Σπύρος Γιαννάτος (1918-1991)

 

Γεννήθηκε στο Αργοστόλι, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και από το 1935 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Φοιτητής ακόμα δημοσιεύει αξιόλογα διηγήματα και καθιερώνεται με τα ταξιδιωτικά και τα χρονογραφήματά του.

Έργα του: «Λασκαράτος, σκιαγραφία ενός αρνητή», 1943, κριτικό δοκίμιο, «Μικροί άνθρωποι σε δύσκολες ώρες», 1945, διηγήματα, «Σινά, το θεοβάδιστο όρος χωρίς θεούς», 1956, ταξιδιωτικό, «Ο καιρός της προσδοκίας», 1958, νουβέλα-χρονικό, «Η γη της επαγγελίας», 1958, ταξιδιωτικό απ’ το Ισραήλ και το Νταχάου.

 

 

 

 

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑΣ

 

    Ήταν ένα κομμάτι ακρογιαλιάς κοντά στο Πέραμα, μαντρωμένο, που το πολιορκούσανε κάθε πρωί κάθε λογής αυτοσχέδιοι εργάτες αναζητώντας τον επιούσιο. Και ήτανε τόσο φυσικό να πεινάει ο καθένας εκείνη τη χρονιά στη νεογέννητη «Ελληνική Πολιτεία», που δεν είχε ψωμί παρά μονάχα χειμώνα, σκοτάδι και πόλεμο. Και πίσω από τη μάντρα σ’ ένα βουναλάκι ορθωνόνταν τέσσαρες μεταλλικές δεξαμενές με πετρέλαιο –τα «τανκ» - βαμμένες πρασινοκίτρινες για να μη δίνουνε στόχο στ’ αεροπλάνα. Σ’ αυτή την ακρογιαλιά αράζανε τα πολεμικά καράβια, για να πάρουνε μαζούτ ή ντήζελ από το λιγοστό, που κρύβανε φιλάργυρα στα σιδερένια τους σπλάχνα τα τέσσερα «τανκ» και κάπου κάπου έφτανε κανένα δεξαμενόπλοιο, για να φέρει μερικούς τόνους πετρέλαιο, όταν κατάφερνε να ξεγλιστρήσει ανάμεσα από τα εγγλέζικα περιπολικά. Και πιο πέρα, μέσα στη θάλασσα πέντ’ έξι μισοβουλιαγμένα καράβια υψώνανε τους σκουριασμένους τους σκελετούς, λίγες πιθαμές πάνου από το νερό.

    Σε μιαν άλλη γωνιά της ίδιας παραλίας καμιά πενηνταριά εργάτες επισκευάζανε μερικά σιδερένια βαρέλια, για να τα γιομίσουν αργότερα με πετρέλαιο. Και καθώς τους έβλεπα εκείνο το πρωινό, που έπιασα για πρώτη φορά δουλειά σε τούτη την Εγκατάσταση, να σφυροκοπάνε ρυθμικά και να σιγοτραγουδάνε, παρά λίγο να γελαστώ και να πιστέψω πως βρισκόμουνα σ’ έναν τόπο γαλήνιο και ευλογημένο, που δε στέναζε κάτου από το φόβο, την πείνα και το θανατικό.

    Ευτυχώς που η εξοικείωση με τους άλλους εργάτες αυτής της Εγκατάστασης ήτανε πολύ εύκολη. Ιδιαίτερα για μένα που είχα τα «μέσα»: ένα συμμαθητή που δούλευε προπολεμικά εδώ και που όταν ήρτανε οι Γερμανοί στην Εγκατάσταση, εκμεταλλεύτηκε τα λίγα γερμανικά του, για να γίνει επιστάτης σ’ ένα από τα συνεργεία. Και επειδή ίσως ένιωθε λίγο πολύ ένοχος για τούτη τη «συνεργασία» του με τον καταχτητή, φρόντισε να βολέψει μερικούς φίλους του, κολλώντας τους στην ουρά που σχηματιζότανε κάθε μεσημέρι μπροστά στην αποθήκη με τις κουραμάνες. Κι όταν τον ρώτησα με αμηχανία τι δουλειά θα μπορούσα να κάνω, μου είπε κοιτώντας με οίχτο το κακομοιριασμένο σουλούπι μου:

    -Σχεδόν τίποτα, φουκαρά μου Λευτέρη. Θα κάθεσαι σε μια παράγκα με δυο τρεις εργάτες, που θα τους πω να σε προσέχουνε, γιατί αλλιώτικα θα τους κόψω τα ποδάρια. Και θ’ ανεβαίνεις, όταν έρχεσαι κανένα καράβι να πάρει πετρέλαιο, πάνου σ’ ένα απ’ τα «τανκ», για να μετράς με μια μεζούρα πόσο πετρέλαιο πήρε. «Τάνκμαν», μου πρόστεσε, είναι η αλαφρότερη δουλειά δω μέσα.

    Κι αμέσως χωρίς να περιμένει να μου λύσει άλλες απορίες, με πήγε στο γραφείο που ήτανε η διεύθυνση της Εγκατάστασης. Εκεί ένας Γερμανός λοχίας, αφού κοίταξε περιφρονητικά τα σκελετωμένα μου χέρια, έκαμε μια γκριμάτσα δυσπιστίας για τις ικανότητές μου, όπως κατάλαβα, μα ο φίλος μου κάτι του ‘πε γερμανικά και φάνηκε να μεταπείστηκε. Έπειτα ένας διερμηνέας συμπλήρωσε μια κάρτα με τα στοιχεία μου.

    -Ελευθέριος Ιωάννου, ε;

    -Μάλιστα.

    -Δεν πιστεύω να ‘χεις τίποτα δοσοληψίες με την Ασφάλεια και να μας τραβολογάνε οι Γερμανοί;

    -Τίποτα, τίποτα, πρόλαβε ν’ απαντήσει για λογαριασμό του ο φίλος. Κι εγώ μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού μου βεβαίωσα του λόγου του το ασφαλές.

    Ο διερμηνέας έγραψε κάτου από τα στοιχεία μου την «ειδικότητά» μου κι έναν αριθμό: Τάνκμαν 129. Κι έμαθα πως από δω και μπρος, όταν θα με χρειάζονταν, θα με φωνάζανε με τούτο το νούμερο. Έπειτα τράβηξα για μια από τις παράγκες, που μένανε οι «τάνκμαν». Εκεί διαπίστωσα πως ο φίλος, που μ’ έφερε δω, θα ‘πρεπε να ‘χε γερό δόντι, γιατί οι καινούριοι μου σύντροφοι, μου κάμανε πολύ ζεστή υποδοχή.

    Ήτανε δυο μεσόκοποι άντρες. Ο ένας παλιός προπολεμικός εργάτης στην Εγκατάσταση. Ο άλλος είχ’ έρτει εδώ μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, που χρειάζονταν περισσότερα εργατικά χέρια, και ξέμεινε. Κι από την πρώτη κιόλας μέρα κατάλαβα πως η σπουδαιότερη δουλειά μας ήτανε να την αράζουμε μέσα στην παράγκα και να φροντίζουμε να κρατάμε την πόρτα της μισάνοιχτη, για να μη βλέπουν οι Γερμανοί, όταν περνούσαν απ’ όξω, πως τεμπελιάζαμε.

    Εκείνοι όμως που φαίνονταν να ξεθεώνουνται στη δουλειά ήτανε όσοι από τους εργάτες δουλεύανε στα βαρέλια, που τα ‘φερναν αδειανά τα καΐκια από τις κοντινές στεριές και τα νησιά, για να τα ξαναπάρουνε γιομάτα με μαζούτ ή ντήζελ για τις διάφορες γερμανικές «υπηρεσίες» των νησιών του Σαρωνικού και της Πελοποννήσου.

    -Τούτοι οι φουκαράδες σκοτώνουνται στη δουλειά, είπα την πρώτη μέρα κιόλας που τους αντίκρισα.

    Μα ο ένας από τους συντρόφους μου της παράγκας, ο Καλαφάτης, είχε διαφορετική γνώμη:«Δεν είναι και τόσο φουκαράδες, μου παρατήρησε, χαμογελώντας αινιγματικά. Πολλοί από δαύτους έχουνε και τα τυχερά τους.»

    Και επειδή απόμεινα να τον κοιτάζω, χωρίς να καταλαβαίνω, συμπλήρωσε το ίδιο αινιγματικά:«Θα το καταλάβεις, όταν θα τους γνωρίσεις καλύτερα». Και για να με πείσει, φρόντισε να μου τους γνωρίσει την ίδια κιόλας μέρα.

 

 

 

    Μια βάρδια από πέντε τέτοιους εργάτες ανηφόριζε κάθε μεσημέρι ως την παράγκα μας με τις καραβάνες γιομάτες φασουλάδα και τρώγανε μαζί μας. Ήτανε όλοι φίλοι του Καλαφάτη και μετά το φαΐ ξαπλώνανε όξω από την παράγκα στη λιακάδα, περνώντας μαζί μας τη μεσημεριάτικη διακοπή της μιας ώρας. Μιας ώρας που ήτανε συχνά πολύ θορυβώδικη, γιατί ο άλλος από τους δυο συντρόφους μου, ο Πετρόχειλος, φοβερός χωρατατζής, είχε δυο μόνιμα θέματα για να ερεθίζει τους μεσημεριάτικους μουσαφιραίους μας: το πετρέλαιο που κλέβανε και τις γυναίκες. Το τελευταίο θέμα μάλιστα σκέπαζε το πρώτο, όταν ανηφορίζανε στην παράγκα μας και δυο εργάτισσες, που καθαρίζανε τα καζάνια στο μαγέρικο της Εγκατάστασης: μια μεσόκοπη ταλαιπωρημένη γυναίκα και μια κοπέλα, που έμοιαζε να ‘χει περάσει τα είκοσι, μα που δεν ήτανε καλά καλά, όπως έμαθα αργότερα, ούτε δεκάξι.

    Την πρώτη μέρα που βρέθηκα ανάμεσα σε τούτο το τσούρμο των άγνωστων ανθρώπων, ένιωσα δύσκολα, όσο κι αν ο Καλαφάτης φρόντισε να κάμει θερμές συστάσεις. Μα η στεναχώρια μου δεν κράτησε και πολύ, γιατί σύντομα μας έκαμε πολύ οικείους η κοινή μας προέλευση: τούτοι οι εργάτες είχανε φτάσει εδώ όπως κι εγώ ναυαγισμένοι μέσα στη φουρτούνα της πείνας, που λυσσομανούσε όξω από το φράκτη αυτής της Εγκατάστασης. Ωστόσο αντί να νιώσω συμπάθεια για δαύτους, ένιωσα για τους πιο πολλούς αποστροφή από την πρώτη στιγμή που τους γνώρισα. Οι τέσσερες μάλιστα απ’ αυτούς μου κάθονταν στο στομάχι για καλά, γιατί δεν είχανε άλλη κουβέντα παρά να καυχιούνται πόσα πιντόνια πετρέλαιο έκλεψαν ρίχνοντάς τα πίσω από το μαντρότοιχο, για να παραλάβουν το βράδυ κάτου από τη μύτη των Γερμανών σκοπών και να λένε πως πιο πολύ κλέβανε όχι για τα λεφτά μα για να κάνουνε ζημιά στους Γερμανούς. Μόνο που τούτη τη θεωρία τους δεν εννοούσε να παραδεχτεί ο πέμπτος από τους μεσημεριάτικους μουσαφίρηδές μας, ένας περίεργος τύπος θυμόσοφου, που οι τέσσερες σύντροφοί του τον είχανε βαφτίσει δάσκαλο. Τους κοίταζε κοροϊδευτικά, όταν τους άκουγε να μιλάνε για το κλεμμένο πετρέλαιο και τους ρώταγε με αρκετή σοβαροφάνεια: «Πώς πήγε η αντίσταση σήμερα;»

    -Και βέβαια αντίσταση κάνουμε, τον αποπαίρνανε φουρκισμένοι οι άλλοι. Κλέβουμε το πετρέλαιο του Γερμανού που με δαύτο κουνάει τα καράβια του.

    -Α, τώρα μάλιστα, τους απαντούσε ο δάσκαλος με το πικρόχολο ύφος του. Εξ αιτίας σας την πάθανε οι Γερμανοί στη ναυμαχία του Τάραντα. Χα! Χα! Χα!

    Οι άλλοι αγριεύανε τότες και η συζήτηση άναβε και κόρωνε.

    -Εσύ τι κάνεις έξυπνε; του ρίχνονταν και οι τέσσερες.

    -Είναι τόσες άλλες καλύτερες δουλειές από την κλεψιά. Και μάλιστα σήμερα…

    Και σταματούσε την κουβέντα, ρίχνοντάς τους μια περιφρονητική ματιά, που τους ερέθιζε περισσότερο.

    Ήταν ένα παιδί ως εικοσιδυό χρονώ, με βαθιά ωστόσο ρυτιδωμένο μέτωπο, που έδειχνε μια πρόωρη στοχαστικότητα. Και τα μάτια του, που λάμπανε πάντα σαν να ‘χε πυρετό, είχανε μιαν έκφραση, που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ειρωνεία και στη δυσπιστία. Πριν έρτει εδώ σπούδαζε για δάσκαλος, έπειτα παράτησε προσωρινά τα θρανία του διδασκαλείου, για να πάει στρατιώτης και όταν γύρισε από τον πόλεμο, τα παράτησε οριστικά, γιατί δεν του άφηνε καιρό πια το κυνηγητό του επιούσιου. Από όλους τους εργάτες, που κάναμε παρέα, ήταν ο πιο λιγομίλητος και μετρημένος. Ακόμη και όταν οι άλλοι κομπορρημονούσανε συχνά πίσω από την πλάτη των Γερμανών για το σύντομο ερχομό της λευτεριάς, που την περίμεναν μαζί με το καλοκαίρι, περιοριζότανε σε μιαν ήρεμη επιδοκιμασία, που ωστόσο έκλεινε αρκετή δυσπιστία.

    Μα όσο κι αν ήτανε τόσο κλειστός τύπος, δε χάριζε κάστανα σε όποιον έκανε κάτι, που δεν το ‘βρισκε σωστό. Γι’ αυτό και συχνά λογομαχούσε με τους άλλους μεσημεριάτικους συνδαιτυμόνες μας. Ευτυχώς που, όχι σπάνια, την ώρα που κόρωνε η λογομαχία τους, γύρω από τη μαύρη αγορά και τα λεφτά και το πετρέλαιο και πήγαινε να γίνει καυγάς, φτάνανε για να σώσουνε την κατάσταση οι δυο γυναίκες από τα καζάνια: η μια, η μεσόκοπη, κρατούσε συχνά τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι στραπατσαρισμένο λαδόχαρτο λίγο βούτυρο, που πάσκιζε να το πουλήσει σε καλή τιμή στον Καλαφάτη, και η μικρή σήκωνε ξεδιάντροπα τα φουστάνια της, προκαλώντας τους εργάτες και βγάζοντας τη γλώσσα της κοροϊδευτικά, όταν κανένας απ’ αυτούς τύχαινε να της πει να φύγουνε μαζί το βράδυ.

    Κι αληθινά ήτανε μια ξετσίπωτη κοπέλα αρκετά ιδιόρρυθμη. Καθότανε σαν ορνίθι και της χουφτώνανε τα γυμνά της πόδια όλοι τούτοι οι «σαμποτέρ», μα όταν την παραζορίζανε να τους υποσχεθεί πως θα πάει μαζί τους το βράδυ στην ταβέρνα, όπου ξεκοκαλίζανε τα λεφτά τους από το κλεμμένο πετρέλαιο, για να τη μεθύσουνε κι ύστερα να την καταχτήσουνε ομαδικά, επαναστατούσε.

    -Ποτέ, βρομιάρηδες, ούρλιαζε ξεφεύγοντας από τα ροζιασμένα τους χέρια. Και συνέχιζε να χαχανίζει ανόητα.

    Η Μαρίνα, έτσι τη λέγανε, έμοιαζε να ‘ναι από κείνες τις κοπέλες, που πέσανε άγουρες στα χέρια του πρώτου ασυνείδητου αρσενικού. Είχε δουλέψει, όπως έμαθα αργότερα από τον Καλαφάτη, που κρατούσε αρχείο για τον καθένα, από έντεκα χρονώ, σε μια Πειραιώτικη φάμπρικα, σταλμένη από μια μάνα χωρίς άντρα και με μια στάνη παιδιά. Και φυσικά τ’ αφεντικά της, φροντίσανε άλλοτες με την απειλή κι άλλοτες με τη δωροδοκία να την κάμουνε σύντομα γυναίκα και να την απαλλάξουνε από όλη εκείνη τη μεσοβασιλεία της εφηβείας με τις ρομαντικές ανησυχίες και τα ονειροπολήματα, που συνοδεύουνε το ξύπνημα της γυναίκας. Μονάχα με το δάσκαλο δε χωράτευε η Μαρίνα. Στεκότανε και τόνε κοίταζε μ’ ένα ακαθόριστο ύφος σεβασμού, την ώρα που καυγάδιζε με τους θαυμαστές της.

 

 

    Όταν έφτασε ο Μάρτης, η ζωή μας στην Εγκατάσταση άλλαξε. Ως τότες η δουλειά ήτανε λιγοστή για μας τους «τάνκμαν». Ιδιαίτερα τ’ απογέματα, από τις έξι που σκοτείνιαζε, ήμουνα υποχρεωμένος κάθε τρίτη μέρα, που ήτανε η βάρδια μου, να κάθουμαι όξω από την παράγκα και να κοιτάζω τη θάλασσα, μετρώντας την ώρα που δεν περνούσε: μια θάλασσα σκοτεινή σα μολύβι, που λες και χώνευε μέσα στα σπλάχνα της κι αυτό το λιγοστό φως των άστρων, μόλις έφτανε στην τρικυμισμένη της επιφάνεια. Μονάχα σπάνιες φορές κατάφερνες να ξεχωρίσεις μακριά, από τη στεριά, μια λιτανεία από φώτα που τρεμοσβήνανε. Κι αν δεν ήξερες πως ήτανε τα γρι-γρι, που βγαίνανε τις αφέγγαρες νύχτες για ψάρεμα, θα μπορούσες να νομίσεις πως κάπου εκεί μακριά ταξίδευε μια χιμαιρική πολιτεία, φωτεινή και ειρηνική.

    Με το φτάσιμο όμως του Μάρτη η Εγκατάσταση ζωντάνεψε απότομα. Ένα σωρό καινούριοι εργάτες ήρτανε μαζί με τσιμέντα και κάθε λογής σιδερικά. Οι Γερμανοί αποφασίσανε να φκιάξουνε δυο μεγάλα καταφύγια, γιατί με το άνοιγμα του καιρού ο κίντυνος από τ’ αεροπλάνα θα γινότανε μέρα με τη μέρα μεγαλύτερος. Και τούτοι οι καινούριοι εργάτες ήτανε αρκετά ιδιόρρυθμοι. Ελάχιστοι φαίνονταν να ‘ναι ειδικοί. Οι πιο πολλοί μοιάζανε ό,τι άλλο παρά με χτίστες και σκαφτιάδες: ήτανε κάθε λογής πολυτεχνίτες και ερημοσπίτες, που έρχονταν πρόθυμοι σε τούτο το σκλαβοπάζαρο, και μια καραβάνα φασόλια και μισή κουραμάνα το ‘χανε παραστήσει στα μάτια τους σαν τη γη της επαγγελίας. Οι περισσότεροι ήτανε ζωντανοί σκελετοί, που είχανε σηκώσει στους ώμους τους το χειμώνα του Σαρανταένα και βλέποντάς τους απορούσες πώς θα τα κατάφερναν να χτυπήσουνε ένα βράχο με τη βαριά ή να σηκώσουνε μια φκιαριά χώμα. Μαζί τους σέρνανε και καμιά δεκαριά συφοριασμένα θηλυκά, που θα δουλεύανε για «λαγουρέντες» στα καταφύγια ή σ’ άλλες βοηθητικές δουλειές: κοκαλιάρες, αναμαλλιασμένες και βρόμικες και φορώντας αντί για φουστάνι ένα κακοραμμένο τσουβάλι από αλεύρι, σ’ έκανε ν’ απορείς με τι μέσα κατάφεραν να πείσουνε τους Γερμανούς να τις πάρουνε σ’ αυτή τη δουλειά. Κι όλες τους φωνάζανε από μακριά πως ήτανε στρατολογημένες από τους κοντινούς προσφυγικούς συνοικισμούς, που ρεύανε μέσα στην πείνα και την ψείρα.

    Ωστόσο δε χρειάστηκε να περάσουνε πολλές μέρες, για να ξαναβρούνε κι αυτά τα πολύ ταλαιπωρημένα πλάσματα του Θεού τη γυναίκα. Μόλις τυλώθηκε η κοιλιά τους, θυμηθήκανε πως ήτανε θηλυκά κι αρχίσανε να κάνουνε άνω κάτω την Εγκατάσταση με τα τραγούδια τους: κάτι τραγούδια ανατολίτικα σαν αμανέδες ανάμιχτα με σκοπούς γερμανικών εμβατηρίων.

    Οι εργάτες που δουλεύανε στα πετρέλαια και που δεν καταδέχονταν αυτούς τους καινούριους και πεινασμένους ακόμη συντρόφους, δεν αργήσανε να ριχτούνε στα θηλυκά τους, σε όσα βέβαια είχανε κάποια σωματική ευφορία, που άρχισε να γίνεται προκλητική, μόλις ξελιμάξανε. Και κείνες φυσικά δε φέρανε πολλές αντιρρήσεις, για να τους ακολουθήσουνε, μια και οι τσέπες τους ξεχειλίζανε από τα κατοχικά χιλιάρικα, στις ταβέρνες της Δραπετσώνας και ύστερα να τους παραδώσουνε τα λειψά τους θέλγητρα σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο καναπέ κάποιου «ξενοδοχείου» τέταρτης κατηγορίας. Μα και τις ώρες της μεσημεριάτικης ανάπαψης, μέσα στην Εγκατάσταση, αυτοί οι θεριακλήδες καζανόβες δε λέγανε να τις αφήσουνε να πάνε χαμένες. Και όχι σπάνια καυγαδίζανε μεταξύ τους για κάποιαν απ’ αυτές τις αξιοθρήνητες Πηνελόπες. Ακόμα και οι γνωστοί μας εργάτες που ανηφόριζαν τα μεσημέρια κατά την παράγκα μας άρχισαν να κουβαλάνε μαζί τους και δυο τρεις από δαύτες. Βέβαια αυτό το τελευταίο δεν το ‘βλεπε με καλό μάτι ο Καλαφάτης, που νοσταλγούσε την προπολεμική εποχή και με ταλάνιζε συχνά με τις αφηγήσεις του: Πού να ‘βλεπες τάξη και ησυχία, που είχαμε προπολεμικά! Την καλή εκείνη εποχή…

    Κι εγώ ακούγοντας αυτόν τον πρόλογο ήμουνα έτοιμος να υποστώ για μιαν ακόμη φορά τις αναμνήσεις του και τις νοσταλγίες του για τα παλιά του τ’ αφεντικά. Γιατί μιλούσε πολύ συχνά ο Καλαφάτης για τα χρόνια της ειρήνης: εκείνα τα χρόνια, που έφταναν εδώ για να πάρουν πετρέλαιο μεγάλα και ωραία καράβια και όχι παλιοκάραβα μεταγωγικά, βαμμένα σταχτιά, για να ξεφύγουνε την τορπίλα, που τα παραμόνευε νύχτα και μέρα. Την εποχή που η Εγκατάσταση ήταν ένα μακρινό υποκατάστημα μιας εγγλέζικης εταιρείας πετρελαίων με απλωμένα πλοκάμια σ’ όλη τη γη.

    -Σε κείνο το κοντάρι εκεί κάτου –συνέχιζε ο Καλαφάτης, δείχνοντάς μου ένα διχαλωτό και μυτερό σίδερο –ανέβαινε κάθε Κυριακή ή γιορτή η σημαία της εταιρείας. Ένα άσπρο μεταξωτό ύφασμα με κεντημένη στη μέση, με χρυσαφιά κλωστή, μια αχιβάδα. Και από τη δεξιά διχάλα κυμάτιζε η ελληνική σημαία και από την αριστερή η αγγλική. Τι καιροί ήταν εκείνοι, τι καιροί…

    Και σταματούσε, αναστενάζοντας με τη νοσταλγία του πιστού σκυλιού για το χαμένο του αφεντικό, για να συνεχίσει σε λίγο η γκρίνια του, βλέποντας τους μεσημεριάτικους μουσαφιραίους μας να κουβαλάνε τις καινούριες τους φιλενάδες.

    -Όπως πάμε θα μου μαγαρίσετε την παράγκα, θεοσκοτωμένοι, τους έλεγε μισοαστεία μισοσοβαρά, γιατί δε φαινότανε και να τόλμαγε να τα βάλει ανοιχτά μαζί τους.

    Ωστόσο εκείνη, που φουρκιζότανε πολύ με τη συμπεριφορά τους, ήταν η Μαρίνα. Έμοιαζε να ζήλευε άγρια. Και θα μπορούσε βέβαια να κατατροπώσει εύκολα τέτοιες φτηνές αντίζηλες, μα δεν ήθελε να υποκύψει και να τραβολογιέται με τους εργάτες τα βράδια, μια και ως τα τώρα τους είχε περιφρονήσει. Αντίθετα έδειχνε να τους σιχαίνεται πιο πολύ, καθώς τους άκουγε να λένε τα ίδια προστυχόλογα στις καινούριες τους φιλενάδες κι έπαψε να σηκώνει τα φουστάνια της και να τους ερεθίζει όπως άλλοτες. Κι όταν εκείνοι την προκαλούσανε, βλέποντας τη σωματική της υπεροχή απέναντι σ’ αυτές τις νεοσύλλεχτες, τους έριχνε μιαν άγρια ματιά, χωρίς να τους απαντάει κι αποτραβιότανε κοντά στο δάσκαλο, σα να του γύρευε προστασία. Και τούτος αντιμετώπιζε αυτή της την αλλαγή με μιαν ειρωνεία ανάμιχτη με οίχτο.

    -Αποφάσισες, βλέπω, να καλογερέψεις. Κάλλιο αργά παρά ποτέ…

    Μα φυσικά η Μαρίνα δεν μπορούσε να γίνει, από τη μια μέρα στην άλλη, άγγελος. Και μάλιστα δεν μπορούσε να καταπίνει πάντα αδιαμαρτύρητα τις προκλήσεις τους, όταν καταστρώναμε σχέδια για τη βραδινή τους διασκέδαση. Γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις σπάνια κάποιος από τους εργάτες θ’ απόφευγε τον πειρασμό να της πει χλευαστικά:

    -Τώρα που έχουμε κι άλλα κορίτσια, αν θέλεις μπορείς να ‘ρθεις άφοβα. Και θα σε πάμε τα μεσάνυχτα συνοδεία στη μάνα σου, για να μην πάθει τίποτα η παρθενία σου…

    Ένα μεσημέρι μάλιστα η Μαρίνα ερεθισμένη από μια τέτοια πρότασή τους, που τη συνόδεψαν με τα χαχανητά τους οι φιλενάδες τους, χούμηξε πάνου σε μια απ’ αυτές κι αφού την ξάπλωσε με μια γερή κλωτσιά κάτου, άρχισε να γρονθοκοπιέται με τις άλλες δυο. Οι εργάτες χάσκανε επιδοκιμάζοντας κάθε γροθιά που έπεφτε με την ίδια ευχαρίστηση, που θα παρακολουθούσανε μια ταυρομαχία, ενώ ο Καλαφάτης κλαψούριζε μερικές παραινέσεις να σταματήσουνε, χωρίς ωστόσο και να τολμάει να τις χωρίσει, γιατί φοβότανε μήπως φανεί κανένας Γερμανός, από στιγμή σε στιγμή, και τον νομίσει κι αυτόν ανακατεμένο στον καυγά. Μα ό,τι δεν τόλμησε ο Καλαφάτης το τόλμησε ο δάσκαλος: πήδηξε πάνου στις τέσσερις γυναίκες και τράβηξε τη Μαρίνα από τα κοτσίδια. Οι τρεις εργάτισσες υποχώρησαν φοβισμένες, ενώ η Μαρίνα που προσπάθησε να του ξεφύγει για να τους ξαναριχτεί, δέχτηκε ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο. Οι άλλοι εργάτες χαχανίζανε μισοξαπλωμένοι κι ένας από δαύτους φώναξε στο δάσκαλο:

    -Κοίταξε μην πάθει τίποτα η παρθένα σου…

    Μα ο δάσκαλος είχε αγριέψει και δεν τους άφησε αναπάντητους.

    -Ή το βουλώνετε, ή σας παίρνει ο διάολος, παλιοκλέφτες.

    Οι εργάτες σταμάτησαν να χασκογελάνε απότομα. Και σηκώθηκαν και ακολούθησαν τις τρεις φιλενάδες τους, που το ‘χανε βάλει στο μεταξύ στα πόδια. Μονάχα ένας απ’ αυτούς κοντοστάθηκε, για να πει φοβισμένα και σιγά όσο χρειαζότανε για να μην ακουστεί από το δάσκαλο:

    -Χαφιέ, παλιοχαφιέ…

    Και πραγματικά η απειλή του δάσκαλου ήταν αρκετά παρεξηγήσιμη, όπως διαπίστωσα την άλλη κιόλας μέρα, όταν ο Πετρόχειλος, γυρίζοντας στην παράγκα από την παραλία, είπε στον Καλαφάτη:

    -Τα μάτια σου τέσσερα. Όταν τύχει να ξανάρτει κανένα μεσημέρι ο δάσκαλος, να το βουλώνουμε.

    Και πρόστεσε με χαμηλότερη φωνή κοιτάζοντας και μένα, σα να μου γύρευε τη συμβουλή μου:

    -Μπορεί να ‘ναι και χαφιές.

    -Πάψε, χαζέ, τον αποπήρε ο Καλαφάτης.

    -Άκου που σου λέω, επέμεινε ο Πετρόχειλος. Το ίδιο λένε κι οι εργάτες κάτου στα βαρέλια. Δεν είδες που τους φοβέρισε χτες; Τι θα πει, σε παρακαλώ, «θα σας πάρει ο διάολος, παλιοκλέφτες»; Θα πει, μ’ άλλα λόγια, πως θα τους καταδώσει στους Γερμανούς.

    Ο Καλαφάτης απόμεινε για λίγο σκεφτικός, μα δε φάνηκε να πείστηκε.

    -Κουταμάρες. Έτσι σου ‘πανε, έτσι λες…

    -Τότες γιατί δεν κλέβει και κείνος, που έχει τόσες ευκαιρίες κάτου στα βαρέλια που δουλεύει; Δεν του αρέσουνε τα λεφτά;

    -Μπορεί να φοβάται ο άνθρωπος.

    -Δεν ξέρω τι μου λες. Καλύτερα να μετράμε τα λόγια μας…

    Ωστόσο δε χρειάστηκε να λάβουμε καμιά προφύλαξη, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Πετρόχειλου, γιατί από τη μέρα του καυγά ο δάσκαλος δεν ξαναπάτησε στην παράγκα μας, όπως ξέκοψαν και οι άλλοι εργάτες. Και τα μεσημέρια τον βλέπαμε να τραβάει κατά τη θάλασσα μαζί με τη Μαρίνα και να περνάνε τη μεσημεριάτικη διακοπή ξεμοναχιασμένοι στα βράχια. Και τους βλέπαμε να μιλάνε συνέχεια, δηλαδή το δάσκαλο να της μιλάει και κείνη να συμφωνάει μαζί του κουνώντας το κεφάλι.

    -Τι διάολο, την αλφαβήτα της μαθαίνει; έλεε σκανταλισμένος συχνά από περιέργεια ο Καλαφάτης, που σιγά σιγά η ερημιά της παράγκας μας άρχισε να τον πειράζει, όσο τον πείραζε άλλοτε ο σαματάς.

    -Τι να της μάθει, καημένε, απαντούσε πικραμένος ο Πετρόχειλος. Αυτή είναι ξεσκολισμένη. Ο δάσκαλος εξασφάλισε της χρονιάς του το …

    Και κούναγε το κεφάλι του, για να μην ξεστομίσει μια από κείνες τις βρομιές, που ενοχλούσανε πολύ τ’ αφτιά του Καλαφάτη.

    Η αλήθεια είναι όμως πως αυτή τη φορά ο Καλαφάτης υποχρεώθηκε να παραδεχτεί, πως ο βρομόστομος ο Πετρόχειλος είχε δίκιο: πως τούτο το θηλυκό αγρίμι είχε γίνει αρνάκι μόνο και μόνο για ν ’αρέσει στον άντρα που φαινόταν να τον θαυμάζει, να τον φοβάται κι ίσως να τον αγαπάει.

    Σε λίγες μέρες μάλιστα, ο δάσκαλος και η Μαρίνα αρχίσανε να φεύγουνε μαζί και τα βράδια, έτσι που να μπορεί πια ο Πετρόχειλος να θριαμβεύει για τις προβλέψεις του.

 

 

    Η Άνοιξη προχωρούσε και τα καταφύγια που χτίζανε οι Γερμανοί κοντεύανε να τελειώσουν. Άδικα οι εργάτες κι οι εργάτισσες πασκίζανε να καθυστερήσουνε τη δουλειά, για να μη χάσουνε την καθημερινή καραβάνα. Οι δυο τρεις Γερμανοί που επιστατούσανε τους πιέζανε να δουλεύουνε πιο εντατικά κι όταν δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα το «ράους», μια φασιστική κλωτσιά στα πισινά αναλάβαινε να πείσει και τον πιο πονηρό εργάτη πως έπρεπε να βιαστεί. Μα και οι Γερμανοί δεν είχαν άδικο να βιάζουνται: από τις αρχές του Απρίλη, που άρχισε να ξανοίγει ο καιρός, είχανε κιόλας γίνει δυο επιδρομές στον Πειραιά και , όσο θα προχωρούσε η Άνοιξη, ήτανε βέβαιο πως θα πλήθαιναν. Περίεργο μου φαινότανε μονάχα πως ως τα τώρα τ’ αεροπλάνα, που ήρτανε και χτυπήσανε δυο τρεις φορές τον Πειραιά, δεν καταδέχτηκαν να μας επισκεφθούνε.

    -Μα τι να ‘ρθουνε να κάμουνε! μου παρατήρησε ο Καλαφάτης. Να χτυπήσουνε άδεια βαρέλια ή τρεις τόνους ντήζελ, που έχουν μέσα τα «τανκ»;

     Εκείνοι από το προσωπικό της Εγκατάστασης, που είχανε περισσότερα νταλαβέρια με τους Γερμανούς, έλεγαν εμπιστευτικά πως τον άλλο μήνα οι Γερμανοί θ’ αρχίναγαν εκστρατεία στην Αφρική και τα καράβια τους, τα υποβρύχια και τ’ αεροπλάνα τους ήτανε φυσικό ν’ ανεφοδιάζονται από δω. Έτσι οργασμός δουλειάς ξανάρχισε σ’ όλη την Εγκατάσταση, από τους εργάτες που δούλευαν στα βαρέλια ως εμάς, που δουλεύαμε στα «τανκ». Κι ένα μεσημέρι άραξε μπροστά στην προβλήτα, μεγαλόπρεπο, το ρουμάνικο «Άλμπα Γιούλια». Οι εργάτες το υποδέχτηκαν με χαρά, γιατί θυμόντανε πως εδώ και οχτώ μήνες που είχε ξανάρθει τους είχε αφήσει πολύ ευχάριστες αναμνήσεις: κονσέρβες, τσιγάρα και κάτι μικρολαθρεμπόρια.

    Ωστόσο αυτή τη φορά τους ήτανε γραμμένο να μείνουνε μονάχα με τη χαρούμενη προσδοκία, γιατί μόλις το καράβι έριξε άγκυρα, φάνηκαν να ορμάνε από μακριά κατά πάνου μας πέντ’ έξι εγγλέζικα αεροπλάνα, που θα πρέπει να το ‘χαν επισημάνει όταν ήταν ακόμη στην ανοιχτή θάλασσα και σε λίγο ζυγιάζανε τα φτερά τους πάνου από τα κεφάλια μας.

    Με το σύνθημα του συναγερμού παρατήσαμε την παράγκα και ριχτήκαμε μέσα σ’ ένα χαντάκι, γιατί στα μισοτελειωμένα καταφύγια είχανε προτεραιότητα οι στρατιώτες, οι υπάλληλοι και όσοι χωρούσανε από τους εργάτες.

    Δε θα ‘χανε περάσει παρά λιγοστά δευτερόλεπτα και τ’ αεροπλάνα αρχίσανε ν’ αδειάζουνε τις μπόμπες τους πάνου μας. Οι περισσότερες πέφτανε στη θάλασσα, σηκώνοντας θεόρατες κολώνες νερού κι άλλες πάνου στο βουναλάκι με τα «τανκ» και τινάζανε τους βράχους του σε χιλιάδες θρύψαλα.

    Από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε με τρόμο να πέσει κάποια μπόμπα πάνου σε κανένα από τα «τανκ», που καθώς ήτανε μισογιομάτα πετρέλαιο θ’ άφηναν να ξεχυθεί από τα σπλάχνα τους ένας χείμαρρος φωτιάς, που θα κατηφόριζε και θα σκέπαζε όλη την Εγκατάσταση, για να μας κάψει.

    -Παναγία μου, βόηθα, μουρμούριζε πλάι μου ο Καλαφάτης, ενώ ο Πετρόχειλος έμενε με σφιγμένα τα χείλια του, χωρίς να μπορεί να πει λέξη.

    Μα ή γιατί η Παναγία άκουσε την επίκληση ενός αγαθού μικρονοικοκύρη ή γιατί τ’ αντιαεροπορικά των Γερμανών σημαδεύανε στο ψαχνό –είχανε κιόλας ρίξει ένα «Σπιτφάϊρ» -καμιά μπόμπα δεν έπεσε πάνου στα τανκ. Μονάχα ένα σλέπι, φορτωμένο πετρέλαιο, χτυπήθηκε στη μέση και σε λίγο η θάλασσα πήρε φωτιά, μια φωτιά που απλωνότανε πάνου στην ακύμαντη επιφάνειά της και απειλούσε να καταπιεί κάθε πλεούμενο.

    Όταν σήμανε η λήξη του συναγερμού, βγήκαμε από τα ορύγματα κάτασπροι από το φόβο, για να πληροφορηθούμε πως οι «απώλειές μας», δηλαδή της Εγκατάστασης, ήτανε δυο Έλληνες μαουνιέρηδες σκοτωμένοι και δυο κομμένα γερμανικά ποδάρια ναύτη, που είχε πάρει άδεια για το Αμβούργο και θα ‘φευγε την άλλη μέρα, για να δει έπειτα από δυο χρόνια τους δικούς του. Μα η ζημιά για μας ήταν άλλη, μεγαλύτερη: το ίδιο απόγεμα κιόλας οι Γερμανοί βαρέσανε προσκλητήριο και σε λίγο καμιά ογδονταριά άντρες και γυναίκες μαζωχτήκαμε όξω από τα γραφεία της Εγκατάστασης.

    Οι πιο πολλοί από μας ήτανε φοβισμένοι και ο φόβος μας μεγάλωνε όσο περνούσε η ώρα, χωρίς οι Γερμανοί να εκδηλώνουνε τις προθέσεις τους. Μα κάποτες αποφάσισε να βγει στην πόρτα ο διερμηνέας, για να πει ξερά:

    -Μέσα είναι η γερμανική αστυνομία. Θα σας ζητήσει μερικά συμπληρωματικά στοιχεία. Κοιτάχτε να πείτε την αλήθεια, γιατί αλλιώς…

    Η φωνή του ήτανε ή μας φάνηκε πολύ ψυχρή.

    -Μπρος, ξανάπε ευθύς αμέσως. Μπείτε μέσα δέκα δέκα.

    Ένα σούσουρο από μουρμουρητά διαδέχτηκε τα λόγια του διερμηνέα, που ξαναμπήκε μέσα μαζί με τους πρώτους δέκα από τους εργάτες. Οι άλλοι μείναμε να περιμένουμε τη σειρά μας ανήσυχοι. Μα είναι αλήθεια πως τούτοι οι πρώτοι δέκα δε μείνανε παραπάνω από λίγα λεφτά, που ωστόσο μας φάνηκαν αιώνες. Και όταν βγήκανε, για να μπει η δεύτερη δεκάδα, τους υποδεχτήκαμε με βροχή από ρωτήματα.

    -Τα ίδια και τα ίδια, βιαστήκανε να μας καθησυχάσουνε. Πού εγεννήθης, πού κατοικείς…

    Ο βοηθός του διαχειριστή, που είχε βγει με τους πρώτους δέκα, πρόστεσε πως οι Γερμανοί ήτανε πολύ φουρκισμένοι με την πρωινή αεροπορική επιδρομή. Ο αρχηγός της Εγκατάστασης είχε τη γνώμη πως τα εγγλέζικα αεροπλάνα είχανε επισημάνει το ρουμάνικο καράβι, το «Άλμπα Γιούλια», και ήρτανε να το χτυπήσουνε, μα η Ασφάλεια της Εγκατάστασης διαφωνούσε. Η επιδρομή γίνηκε δυο μέρες αφού τα πετρελαιοφόρα κουβαλήσανε πετρέλαιο και γιομίσανε τα «τανκ», ενώ στις προηγούμενες επιδρομές τους χτυπήσανε μονάχα τον Πειραιά ή το Ναύσταθμο, χωρίς να καταδεχτούνε να χαραμίσουνε τις μπόμπες τους για μας. Και επειδή η Ασφάλεια είχε φυσικά την τελευταία λέξη κι εδώ επικράτησε τελικά η άποψή της, δηλαδή πως μερικοί από τους εργάτες ήτανε σίγουρα κατάσκοποι του εχθρού και φροντίσανε να ειδοποιηθεί με τον ασύρματο πως είχε κουβαληθεί μπόλικο πετρέλαιο και οι μπόμπες του δε θα πηγαίνανε χαμένες.

    Ευτυχώς η διαδικασία αυτής της μικρής ανάκρισης δεν κρατούσε πολύ και σε λίγο ήρτε η σειρά μας: είμαστε οι τρεις της παράγκας και μπροστά μας ο δάσκαλος με πέντ’ έξι από τους εργάτες, που δουλεύανε στα βαρέλια.

    Στο κεντρικό γραφείο της Εγκατάστασης μας περιμένανε δυο καλοντυμένοι μαντράχαλοι όρθιοι κι ένας κοντός κιτρινιάρης, που έγραφε.

    -Κοιτάχτε, μην πει κανείς σας ψέματα, γιατί θα πάει κατ’ ευθείαν για την οδό Μέρλιν, μας είπε άγρια ο ένας από τους μαντράχαλους.

    Κι αμέσως άρχισε να ρωτάει τον πρώτο εργάτη, που βρέθηκε μπροστά:

    -Πού κάθεσαι τώρα;

    -Μπα διάολε, μουρμούρισε πίσω μου ο Πετρόχειλος. Τούτους κάπου τους ήξερα στον Πειραιά. Και μας παρασταίνουνε τώρα τη γερμανική αστυνομία; Μπράβοο!

    -Σκασμός, του σφύριξε από δίπλα μου ο Καλαφάτης.

    Ο Πετρόχειλος λούφαξε. Μα όχι για πολύ, γιατί μετά τον πρώτο εργάτη ήρτε η σειρά του δασκάλου.

    -Τι ανάγκη έχει αυτός, μουρμούρισε πάλι κοροϊδευτικά.

    -Σώπα, μωρέ, τον ξανασκούντηξε ο Καλαφάτης.

    Μα πού ν’ ακούσει ο Πετρόχειλος, που τον είχε πιάσει ο οίστρος.

    -Κοίταξέ τονε απάθεια, μουρμούρισε πάλι.

    -Γιατί να μην έχει απάθεια; ψιθύρισε κι ένας άλλος εργάτης δίπλα μου, για να ενισχύσει τον Πετρόχειλο. Καλός χαφιεδάκος είναι…

    Ωστόσο δε φάνηκε να ‘χει την ίδια γνώμη με τον εργάτη κι ο ανακριτής.

    -Πού κατοικείς; ρώτησε το δάσκαλο.

    Εκείνος κόμπιασε λίγο για να πει:

    -Χαλκοκονδύλη εξήντα τέσσερα.

    -Επάγγελμα;

    -Φοιτητής.

    Ο ανακριτής τον κοίταξε περίεργα κάνοντας ένα μορφασμό, ενώ ο κιτρινιάρης που έγραφε σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τους δυο αστυνομικούς χαμογελώντας, σα να ‘χανε κάμει κάποια σπουδαία ανακάλυψη.

    -Φοιτητής; ξαναρώτησε ο ανακριτής δύσπιστα.

    -Μάλιστα.

    -Και γιατί δουλεύεις εδώ στα πετρέλαια; ξαναρώτησε.

    -Γιατί πεινάω, απάντησε ήρεμα ο δάσκαλος.

    -Γιατί πεινάς… επανέλαβε με κάποια αμηχανία ο ανακριτής.

    Ύστερα σώπασε για λίγο και είπε στον κιτρινιάρη, χαμογελώντας ένα κρύο και λειψό χαμόγελο:

    -Ας είναι. Γράψε φοιτητής και θα δούμε…

    Ο κιτρινιάρης υπάκουσε και ύστερα έβαλε την καρτέλα του δάσκαλου μαζί με δυο τρεις άλλες, που είχε στα δεξιά του, χωριστά από το σωρό, που σχηματίζανε οι καρτέλες των άλλων εργατών.

    Γύρισα και κοίταξα εξεταστικά το δάσκαλο: ένα χαμόγελο πολύ φκιαχτό πάσκιζε να κρύψει κάποια μικρή ταραχή του. Και τον είδα να προχωρεί προς την έξοδο με υπερβολικά αργό βήμα, σαν να φοβότανε μήπως τον υποψιαστεί κανείς πως βιαζότανε να φύγει.

    Θα ‘ταν εξήμιση το απόγεμα όταν και η τελευταία δεκάδα από τους εργάτες βγήκε από τα γραφεία της Εγκατάστασης. Στο μεταξύ οι φήμες οργίαζαν. Για όλους ήτανε σίγουρο πως αρκετοί εργάτες θα ‘παιρναν απολυτήριο και θα χάνανε το ψωμί τους. Κι αυτό δεν ήτανε μικρό πράμα. Ήτανε η πιο μεγάλη ποινή για κείνες τις μαύρες μέρες, που η πείνα λυσσομανούσε ακόμα όξω από το φράχτη της Εγκατάστασης.

 

 

    Την άλλη μέρα το πρωί ο Πετρόχειλος είχε συνταραχτικά νέα.

    -Τα μάθατε, ε; Ο δάσκαλος δεν ήρτε σήμερα. Και χτες τους έδωσε και λαθεμένη διεύθυνση.

    -Μωρέ πραχτορείο! είπε ο Καλαφάτης. Πού τα ‘μαθες πρωί πρωί;

    -Μου τα ‘πε ο Μήτσος, ο σπανός, από τα γραφεία…

    Και πρόστεσε σε λίγο κάνοντας μια γκριμάτσα θαυμασμού:

    -Μωρέ εξυπνάδα τον αθεόφοβο! Για να μην πάνε να τον γυρεύουνε σε κανένα άγνωστό του σπίτι και βρούνε το μπελά τους, χωρίς να ‘χουνε ιδέα εκείνοι που θα ‘μεναν μέσα, έδωσε ανύπαρκτη διεύθυνση.

    -Δηλαδή;

    -Τους είπε χτες πως κάθεται Χαλκοκονδύλη 64 στην Αθήνα και η Χαλκοκονδύλη έχει μονάχα εξήντα νούμερα. Ατσίδα ο άτιμος, ατσίδα…

    -Ο χαφιεδάκος, ε; συμπλήρωσα ειρωνικά.

    -Ναι, το φουκαρά, τον αδίκησα, συμφώνησε μαζί μου.

    Και σα να ‘θελε να επανορθώσει το λάθος του, πετάχτηκε πάνου.

    -Δεν μπορώ, φώναξε, κάθουμαι σ’ αναμμένα καρφιά. Το φουκαρά! Θα πάω να μάθω…

    Και κατηφόρισε κατά την παραλία.

    -Μπλεξίματα θα ‘χουμε, μουρμούρισε στενοχωρημένος ο Καλαφάτης, σαν μείναμε μονάχοι.

    -Εμείς; Γιατί; διαφώνησα.

    -Ξέρω κι εγώ; Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις. Μια και ανοίξαμε λογαριασμούς με τις αστυνομίες…

    Ο Πετρόχειλος δεν άργησε να γυρίσει. Μα όχι μονάχος. Κουβαλούσε μαζί του και τη Μαρίνα.

    -Δε σας τα ‘λεγα; άρχισε να φωνάζει από μακριά.

    -Σκάσε, μωρέ θεοσκοτωμένε, τον αποπήρε φοβισμένος ο Καλαφάτης. Τι μπερδεύεσαι εκεί που δε σε σπέρνουνε;

    Μα ο Πετρόχειλος πού να συγκρατηθεί. Είχε πάλι συνταραχτικά νέα, που του καίγανε τη γλώσσα: κάτου στα βαρέλια ήτανε από μισή ώρα πριν και ανακρίνανε τους εργάτες οι δύο μαντράχαλοι της «γερμανικής αστυνομίας». Γυρίζανε από στέκι σε στέκι και ρωτάγανε και ξαναρωτάγανε, για να μάθουνε ποιοι από τους εργάτες είχανε ιδιαίτερη φιλία με το δάσκαλο. Και καθώς παίρνανε, όπως ήτανε φυσικό, αρνητική απάντηση από όλους μια και κανείς τους δεν τα ‘χε καλά μαζί του, αγριεύανε περισσότερο.

    -Και συ τι θα πεις φουκαριάρικο, αν σε ρωτήσουνε; είπε ο Καλαφάτης στη Μαρίνα, που άκουγε σα χαμένη τα λόγια του Πετρόχειλου.

    -Τίποτα δε θα πω, είπε αμήχανα.

    -Κακόμοιρο, εγώ σ’ έφερα δω για να σε ορμηνέψουμε, είπε ο Πετρόχειλος με τη μεταμέλεια του αγαθού ανθρώπου, που ζήταγε να εξιλεωθεί, γιατί είχε αδικήσει το φίλο της.

    -Όχι και να την ορμηνέψουμε! παρατήρησε μ’ έναν αρκετά ευδιάκριτο φόβο στη φωνή ο Καλαφάτης.

    -Γιατί όχι; διαφώνησε ο Πετρόχειλος. Και γυρίζοντας στη Μαρίνα πήρε το πιο επίσημο ύφος του, για να της πει:

    -Κοίταξε, φουκαριάρικο, γιατί θα σε ρωτήσουνε σίγουρα και σένα, όταν θα πάνε στα καζάνια. Κοίταξε μην τον κάψεις τον άνθρωπο.

    -Τι να μην τον κάψει τον άνθρωπο, που αν ξέρει το σπίτι του θα τα ξεράσει όλα, παρατήρησε κουνώντας με οίχτο το κεφάλι του ο Καλαφάτης. Αστυνομία είναι τούτη και ξέρουνε να σε κάμουνε να ξεμολοηθείς και τ’ αμαρτήματα της μάνας σου, πριν σε γεννήσει, κι ας μην τα ξέρεις…

    -Δεν ξέρω, δεν ξέρω, κι αν ξέρω δε θα μιλήσω, είπε με πείσμα η κοπέλα κοιτάζοντας στα μάτια τον Καλαφάτη.

    Έπειτα απόμεινε για λίγες στιγμές σκεφτική.

    Πρώτη φορά έβλεπα τόσο ανήσυχο το παιδικό της μούτρο.

    -Καλά, δε μου λες, μεταξύ μας, τη ρώτησε ήρεμα ο Πετρόχειλος, δεν σε πήε καμιά φορά στο σπίτι που έμενε;

    Η Μαρίνα δεν απάντησε αμέσως. Έμοιαζε αφηρημένη.

    -Όχι, όχι, είπε σε λίγο. Μέχρι τα Ταμπούρια, μέχρι τον Πειραιά το πολύ, πηγαίναμε φεύγοντας το βράδυ. Στην Αθήνα δεν ανέβηκα ποτέ μαζί του.

    -Τώρα πήγες δεν πήγες είναι δική σου δουλειά. Επειδή όμως θα σε ρωτήσουνε, σίγουρα  πρέπει να ‘χεις ετοιμάσει από τώρα το τι θα πεις.

    -Δε θα πω τίποτα, δε θα πω τίποτα, φώναξε με πείσμα η κοπέλα.

    -Αυτό θα το δούμε, είπε κουνώντας πάλι με οίχτο το κεφάλι του ο Καλαφάτης. Όταν σου βάλουνε δυο τρία αυγά βρασμένα ανάμεσα στα σκέλια σου, θα τρέχει η γλώσσα σου σα ροδάνι.

    Γύρισα και κοίταξα επιτιμητικά τον Καλαφάτη, μα εκείνος μου απάντησε με το ύφος του πολύξερου, που μεταχειριζότανε σε κάτι τέτοιες δύσκολες ώρες:

    -Καλύτερα, να ξέρει τι την περιμένει.

    -Τι; τι; είπε η κοπέλα κοιτάζοντας τον Καλαφάτη. Και τα μάτια της πήρανε μιαν έκφραση φοβισμένου ζώου.

    -Αυτό που σου είπα, ξανάπε ο Καλαφάτης ξερά.

    Η Μαρίνα γύρισε τα τρομαγμένα μάτια της στον Πετρόχειλο, σαν να εκλιπαρούσε από το στόμα του μια διάψευση, μα ο Πετρόχειλος είχε σκυθρωπάσει και σώπαινε συμφωνώντας, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του, με τον Καλαφάτη.

    Την ίδια ώρα φάνηκαν ν’ ανηφορίζουνε από την προκυμαία πέντ’ έξι εργάτες που τους είχανε στη μέση τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες και πίσω τους ακολουθούσανε οι δυο Έλληνες της γερμανικής αστυνομίας.

    -Τους πάνε στα γραφεία της Εγκατάστασης, μουρμούρισε τρομοκρατημένος ο Καλαφάτης. Μπείτε στην παράγκα για το καλό που σας θέλω.

    -Είναι χειρότερα, του παρατήρησα. Μας είδανε από μακριά και θα λένε πως τους αποφεύγουμε.

    Και δεν είχα άδικο. Ένας κιόλας από τους εργάτες, που τραβολογούσανε οι Γερμανοί, φώναξε:

    -Γιατί δε ρωτάτε καλύτερα αυτή την πουτάνα, που τον είχε φίλο, παρά φορτωνόσαστε μάς;

    Η κουστωδία σταμάτησε. Οι δυο της αστυνομίας προχώρησαν κατά την παράγκα μας και πριν καλά καλά φτάσουνε, φωνάξανε τη Μαρίνα:

    -Έλα δω εσύ, μορφονιά…

    Η Μαρίνα έκαμε μερικά φοβισμένα βήματα κατά μπρος.

    -Τον ήξερες καλά εσύ, ε;

    Η κοπέλα δεν πρόλαβε ν’ αποκριθεί, γιατί ένας άλλος από τους εργάτες ούρλιαξε με φωνή έντρομου ναυαγού που βλέπει αιφνίδια μιαν αναπάντεχη σανίδα σωτηρίας:

    -Τον ήξερε, τον ήξερε! Μαζί του έφευγε κάθε βράδυ…

    -Σκάσε συ, φώναξε άγρια ο ένας από τους δυο μαντράχαλους σ’ αυτόν τον αξιοθρήνητο Ιούδα.

    Και γυρίζοντας πάλι στη Μαρίνα της είπε ψυχρά:

    -Έλα μαζί μας.

    -Δεν έχω να πω τίποτα, φώναξε η κοπέλα.

    -Θα μας τα πεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, κάγχασε ο άλλος μαντράχαλος, που ως τώρα μας κοιτούσε αμίλητος μ’ ένα τσιγάρο κρεμασμένο από τα σουρωμένα του χείλια.

    -Όχι, δε θα πω τίποτα, ξαναφώναξε η κοπέλα με μια φωνή που έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό πληγωμένου ζωντανού.

    -Χα, χα, χα, αγρίμι μου, γέλασε ένα κρύο γέλιο ο πρώτος. Κι έκαμε μια νωχελική κίνηση με τη χερούκλα του, για ν’ αρπάξει την κοπέλα από τα μαλλιά.

    Μα η Μαρίνα πήδησε πίσω κι αμέσως το ‘βαλε στα πόδια σαν το ζαρκάδι.

    Ήτανε τόσο αναπάντεχη τούτη η αντίδρασή της για όλους μας, που οι υποψήφιοι δήμιοί της αιφνιδιάστηκαν και δε σκέφτηκε κανένας τους να την κυνηγήσει. Έτσι μέσα σε λίγα δευτερόλεφτα η κοπέλα βρέθηκε κάτου στο φράχτη κι άρχισε να σκαρφαλώνει για να πηδήξει στο δρόμο. Μα ο ένας από τους «αστυνομικούς» έβγαλε το πιστόλι του και πυροβολώντας κατά τον ουρανό της φώναξε:

    -Στάσου, γιατί σε σκότωσα, παλιοπου…

    Και ξεστόμισε μια από κείνες τις βρισιές που δεν την ενοχλούσανε ποτέ.

    Η κοπέλα γύρισε το κεφάλι της κατά μας και μαζεύοντας όλη τη δύναμή της αντί να κατέβει, πήδησε στην κορφή του φράχτη. Μα δεν επρόφτασε να τον διασκελίσει για να πηδήσει στο δρόμο. Μια δεύτερη πιστολιά τη γκρέμισε κάτου. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά , καθώς το παιδικό της κορμί σωριαζόταν κατά γης. Μονάχα οι δυο της αστυνομίας, που τρέξανε κοντά της, ακούστηκαν να βρίζουνται μεταξύ τους:

    -Κόπανε, την άφησες στον τόπο και δε θα μάθουμε τίποτα…

    -Ας της έριχνες εσύ, που είσαι σκοπευταράς…

    Ύστερα βάλανε τα πιστόλια τους στις τσέπες και πήγανε κοντά στους εργάτες, που κοιτάζανε άφωνοι, το εξιλαστήριο θύμα τους.

    -Μπρος, τσακιστείτε…

    Οι Γερμανοί και οι εργάτες ξεκινήσανε πάλι με αργό βήμα για τα γραφεία της Εγκατάστασης και οι δυο φονιάδες τους ακολουθήσανε κουβεντιάζοντας, σαν να μην είχε γίνει τίποτα.

    -Γουρούνια, μουρμούρισε ο Καλαφάτης και τα μάτια του βουρκώσανε, πού θα πάτε; Σαν έρτουν οι Εγγλέζοι κι οι δικοί μας, θα σας στήσουνε την πρώτη κιόλας μέρα στον τοίχο!

    -Είσαι βέβαιος; ετοιμάστηκα να τον ρωτήσω, χαμογελώντας πικρά, μα μετάνιωσα, γιατί η φωνή του ήτανε σταθερή, όσο και η πίστη των απλών ανθρώπων τω καιρώ εκείνω…

 

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία Αντιστασιακής Πεζογραφίας

Αρχική σελίδα KEIMENA