιρασμένοι επ' αυ­τού σε δυο μερίδες· η μία, στην πλειοψηφία τους ντόπιοι, ήτανε κατηγορηματικοί ότι υπάρχει φάντασμα· οι άλλοι, με σκληρό πυρήνα τους τους γέρους, τους αριστερούς, το σιτι­στή και το γιατρό, διαψεύδανε την ύπαρξή του εξίσου κατη­γορηματικά.

Οι αξιωματικοί, που απόξω-απόξω τους ρωτήσαμε, δια­ψεύδανε επίσης —τι περίμενες να κάνουν. Αλλά οι εξηγή­σεις τους δεν ήταν πειστικές· ο ένας έλεγε πως ήταν ο τρελός —κάθε χωριό δα έχει κι από έναν. Ο άλλος, πιο δραματικός, πως ήταν, λέει, κάποιος ταβερνιάρης, που 'χε μια κόρη λέει την οποία την είχε λέει το '76 ξεπλανέψει ένας δεκανέας και από τότε το κρατάει έχθρα στο στρατό κι έρχεται και τρο­μάζει τους φαντάροι. Αλλά οι πιο πολλοί λέγανε πως δεν εί­ναι τίποτα και πως οι φαντάροι είναι ψαράδες κι έχουνε γράσα στο μυαλό και τα φαντάζουνται όλα τούτα. Με τέτοιες εξηγήσεις, αντικρουόμενες κι υποτιμητικές, θέλοντας και μη πειθόσουνα πως μάλλον έχουν δίκιο οι άλλοι, που αν μη τι άλλο ήτανε απόλυτοι: ναι, φάντασμα είναι! Βέβαια, για το τι είδους φάντασμα ήταν, κι εκείνων οι απόψεις διίσταντο· οι ντόπιοι λέγανε πως είναι του προπάπου τους —ο καθένας του δικού του, δηλαδή· άλλοι πως είναι καποιανού που τόνε σκότωσαν οι Γερμανοί, κι άλλοι δε δείχνανε διάθεση να εμβαθύνουν και πολύ, μόνο σου θύμιζαν πως πεντακόσα μέτρα απ' τη Γεώτρηση, στην άκρη του χωριού, ήτανε το νεκροτα­φείο.

Μια μέρα που κάναμε αγγαρεία στα μαγειρεία κι ένας μικρός από το Βόλο θρηνούσε την εμπειρία του της περασμέ­νης νύχτας στη Γεώτρηση, ο μάγερας πρόσθεσε τη δικιά του ερμηνεία. Ο μάγερας, παρεμπιπτόντως, ο Βαγγέλης, ήτανε ένας μάγκας Πειραιώτης φυλακόβιος, με τρία στρατοδικεία στην πλάτη του, που 'χε δείρει μέχρι και υπολοχαγό· τριάμι­σι χρόνια είχε φαντάρος και δε θα ξεμπέρδευε ποτέ αν δεν τον έβλεπε κάποιος χριστιανός πως ξέρει από μαγειρική και δεν τον έχωνε στα μαγειρεία να λουφάξει μπας κι απολυθεί· και κόντευε —με τα μέτρα τα δικά του δηλαδή.

«Ακούστε δω ρε νεούλια», είπε και μας σύναξε με ύφος συνωμοτικό γύρω του. «Αυτά που λένε για το Φάντασμα είναι τρίχες! Μόνο ένας εδωμέσα ξέρει ποιος είναι το Φά­ντασμα, γιατί ένας εδωμέσα είν' ο πιο παλιός, ούτε αξιωματικοί, ούτε τρίχες· εμένα που με βλέπετε νεούλια, τριάμισι χρονάκια είμαι φαντάρος και απ' αυτά τα δυο τα 'χω περάσει στις Σχολές Φωτομοντέλων —τις στρατιωτικές φυλακές ρε σεις— και τ' άλλο ενάμισι μέσα σε τούτο δω το μπουρδέλο. Εμένα που με βλέπετε ρε, είμαι ο Βαγγέλας με τ' όνομα, κι όλα εδωμέσα τα ξέρω σαν την τσέπη μου. Ησυχία νέος! Το λοιπόν, το Φάντασμα είν' ο Μιχάλης ο Κορμάς! Ποιος είν' ο Μιχάλης ο Κορμάς; Ήτανε ρε ένα παιδί το '80, σειρά μου, ναι ρε σεις, τι γελάτε, 5 Αυγούστου του '80 κατατάχτηκα, τι σημασία έχει, η ουσία είναι που σας αφήνω μέσα ρε και θα πήξετε, ήταν λοιπόν ένα παιδί αστέρι, αητός, ζαρκάδι, ο Κορμάς. Αυτός ρε, τους έγραφε όλους. "Εγώ", έλεγε, "δεν ήρθα εδώ να υπερετήσω, να γίνω υπηρέτης δηλαδή. Εγώ θα μείνω άνθρωπος, μακάρι να με σκοτώσουν." Και τους τα 'σουρνε χύμα και τσουβαλάτα, δεν τα τσιγκουνευότανε τα λόγια του, ούτε και κιότευε. Να δεις πως τους τα 'λεγε στην αναφορά, πώς τους ρεζίλευε ... αμ πήγα και σχολείο για να τα θυμάμαι; Μια φορά, ωραία τους τα 'λεγε. Για να καταλά­βετε ρε τι πάστα άνθρωπος ήτανε, άμα κάνας διμοιρίτης χτυπούσε κάνα νέο (τότε χτυπούσανε) κι ο νέος ψάρωνε και δεν το φανέρωνε, έβγαινε ο Κορμάς αναφορά για πάρτη του — και του ρίχναν φυλακή οι κερατάδες οι γαλονάδες, γιατί, αν δεν το ξέρετε στραβάδια, στο στρατό απαγορεύεται να βοη­θάς τον άλλονε. Ναι ρε, ακόμα απαγορεύεται, εμένα θα πεις; Κι όλη τη βασική που λέτε, τη βγάλαμε μαζί στο πειθαρ­χείο, εγώ που την έκανα κατσίκα απ' τα σύρματα συνέχεια, κι εκείνος που συνέχεια σήκωνε μπαϊράκι. Εγώ, ο Βαγγέλας, το υπογράφω, πρώτη φορά συνάντησα τόσο ξηγημένο άν­θρωπο. Μου 'πιανε τότες κάτι κουβέντες μέσα από τα κά­γκελα μυστήριες τη νύχτα, ρε τι ωραία που τα 'λεγε! Σ' ένα πράγμα μοναχά δεν συμφωνούσαμε: που τα δικά μου τα κα­μώματα, να πούμε, δεν του αρέσαν και μ' έλεγε, κάτσε να δεις, "λούμπα" μ' έλεγε ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Όλο σπουδαγμένα μίλαγε, τα μισά καταλάβαινες —αλλά το 'λεγε η καρδιά του!

»Να μη σας τα πολυλογώ κι έχουμε και τα κοτόπουλα στη φωτιά: αυτό το θεριό, το αστέρι, κάτι του 'λαχε υστερότερα, κανείς δεν ξέρει, κι έσπασε. Λένε, η γκόμενα. Λένε, ο πα­τέρας του —ήτανε ένας σκατόγερος αυτός, ερχότανε επισκε­πτήριο και πάγαινε στο διοικητή και του 'λεγε "να τον τιμω­ράτε, να στρώσει". Εγώ πάλι, λέω πως η αιτία είναι που 'φυγε απ' τη σειρά του —γιατί απ' τις πολλές τις φυλακές, βρέθη­κε με την επόμενη τη σειρά, κι αυτοί αντίς να τον υποστηρί­ζουνε όπως έκανε η σειρά του, τον στρίμωχναν να μην κάνει φασαρίες και, λέει, την πληρώνουν όλοι —άλλα μαλακισμένα κι αυτά. Ψαράδες, τι περιμένεις. Γιατί, ο καθένας που παλεύει, κάπου πρέπει να πατάει —κι ο Μιχάλης στους κολ­λητούς του στηριζόταν. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι από κει που ήτανε αητός, έσπασε η αντοχή του. Οι γαλονάδες όμως δεν ξεχνάγαν, τον είχαν άχτι· σκουπίδι τόνε κάνανε συ­νέχεια· έφτασα εγώ, ρε νεούλια, ο Βαγγέλας, που δεν έκλαψα σαν πέθανε η γριά μου, να κλαίω από τους ξεφτελισμούς που κάνανε στο παλικάρι. Έκανε αίτηση να πάρει αναβολή, δεν του τη δόσαν. Μια μέρα λοιπό, που φυλούσε σκοπιά στη Γεώτρηση, έβαλε το Μι Ένα στο στόμα και τράβηξε.

Τρελάθηκα ρε νεούλια, σαν το άκουσα, γιατί κείνη την ώρα, έ­ντεκα τη νύχτα, εγώ ο μαλάκας ήμουνα στο μαγαζί του Τσαλίκη πεντακόσα μέτρα πιο πέρα και τα 'πινα. Να 'μουνα σκοπιά μαζί του, εγώ ο Βαγγέλας, θα τον γλίτωνα. Ναι ρε νέου, δεν το πιστεύεις; Κολλητοί ήμασταν με το Μιχάλη τον Κορμά κι ας με μάλλωνε που πήδαγα τα σύρματα τις νύχτες, θα τόνε γλίτωνα σου λέω. Την άλλη μέρα στην αναφορά είπανε πως τάχατες τον έφαγε γυναίκα, βρήκανε λένε πάνω του γράμμα από γκόμενα που έλεγε για χωρισμό. Μην τα πι­στεύετε. Αυτοί τον φάγαν!

»Και από τότενες ρε σεις, ο Μιχάλης ο Κορμάς, ο αδικοχαμένος, βγαίνει φάντασμα στη Γεώτρηση. Γιατί τα ρί­χνει τα πετραδάκια; Εγώ λέω πως τα ρίχνει για να ξυπνήσει το σκοπό, μην του 'ρθει καμιά έφοδο και τόνε τιμωρήσουνε. Γιατί, να ξέρετε, του Μιχάλη του Κορμά το φάντασμα, φαντάρο δεν πειράζει. Άμα όμως πετύχει γαλονά, εχ! θα του ριχτεί και θα τόνε σπαράξει. Εγώ σας το λέω, ο Βαγγέλας. Τι; Και πώς δεν έγινε τόσα χρόνια να πετύχει γαλονά; Τι λε ρε νέου; Δεν πας να πλύνεις κάνα ταψί που θα μου πεις εμένα; Αμ γιατί θαρρείς πως δεν πολυζυγώνουν οι αξιωματικοί στη Γεώτρηση; Κι έπειτα, πού ξέρεις εσύ πώς έγινε και τρελάθηκε ο λοχαγός ο Παπαθανασίου, αυτός ο σκύλος. Ναι ρε, τρε­λάθηκε. Πού ξέρεις, σου λέω νεούλι, αν δεν είχε απαντήσει καμιά νύχτα σε καμιά έφοδο το Μιχάλη τον Κορμά; Σιωπή ποντίκι, που θα μου πεις εσύ εμένα δεν υπάρχουν φα­ντάσματα! Βγάλε πρώτα τα γράσα απ' τα μάτια σου και μετά να μιλάς στο Βαγγέλη... Άντε μάγκες, δουλειά τώρα κι αρ­γήσαμε... Τρίψε λίγο τη λαμαρίνα, ρε νέου, δεν είναι γκόμενα να τη χαϊδεύεις!»

Το περιστατικό που είχε ο μάγερας αναφέρει, για την αυτοκτονία, το ξέραμε κι εμείς γι' αληθινό· άλλωστε, όλοι οι παλιοί λέγανε πως «από τότε» ήταν που είχε στρώσει το στρατόπεδο —που πριν, ήτανε Νταχάου από τα λίγα. Όσο για τ' άλλα, δεν ξέρω τι θα πείτε, πάντως εμένα εκεί και τότε με αγγίξανε. Απόξω μου έλεγα «δε γίνουνται αυτά» και από μέσα μου δαγκωνόμουνα. Και καπάκι την άλλη μέρα, φρουρά στη Γεώτρηση, η αφεντιά μου, ο Μήτσος κι άλλοι δύο, πρώτο νούμερο ο Μητσάρας, δεύτερο εγώ. Και η στατιστική να λέει πως το Φάντασμα, όποτε ερχόταν —γιατί δεν ερχό­ταν δα και κάθε νύχτα— ερχόταν απ' τις έντεκα ως τις δύο, πα να πει υποψήφιοι για την επίσκεψη ήμασταν εγώ με το Μητσάρα. Του τα 'λεγα όλ' αυτά εγώ τ' απόγεμα, εκείνος με κορόιδευε. Πάει η ώρα δέκα, βγαίνει ο Μήτσος να φυλάξει, φεύγουν κι οι Τούρκοι να πάνε να τα πιουν, έγινε ησυχία, κοιμηθήκαμε. Με σκουντάει ο Μήτσος ξαφνικά, σηκώνο­μαι, κοιτάω, δώδεκα παρά είκοσι. «Από τώρα;» του παραπο­νιέμαι. «Στα δικά μας τα μέρη», μου κάνει ειρωνικά εκείνος, «τα φαντάσματα βγαίνουνε δώδεκα νταν, οπότε είπα να 'σαι έτοιμος.» Ωραίος ο Μήτσος, ούτε φάντασμα είχε δει, ούτε πετραδάκια ούτε τίποτα, μόνο είχε ρημάξει τις πορτοκαλιές κι έβλεπες γύρω φλύδες ένα κάρο, κατά τ' άλλα ησυχία. Πιάνω και γω τη βάρδια μου, μα ησυχία δεν είχα. Κάνω να σφάξω ένα πορτοκάλι με την ξιφολόγχη, νάσου ένα «τσικ» από αριστερά, πάω στη βρύση να φιάξω τον φραπέ, νά ένα «κρακ» από δεξιά. Πιάνω να συνεχίσω το βιπεράκι, να δω πώς τα καταφέρνει ο ντετέκτιβ Μάρλοου άμα βρει τα ζόρια, αδύνατον. Απ' όλες τις μεριές άκουγα ήχους χιλιάδες ανε­ξήγητους, μικρούς της.νύχτας θόρυβους κρυμμένους, απ' το ποτάμι που κελάρυζε, πέρα απ' το δρόμο του χωριού, τριξιματάκια, γουργουρίσματα απ' την αντλία της γεώτρησης, τα πάντα και από παντού. Για να ηρεμήσω και να ξεχαστώ είπα να σκαρώσω ένα γράμμα στην κυρά, πάνω που αφοσιώνουμαι σε τούτο και ξεχνάω κάπως τ' άλλα, να σου το: τοκ-τοκ-τοκ-τοκ απ' το ποτάμι μεριά, σα να χτυπάει βότσαλο πάνω σε βότσαλο. Χώνω το γράμμα στην τσέπη, κάνω να κοιτάξω, σκοτάδι πίσσα και τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Είχα προνοήσει κι είχα φακό φερμένο, τον ανάβω, φώταγε στα πέντε μέτρα —παρα­πέρα τίποτα, μόνο ο κρότος. Ψαρώνω, φωνάζω ένα «ποιος είναι», τοκ-τοκ-τοκ-τοκ. Ύστερα ησυχία για κάνα λεφτό, μόνο οι άλλοι θόρυβοι της νύχτας και της καρδιάς μου το νταπ-ντουπ. Και τότε, δύο μέτρα μπρος μου, πέσαν πετραδά­κια· αλαφιάστηκα. Κάνω να 'μπω μέσα, λέω θα με πάρουν στο ψιλό και δεν κάνει· τα πετραδάκια τώρα, να πέφτουν βροχή. Παρατάω τις αναστολές και τ' όπλο, ξανακάνω να 'μπω μέσα στο φυλάκιο, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω, σαλεύει ο Μητσάρας απ' το θόρυβο, και «Στρατιώτης Αντωνόπουλος Δημήτριος» —αυτός, παραμιλούσε, και στον ύπνο του μια παρουσιαζότανε, μια έλεγε τα βάσανα του— «της τρίτης διμοιρίας, αιτούμαι τετραήμερης αδείας δια Καρδίτσα.» Με πιάνουνε και μένα κάτι γέλια υστερικά με τα χάλια μας, πάει, έσπασε η ατμόσφαιρα του τρόμου, βγήκα έξω, πέντε λεφτά γέλαγα, μετά ηρέμησα, βγάζω το κονιάκ το πλακέ από του μπατζακιού την τσέπη, του δίνω και καταλαβαίνει, σφάζω άσπλαχνα κι ένα πορτοκάλι, την αράζω, κι απέ, ή πετραδάκια πέφταν ή χειροβομβίδες, εμένα καρφάκι δε μου καιγόταν. Εκεί, με το κονιάκ, το ραδιάκι, και τα πορτοκάλια. Ύστερα, σταμάτησαν να πέφτουν και τα πετραδάκια, και σα με ρώτη­σε την άλλη μέρα ο Μητσάρας τα καθέκαστα, «ό,τι και να 'ναι, το κονιάκ τα διώχνει», αποφάνθηκα, έμπειρος πια.

Ήτανε τώρα ένα παιδάκι δεκαοχτάρης, απ' την άλλη διμοιρία, Μουρατίδης τ' όνομα, που σαν του τύχανε μετά από μια βδομάδα στη Γεώτρηση τα πετραδάκια τα 'χασε τελείως, αγριεύτηκε, έβαλε μέσα γεμιστήρα και πυροβόλησε —έγινε κόσμου χαλασμός. Του ρίξαν δέκα μέρες να 'χει να πορεύε­ται, αλλά ενοχλήθηκαν απ' το γεγονός. Έβαλε ο ταξίαρχος τις φωνές στον αντί, ο αντί στον ταγματάρχη, ο ταγματάρ­χης στο λοχαγό μας, έπιασε ο λοχαγός μας το γραφέα, «Ναλμπάντη, να προσέχεις ποιους θα βάζεις σκοπιά στη Γεώτρηση γιατί άμα επαναληφθεί το συμβάν έχεις είκοσι φι.» Φι ίσον φυλακή και τα χρειάστηκε ο Ναλμπάντης, ψάρι από τα λίγα δα, και μια και δεν είχε κανένανε να πιάσει να του βάλει τις φωνές, έπιασε και κλαιγότανε στο θάλαμο που τόνε βάζουμε σε μπελάδες και πληρώνει τα σπασμένα «των φαντάρων» —λες κι ελόγου του ήτανε ναύαρχος. Τον ακούει τώρα ο κολλητός μας ο Λουκάς, ο επιλεγόμενος και «ορφα­νό» γιατί είχε ξεκινήσει μια διαδικασία να τον υιοθετήσει μια θεία του χήρα για να υπηρετήσει δωδεκάμηνο ως προ­στάτης (πράγμα που έγινε, άλλωστε), γάτα μεγάλη, αρπάζει την ευκαιρία, πάει στο γραφιά και του παρουσιάζει δυο τετράδες επίλεκτες, του λέει «αυτοί εδώ είναι εγγυημένα θαρραλέοι και δε φοβούνται χάρο», χαρά μεγάλη ο Ναλμπάντης, χαρά κι εμείς, γιατί βεβαίως στις τετράδες του Λουκά ήταν ο Μήτσος, η αφεντιά μου κι όλος ο καλός ο κόσμος και, αν εξαιρέσεις το Φάντασμα, η Γεώτρηση ήτανε λούφα από τις λίγες: πορτοκάλια είχε, ποταμάκι είχε, εξοχή είχε, αξιωματικούς δεν είχε. Καθιερωθήκαμε λοιπόν της Γεώτρη­σης σκοποί, τη μια η μία τετράδα τη μια η άλλη, και από τό­τε αρχίσαμε να κάνουμε ζωή.

Στην αρχή δεν την είχαμε χωνέψει την τύχη μας κι οι πρώτες μέρες ήτανε κανονικές, απλά και μόνο λίγο πιο άνετες, χαζεύαμε τ' αστέρια τ' ουρανού κι όχι τα άλλα τα επικίν­δυνα του ώμου, κόβαμε και κανένα εσπεριδοειδές, πιάναμε με το Μήτσο και με το Λουκά κάτι κουβέντες ατελείωτες, χτυπάγαμε το νούμερό μας και το πρωί πίσω πάλι στο μαγγα­νοπήγαδο. Το βράδι θα είχαμε έξοδο ή όλη η τετράδα ή η μι­σή, ανάλογα τις μασονίες του γραφιά, και ούτω καθεξής. Σιγά-σιγά φέραμε και βιβλία στο φυλάκιο, και κασέτες —κα­σετόφωνο υπήρχε απ' τους τούρκους— ώς και τάβλι, γίναμε άνθρωποι. Μια δόση ήτανε χαρμανιασμένος για εφημερίδα ο Μητσάρας, πάει με τις φόρμες στο χωριό, στα μουλωχτά, τη φέρνει. Πέσαμε πάνω του να τόνε φάμε, «μαλάκα, θα σε δει κάνα μάτι και θα μας κάψεις», αλλά μας καλάρεσε. Φέρα­με πολιτικά ρούχα στη ζούλα και από τότε, ένας-ένας, κι αρ­γότερα δυο-δυο, την κάναμε για το χωριό, όταν δεν ήτανε το νούμερό μας. Στο μεταξύ ούτε και νούμερα φυλάγαμε· αυτή τη μόδα την εγκαινίασε ο Λουκάς, το ορφανό, μια νύχτα που έξω είχε πέσει κρύο. Και πάλι στην αρχή πέσαμε πάνω του οι άλλοι, «ρε μαλάκα θα γίνει καμιά έφοδο και θα μας κά­ψεις», αλλά και πάλι μας καλάρεσε και τόνε μιμηθήκαμε. Πότε και πότε μας επιάνανε οι φόβοι, μη γίνει τίποτα στρα­βό και τηνε πάθουμε, μα γρήγορα μας φεύγανε.

Καλά όλα αυτά, αλλά το Φάντασμα; Αν θέλετε το πιστεύετε, μα από τότε που πυροβόλησε ο Μουρατίδης, φάντασμα δεν ματαφάνηκε στα πέριξ, ούτε πετραδάκια ακούστηκαν ούτε ήχος άλλος ύποπτος πέρα απ' του ποταμιού το κύλισμα και της κασέτας τα τραγούδια. Ο Μήτσος, πάντα ορθολογιστής, συμπέρανε πως ήταν κάποιος χωρικός που τα 'κανε όλα και είχε τρομάξει απ' τις σφαίρες και σταμάτη­σε. Δε λέω, έστεκε η εξήγηση, μα εγώ προτίμαγα εκείνη τη δική μου, πως «ό,τι και να 'ναι, το ποτό τα διώχνει» —κι η κατανάλωση οινοπνευματωδών είχε αυξηθεί κατακόρυφα στη Γεώτρηση μέσα στο μήνα που ίσχυε το νέο σύστημα.

Γιατί, πλάκα-πλάκα είχαμε κλείσει μήνα και χαιρόμασταν χαράν μεγάλην και σαν μας ρώταγαν πόσο μας πάει η υπηρεσία τους απαντάγαμε μια έξω και μία εξοχή. Αλλά έχει και η εξοχή τα ζόρικα της.

Και πρώτα-πρώτα έχει κέντρα εξοχικά. Έρχεται μια ωραία πρωία ο Λεωνίδας, ο τέταρτος της τετράδας, ντόπιος, ταξιτζής στον πολιτικό του βίο, μάρκα, σωστό παιδί. «Μάγκες, απόψε στον Πύραυλο έχει στριπτίζ, εγώ θα πάω κι όποιος θέλει έρχεται παρέα.» Πύραυλος τώρα, ήτανε το γκραν σκυλάδικο της επαρχίας, κάνα χιλιόμετρο έξω απ' το χωριό, και είχε όνομα στο στρατόπεδο, γιατί αριά και πού όλο και κάποιος παλιός θα 'παιρνε κάνα τζιπάκι να πάει να τα σπάσει στον Πύραυλο να τον τραβάει μετά η στρατονομία και να τόνε γράψει η ιστορία. Του Λεωνίδα η ιδέα κάπου μας τράβαγε, κάπου μας φόβιζε και κάπου την περιφρονού­σαμε, όλο το βράδι μας γαργαλούσε, σαν πήγε η ώρα έντεκα και, εγώ το αποφάσισα, μια και δυο φεύγουμε για το στρι­πτίζ κι αφήνουμε το Μήτσο και το Λουκά πίσω.

Σα φτάσαμε, ο Πύραυλος ήταν ακόμα αδειανός από πελάτες, μόνο κάτι κορίτσια της κονσομασιόν υπήρχαν κι ο μπάρμαν ο Θανάσης, ένα παιδί συμμαθητής του Λεωνίδα στο γυμνάσιο. Πιάσανε την κουβέντα, ήπιαμε κάτι κεράσματα, άρχισε να 'ρχεται ο κόσμος. Πήραν να τραγουδάνε κάτι ξανθιές μ' οξυζενέ μαλλί τη μιζέρια τους, πίναμε ένα κονιάκ ντεμέκ εφτά αστέρων, δυστυχία σκέτη, φωτιστικό κονιάκ που το 'λεγε ο Λέων, είπαμε του μπάρμαν του Θανάση να μας σερβίρει απ' το καλό κι όχι απ' αυτό που 'χει για τα κορόιδα, αυτό είναι το καλό μας λέει, ωραία περνάγαμε. Πάνω που λέγαμε να πάμε και να κάτσουμε κοντά στην πίστα γιατί πλησίαζε ν' αρχίσει το θέαμα, βλέπω το μπάρμαν το Θανάση και δαγκώνεται:

«Μαλάκες, την πατήσατε!»

Και πράγματι, στον καθρέφτη του μπαρ, στην άκρη, φανήκανε να μπαίνουν κάτι φάτσες γνώριμες —κι άσκημη γνωριμιά: ο συνταγματάρχης ο υποδιοικητής του κέντρου, ο αντί, ο λοχαγός μας και... αλλά σαν είδαμε το λοχαγό μας χάσαμε κάθε διάθεση για περαιτέρω έρευνα. Χυμάει ο Λέων, άλλη γάτα, κάτω απ' το πορτάκι του μπαρ, περνάει πίσω απ' τον πάγκο, στο κατόπι του και γω, αστραπή. Βάζει τα γέλια ο μπάρμαν ο Θανάσης. «Μονάχα μην έρθουνε και κάτσουνε στο μπαρ και σας κλείσουν το σπίτι.» Αλλά δεν κάτσανε στο μπαρ κοτζάμου συνταγματαρχαίοι άνθρωποι, αυτό έλειπε· τραπέζι πιάσανε στην πίστα κολλητά, παράγγειλαν και τα ουίσκια τους, κύριοι κι ωραίοι. Βολευτήκαμε κακήν-κακώς και μεις οκλαδόν πίσω από τον πάγκο, μας κατέβασε με τρόπο ο μπάρμαν ο Θανάσης και δυο ποτήρια φωτιστικό να 'χουμε, κι απ' τον καθρέφτη κάναμε χάζι την παράσταση που πήγαινε ν' αρχίσει και τους γαλονάδες που μας είχαν αναστατώσει.

«Ρε συ, ολόκληρος ο πίνακας της ιεραρχίας κουβαλήθηκε στο κέντρο —μονάχα ο Υπουργός Αμύνης λείπει», μου κάνει ο Λεωνίδας.

Πάντα υπερβολικός αυτός ο Λεωνίδας, το 'χουνε φαίνεται οι σωφέρηδες, πέντε ήταν όλοι κι όλοι οι άνθρωποι: ο συνταγματάρχης ο υποδιοικητής του κέντρου, ο αντισυνταγ­ματάρχης ο δέλτα-δέλτα-μι, ο ταγματάρχης ο διοικητής του τάγματος μας, ένας άλλος ταγματάρχης απ' τα επιτελικά και τελευταίος στην ιεραρχία ο λοχαγός ο διοικητής του λόχου μας. Ο Λεωνίδας να 'χει πιει και να 'χει κέφια: «Ρε μαλάκα, δε στα 'λεγα γω πως ο μεγάλος ο γέρος» (ο ταξίαρχος, ο διοι­κητής του κέντρου όλου) «είν' άγιος άνθρωπος; Είδες που δεν έρχεται στ' αμαρτωλά;»

«Ρε δεν τ' αφήνεις αυτά να μου πεις πώς θα βγούμε από δωμέσα;»

«Ώχου τώρα, πάλι άγχος! Θα φύγουνε με το καλό εκεί­νοι και μετά την κάνουμε και μεις —κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κοίτα, βγαίνει η λεγόμενη!»

Και όντως βγήκε, μ' ένα ταρατατζούμ της ορχήστρας, η στριπτιζέζ· ξανθιά, γεμάτη, φόραγε κάτι πέπλα μισοδιάφανα, κάμποσα. Ο μπάρμαν ο Θανάσης αποπάνω πληροφο­ρούσε: «Από την Καλαμάτα ήρθε, Ρίτα τηνε λένε», κι ύστε­ρα προχώρησε σε λεπτομέρειες που δεν είναι κόσμιο ν' ανα­φέρουμε. Ο Λεωνίδας να κάνει χάζι, ο μπάρμαν ο Θανάσης να λέει τα σχόλιά του ωσεί καθ' εαυτόν, το φιλοθεάμον κοινόν να ωρύεται, οι ένοπλες δυνάμεις να χειροκροτούν κοσμίως, η ορχήστρα να σκοτώνει ένα οριεντάλ, η Ρίτα η ξαν­θιά ν' αρχίζει να λικνίζεται και ν' αφαιρεί τα πέπλα ένα-ένα, θα 'ταν ίσαμε πενήντα, κι εγώ φουρκισμένος να σκέβουμαι ποιανού την κεφαλή στο τέλος θα ζητήσει επί πίνακι — ωραία κατάσταση! Ούτε τσιγάρο να μη μπορούμε να κάνου­με μη μας προδόσει ο καπνός ο αναθρώσκων!

Περνούσαν τα λεπτά, η Ρίτα όλο κι αφαιρούσε πέπλα προς μεγάλη χαρά των καλλιεργητών της περιοχής, ο Λεωνίδας πλάι μου όλο κι ενθουσιαζόταν κι ο μπάρμαν ο Θανά­σης τοίμαζε ουίσκια αβέρτα. Γιάλιζε στον καθρέφτη το χρυ­σό το δόντι του συνταγματάρχη ως έχασκε το στόμα του στης Ρίτας μπρος τα κάλλη, ενώ ο λοχαγός μας έδειχνε — στον καθρέφτη πάντα— ιερά προσηλωμένος· διότι στο ανάμεσα η Ρίτα, με μία κίνηση εξόχως τελετουργική, έβγαλε κι απ' τα στήθια της μπροστά το πέπλο. Έμεναν τώρα κάτι λίγα, γύρω από τη μέση της.

«Πεσμένα τα 'χει», αποφάνθηκε ο Λεωνίδας πλάι μου, εμφανώς απογοητευμένος. «Τζάμπα μπήκαμε στο μπελά» — άποψη που δεν έδειξε να συμμερίζεται η υπόλοιπη ομήγυρη, που υποδέχτηκε τη νέα αποκάλυψη με ουρανομήκεις ζητωκραυγές.

«Κοίτα χειροκρότημα ο αντί! Τα σάλια του τρέχουν!» κάνει ο Λεωνίδας.

Τότε μου ήρθε ο συνειρμός. Χλώμιασα.

«Μαλάκα, την πάθαμε άσκημα!» του λέω.

«Ε;»

«Ρε συ, σε λίγο θα γδυθεί αυτή τελείως, έτσι;»

«Ε και;»

«Κι απέ θα τελειώσει η παράσταση και θα τους αφήσει πάνω στο καλύτερο, έτσι;»

«Ε και;»

«Ε και, όπως θα 'χει έρθει ο αντί στα κέφια, λογικό και φυσικό δεν είναι να σκεφτεί: "Ρε, δεν πάω να ρίξω και καμιά έφοδο στη Γεώτρηση να ξεθυμάνω;" Άμα, άμα λέω, το σκεφτεί αυτό, εμείς τι κάνουμε;»

Τώρα ήταν η σειρά του Λεωνίδα να χλωμιάσει. Να βγούμε απ' τον πάγκο ήταν αδύνατο, γιατί ο λοχαγός μας μάς είχε φάτσα —δεν τολμάγαμε. Έγινε ένα γρήγορο πολεμικό συμβούλιο με τον μπάρμαν το Θανάση. Αυτός δε χλώμιασε, αλλά σκέφτηκε κάτι άλλο. «Ρε σεις, να τους στείλω μια γκαρσόνα με τίποτα γαρδένιες, να τους κλείσει τη θέα, να τους απασχολήσει, και το στρίβετε εσείς. Τι λέτε;»

Ωραίος ο μπάρμαν ο Θανάσης, κι έτσι έγινε. Πήγε η μικρή με τα λουλουδικά, στάθηκε μπρος στο λοχαγό μας να μας κρύβει κάπως, βγαίνουμε μεις απ' το πορτάκι και την κάνουμε κατά έξω με βήμα ταχύ. Σαν περνούσαμε την πόρτα η Ρίτα, αφού για κάμποση ώρα είχε σταματήσει να γδύνεται και μοναχά αργοκουνιόταν, έφερνε το χέρι της στα λιγοστά εκείνα πέπλα που 'χαν μείνει γύρω από τη μέση της. Αλλά εμείς, σημασία. Σαν απομακρυνθήκαμε κομμάτι απ' τον Πύραυλο, βάλαμε τα γέλια, ύστερα όμως πήραμε να τρέχουμε, γιατί η απόσταση ήτανε τρία χιλιόμετρα ως το φυλάκιο και οι άλλοι είχαν αυτοκίνητο.

Λαχανιαστά μου κάνει ο Λεωνίδας: «Ρε συ, όπως έβγαινα μου φάνηκε πως ο λοχαγός γύρισε και με είδε.»

«Τρέχουμε τώρα», του απάντησα αυταρχικά.

Πιο ύστερα θαρρέψαμε πως πέρασε ο κίνδυνος και στα­ματήσαμε να τρέχουμε —ανάψαμε και τσιγάρο. Σφάλμα, γιατί καθώς κοντεύαμε στη Γεώτρηση, φάνηκαν πίσω μας μακριά δυο φώτα —φώτα απ' αυτοκίνητο.

«Τρεχάτε ποδαράκια μου», κάνει ο Λεωνίδας και χυνόμαστε μπροστά σφαιράτοι. Ευτυχώς, ο δρόμος της Γεώτρησης στα τελευταία μέτρα ήταν κακοτράχαλος, μονάχα στάγερ πάγαινε, δε θα χαλούσε δα ο συνταγματάρχης τη μπεμβέ του. Σα φτάναμε στο συρματόπλεγμα της Γεώτρησης είδαμε πίσω μας, στα πεντακόσα μέτρα, το αμάξι να σταματάει. Στο μεταξύ, ούτε σκοπός ύπαρχε, ούτε τίποτα. Μπουκάρουμε μέσα, φωνάζουμε: «Στα όπλα, ήρθαν οι Αγαρηνοί!» σηκώ­νουμε το Λουκά να βγει να φυλάξει, πετάμε τα ρούχα μας ένα κουβάρι, χωνόμαστε κάτω απ' τα σκεπάσματα με τα σώβρα­κα, ώσπου να γίνουν όλ' αυτά οι λεγάμενοι είχαν φτάσει. Μες το σκοτάδι ακούσαμε απέξω το «αλτισεί», το «εφτά» και το «Μπιζάνι» —γάτα ο Λουκάς, μέχρι και τα παρασυνθήματα θυμότανε. Ύστερα που ζύγωσαν να υπογράψουν το τεφτέρι, ζόρισαν τα πράγματα. Ακούσαμε κάτι «εμφάνιση στρατιώτου είν' αυτή;» κάτι «αύριο στην αναφορά» —πού να προλάβει να σιαχτεί ο έρμος ο Λουκάς, ό,τι είχε βρει μπροστά του είχε φορέσει—, κάτι «καραπουτσαριό το 'χετε κάνει εδώ στη Γεώτρηση, επειδή δεν περνάμε συχνά», άπρεπα πράματα δηλαδή· ύστερα λέει κάποιος άλλος «γιά να δούμε αν είναι το φυλάκιο καθαρό», αμάν την πατήσαμε σκέβουμαι, ανοίγει η πόρτα, πέφτει το φως απέξω πάνω στο πρόσωπο του Μητσάρα καρσί. Ο οποίος Μητσάρας όλη αυτή την ώρα χαμπάρι δεν είχε πάρει, κοιμόταν του καλού και­ρού, υπόδειγμα στρατιώτου που αναπαύεται δικαίως έχοντας εκπληρώσει το κουραστικό πλην όμως υψηλό καθήκον του, κάτι σα να συγκινήθηκε ο συνταγματάρχης. «Κοιμούνται», λέει του αντί, «ας μην τους ξυπνήσουμε.» Και κάνει να φύ­γει. Λέμε κι εμείς, τη σκαπουλάραμε.

Τώρα, η πόρτα εκείνου του φυλακίου, έτριζε. Κι όταν λέμε έτριζε, έτριζε πολύ, σα να κλαίει ο διάολος τα παιδιά του. Κι όπως έτριξε κλείνοντας, κάνει κι ο μαλάκας ο Μήτσος το θαύμα του. Διότι αυτός, αν δεν το είπαμε, είχε ύπνο περίεργο —κανόνια να βαράγαν δεν εξύπναγε, αλλά σε κάτι' «τσικ» πανάλαφρα πετάγονταν ορθός. Και αποπάνω, όπως σίγουρα είπαμε, παραμιλούσε ο μάγκας. Πετάει λοιπόν ένα λεβέντικο «Στρατιώτης Αντωνόπουλος Δημήτριος, δεύτερο τάγμα, πρώτος λόχος, πρώτη διμοιρία, ειδικότης οδηγός γραφεύς» και γυρίζει από τ' άλλο πλευρό. Αμολάει κι ένα γέλιο πνιχτό ο Λέων που δεν κρατήθηκε, δε θέλει και πολύ, ξαφνιάζεται ο σχης, ανάβει φώτα, μπαίνουν μέσα.

Τι να τα λέω; Γέμισε ο τόπος αστέρια. Είδανε τα ρούχα τα πολιτικά, είδανε τ' άλλα τα κομφόρ, είδανε κάτι φημερίδες στο προσκέφαλο του Μήτσου, γενικώς θαμάξανε. Ξερο­βήχει ο σχης, και: «Ογδόντα. Μοιράστε», αποφαίνεται. Κι ο λοχαγός μας από πίσω, μια να του δικιολογιέται για το Φάντασμα, μια να μας ρίχνει βλέμματα θανατηφόρα. Και να 'χουμε και το Μητσάρα να μην έχει καλοξυπνήσει και να ρωτάει τι τρέχει.

Τρέχανε πολλά. Κάναμε τη διαίρεση, έβγαινε είκοσι μερούλες στον καθένα. Τ' ακούσαμε την άλλη μέρα στην ανα­φορά, τ' ακούσαμε κι ιδιαιτέρως απ' το λοχαγό μας στο γρα­φείο του —που τόνε ρεζιλέψαμε, δηλαδή.

Βγαίνοντας από το γραφείο με την ουρά στα σκέλια, λέει ο Μητσάρας: «Μαλάκες, δεν καθόσασταν ήσυχοι που την είχαμε βολέψει τι καλά, μόνο μου θέλατε να δείτε τα βυζιά της Ρίτας.»

«Και να 'τανε και τίποτα της προκοπής, να 'λεγες χαλάλι. Πατσούρα ήτανε», συμπλήρωσε το ορφανό ο Λουκάς.

«Η Ρίτα φταίει ρε μισοφάνταρο» —το 'χαμε δα για σίγουρο πως το ορφανό θα υπηρετήσει τελικά μισή θητεία και τον αποκαλούσαμε αναλόγως— «γιά εσύ που ήσουνα σα λέ­τσος στη σκοπιά; Αμα φύλαγες κανονικά το νούμερό σου, τώρα θα 'μασταν κύριοι», του επιτέθηκε ο Λεωνίδας.

«Σιγάτε, ρε», πάω εγώ να τους ηρεμήσω. «Αυτές οι δουλειές, αυτά τα ρίσκα έχουν. Στο κάτω-κάτω κοτζάμ φάντασμα κυκλοφορούσε στη Γεώτρηση και...»

«Αυτό λέω κι εγώ», μ' έκοψε ο Μήτσος. «Κοτζάμ φάντασμα και ούτε που μας τρόμαξε, κι ένας συνταγματάρχης, ούτε καν ταξίαρχος, μας έκοψε τα πόδια. Δε σας τα 'λεγα εγώ», συνέχισε, «πως οι ζωντανοί είναι πολύ πιο επικίνδυνοι απ' τους πεθαμένους; Έχεις δει ποτέ φάντασμα να λέει "μοι­ράστε";»

«Κι έτσι το πήραμε και το τρέιλερ...» αναστέναξε ο Λουκάς το ορφανό.

«Και τι τρέιλερ! Τριαξονικό», συμπλήρωσε ο Λεωνίδας.

«Ε, άμα δεν πάρεις και μια φυλακή στη θητεία σου, δεν μετράς για φαντάρος της προκοπής», πήγα να το φιλοσοφήσω.

«Δε λέω», μισοσυμφώνησε ο Λέων, «αλλά εμείς παραπροκόψαμε μαθές.»

Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση συνεχίστηκε για κάμποσο· όχι όμως για πολύ· άλλωστε σε καμιά βδομάδα από τότε τελειώσαμε την ειδική και πήραμε φύλλα πορείας για πάνω και για πέρα, Φλώρινα, Λήμνο, Ξάνθη και Κομοτηνή η τετράδα.

Σαν φεύγαμε από το Κέντρο, έγινε και κάτι ωραίο: μας έπιασε παράμερα ο λοχαγός, εμένα και το Λεωνίδα, και μας είπε πως τότε που βγαίναμε απ' το σκυλάδικο μας είχε δει, και πως είχε σκοπό να μας τη μπουμπουνίσει σε πρώτη ευκαιρία, αλλά αφού, όπως είπε, τελικά τη βρήκαμε απ' αλλού, εκείνον δεν τον πείραζε, γιατί δεν είχε, λέει, προσωπικά μαζί μας, αυτός απλώς νιαζόταν να μη ζημιωθεί η υπηρεσία και η πατρίς. Και μας τα είπε αυτά τώρα που φεύγαμε, συνέχισε, για να μη μείνουμε με την εντύπωση πως του τη σκάσαμε, είπε, και μαλάκας ο Τσακιρόπουλος (έτσι τον λέγαν) δεν πιάνεται. Τον διαβεβαιώσαμε κι εμείς ότι ουδέποτε μας πέ­ρασε μια τέτοια σκέψη και τον αποχαιρετίσαμε όλο καμάρι που 'χαμε λοχαγό που δεν πιάνεται μαλάκας.

Τώρα, εκείνη την εικοσάρα, είχαμε την κρυφή ελπίδα πως ένεκα η μετακόμιση μπορεί και να τη γλιτώναμε, πως ίσως να ξεχνούσαν ή να μην πρόφταιναν να την περάσουν στα χαρτιά μας. Αμ δε! Μας ήρθε στη μονάδα η πανταχούσα, δεόντως χαρτοσημασμένη· ξεχνιούνται αυτά; Και έτσι δε ζημιώθηκε η Πατρίς.

Αργότερα, σαν κόντευα πια να μισοπαλιώσω στη μονάδα, έμαθα από 'να φιλαράκι δυο σειρές πιο νέο που ήτανε στο Κέντρο, ότι στη Γεώτρηση το Φάντασμα είχε ξαναφανεί και, όπως και πρώτα, κανείς δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται και πως οι φήμες δίνουνε και παίρνουν. Σαν παλιότερος, έπιασα και του 'γραψα λεπτομερώς την πείρα μου από τη υπόθεση, ότι της νύχτας τα φαντάσματα τα διώχνει το κο­νιάκ και η παρέα, αλλά ότι υπάρχουν άλλα πράγματα πιο επίφοβα, μέρα και νύχτα, και από κείνα πρέπει να φυλάγεται. Και απ' αυτά, ούτε σκόρδο σε σώζει, ούτε χάντρα γούρικη, ούτε τίμιο ξύλο. Έτσι του 'γραψα. Τα 'γραψα και του Μήτσου τα καθέκαστα να κάνει χάζι, αλλ' απάντηση δεν πήρα...

Αλλά το φάντασμα μου είχε μείνει απορία, δε λέω. Αγά­λι αγάλι όμως, λύθηκε κι αυτή· ήταν Σεπτέμβρης, ό,τι είχα απολυθεί, φρέσκος πολίτης. Είχε το φεστιβάλ η ΚΝΕ, είχα πάει με κάτι παλιοσείρια, ωραία τα περνάγαμε, μέχρι και το Μητσάρα είχα βρει, ευτυχής. Το 'χαμε ρίξει στις μπίρες, όπως πήγαινα να φέρω προμήθειες βλέπω πίσω από τον πάγκο που ψήναν τα σουβλάκια έναν μαντράχαλο ίσαμε κειπάνω να με χαιρετάει. Δεν τον γνώρισα. Ζυγώνω και...

«Ρε συ», μου κάνει, «εσύ δεν είσαι εξηνταεφτά σειρά, σεμτζής;» —ήτανε ο Βαγγέλης, ο μάγερας που είχαμε στο Κέντρο!

«Ρε Βαγγέλη!» —και τον εκοίταξα περίεργα, γιατί ο Βαγγέλης ουδέποτε είχε πολλά παρεδώσε με τα πολιτικά.

Σα να 'πιασε την απορία στο βλέμμα μου.

«Τι; Κοιτάς που έχω μπλέξει με τα κουμουνιστικά σας; Να σου πω, ο Βαγγέλας δεν είναι με κανένα κόμμα, να όψεται η κυρά που με παράσυρε. Και τους είδα εδώ που από ψή­σιμο δε νιώθουνε μηδέν, κι είπα να βάλω ένα χεράκι, αμαρτία είναι να δίνετε τα σουβλάκια κακοψημένα, θα σας φύγει κι ο κόσμος δηλαδή. Διότι ο Βαγγέλας, φίλε, στο σουβλάκι είναι μανούλα —ειδικότης αποκτηθείσα εν τω στρατεύματι, που λένε.»

Τα 'παμε λίγο, είχε απολυθεί κάπου έξι μήνες, δούλεψε λίγο οικοδομή, δουλειά δεν έβρισκε, έλεγε να φύγει για τα καράβια, έλεγε πάλι ν' ανοίξει σουβλατζίδικο στη γειτονιά του, δεν είχε αποφασίσει. Του 'πα και γω τα δικά μου, μοιραία η κουβέντα ήρθε στο Φάντασμα.

«Ακουσα», του λέω, «πως το Φάντασμα ακόμα βγαίνει.»

«Θες να πεις έβγαινε», μου λέει. «Γιατί τώρα πια δε βγαίνει. Ούτε και θα ξαναβγεί ποτέ.»

«Και πού το ξέρεις ρε Βαγγέλη;»

«Έλα παππούλη μου να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου! Ρε συ, ψαράς ήσουνα και ψαράς θα μείνεις! Ποιος θαρρείς ρε πως ήτανε το Φάντασμα;»

«Ο Μιχάλης ο...»

Κόμπιασε ο μάγερας. «Αμ δεν ήταν ο Μιχάλης ο Κορμάς, φίλε. Δηλαδή, δε λέω, αυτός θα έπρεπε να είναι, αλλά δε γίνουνται αυτά. Ο Βαγγέλας ο μάγερας έκανε το Φάντασμα, εγώ που με βλέπεις. Ναι ρε, τι κοιτάς έτσι; Δεν ξέρω πώς την είχα δει έτσι περίεργα τότες, αλλά είπα μέσα μου: "Βαγγέλα, κάτι πρέπει να κάνεις για το παλικάρι." Κι αφού δεν είχα αξιωθεί να το γλιτώσω όταν ζούσε, είπα να κάνω κάτι για να τον θυμούνται. Κι έβγαινα κανα-δυο φορές τη βδομάδα τα μεσάνυχτα από τα σύρματα —παλιά μου τέχνη δα— και πή­γαινα Γεώτρηση κι έριχνα τα πετραδάκια. Σας κοψοχόλιαζα όμως, ε; Κι όποτε έβρισκα ευκαιρία, έλεγα και την ιστορία του Μιχάλη στους νέους, να κυκλοφοράει τ' όνομα του, να ζει κι αυτός κάπως.»

«Κι ύστερα;», έκανα εγώ.

«Ύστερα χέστηκε απ' το φόβο του εκείνος ο νέος και πυροβόλησε —κι είπα "Βαγγέλα στάκα, μη γίνεις φάντασμα κανονικό και μετά ποιος θα βγαίνει για πάρτη σου." Έπειτα φυλάγατε σκοπιά εσείς, που έτσι κι αλλιώς φαντάσματα δεν πιστεύατε...»

«Μετά όμως ξαναβγήκες, έτσι;»

«Ε ναι, αφού σας σχόλασαν εσάς, είπα να ξαναβγώ, κόντευα ν' απολυθώ κι όλας, να μάθουν κι οι πιο νέοι για το Μιχάλη. Κι έπιασα να ξαναβγαίνω, μέχρι που απολύθηκα. Γι' αυτό και τώρα πια, Φάντασμα δε βγαίνει. Πα να πει, σύχασε κι ο Μιχάλης, εκεί που βρίσκεται.»

Σώπασε ο μάγερας, σα να 'χε βουρκώσει. Πήγα εγώ κάτι να πω, αδύνατον να μιλήσω. Σαν είδε ο μάγερας που μας είχε μαγκώσει η συγκίνηση, έκανε να την τινάξει από πάνω του —δεν είναι δαύτα αντρίκια πράματα, μαθές. «Παιδιάστικα καμώματα, δηλαδή», μου κάνει, «για να περνάει ο καιρός, κατάλαβες; Τέσσερα χρόνια φαντάρος είχα σαλτάρει, κατά­λαβες;»

Ακόμα δε μπορούσα να μιλήσω, δεν ξέρω γιατί.

«Και πού 'σαι· μήπως είσαι τίποτα του κόμματος;»

Μιλιά εγώ.

«Γιατί αν είσαι, πάνε πες να στείλουν να μ' αλλάξουνε. Έχω βγάλει τη μπέμπελη να ψήνω τόσες ώρες, κατάλαβες;» —και γύρισε στα σουβλάκια του.

 

  Επιστροφή στα δικά μου γραφτά