Ειρήνη Γαλανού
Ή Ειρήνη Γαλανού γεννήθηκε στην Αθήνα, στην Πλάκα, το 1898. Πατέρας της ήταν ο εκκλησιαστικός συγγραφέας και ρήτορας Μιχαήλ Γαλανός, Καλύμνιος (1862—1948). Τελείωσε το Αρσάκειο που την τίμησε με το Μποτάσειο, βραβείο εκθέσεων. Το 1924 εκδόθηκαν στα γαλλικά με πρόλογο του Louis Roussel σειρά εκθέσεων της με τον τίτλο: «Toute notre Hellade». Το 1925 πήρε το πρώτο βραβείο διηγήματος στο διαγωνισμό Ζηκάκη. Έχει εκδώσει: «Μικρές και Μεγάλες Αιτίες», συλλογή διηγημάτων, 1940, «Κόντρα στον Άνεμο», μυθιστόρημα, 1945, τρεις τόμους παιδικών βιβλίων, της Βιβλιοθήκης Ελευθερουδάκη και «Κάποτε», μυθιστόρημα, 1965. Έχει πολύ σκόρπιο έργο σε εφημερίδες και περιοδικά. Πέθανε το 1984.
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ
Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι πριν απ' τον πόλεμο. Στ’ αφτιά σου σφυρίζανε αδιάκοπες φοβέρες. Συχνά έκανες μια κίνηση, σα για ν’ αποφύγεις την πέτρα μιας σφεντόνας. Η δυστυχία που θα χτύπαγε τη Γή και σένανε, μπορούσε να σταματήσει τα πάντα σε τούτο δω το καλοκαίρι — σε τούτο δω τ’ ακρογιάλι.
Από τούτο τ' ακρογιάλι έβλεπες κάθε ηλιόγερμα την πλάση, σαν όστρακο μισάνοιχτο ξεχειλισμένο με φλόγες. Οι φλόγες, κινώντας από το βάθος, εκεί πού ενώνονταν τα δυο καπάκια, ρίχνονταν αχτιδωτά πάνω και κάτω, στο βυσσινί χάος τ' ουρανού, στο μουντό ασήμι της θάλασσας. Και πάλι, τούτο το μουντό ασήμι φαινότανε άσπρο, μπροστά στη σκοτεινιά πού είχανε της αχτής οι ορθοκατέβατοι βράχοι με τα μαυροπράσινα χόρτα, όπου λουλουδίζανε πλήθος ζωούλες, γαντζωμένες, αχιβάδες, κογχύλια, σαλιγκαράκια με τσόφλι σαν το μάργαρο. Ο άνεμος ξεσήκωνε το κύμα, η άρμη σε ράντιζε, κάπως κόρωνες, κάπως η θύμηση του χειμώνα σ' έκανε και παράταγες το γέλιο.
— ...Μα... τι Θ έ τ ι ς είσαστε σεις, να σας κακοκεφιάζουν τα καπρίτσια της θάλασσας;
Εκείνη απορούσε: Πως αυτός, ένας νησιώτης, ένας χωριάτης, ήξερε ότι κάποτε, μια Θ έ τ ι ς είχε σχέση με τη θάλασσα. Όμως, καλύτερα που το ’ξερε. Μπορεί ίσως, να 'ξερε και περισσότερα από αυτήνε, κι ας ήτανε δασκάλα.
Τι μπορούσε κιόλας να πει για έναν άνθρωπο που μόλις χτες το πρωί τον είχε γνωρίσει. Χτες ήρθαν εδώ απ' την Αθήνα, η κ υ ρ ί α, τα παιδιά κι αυτή. Η πρόταση για να πηγαίνει τ' απόγεμα μαζί τους με τ' αυτοκίνητο στο κοσμικό κέντρο, γίνηκε τόσο κρύα, που δήλωσε ότι προτιμάει να μην τους συντροφέψει...
Έτσι, τριγυρνάει μ' αυτόν εδώ τον ντόπιον πλάι της.
— Πηδήστε... Ας καθήσουμε.
Δεν είχε πια μπερδεμένες φλόγες, ούτε άγριο κύμα. Το δειλινό, έσερνε την καθαρή του φορεσιά στην άμμο, στα νερά. Τα μαλλιά του στρώνανε μ' απαλωσύνη τους ουρανούς.
— Λοιπόν;
— Λοιπόν;
Το βλέμμα της σκόρπισε γύρω σμαραγδένιες σπιθούλες.
— Θέτις, πότε θα μου απαντήσετε γι' αυτό που καταλάβατε; Ζύγιασε στην παλάμη της μια τούφα φύκια.
— Θ' απαντήσω... ας περιμένουμε όμως.
Της φάνηκε πως άλλη γυναίκα μίλησε, και όχι αυτή η ίδια. Αυτή, από χτες κιόλας, ερωτεύτηκε δυο φορές. Τη μια τον τόπο, τη δεύτερη τούτον τον άνθρωπο.
Ο τόπος δεν ήτανε παράδεισος. Τους είχε βαρεθεί τους παράδεισους με τη γεωμετρία και τις ψεύτικες πηγές, που τα νερά τους αναβρύζανε τάχα φυσικά, μέσ' από τσιμεντένια βράχια.
Ερημιά. Δεν ήτανε καν χωριά. Δυο τρία σπίτια, μάντρες, χτήματα. Στο βοριά τα βουνά, στη δύση τ' ακρογιάλι, βαθύ πίσω απ' τους βράχους. Όπου κι αν γύριζες όλο τον ίδιον άνθρωπο αντάμωνες. Τα παιδιά ρωτήσανε ποιος να 'ναι. Η Θέτις απάντησε: Ένας χωριάτης.
— Μ' αρέσει, είπε το κορίτσι.
— Τα μάτια του, μοιάζουν στα δικά σας, δεσποινίς, είπε τ' αγόρι.
Πέρασαν απ' το σπίτι του. Είδανε στη μέση της πλακόστρωτης αυλής τούφες δειλινά, κι ένα πεύκο που βούιζε απ' το μαΐστρο. Τους σεργιάνισε στα χωράφια του, έκοψε σύκα και τους πρόσφερε. Η Θέτις περπατώντας πλάι του ένιωσε ξαφνικό καρδιόχτυπο. Θα 'ναι ωραίος ο ερωτάς εδώ στην ερημιά, μ' έναν άντρα... μ' ένα τέτοιο σωστό παιδί της ερημιάς... Να μην ξαναδείς τον άνοστο παράδεισο, τις ψεύτικες πηγές, τη χλόη σπαρμένη παιδιά, που δεν αφήνουνε στη ζωή σου, παρά την άχνα μιας πεταλούδας.
Και τώρα, καθισμένος στην άμμο, πλάι της, νάτος ο άντρας που της λέει να γίνει αφέντρα στα δικά του τ' αμπέλια, στο δικό του το σπίτι, να χορταίνουν μαζί με τα παιδιά τους, όλα που χαρίζουν τα καλοκαίρια, όλα που μοιράζουν οι χειμωνιές.
Της γυρεύει αμέσως την απάντηση και κείνη λέει πως θα πει το ναι... ας περιμένουνε όμως.
Και περιμένοντας, δεν απάντησε. Γιατί ήρθε στην έξοχη ο θείος της κυρίας, φτασμένος από το εξωτερικό. Ήτανε μεγάλος στα χρόνια, μα έτριζε απάνω του το μετάξι και των σαλονιών η ζωή. Τα χέρια του μόνο σε ζωγραφιά μπορούσες να τα δεις.
Μίλησε της Θέτιδας γαλλικά, την είπε «κουκλίτσα με τα σμαραγδένια μάτια», της χάρισ' ένα μαγιώ, την έπαιρνε μαζί του στην κοσμική ακρογιαλιά.
Ο άλλος πήγε δυο τρεις φορές να δει το ηλιόγερμα μονάχος στην αχτή με τα σκούρα βράχια. Εκεί αντάμωσε το παιδάκι του σιδερά. Αγωνιζόταν το δόλιο να ξεκολλήσει πεταλίδες.
— Ο πατέρας άρρωστος... Πολλές παραγγελίες μα... ποιος να δουλέψει;
Μια άγρια χαρά φούντωσε μέσα του.
— Εγώ!...
Πήγε και δούλεψε μέρες. Ο πάγκος του σιδερά ήτανε όξω απ' τ' αργαστήρι, κάτω από μια λεύκα. Ο καιρός τράβαγε κατά το φθινόπωρο. Το χώμα μύριζε βροχή. Είχε σύννεφα, είχε βροντές απ' τα βουνά, και βόγγο από τη θάλασσα.
Πέρασε μια μέρα η Θέτις και τον είδε. Φωτιές ζερβά του, δεξά του... Το σφυρί έπεφτε στα σίδερα και δεν αστόχαγε. Τον κοίταξε με οργή. Δεν είχε ταπείνωση... να 'χεις κάποτε μαγέψει έναν άντρα, που κάνει και του γύφτου τη δουλειά κι έχει κάτι χέρια ολόμαυρα, γεμάτα γδαρσιές, κοψές, μουντζούρες;...
Η σιδερού πρόβαλε:
—Ήρθες για καμμιά παραγγελιά, κόρη; Δε δέχεται καινούργιες τ' αργαστήρι. Φορτώθηκε τις παλιές ο αφέντης από δω, για να μας γλυτώσει από την πείνα... Όπου να 'ναι, γερεύει ο άντρας μου, και περνάς...
Σ' αυτό το διάστημα ο «αφέντης» δούλευε και δε σήκωνε τα μάτια. Η Θέτις έφυγε σκυφτή.
Πόλεμος — δόξα — πόλεμος — σκλαβιά. Νιόπαντρη η Θέτις.
Ακουμπώντας το μέτωπο στα κρύσταλλα του σπιτιού της, κοιτάει έξω. Τα δέντρα και η γη που τρέμουνε στο χιόνι, μιλάνε για του χειμώνα την απονιά. Αυτή έχει φωτιά. Σκελετοί, που διαβαίνουνε γυμνοί, μιλάνε για πείνα. Αυτή δεν πεινάει. Γύρω από μαυροφόρες γυναίκες χτυπάει τα φτερά του ο θάνατος. Αυτή, κανέναν δεν έχασε...
Βουβά όλα γύρω της. Ο άντρας της την έχει κλεισμένη.
— Δεν είναι καιροί αυτοί για φιλίες.
Δυο τρεις αράδες κρυφοτυπωμένες, μια επιγραφή που χαράχτηκε στον τοίχο τη νύχτα, μια δήλωση στα φύλλα για την τιμωρία των κακοποιών, για το ντουφέκισμα κείνων που πήγαν να φύγουνε και λεύτεροι να πολεμήσουν, τη δένουνε με τον κόσμο.
Στιγμές - στιγμές απλώνουνται στο μυαλό της βούλες ολόμαυρες, και στη μέση έχουνε αίμα, στη μέση έχουνε τάφους, αγχόνες, τροχούς που σκίζουνε σάρκα ελληνική. Λόγχες που τριβελλάνε καρδιές γεμάτες πατρίδα.
Θέλει να μιλήσει γι' αυτά, με τον άντρα της. Θέλει να μιλήσει για την εκδίκηση, για το τέλος, μα κείνος πάντα βιαστικός, της γνέφει πως η συζήτηση δεν της ταιριάζει.
Την αποχαιρετάει πολύ πρωί, γυρίζει νύχτα. Αυτή έχει βέβαια το πιάνο της. Μα πως να παίξεις χαρούμενο σκοπό; Ο θλιμμένος πάλι, φέρνει κλάμα.
Απόψε, ο άντρας της ξενυχτάει κάτω στο γραφείο. Εκείνη απάνω, κοιμάται τάχα. Αλλόκοτο, πόσο πηχτή είναι η καταχνιά, που έχει ρουφήξει απόψε την ψυχή της. Η μοναξιά, χεροπιαστή λες αγριάδα, την αγγίζει σα φάντασμα, την κάνει και πετάγεται απάνω αλαφιασμένη. Ρωτιέται, ρωτιέται μονάχη της, με αγωνία για τόσα, για χίλια και πιο πολύ για ένα: Πως θα 'τανε η ζωή της σκλαβιάς πλάι σ' άλλον άντρα... Πως θα 'τανε πλάι σ' εκείνον... στο παιδί της ερημιάς, που το είδανε τα μάτια της βουτηγμένο στον κόπο, στη μαυρίλα, στον ίδρωτα, για κάποιου άμοιρου το χατήρι; Ποιό θα 'τανε το νόημα τούτου του καιρού, δίπλα σ' έναν, που θα 'κλεινε μέσα του τη λαχτάρα για τον άλλονε;...
Κι αντηχάει στ' αφτιά της το χτύπημα του πυρωμένου σίδερου, σαν εμβατήριο για μια πορεία, που ήταν ανάξια να τη χαρεί...
Ξάφνου, κάτω στο γραφείο του άντρα της ένας κρότος. Κάποιος μπήκε. Πετάγεται στη σκάλα... κατεβαίνει. Από μια πορτίτσα μπορεί να ιδεί. Η καρδιά πάει να γκρεμίσει, με το χτύπο της, ολόκληρο το μικρό κορμί.
Δυο γερμανοί... Συνοδεύουν ευγενικά μια γερόντισσα, απ' το κεφάλι τυλιγμένη. Κάτι λένε του άντρα της, στη γλώσσα τους, ακουμπάνε στο γραφείο του ένα δέμα, που τρέμοντας το λύνει η γριά — κι αμέσως πέφτει στα γόνατα.
— Σώστε μου το παιδί!... Δικό σας το χρυσάφι των τριών μου κορών.
Ο άντρας της, παίρνοντας στα ολόλευκα χέρια του ένα διαμάντι το ξετάζει με το φακό.
Της Θέτιδας τα μάγουλα τα γλείφουνε φλόγες. Ένας σίφουνας την αρπάζει, τη σπρώχνει όξω. Ο αγέρας κάνει να την καρφώσει κοντά στο σπίτι της, μα του ξεφεύγει. Έχει χιόνι, έχει μαυρίλα, κι αύτη τρέχει. Είναι ξέσκεπη. Τι πειράζει; Άσε το βοριά να παιδεύει, με τον κοφτερό του βούρδουλα, το κορμί που χάρισε γλύκα σ' έναν προδότη. Άσε τα δόντια να χτυπάν, να δαγκάνουνε τα χείλια τα κουκλίστικα, τόσο, που να τα λερώνει το αίμα.
Μέσα στο σκοτάδι, τη σημαδεύει σα φοβέρα, το διαμάντι. Είν' ένας βώλος από δάκρυα, που τόνε χαρίζει γονατίζοντας μια γριά, για να σώσει ακριβή ζωή.
Και του δικού της άντρα τα χέρια ακόμα θα το ζυγιάζουνε, θα το παίζουνε σαν να 'ναι τούτη η ώρα, η συνηθισμένη ώρα, της ήσυχης σκέψης.
Τρέχει. Τρέχει. Βρίσκεται μακριά τώρα. Άσε να βασανιστεί, να κρυώσει, να πεινάσει. Άσε να σωθεί από την Κρίση, ότι κάποτε, εκεί κοντά στο συννεφιασμένο πέλαγο, κάτω από μια λεύκα, αυτή κοίταξε γεμάτη οργή, έναν άνθρωπο μ' ανθρώπινη καρδιά.
— Αλτ!
Δε σταματάει. Οι σφαίρες σταυρώνονται στον απαγορεμένο της δρόμο. Δυο της τρυπάν τα σμαραγδένια μάτια, μπήχνουνται στο μυαλό. Και κείνο, πεθαίνει ξύπνιο, κάτω απ' τη λαμπάδα που κρατάνε δυο χέρια. Είναι όλο καπνιά, μαυρίλα, κοψές, είναι δυο χέρια, που δουλεύανε για την Αγάπη.
Επιστροφή στην Ανθολογία
Αντιστασιακής Πεζογραφίας