Διήγημα που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» το 1929. Ευχαριστώ τον Γιάννη Π. για την πληκτρολόγηση.

 

Ν. ΚΑΤΗΦΟΡΗΣ

 

ΤΟ ΚΑΥΚΑΛΟ

 

Έτσι πρέπει να ’ναι πάντα ο κόσμος... φορτούνα. Οι μεθυσμένοι το νιώθουν αυτό καλύτερα. Και φυλάγονται... Να, τώρα βλέπω το σπίτι να πέφτει με τη στέγη κατά πάνω μου και τα πόδια μου σέρνονται μόνα τους στον άλλο τοίχο. Να κι ένας στύλος... Γκρεμίζεται έτσι μακρύς μακρύς, καθώς είναι, και λέω πως θα μου ’ρθει κατακέφαλα. Χώνομαι κάτω από το υπόστεγο και γλυτώνω... Ο δρόμος, λέω, πως ανοίγει στα δυο και κλείνει σαν πεινασμένο στόμα και στέκω ξαφνιασμένος... Παραπατάω. Ξάφνου στη γη κάνει σεισμό και τραβιέμαι πίσω... Πάω να προχωρήσω μπρος, μα τα πόδια μου σα να κολλήσανε στις λάσπες και δεν μπορώ να κάνω βήμα. Δίνω μ’ όλη μου τη φόρα μια και να με κιόλα, που βρέθηκα στο αντικρινό πεζοδρόμιο. Τι θαμπά που είναι τα φώτα.. και φαίνονται πως χορεύουνε ζευγαρωτά, χορεύουν... Έχει και διαβάτες που περνούν σαν ίσκιοι. Κάποιοι γελούνε όπως με βλέπουν κι ένας φωνάζει κοροϊδευτικά:

                         Εγώ σε πίνω για καλό

                         και συ με πας στον τοίχο..

Ασ' τους... Δεν ξέρουν πως ο κόσμος είναι μια φορτούνα... δε βλέπουν τη φορτούνα και μια μέρα θα πνιγούνε δίχως να το νιώσουν. Σαν τον Κώστα... Έλεγε πως πατούσε σε στεριά και ξάφνου ξέσπασε η φορτούνα και τον έπνιξε. Μανόλη, ρε Μανόλη! Που πας, πού είσαι βρε παιδί; Μιλιά. Τι έγινε; Βρε παιδιά μην είδατε το Μανόλη; Κάπου θα σκάλωσε... Ποιος ξέρει, θα τόνε πήρε το ρέμα και πνίγηκε στη φορτούνα. Μανόλη! Σχώρεσε το Θεό... δε λέω σ’ αυτόνε να σε συχωρέσει! Κακομοίρη Μανόλη! Έχουμε πιει έναν Ιορδάνη μαζί κι ήσουνα φίλος πιστός και φιλόσοφος...

Ναι, έτσι ήταν... φιλόσοφος. Πήγαινε στο νεκροταφείο συχνά και γελούσε με τους πεθαμένους. Πλούσιους και φτωχούς τους κορόιδευε, μα σαν τύχαινε να βρεθεί στον τάφο κανενός φίλου και δικού το ’ριχνε στο κλάμα σαν παιδί, σα γυναίκα... Παλαβός! Κι απόψε ήταν παράξενος... ήτανε φόβος και τρόμος. Τον πήρε ο πόνος γιο τον Κώστα κι έκανε σα να του σάλεψε ο νους. Κι όλα αυτά έγιναν από κείνον... εγώ δε θα μπορούσα τίποτε να κάνω. Ήρθε σπίτι όλο με τη βροχή Κι όπως τον είδε η μάννα μου βρεμένο ξαφνιάστηκε:

- Δε στεκόσουνα, παιδί μου, πουθενά ώσπου να περάσει η μπόρα μόνο βράχηκες…

- Έχομε μια σπουδαία δουλειά με το Θάνο, της απάντησε, και πρέπει να φύγουμε γρήγορα. Και καθώς είδε τη μάνα μου, που κοίταζε τις λάσπες, που κουβάλησε σπίτι, της έκανε:

- Σου λερώνω το πάτωμα κυρα-Τασία...

Α, ήτανε ευγενής ο Μανόλης και τα πρόσεχε αυτά. Μόλις είχαμε αποφάει το φτωχικό μας, κι έμενε ίσα-ίσα μια σταλίτσα κρασί.

- Έλα να πιεις... του λέω.

Κάθισε κείνος βαριά πάνω στην καρέκλα κι άρπαξε το ποτήρι. Ήτανε χλωμός, αξούριστος, τα μάτια του έλαμπαν σα να είχε πυρετό. Μόλις ήπιε το κρασί και γύρισε στη μάνα μου, που έστεκε ακόμη όρθια. Έτρεμε η φωνή του και της είπε δισταχτικά:

- Πόσα παιδιά είχες, κυρα-Τασία;

Κι εγώ, που ήξερα τον πόνο της γριάς μου, τον έκοψα:

- Έλα, του είπα, τι σου ’ρθε ξαφνικά να ρωτάς πράματα, που ξέρεις;

Με κοίταξε σωπαίνοντας λίγο και σαν ευγενής που ήτανε, μου είπε:

- Μπαρδόν...

Φαινότανε σα να είχε ξεχάσει γιατί ήρθε. Είδα κιόλα που έτρεμε λίγο. Εμείς περιμέναμε να δούμε τι θα κάνει. Και τότε στον τσίγκο, έξω, ακούσαμε ξανά τη βροχή, που χτυπούσε...

- Έλα, πάμε, μου φώναξε βιαστικά.

- Τέτοια ώρα;

- Μην ανησυχείς, κυρα-Τασία...

Σηκωθήκαμε. Η μάνα μου έτρεξε να βρει την ομπρέλα κι εκείνος μου έκανε:

- Απόψε ήθελα να κλάψω στην αγκαλιά της μάνας σου.

Είδα κιόλα τα μάτια του σα δακρυσμένα. Τι ευαίσθητο παιδί αυτός ο Μανόλης...

- Τι έχεις; τόνε ρώτησα.

Και δε μου απάντησε.

Σε λίγο φεύγαμε. Σφιγμένοι κοντά ο ένας στον άλλο, κάτω από την ομπρέλα, προχωρούσαμε.

- Που θα πάμε;

- Σώπα. Έλα μαζί μου.

Ένα δρόμο παίρναμε άλλο αφήναμε... Κι όλο έβρεχε σιγά κι ο αγέρας πολεμούσε να μας πάρει την ομπρέλα. Δε μιλούσαμε καθόλου. Είχαμε πια βγει από την πόλη και τότε μόνο τόνε ρώτησα δεύτερη φορά:

- Που πάμε;

- Φτάσαμε.

- Που;

- Να! Άπλωσε το χέρι μέσα στη σκοτεινή τη νύχτα και μου ’δειξε το νεκροταφείο. Λίγα βήματα μπροστά μας το ’βλεπα σκοτεινό και βαρύ, πνιγμένο μες στη νύχτα. Ανατρίχιασα.

- Εδώ έχω τον αδερφό μου θαμμένο, του είπα.

Κι εκείνος γέλασε σιγά.

- Δεν είναι θαμμένος, απάντησε. Θα δεις...

- Τι να δω;

Δεν είπε τίποτε μόνο με τράβηξε δυνατά. Τον ακολουθούσα σωπαίνοντας. Ο Κώστας είχε τώρα δυο χρόνια κι απάνω που πέθανε. Είναι θλίψη και να συλλογίζεται κανείς εκείνο το λεβέντη πως μαράθηκε... Έσβησε σαν το κερί από το χτικιό, λίγο μετά που γύρισε από τον πόλεμο... Ναι... στον πόλεμο του κρέμασαν στα στήθια ένα παράσημο και μέσα από τα στήθια του φύτεψαν το χτικιό... Έτσι πέθανε.

Η βροχή πια είχε σταματήσει και σε λίγο πηδούσαμε από ’να χάλασμα της μάντρας. Ήταν, αλήθεια, παράξενο ό,τι ένιωθα εκεί μέσα. Όχι πως φοβόμουν... αλλά η θλίψη μ’ είχε κυριέψει κι έτρεμα από θλίψη. Πάνω από τα ψηλά κυπαρίσσια είδα τα σύγνεφα, που κυλούσανε στον ουρανό σαν καράβια πνιγμένα, που η τρικυμία τα ’σπρωχνε και μέσα‚ στο βάθος της θάλασσας ακόμα... Κι είδα ένα μισοφέγγαρο χλωμό σαν καντήλι που πήγαινε να σβήσει... φαινότανε βιαστικό βιαστικό πίσω από τα σύγνεφα... έριχνε σαν περίεργες ματιές πάνω μας και πάλι κρυβόταν. Ήταν φοβισμένο... Θαρρούσα πως άκουγα στην καρδιά μου το καρδιοχτύπι του... Έτσι ακολουθούσα το Μανόλη, ήθελα ολοένα να το σκάσω, να γυρίσω πίσω, μα κάτι σα να με γήτευε... είχα περιέργεια να δω... να δω τον τάφο του αδερφού μου. Και κάποτε σταθήκαμε. Τράβηξε κείνος ένα ηλεκτρικό φαναράκι και φώτισε ένα σταυρό.

- Εδώ είναι, είπε.

Διάβασα Πάνω στο σταυρό: ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΕΣΤΗΣ.

Κι ο Μανόλης μου έκανε, σφίγγοντάς μου το χέρι.

Είσαι αδερφός και πονάς, αλλά πρέπει να ’χεις κουράγιο.. Έτσι έλεγε κείνος και γω θαρρούσα πως έχανα τον εαυτό μου… Μ’ είχε κυκλώσει η αγωνία και σάλευα... στο χάδι της έτρεμα όλος κι αισθανόμουν να ρουφώ το σκοτάδι μ’ όλο μου το κορμί. Όλη εκείνη η σκοτεινιά, που άπλωνε ως πέρα, που χάνονταν το μάτι, στράγγιζε το πικρό της φαρμάκι στην καρδιά μου... κι ένιωθα σαν να ήμουν στην κορφή ενός κυπαρισσιού, που έτρεμε ολοένα κι έπεφτα... έπεφτα...

- Πέθανε πολύ νέος... άκουσα το Μανόλη να λέει μοναχός του, του πήραν τα νιάτα και του ’δωσαν παράσημο... Πάνω από τον τάφο του κείνοι εκεί κάτω έχτισαν μέγαρα. Και τώρα γλεντοκοπάνε πάνω στο πτώμα του... Όμως αυτός και νεκρός καταλαβαίνει τη φρίκη της κωμωδίας, που του ’παιξαν. Ζητάει να βγει από τη γη και να πάρει εκδίκηση... Κοίταξε!

Φώτισε ξανά και είδα. Κάτω από το σταυρό ξεχώριζα κάτι φριχτό. Ο τάφος σκαμμένος από τις βροχές, βουλιαγμένος, είχε πετάξει πάνω το καύκαλο του Κώστα. Πάγωσα όλος.

Κι ο Μανόλης, σβήνοντας το φως, είπε:

- Πρέπει να το πάρουμε μαζί...

- Πού θα το πάμε;

Μα δε μου απάντησε. Βιαστικός έσκυψε στον τάφο και τον είδα να σκάβει με τα χέρια του το βρεμένο χώμα.

- Μη, του είπα, μη...

Και δε μπόρεσα άλλο να πω... Παγωμένος από φρίκη έπεσα στη γη...

ΙΙ

Σι... σία κι αράξαμε... Κουράστηκα. Από μολύβι γενήκανε τα πόδια μου και δεν μπορώ να κάνω βήμα... Μανόλη!.. Να, έχει κρασί δω μέσα. Έλα να πιούμε. Να πιούμε και να γελάσομε. Και να κλάψομε, αδερφέ μου Μανόλη... Σε πήρε η φορτούνα και σέ και δεν ακούς. Μα γω θα το τραβήξω μοναχός μου κι αν δεν είσαι συ κοντά. Θα πάω να πιω και θα πληρώσω... Πληρώνω εγώ κι όταν δεν έχω μου κάνουν βερεσέ. Ψέματα, μπαρμπα-Μήτρο; Στάσου, μη γελάς. Βάλε μας να πιούμε. Φέρε μας μισή και δυο ποτήρια... Ένα για μέ κι ένα για το Μανόλη... Όχι, φέρε κι άλλο ένα... έχομε και το καύκαλο. Με όχι, θαρρώ πως το καύκαλο... το καύκαλο τ’ αφήσαμε κει... Το θυμάμαι… έτσι είναι, κύλησε στο πάτωμα και σαν έτρεξα να το πάρω ο Μανόλης με κράτησε. Ναι, έτσι έγινε... Κι ύστερα δε θα ’ρτει ούτε αυτός. Μου φαίνεται πως δε θα ’ρτει ούτε κι αυτός... τόνε πήρε φορτούνα... Λοιπόν ένα ποτήρι. Είμαι μοναχός! Τι κακό μπαρμπα-Μήτρα να ’σαι μοναχός...

               Παραπονιάρικό μου, τι έχεις κι  όλο κλαις

               και το παράπονό σου σε μένα δεν το λες..

Γελάς; Γελάς, μπαρμπα-Μήτρο, γιατί το πουλάς το κρασί και δεν το πίνεις... Δε βλέπεις τη φορτούνα... Μ’ αν ήσουν μεθυσμένος Κι αν την έβλεπες... δε θα γελούσες. Άκουσε! Δε ακούς τη φορτούνα; εγώ την ακούω Και τρέμω... Στάσου ! Βιολιά είν’ αυτά. Χιλιάδες βιολιά άγρια, τρελά... χάσανε πια το ρυθμό τους τα βιολιά μέσα στη φορτούνα και γελούνε, σπάζουν οι χορδές τους από τα γέλια. Άκουσε και μια γκρανκάσα κοντά πώς γελάει.. κι αυτή γελάει επίσημα, βαριά σαν αρχισατανάς... Ήθελα να ’βλεπα τον αρχισατανά...Θα ’χει κεφάλι από καύκαλο Και θα ’ναι σαν εκείνο του αδερφού μου. Σαν εκείνο που έχει ένα γέλιο βουβό, παγωμένο, πάνω στ’ άσαρκα χείλη του... Ναι μου τo ’δειξε ο Μανόλης, Πρώτη φορά σαν τo ’πλυνε... σταθήκαμε κάτω από το φως του δρόμου και μου είπε.

- Κοίτα πως γελάει...

Είναι φαρμάκι το γέλιο του αδερφού μου και σου σκίζει την καρδιά να το βλέπεις... Μα τι χαρά ωστόσο να βλέπεις τους άλλους να τρομάζουν... Έτσι είναι. Σαν αγαπάς αυτό το καύκαλο πονάς, μα σαν δεν τ’ αγαπάς τρομάζεις. Και μεις, που αγαπούσαμε το καύκαλο χαιρόμαστε όταν οι άλλοι τρόμαζαν...

—Έτσι παίρνεις μια Ιδέα τι γλύκα έχει να εκδικείσαι... αυτό μου είπε ο Μανόλης.

Ε, μπάρμπα Μήτρο, έχεις δει ποτέ σου ανθρώπους να τους αγοράζουνε με το φαΐ; ‘Εγώ είδα... Ήταν η Κατίνα. Δεν την ξέρεις; Ούτε τον κυρ Σταύρο; Τι ωραίο ζευγάρι, αλήθεια! Είναι να σκας από τα γέλια... Μα γω στο λέω πως την αγόρασε με το φαΐ. Έτσι έγινε... Τότε, που ήταν ο Κώστας στον πόλεμο στο σπίτι δεν ετρώγαμε καλά. Εγώ μικρός εδούλευα, μα τι έπαιρνα! Η μάνα μου ξενόπλενε κι αυτή, μα δε μας έφταναν. Πείνα, το λοιπόν... Πού να βαστάξει η φουκαριάρα η Κατίνα... Την είχε καλομαθημένη ο άντρας της, μη στάξει και μη βρέξει. Όχι πως ήτανε κανένας πλούσιος ο Κώστας, μα σα φτωχός δεν άφηνε τίποτε να της λείπει... Δούλευε σα σκυλί για την Καντίνα... Έρωτας το πράμα, βλέπεις... Την είχε παρμένα απ’ αγάπη. Μα ήρθε η φορτούνα και τον πήρε... Πόλεμος. ‘Η Κατίνα στενοχωρήθηκε... Το καλό της που ο ξενοδόχος της γειτονιάς μας ο κυρ-Σταύρος, ο μερακλής, της έκανε βερεσέ. Έτρεχε λοιπόν με το πιάτο αδειανό και το ’φερνε γεμάτο. Ωστόσο δεν επλήρωνε ποτέ. Κι εκείνος που, ήθελε να ’ναι ταχτικός στους λογαριασμούς του σαν έμπορας, της είπε: «Σα δεν έχεις λεφτά, κυρά μου, έλα, δώσε μου το κορμί σου». Δεν ξέρω δηλαδή κι αν το ’πε έτσι... Κοντολογίς έγινε μορόζα του... Γύρισε ο Κώστας χτικιάρης από το στρατό... Κατίνα δω, Κατίνα κει, τίποτε... Ο κυρ Σταύρος ο μερακλής την είχε κρύψει. Πέθανε σε λίγον καιρό ο Κώστας από το χτικιό... Ούτε μ’ έγνοιασε πια για κείνη—δε μπα να ’βγαζε τα μάτια της! Το είχα ωστόσο φαρμάκι στην καρδιά μου... Κι αφού θέλεις να μα δεις από που έρχομαι άκουσε, λοιπόν: ήμουνα στο γάμο της Κατίνας... Είπες τίποτε; Ναι, τον έμπλεξε η κατεργάρα κι απόψε γένηκε ο γάμος... Πήγα κι εγώ... Δε μ’ είχανε καλέσει... αλλά πήγα. Κι αφού έρχομαι από γάμο γι’ αυτό είμαι μεθυσμένος... Από γάμο δεν έρχομαι; Λοιπόν είμαι χαρούμενος και θέλω να κάνω κάτι γέλια, κάτι γέλια... Αυτός ο διάολος ο Μανόλης τα σοφίστηκε όλα. Πού τα μυρίζεται... μυστήριο. Κι ωστόσο έτσι έγινε να πέσαμε στο σπίτι σα... σα μπόμπα. Εγώ να σου πω είχα σκοπό να τους σκοτώσω, αλλά δε μ’ άφησε ο Μανόλης... αυτός σιχαίνεται τα αίματα, είναι και φιλόσοφος... Δε μ’ άφησε. Ωστόσο μ’ έκαιγε το ίδιο μου το αίμα. Έλεγα πως μέσα στις φλέβες μου ζωντάνεψε ο Κώστας... Κι ας ήταν εκεί το καύκαλό του, ας το κουβαλούσε ο Μανόλης κοντά κάτω από τη μασχάλη του, εγώ θαρρούσα πως είχε ζωντανέψει μέσα μου... Είναι περίεργη ιστορία και πρέπει να την ακούσεις. Είδες τον αγέρα που μπαίνει ξαφνικά από τ’ ανοιχτά παράθυρα και φέρνει άνω κάτω το σπίτι; Έτσι μπήκαμε και μεις να... Είχανε κάνει το λάθος κι αφήσανε ανοιχτή την πόρτα... Γάμος ήτανε, χαρά. Κι η -σκάλα πάνω φωτισμένη. Ανεβήκαμε τρέχοντας και δεν εδώσαμε καμιάν απάντηση στους ανθρώπους, που μας ρωτούσαν τι θέλαμε... Είμαστε λασπωμένοι, βρεμένοι, χάλια... Θυμάμαι που σαν να χορεύανε όλα μπροστά μου... Περάσαμε ένα διάδρομο φωτισμένο, με πολλούς ανθρώπους μέσα και θυμάμαι που είδα στο διάδρομο έναν καθρέφτη...Σαν αστραπές περάσαμε, εγώ μπροστά ο Μανόλης πίσω. Προχωρήσαμε στη σάλα, που ακούγονταν η μουσική... Κάτι σα να με κράτησε κει... Είδα που χόρευαν. Οι άντρες ντυμένοι σε μαύρα κι οι γυναίκες με χρωματιστές τουαλέτες, με βραχιόλια, με δαχτυλίδια, με περιδέραια που κρεμόντανε στο λαιμό του. Άρχοντας ο κυρ-Σταύρος κι ο γάμος αρχοντικός. Δε μπόρεσα πια να βαστάξω. Όλοι εκείνοι ήτανε φταίχτες... Χορεύανε πάνω στο πάτωμα, όμως από κάτω ήτανε τάφοι και τα καύκαλα των νεκρών πηδούσανε περίεργα να δούνε... κι ήτανε τόσο τυφλωμένοι εκείνοι, που δεν τα ’βλεπαν και δεν έτρεμαν μη σκοντάψουν απάνω τους. Έβγαλα μια φωνή, θυμάμαι, σα μουγκρητό, σα γρύλλισμα.... κάτι άλλο ήταν εκείνο.

- Αλτ, εφώναξα δυνατά.. σταθείτε.

Ήμουνα πνιγμένος από έναν παράξενο θυμό, ήθελα να ’πεφτα ανάμεσα τους, πάνω σ’ όλους να τους... Μα σα να ’γινε ξαφνικά το θαύμα, η μουσική σταμάτησε, τα ζευγάρια χώρισαν. Είδα γύρω πολλούς ανθρώπους να μας κυκλώνουν και φώναξα, άγρια, χωρίς καλά να ξέρω τι λέω.

- Πίσω... πίσω, το γαμπρό και τη νύφη.

Έτρεξα μπροστά. Έγινε μια φασαρία, ένας σαματάς και δεν ξέρω πως, βρέθηκα στο βάθος της σάλας. Έβλεπα μπροστά μου την Κατίνα... Ήταν ντυμένη στα κάτασπρα με τα νυφιάτικα πέπλα της κι ένα περιδέραιο της έζωνε το λαιμό. Με κοίταξε κι έγινε πιο άσπρη από τα πέπλα της. Κοντά της ο κυρ-Σταύρος, όρθιος, κοντός και παχύς, καθώς ήταν με το σμόκιν και την άσπρη του γραβάτα, με τη γυαλιστερή του την καράφλα, την κρατούσε από το χέρι. Τότες άκουσα τη φωνή του Μανόλη.

- Δε συμβαίνει τίποτε, κύριοι... μην ανησυχείτε.

Ο κύριος θέλει να κάνει ένα δώρο στη νύφη και να...

Σα να τους πάτησε τον κάλο φώναξαν όλοι, άντρες και γυναίκες μαζί. Είδα το Μανόλη πίσω μου να στέκει και να σηκώνει ανάερο το νεκροκέφαλο με το πρόσωπο στραμμένο στην Κατίνα.

- Είναι το καύκαλο του πρώτου της αντρός, πρόστεσε επίσημα.

Σώπαιναν όλοι και ήτανε σα να πέθαναν ορθοί. Κι εκείνος  εξακολούθησε δυνατά, χαχανίζοντας λίγο.

- Το φέρνουμε από το Νεκροταφείο τώρα... Γι’ αυτό είμαστε και σε τέτοια χάλια... Μας συγχωρείτε κιόλα, που είμαστε σε τέτοια χάλια, αλλά είχε περιέργεια να δει, είχε βγει έξω απ’ τον τάφο κι ήθελε να δει... κι εμείς το φέραμε να δει...

Κι όσο μιλούσε ο Μανόλης η Κατίνα με μάτια ολάνοιχτα από φρίκη, άσπρα σα γυαλένια από αγωνία, έτρεμε όλη μ’ όλο της το κορμί και κοίταζε το καύκαλο, το κοίταζε... Όπου σε μια στιγμή έπεσε λιπόθυμη με μια φωνή... Τρέξανε γύρω της. Κι άλλες γυναίκες ελιποθύμησαν έτσι. Όλοι τρέχανε σαν παλαβοί... Τραβηχτήκαμε στον τοίχο κι ο Μανόλης ήσυχα κι επίσημα έβαλε το καύκαλο πάνω σ’ ένα μεγάλο μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα που φιγουράριζε στη γωνία...

Ξάφνου ο κυρ Σταύρος έβαλε τις φωνές:

—Την αστυνομία! Τρεχάτε να φέρετε την αστυνομία... Φώναζε και χειρονομούσε σαν τρελός... τα μάτια του άστραφταν και στο πρόσωπό του έτρεχαν μικρές σταγόνες ιδρώτα...

- Έξω... έξω από δω! ακούσαμε κι άλλες φωνές από διάφορες πλευρές και μερικοί μας επλησίασαν να μας φοβίσουν...

Μα ο Μανόλης αγρίεψε:

—Μη ’γγίξετε γιατί σας σκοτώνουμε, τους φώναξε, απλώνοντας μπροστά τα χέρια.

Οι γυναίκες τρόμαξαν και φώναξαν τους δικούς τους με τ’ όνομά τους. Ήτανε κωμωδία να τους βλέπεις μα δεν ξιπαστήκαμε. Ο Μανόλης εγέλασε και τους είπε.

- Θα φύγομε... ήρθαμε μόνο ν’ αφήσουμε τα δώρα μας και θα φύγομε...

Καθώς μιλούσε έδειχνε το καύκαλο στη γωνία κι όλοι στρέφανε το πρόσωπό τους από κει με φόβο, μα όσο τους τρόμαζε να το βλέπουν άλλο και τόσο φαινότανε πως τους τραβούσε τα βλέμματα. Η Κατίνα ήταν ακόμη πεσμένη στον καναπέ και την τριγύριζαν μερικές γυναίκες, αλλά ο κυρ-Σταύρος όρθιος, ωχρός, τρέμοντας εκοίταζε κι αυτός το καύκαλο, το κοίταζε...

- Δε φοβάσαι να το κοιτάζεις; τον ρώτησε γελώντας ο Μανόλης. Και καθώς εκείνος το κοιτούσε ολοένα δίχως να μιλάει αυτός του είπε μερικά πράματα ωραία και σωστά:

- Κοίταζε το... Κι όταν θα φιλάς τη γυναίκα σου να το θυμάσαι πως είναι η γυναίκα ενός φαντάρου, που χτίκιασε στον πόλεμο και πως εσύ την αγόρασες με το φαΐ... Άφησε το καύκαλο εκεί να το βλέπεις σ’ όλη σου τη ζωή και να θυμάσαι πως ήρθε από το νεκροταφείο, για να δει την εκκλησία να ευλογεί την αρπαγή σου και την Κοινωνία να χορεύει από χαρά και να σε συγχαίρει...

Μίλησε καλά ο Μανόλης, είπε κι άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι, αλλά σε μια στιγμή ο κυρ-Σταύρος άφησε ένα τρομερό ουρλιαχτό σα να τον μαχαίρωναν και τον έκοψε:

- Όχι, όχι, όχι, είπε κι άρπαξε σαν τρελός μια καρέκλα και την πέταξε πάνω στο μπουκέτο με το καύκαλο. Όλα σωριάστηκαν με θόρυβο κάτω και καθώς το καύκαλο κυλούσε στο πάτωμα όλοι πήγαιναν πίσω σα να βλέπανε φίδι. Εγώ μόνα έκανα να το πιάσω μα ο Μανόλης με κράτησε. Κοιτούσε ερεθισμένος τον κυρ-Σταύρο και του είπε:

- Γιατί κάνεις έτσι; Μια φορά τον σκότωσες και του πήρες τη γυναίκα. Ζητάς και νεκρό να τον σκοτώσεις; Τι άλλο θα του πάρεις;

- Μα, μα... φώναξε κείνος... εγώ δεν τον σκότωσα.

Ωστόσο ο Μανόλης δεν του απάντησε πια. Μ’ άρπαξε από το μπράτσο και μου είπε:

- Στρίβομε...

- Εγώ σας τ’ ορκίζομαι δεν τόνε σκότωσα, ακούσαμε ξανά τον κυρ Σταύρο να ουρλιάζει πίσω μας.

Και καθώς πια δεν του δίναμε απάντηση, μόνο φεύγαμε, λύσσαξε πιότερο:

- Θαν τους καταγγείλω. Μην τους αφήνετε... Την αστυνομία... Πιάστε τους.

Σε λίγο χανόμαστε στο δρόμο. Ύστερα... Ύστερα ήπιαμε. Ήπιαμε πολύ... Και μετά φύγαμε. Είχαμε να πάμε στη μάνα μου. Ο Μανόλης ήθελε να πέσουμε σαν παιδιά στην αγκαλιά της και να κλάψομε σαν παιδιά... Αλλά μας έπιασε η φορτούνα κι έχασα το Μανόλη... Μανόλη που είσαι; Βρε παιδιά μην είδατε το Μανόλη... Μπάρμπα-Μήτρο, ε... Το μπεζαχτά σου μετράς; Εδώ χανόμαστε και συ...

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Αρχική σελίδα KEIMENA