Χρήστος Λεβάντας - ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

Χρήστος Λεβάντας είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Κυριάκου Δ. Χατζηδάκη. Γεννήθηκε το 1904 στον Πειραιά. Τελειώνοντας εκεί το Γυμνάσιο, αφοσιώθηκε στα Γράμματα. Δεκαεννιά μόλις χρονώ κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του: «Στο Μεθύσι του Πόνου», 1923, διηγήματα. Ακολούθησαν τα βιβλία: «Ίσιος δρόμος», 1932, διηγήματα, «Η Φαμίλια του Νώε», 1940, διηγήματα, Έπαινος Επιτροπής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων, «Ταξίδι στο Άγνωστο», 1949, διηγήματα, «Δυο Μορφές», 1952, μελέτη για το Δημοσθένη Βουτυρά και το Νίκο Χαντζάρα, «Πορεία κόντρα στον Τυφώνα», με προλογικό σημείωμα του Στρατή Τσίρκα, πρώτη έκδοση στην Αλεξάντρεια, 1957, δεύτερη έκδοση στην Αθήνα 1958.

Παράλληλα ο Χρήστος Λεβάντας έχει ασχοληθεί και με την παιδική λογοτεχνία, καθώς και με το θέατρο. Ήταν τακτικός συντάκτης του «Βήματος» και διευθυντής της λογοτεχνικής επιθεωρήσεως «Το Περιοδικό μας», που τυπώνεται στον Πειραιά. Το 1960 κυκλοφόρησε ο τόμος διηγημάτων του «Ιστορίες του Πόρτο-Λεόνε». Πέθανε το 1975.

 

 

 

     Κείνο το βράδυ, η νύχτα είχε ΄ρθεί βαριά κι ασήκωτη. Σαν πέτρινος ντόκος, που ΄χε καθίσει πάνω στο στήθος σου και σου ΄πνιγε την ανάσα. Ο Μπαράς, καθώς ήτανε ζαρωμένος σε μια άκρη του κρεβατιού, ένα τόσο δα πράμα, την ένιωθε να λυσσομανάει πίσω απ΄ το κατώφλι και να πασχίζει να ξαναδεί μέσα στη μανιασμένη θάλασσα, που αποζητούσε να τον τυλίξει, να τον πνίξει, στο καταραμένο της σάβανο.

     Τίποτα δεν ακούγονταν, όξω στο φαρδύ δρόμο, π΄ άλλοτε αντηχούσε η οχλοβοή της πόλης. Λες κι είχε πέσει θανατικό, λες κι ο τόπος κονταροχτυπημένος κατάστηθα, είχε αποκάμει και βυθιστεί σε βαρύ λήθαργο, όλα σώπαιναν. Σώπαιναν έτσι που σου ΄ρχονταν να φωνάξεις, να μπήξεις μια φωνή να σπάσεις τη σιωπή που σε κύκλωνε. Να κάμεις να βουίξει ο τόπος, να πάρει ζωή.

     Ο Μπαράς, είπε σιγά:

     -Μαρία.

     Ένα σώμα, που ίσαμε κείνη τη στιγμή έμενε άψυχο πλάι του, σπαρτάρισε.

     -Τι είναι; ρώτησε η γυναίκα. Κι είχε η μιλιά της ένα τρεμάμενο τόνο. Κάτι σαν ξάφνιασμα.

     Ο Μπαράς, άκουσε τη φωνή, κι αιστάνθηκε μέσα του ένα σπάσιμο. Πόνεσε η καρδιά του, που ΄χε μιλήσει, που ΄χε αφήσει να γλιστρήσει ο λόγος απ΄ τα χείλη του, κι είχε αφορμή, να της ταράξει τον ύπνο.

     Την ένιωθε τώρα να ξανοίγει όλο φόβο πάνω του, τα γλαρωμένα της μάτια, να τινάζει τα βλέφαρα της, σα να ψαχούλευε το σκοτάδι, να δει ποια καινούργια λαχτάρα έκρυβε η φωνή του….

     Ο Μπαράς συλλογίστηκε: Πόσες λύπες, πόσες οδύνες είχαν στοιβαχτεί από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα, μέσα της. Από τότες που ΄χε πατηθεί ο τόπος απ΄το πόδι του τύραγνου, που ΄χαν γεμίσει τη χώρα τα λεφούσια του, κατεβασμένα απ΄ το Βορρά, ζήτημα ήταν να ΄χε νιώσει μια στάλα ανάπαψη. Γδέρνονταν ολημερίς, στους δρόμους να βρει θροφή, να κάνει να ζεσταθεί τ΄ άντερό του. «Μην είδατε που πουλάνε λάδι; Λίγα χόρτα και ξύλα;». Έσερνε το βήμα της από πόρτα σε πόρτα, αναμοχτυπιότανε πέρα απ΄ την πόλη στους μπαξέδες, για λίγα πράσινα φύλλα και το βράδυ ήτανε πια του πεθαμού. Η ψυχή της είχε μπαϊλτίσει. Ήταν ώρες που αποζητούσε το θάνατο.

     Ο Μπαράς, άπλωσε το χέρι του πάνω της. Την ένιωθε πλάι του σα κίτρινο φύλλο π΄ έτρεμε, ένα πλάσμα λιγνό, χλωμό, γερασμένο πρόωρα, που στα μάτια του – κείνα τα βασιλεμένα μάτια, τα σβησμένα απ΄ τη δύσκολη ζωή – αχνόφεγγε μια μικρή κέρινη φλόγα.

     -Τίποτα…είπε σιγαλά, πολύ σιγαλά. Να, κάτι μου ΄ρθε να σου πω, μα δεν ήταν τόσο σπουδαίο.

     Η Μαρία γύρισε πάλι στον ύπνο της. Ο Μπαράς άκουσε τη βαριά της ανάσα. Μια ανάσα που ΄βγαινε με πολύ, πάρα πολύ κόπο απ΄το στεγνωμένο της στήθος. Κοιμόταν… Όμως η νύχτα έμενε άγρυπνη κει, με μια δαιμονική έκφραση στο πρόσωπό της, με χιλιάδες από κατακόκκινα μάτια, σαν αιμάτινα γυρισμένα απάνω του. Θα τον έθαβε λοιπόν στο καταραμένο της σάβανο, θα ΄χωνε τα μακρουλά της νύχια στις σάρκες του; Θα σαλτάριζε πάνω του και θα στήριζε το μαντεμένιο της πόδι, στο στήθος του;

     Όξω πέρα, κατά τη στρίψη του δρόμου ακούστηκαν βήματα. Κάποιος περπατούσε μέσα στο σκότος.

     Ο Μπαράς ρίγησε. Στάθηκε η καρδιά του. Μπορεί να΄ταν η μπότα των φονιάδων της Σβάστικας. Μπορεί να σταματούσε ετούτη δω, πίσω απ΄την πόρτα του. Να΄κουγε το βροντοχτύπημα της στο κατώφλι. Το ούρλιασμα του γερμανού:

     «-Ανοίχτε…Μπαρά σε λένε; Παρτί…»

     Έβλεπε κιόλας τη γυναίκα του, να ξεφωνίζει, να χτυπιέται, να πέφτει απάνω του, να πολεμάει να τον κρατήσει κοντά της με τ΄αδύνατα χέρια της. «Πού μ΄αφήνεις έρμη Πέτρο μου;».

     Λίγα τέτοια γίνονταν; Να, τις προάλλες στον απάνω δρόμο είχε γίνει σωστό ανθρωπομάζωμα. Οι μπόγηδες, κάτι θεόρατοι άντρες σαν ταύροι, π΄έβλεπες την άγρια όψη τους και κρουστάλιαζε το αίμα στις φλέβες σου – είχαν δυο μάτια, ξάσπρα, όπου μέσα τους, δεν υπήρχε σημάδι ανθρωπιάς, κι απ΄τους χοντρούς λαιμούς τους, κρέμονταν ως κάτω στο στήθος κάτι μπρούτζινες αλυσίδες σαν «χαϊμαλιά» - έφερναν μεσονυχτίς γυροβολιά και μάζεψαν κοπάδια τους άντρες για αφανισμό.

     Ύστερα έφτανε, μια σπιουνιά κάποιου χαμένου που δούλευε τάχα σε οργάνωση για το ξεσκλάβωμα, και ήσουνα και συ ένας από τους «παράνομους» - ένας απ΄ αυτούς που ΄χαν αποφασίσει το τομάρι τους και πάλευαν ανημέρωτα να κρατήσουν ολόρθη την ψυχή του λαού ενάντια στον ξένο κατακτητή – για να σε μαζέψουν σα σκύλο και να σε πάνε ίσα, για τουφέκι ή για κρεμάλα.

     Όμως καθώς ζύγωναν τα βήματα – γκαπ-γκουπ,γκαπ-γκουπ – καθώς είχε πιαστεί η ανάσα του και τα μάτια του είχαν γρυλλώσει στο σκότος, ακούστηκε όξω στο φαρδύ, στον έρημο δρόμο, ένα τραγούδι:

               Σαράντα παλικάρια

               από τη Λε…

               από τη Λεβαδειά….

     Ήταν το τραγούδι, που μιλούσε για λεβεντιά κι αντριωσύνη. Ένα τραγούδι απ΄ αυτά, που ΄χαν βγει σ΄άλλους καιρούς, στα χρόνια της κλεφτουριάς και που τώρα ανεβασμένο στα χείλη του νυχτοπερπατητή, που πέρναγε με στητό βήμα, αψηφώντας τη μουλωχτή σιωπή που τον κύκλωνε, φαίνονταν σα να ροβόλαγε ορμητικά από ψηλό καταρράχι και να ανάσταινε όξω στο δρόμο, την πνοή σου την ίδια.

     Ο Μπαράς σάστισε. Νόμιζε, πως ζούσε σ΄όνειρο. Ύστερα όμως, σα να ΄χε γίνει φως, σα να ΄χε γίνει αστραφτερός ήλιος μέσα στην κάμαρα, αιστάνθηκε να ξαναχτυπάει ζεσταμένη η καρδιά του, να φουντώνουν οι φλέβες του από πυρρό αίμα και του ΄ρθε να σηκωθεί, να χυμήξει απ΄ το κρεβάτι και να πάει να φιλήσει σταυρωτά το νυχτοπερπατητή, που ΄χε μπήξει κατάστηθα με το τραγούδι του μαχαίρι στην σκοτεινή, την εφιαλτική νύχτα.

 

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία Αντιστασιακής Πεζογραφίας

Αρχική σελίδα KEIMENA