ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

 

Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ

 

Στο δυτικό τοίχο του πατρικού του σπιτιού χτυπούσε το κύμα. Θυμωμένο, αφρισμένο τη μια. Μαλακό, χαδιάρικο, παράξενος τραγουδιστής κάποια μαβιά και πορφυρένια βραδινά. Όμως ο Χαραλάμπης, δεν έμαθε ποτέ να κολυμπά.

Ας μιλούσε η πλανεύτρα η θάλασσα όλες τις γλώσσες κι ας τραγουδούσε όλους εκείνους τους σκοπούς, που και στου ζώου το αίμα έχουν ανταπόκριση.

Έκλαιγε κι αυτουνού του παιδιού η ψυχούλα, γιατί του ήταν απαγορεμένο το θείο αρμυρό νερό.

Κανένας δεν του ’πε βέβαια, «Χαραλάμπη, είναι ντροπή να πέφτεις στο νερό γδυμνός».

Όχι, κανένας δεν τον μάλωσε γιατί κολύμπησε μια φορά.

Γίνηκε όμως κάτι άλλο: Τ’ άλλα παιδιά γελάσανε, γιατί τ’ από μέσα βρακί του Χαραλάμπη δεν ήταν άσπρο.

Μόνο αυτό φορούσε ξεθωριασμένο μπλάβο βρακί, από παλιά φουφούλα του πατέρα του.

Και το μικρό ντύθηκε σαστισμένο, κοκκίνισε κι έφυγε απ’ τ’ ακρογιάλι.

Χμ, ένας λόγος! Απ’ τ’ ακρογιάλι! Παράτησε τα παιδιά, τα παιχνίδια, τη ζωή και ζάρωσε η ψυχή του από τη στιγμήν εκείνη, που τα εννιά χρόνια καλούνε χαμηλόφωνα τα δέκα, να παραλάβουνε το νέον άνθρωπο, που δεν πρέπει να ξέρει έννοιες χρόνου και τόπου, παρά παιχνίδι, τρέλες και ονείρατα.

- Θε μου, να μην αβασκαθεί, φρόνιμο παιδί εβγήκε το Χαραλαμπάκι μου!...

- Και δουλευτάδικο, η Παναγιά να σβήνει χρόνους από μένα και σ’ αυτό να τους γράφει! Απαντούσε η θεια στη μάνα του παιδιού.

Και το παιδί χαμογελούσε ένα χαμόγελο παράξενο, φοβερό, σκληρό, καθόλου αθώο.

Έμοιαζε περισσότερο με κείνες τις γκριμάτσες που κάνει η πονηρή πείρα όταν θέλει να παραστήσει το ήμερο αίσθημα.

Μα ποιος να προσέξει δα, στο θεό σας, τέτοιες ασήμαντες ψευτοστιγμές, που περνούσανε σαν αστραπή από το προσωπάκι ενός λιοψημένου παιδιού, που ήθελε σώνει και καλά να κάνει το μεγάλο στις δουλειές και στα φερσίματα και … τίποτ’ άλλο!

Στα δεκατέσσερά του χρόνια ο Χαραλάμπης, έκανε όλες τις οξωτάρικες δουλειές του σπιτιού.

Όλο το χωριό τον καμάρωνε για την αξιοσύνη του και την αφοβιά του.

Βέβαια. Νύχτα έφευγε και νύχτα γυρνούσε στο χωριό, από τα ξύλα, από το μύλο, από το χωράφι.

Τις Κυριακές έμενε αναγκαστικά στο χωριό, γιατί ήταν αμαρτία να λειτουργά ο παπάς κι αυτός να δουλεύει.

Έτσι πήγαινε και στην Εκκλησιά. Μα μέσα δεν έμπαινε. Πήγαινε και στεκότανε στο πίσω παραθυράκι του Ιερού, κι από κει άκουγε, με σταυρωμένα χέρια και σεμνά σκυμμένο το κεφάλι, τη λειτουργιά.

Αυτή η παραξενιά τον επέβαλε στους ηλικιωμένους του χωριού.

Έκανε κάτι που τον ξεχώριζε απ’ όλους.

Όμως αυτό το ξέχωρο, που θαυμάζανε οι μεγάλοι, το σιχαίνονταν και τ’ αποφεύγανε οι μικροί και συνήλικοι του Χαραλάμπη, σαν προδοσιά.

Κρίνανε αλάθευτα την ηλικία τους. Κι ας μην ξέρανε να πούνε δυνατά την κρίση τους.

- Το ζηλεύουνε!...

- Είναι καλέ να μην το ζηλεύεις τέτοιο χρυσοχέρικο παιδί;

Κι ο μικρός γελούσε πάλι κείνο το σκληρό χαμόγελο κι έλεγε μέσα του! «Τι καλά θα ’τανε να με ζηλεύανε!»

Γιατί δεν το πίστευε τέτοιο πράγμα. Πολύ καλά και στέρεα κρατούσε ακόμη την κλωστή των περασμένων.

Έτσι άρχισε να παίζει ένα ανώμαλο κρυφτούλι στους μεγάλους, και να γυρεύει πια συστηματικά, μισερές δικαιολογίες της ανικανότητάς του για παρέα με τους μικρούς.

Ζούσε σ’ αυτή την ασκητική απομόνωση, χωρίς χαρές, χωρίς ξεσπάσματα, τα καλύτερα χρόνια της ζωής του.

Οι μεγαλύτεροί του γερνούσανε, οι πιο γέροι πεθάνανε ένας ένας κι οι συνήλικοί του γίνουνταν άντρες.

Αυτό το φοβερό ανατάραγμα της ζωής, τονε γέμιζε φρίκη από τα δεκαοκτώ του χρόνια κιόλας.

Και η μόνη αλήθεια π’ άφηνε να φανεί στο πρόσωπό του, ήταν η βαθιά λύπη που δοκίμαζε για το θάνατο του κάθε γεροντάκου του χωριού. Λυπότανε βαθιά γι’ αυτούς τους θανάτους.

Έβλεπε να φεύγουν ένας ένας, όλοι εκείνοι που τους είχε ξεγελάσει και τον θαυμάζανε.

Ένιωθε τα νιάτα να τον τριγυρίζουνε εκδικητικά, περγελαστικά, χωρίς οίχτο και χωρίς έλεος.

Πολλές φορές, στις ερημιές που γύριζε για ξύλο ή γι’ άλλες δουλειές, άκουγε και τον ίδιο το θεό να τον μαλώνει! Ναι, ναι, τον ίδιο το θεό.

Κι αυτός τον φανταζότανε γέρο! Με γενειάδα!

Όμως να, που κι ο θεός είναι νέος! Τι φριχτό πράγμα να ’ναι νέος κι ο θεός! Έτσι τον έπιασε μια τρομάρα και χτυπούσανε τα δόντια του νευρικά, σα να τον ξετίναζε ρίγος πριν από τον πυρετό.

Τον κορόιδευε κι θεός! Γελούσε κι ο θεός μαζί του! Κι ύστερα θύμωνε.

Και διάταξε τους νέους του χωριού να τον γδύσουνε!

Κι ήτανε το κορμί του σαν αποτυχεμένο, μαλακό, ασπρουλό προζύμι, μπροστά στα μπρούτζινα κορμιά των άλλων, που τα ’γλυψε ο ήλιος και τα ’σφιξε η αλμύρα της θάλασσας, και τα δροσέρεψε ο καθαρός αέρας του βουνού.

Κόντεψε να λιποθυμήσει. Δεν ξέρει αν ήτανε από ντροπή ή από φόβο.

Τότε όμως άκουσε τον ίδιο το θεό να του λέει:

- «Αμαρτωλέ άνθρωπε!»

Από την τρομάρα του ξύπνησε, καταμεσής στο έρημο, μακρινό ξυλοτόπι. Και δεν άκουσε τη συνέχεια από το λόγο του θεού.

Μεσημέρι ήτανε, μα φοβήθηκε τον ήλιο και τον αέρα που φυσούσε και το παράξενο μουρμουρητό της δασωμένης ερημιάς.

Παράξενα κι άγρια μίλησε ο μεγάλος κόσμος των ανέμων και του ήλιου, και του απέραντου ουρανού στην ψυχή του.

Ασυναίσθητα, χωρίς να μπορεί να κουμαντάρει τα χέρια και τα φρένα του, γδύθηκε. Κι έτσι ολόγδυμνος, σαν το ψαράκι, στάθηκε κάτω από τον ήλιο, ανάμεσα στην άγρια φύση, κι έτρεμε από το φόβο του σαν πρωτόπλαστος κι έκλαιγε, έκλαιγε σαν αδικημένο παιδί, μακριά απ’ τον κόσμο! Σα νόθος ετούτου του κόσμου.

 

Σε λίγες μέρες ο Χαραλάμπης έφυγε απ’ το χωριό. Για το Μοναστήρι! Γιατί δεν κατάλαβε καλά, πως ο θεός τον πρόσταξε να ζει την αλήθεια.

Ασκήτεψε χρόνια κι ήταν υπόδειγμα σεμνότητας, ευσεβείας και πειθαρχίας, ο πατερ-Ανατόλιος.

Μοιάζανε πολύ οι γεροντάδες που υποτάχτηκε με τους γέρους του χωριού του Χαραλάμπη.

Ίσως να περνούσε τη ζωή του εν κρυφώ, «εν ειρήνη», όπως λένε, από φόβο να σιμώσει τους άλλους, αν δε χτυπούσε η πόρτα του κελιού του ένα βραδινό.

Ξερακιανός, στητός, με μακριά κάτασπρα γένια, βλέμμα σα σπαθί, πρόβαλε ο αυστηρός πνεματικός της Μονής.

Για το Γεννάδιο, τον πνεματικό, είχε ακουστά πολλά ο Ανατόλιος. Μια φορά ίσως στη ζωή του θα τον είδε ο κάθε μοναχός. Σπάνια έφευγε από τη σκήτη του και πήγαινε για ένα και μόνο κελί, που λες και είχε επισημάνει από καιρό, το ’χε μελετήσει, κι ήξερε άσφαλτα τους καημούς, τους πειρασμούς και την πίστη του.

Η γνώμη των μοναχών γι’ αυτόν το γέρο των 105 χρονών ήτανε πως τίποτα δεν είχες μέσα στο νου σου που να μη σ’ το πει.

Γι’ αυτό ο Ανατόλιος τρεμούλιασε μόλις τον είδε, σαν και κείνη τη μεγάλην ώρα που είχε ονειρευτεί το θεό στο μακρινό ξυλοτόπι.

Ο γέρος ασκητής είπε στο νέο δόκιμο:

- Ήρθα, παιδί μου, στο μοναστήρι, πριν από 85 χρόνια! Γιατί ήμουνα ψηλός, πολύ αδύνατος, σαν καλάμι, και στο χωριό μου με λέγανε «λέλεκα». Ναι. Γι’ αυτό ήρθα.

Τα 60 χρόνια προσπαθούσα να βρω μια δικαιολογία μεγάλη, να γυρίσω πίσω, μιας και πάχυνα λίγο, σουλουπώθηκα και δε θα μπορούσανε να με λένε «λέλεκα».

Δε βρήκα τέτοιαν αφορμή. Κι έμεινα. Και μόνο ύστερα από 70 χρόνια εδώ, άρχισα να πιστεύω στο θεό.

Γι’ αυτό, παιδί μου, μη μου πεις καθόλου ψέματα. Ο θεός μαζί σου.

Ξέρω πως λαχταράς τον τόπο σου. Δεν κοιμάσαι κι αυτόν συλλογίζεσαι. Κι αν δεν έφυγες ακόμα, είναι γιατί φοβάσαι να γυρίσεις.

Κάτι φοβάσαι. Άμα πάψει αυτός ο φόβος τότε ακριβώς, παιδί μου, απαντήθηκες με το θεό. Προσευχήσου και κάνε ό,τι κρίνεις αυτή τη στιγμή. Αυτό θα ’ναι η αλήθεια και βουλή του μεγάλου θεού.

Αν ζω ακόμα, έλα να με αποχαιρετήσεις. Κι αν ο θεός σε φωτίσει να μείνεις πάλι έλα να με δεις.

Και μην ξεχάσεις πως τ’ ανθρώπινα πάθη ποτέ δεν πεθαίνουνε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους αλλάζουμε ονόματα, και στην πιο καλή βολά, την κοίτη τους.

 

Ασκήτεψε ακόμα χρόνια τρία ο Ανατόλιος.

Γνώρισε νύχτες με χορούς δαιμόνων, με φωνές ξέφρενες παθών, με γαλήνια καλέσματα κάποιας θάλασσας που χτυπούσε το κύμα της στο δυτικό τοίχο ενός σπιτιού.

Κι άλλες νύχτες αποφάσισε πάλι να γδυθεί, κι έτσι ολόγδυμνος να πορευτεί στη σκοτεινιά, ώσπου ν’ ανταμώσει τον ήλιο, να γονατίσει, να κλάψει, ξομολογηθεί δυνατά, με λυγμούς στο θεό, για την αβάσταχτη πείνα του κορμιού του. Πείνα για ήλιο, αέρα και νερό. Και ζωή.

Μα η αθωότητα δε βαστούσε πολύ. Ένα κύμα εκδικητικότητας των κουκούλωνε, σκοτείνιαζε το νου του κι ερέθιζε το πόνεμα του μίσους και της αλαζονείας.

Ήθελε να γυρίσει πίσω στο χωριό, μα μόνο αν ήτανε αυτός ο ξέχωρος κι ο πιο καλός.

Και μ’ αυτή την πεισματική ιδέα σκεπασμένη, δούλευε μέσα στο κελί του χρόνια ατέλειωτα.

Κι έλεγε πάντα πως δούλευε την εφεύρεση για να περνά η ώρα και να ξεγελά τον πειρασμό!

Μια μέρα, τον καιρό του μεγάλου πολέμου, γράψαν οι εφημερίδες πως ένας ασκητής βρήκε το τελειότερο αυτόματο κανόνι!

Αν έκανε τέτοιαν εφεύρεση κανένας άλλος θα τον γεμίζαν οι άνθρωποι με πλούτη, δόξες και τιμές.

Μα για τον εφευρέτη-Ασκητή, δε βρέθηκε κανένας να θαυμάσει. Και πολλοί ανατρίχιασαν από τρομάρα, σα ν’ απαντήθηκαν ολάξαφνα φάτσα φάτσα μ’ ένα θεριό, σ’ έρημο τόπο…

Έτσι ο Ανατόλιος ασκήτεψε χρόνια δέκα και πέντε. Για να κατασκευάσει ένα γιοφύρι που θα τον έφερνε πείσω στο χωριό του, δυνατό και σεβαστό, ανάμεσα σ’ αυτούς που περιφρόνησαν μια φορά κι έναν καιρό, το Χαραλάμπη με το μπλάβο βρακί.

Μα το γεφύρι το καταράστηκε ο θεός. Γιατί ο εφευρέτης του δεν άκουσε, τότε που του παρουσιάστηκε σ’ έναν τόπο και του ’πε να φιλιωθεί με τον ήλιο, τον αέρα, το νερό. Και τους ανθρώπους.

Κι αυτό αντί να εκτελέσει τη θεία βουλή, έφυγε ποδοπατώντας κι υβρίζοντας τα μεγάλα δώρα του θεού που τα λένε:

Νιάτα κι αγάπη στην όμορφη πλάση.

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Αρχική σελίδα KEIMENA