ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΛΗΣ

 

ΛΥΣΙΚΟΜΟΣ ΕΚΑΒΗ

 

Ήταν η Λυσίκομος Εκάβη.

Μη βάζεις στο νου σου πως καταπιάστηκα και με του Όμηρου τους ήρωες και τις ηρωίδες, απ’ αυτά εγώ, που να πάρ’ η οργή, έχω μεσάνυχτα, δε νιώθω τίποτα, τούβλο μοναχό.

Στον «Παρνασσό» βλέπεις δε μας μαθαίνανε τέτοια και στις πλώρες μέσα αν με βλέπανε να γυρεύω να μάθω αρχαία θα μ’ άρχιζαν στις φασίνες.

Σπανιόλικα, εγγλέζικα, να γυρεύεις να μάθεις σαν έχεις το κουράγιο στο επιτρέπουνε, μα όχι κι Όμηρο όλα κι όλα.

Πάνε τόσα χρόνια που διάβασα ένα απόσπασμα από την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη κι είπα αμέσως, τούτο το βιβλίο πρέπει να το πάρω, κι ακόμα δεν αξιώθηκα, δεν παίρνεται, με τη σύνταξη, δεν παίρνεται. Καημένα χρόνια π’ όποιο βιβλίο μ’ άρεσε…

Η Λυσίκομος Εκάβη μου ήταν ένα καϊκάκι, ένα καινούργιο λοβεράκι. Όχι, λάθος έκανα, δεν ήταν λοβεράκι, δεν πρόκανε να γίνει λοβεράκι, ήταν ένα όνειρο.

Που να πάρει ο διάολος πώς να στο πω, πώς ν’ αρχίσω, ούτε όνειρο δεν ήτανε παιδί μου, ήταν και λοβεράκι κι όνειρο, κάτι κι απ’ τα δύο και τίποτα, ήταν ένας ναύτης – μη γελάς αυτό ήταν – ένα γεροδεμένο λιοκαμένο ναυτόπουλο της Άσπρης θάλασσας της δικής μας θάλασσας, που παράτησε μια μέρα τα καϊκάκια τις «Ευαγγελίστριες» και τους «Άγιους Νικόλαους», άφησε τα γαλανά ακρογιάλια του Αιγαίου και τα μικρά θεόχτιστα λιμανάκια του και μπαρκάρισε ύστερα από χίλια βάσανα με τα μεγάλα φορτηγά με τα «Μαρουσιώ» και με τα «Μαριογκούλα» για τις μεγάλες θάλασσες και τις πυκνές ομίχλες.

Κει, του ’χανε πει, πληρώνουνε καλά, λίρα εγγλέζικη, σαν έχεις το χέρι σου σφιχτό, σαν είσαι φρόνιμος, μπορείς να προκόψεις να κάνεις λεφτά.

Μεγάλα καράβια, μεγάλες θάλασσες, μεγάλα λιμάνια, μεγάλα όνειρα. Όλα μεγάλα.

Και του ναύτη μας τ’ όνειρο μεγάλο ήτανε, πολύ μεγάλο. Να κάνει λεφτά, να προκόψει και να γυρίσει μια μέρα στο νησί του να φουντάρει ένα χαρούμενο πρωινό καπετάνιος με σημαιοστόλιστη τη «Λυσίκομο Εκάβη» του.

Κι ήθελε να το βγάλει το λοβεράκι του έτσι για να τιμήσει όχι μόνο τη μάνα του – άλλο τίποτα από «Έλενες» καϊκάκια στο Αιγαίο – για όλες τις μανάδες του κόσμου, τον πόνο όλων των μανάδων που χάνουν τα παιδιά τους στον πόλεμο.

Γέλια που είχαν να κάμουν στον καφενέ οι τεμπελχανάδες σαν τ’ ακούγανε, γέλια που θα κάνανε. Ακούς «Λυσίκοβος Εκάβη»… Χα χα χα… Πού το ψάρεψε το Ματροζάκι τούτο τ’ όνομα… Χα χα χα… που να το πάρ’ ο διάολος, που το ψάρεψε!... Μήνες δε θα ’χανε άλλη κουβέντα, μα άσ’ τους να λένε· θα τους περάσει.

… Μ’ αντίς να γίνει έτσι όπως λογάριαζε κι επιθυμούσε, αντίς να γυρίσει νικητής και τροπαιούχος, έγινε ένας του σχοινιού και του παλουκιού και ποτές δε γύρισε.

Αν δεν πνίγηκε τώρα στον πόλεμο – τρεις χιλιάδες πνιγήκανε – μπορεί να ’ναι μέσα, σίγουρα θα γυρίζει κάπου κει στα στενά σπιτάκια της Αμβέρσας γύρα στο Σκίπερ στρατ, ανάμεσα Φαλκοπλέιν και Κουλκέ, ή κάπου κει γύρα στο Κάθεντραλ του Ρότερνταμ στα γκρίζα του κανάλια.

Φαντάσου πως κάποτε κει κάτω σ’ ένα λιμάνι της Νότιας Αμερικής, ένα βράδυ που είχε στρώσει για τα καλά τον καυγά σε μια μπουρδελοταβέρνα, το ’κανε ταχτικά αυτό, μ’ όλο το ξύλο που είχε φάει απ’ όλους της γης τους χωροφύλακες μυαλό δεν έβαζε· σαν ήταν νηστικός ήτανε σαν κορίτσι, σα φρόνιμο κορίτσι, μα έτσι κι έπινε, ο Θεός να σε φυλάει – να τον βλέπεις και ν’ αλλάζεις δρόμο.

Κείνη τη βραδιά, λοιπόν, ύστερα από δυο χρόνια π’ είχε να μάθει από το σπίτι του (μονάχος του είχε σταματήσει να τους γράφει και δεν ξέρανε την αντρέσα του), έλαβε ξαφνικά γράμμα χωρίς να το περιμένει. Το γράμμα από τη μια, ένα κακό συναπάντημα έξω στην ταβέρνα μ’ ένα λοστρόμο που είχε παλιούς λογαριασμούς μαζί του, και το πιοτό από την άλλη, τον είχανε τρελάνει κι οι χωροφυλάκοι που δεν μπορούσαν να τον κάνουν με τα χέρια ζάφτι, του πετάξανε το λάσο, τον δέσανε πίσω από τ’ άλογο κι έτσι σούρνοντας τον πήγανε μέσα.

Δε γίνεται, θα ’χεις δει καμιά μέρα κάνα φτωχό σκυλί που οι άνθρωποι για να γελάσουν του δέσανε έναν παλιοτενεκέ στην ουρά – το συνηθάνε πολλοί αυτό δω πέρα – όχι μόνο παιδιά μα και μεγάλοι και κύριοι καθώς πρέπει, κι ο κακομοίρης ο σκύλος τρέχει όλο και  πιο πολύ και δώσ’ του γκαπ γκουπ ο τενεκές από πίσω του.

Έτσι σουρνότανε στη λάσπη και στη βρόμα του δρόμου εκείνο το βράδυ και τ’ άλογο κάλπαζε και κείνος γκαπ από δω γκουπ από κει σαν παλιοτενεκές δεμένος στην ουρά του σκύλου. Μια στιγμή συνέφερε, άνοιξε τα μάτια του γιατί είχε λιγοθυμήσει από τα χτυπήματα με την ανάποδη του σπαθιού και σαν είδε τον εαυτό του σε κείνο το χάλι και τον κόσμο που τον κοίταζε και γελούσε, συλλογίστηκε…

Αυτός καβάλα στ’ άλογο είναι ο φοβερός και τρομερός παλικαράς ο γιος της θεάς, ο Αχιλλέας· αυτοί δω στα πεζοδρόμια είναι οι Αχαιοί στο Τρωαδίτικο ακρογιάλι· εγώ ’μαι το κουφάρι του Έκτορα (βασιλόπουλο να σου πετύχει!..) μα η λυσίκομος Εκάβη που ’ναι την να πάρει το κουφάρι μου να το φροντίσει, πού ’ναι την, γιατί δε φαίνεται;

Και τότες τα χείλια του τα λερωμένα από το αίμα του κι από τη λάσπη του δρόμου ψιθύρισαν κάτι, κάτι π’ έμοιαζε με παράπονο μικρού παιδιού που το μαλώσανε άδικα.

Γέλια, χάχανα των Αχαιών τα πλήθη στα πεζοδρόμια.

Μη βάλεις στο νου – για το Θεό παιδί μου – πως ήμουνα γω αυτός, γω ποτέ δεν ήμουνα τόσο χεροδύναμος και ποτές δεν έκανα με καϊκάκια. Μια και μια στα μεγάλα φορτηγά, στο πηχτό πούσι, στις μεγάλες θάλασσες. Κείνος ήταν από δω κοντά, από τα νησάκια μας – Κωσταντή τον λέγανε.

 

Ήταν κι άλλες, σα δε βαριέσαι να σου πω ακόμα μια κι έχω κέφι απόψε.

Ήταν το κίλι κιάο. Το σοτάμ σοτάμ.

Κίλι κιάο είναι κουβέντα αναμίτικη, δεν ξέρω τι θα πει, μα από τις χειρονομίες που κάνανε λέγοντας το ’κείνα τα κοριτσάκια – μισά από σένα – κει κάτω στο Σαϊγκόν καταλαβαίνεις πως θέλει να πει δώσε μου να φάω, κάτι τέλος πάντων.

Το σοτάμ σοτάμ δεν είναι αναμίτικο· λέγοντάς το θέλανε να πούνε μια λέξη ή πιο σωστά δυο λέξεις εγγλέζικες που δεν μπορώ να στις πω. Μόλις φουντάρει το βαπόρι κει κάτω στο μεγάλο ποτάμι, το Μεγκόντι, ανοιχτά πολύ από την πολιτεία, διπλαρώνουν κάτι βάρκες (σα γόνδολες βενετσιάνικες μοιάζουνε) μόνο που ’ναι πολύ μεγάλες, γεμάτες απ’ αυτά τα κοριτσάκια.

Έχουνε σχοινιά με γάντζο στην άκρη και τα πετάνε δέκα μέτρα ύψος καμιά φορά, και σκαρφαλώνουν στο βαπόρι όσο να πεις αμήν. Σωστοί κουρσάροι.

Και τρέχουνε στην κουβέρτα σα σπουργιτάκια, πιο πολύ πετάνε παρά τρέχουνε και δώσ’ του φωνές ολοένα.

Κίλι κιάο!.. Κίλι κιάο!.. Σοτάμ σοτάμ!.. Σοτάμ σοτάμ!

Και πέφτουνε όλοι οι λιμασμένοι από το μακρινό ταξίδι πάνω του κι αντηχούνε όλες οι γωνιές του βαποριού από τις φωνούλες τους τις πονεμένες και από τ’ αγκομαχητά τα χτηνώδικα των αρσενικών.

Σόδομα και Γόμορρα δηλαδή.

Τα βάζεις και με το Θεό τέτοιες ώρες γιατί δε σου ’δωσε σιδερένια μπράτσα ν’ αρπάξεις ένα κομμάτι ρόναρη και ν’ αρχίσεις να χτυπάς, να χτυπάς αλύπητα, κατακέφαλα, κατάμουτρα, από καπετάνιο ως καρβουνιέρη, ώσπου να πέσεις και συ ο ίδιος αναίσθητος από το χτύπα χτύπα.

Αυτό δεν ήταν σωστή ιστορία, δεν είχε καθόλου όνειρο, ήτανε πιο πολύ σα ρεπορτάζ που λένε. Έτσι μου φαίνεται το τέτοιο γράψιμο το λένε.

 

Ήταν το Σκίπερ στρατ Νο 22.

Σκίπερ στρατ είναι φλαμάνδικο και πάει να πει δρόμος των καβγατζήδων, λοιπόν καταλαβαίνεις, δε χρειάζεται να σου πω και την ιστορία, πάλι τα ίδια, μόνο αυτή είχε πολύ λίγο όνειρο και πολύ, πάρα πολύ ντροπή και αηδία.

Ήταν τα δολάρια.

Όχι απ’ αυτά τα δολάρια που στέλνει τώρα ο θείος Τρούμαν. Όχι απ’ αυτά. Κείνα τα δικά μου τα δολάρια ήταν λίγα πολύ λίγα και βρόμικα, πάρα πολύ βρόμικα· μύριζαν άσχημο και δυνατό ανθρώπινο ίδρωτα και λίγδα της λάντζας.

Και σαν έχει παρατήσει του Ωκεανού τους άνεμους και έχεις κλειστεί από μοναχός σου στη λάντζα, τότε η βρόμα της σου είναι πιο αβάσταχτη ακόμα.

Λάντζα είναι σα να πούμε ο νεροχύτης της κουζίνας σας που πλένετε τα πιάτα.

Μα σε κείνους τους νεροχύτες, στα μεγάλα ρεστοράν της Αμέρικας πλένουνε δέκα χιλιάδες πιάτα την ημέρα.

Δέκα χιλιάδες πιάτα την ημέρα!

Το βάζει ο νους σου αυτό;

Πόση λίγδα, πόσος ίδρωτας σε κείνες τις χωρίς παράθυρο κουζίνες που το κουμπί του λεχτρικού κανείς ποτέ δεν το γυρίζει…

 

Σε βλέπω να χαμογελάς κοροϊδευτικά και σ’ ακούω που μουρμουρίζεις.

- Ωραίες οι ιστορίες σου γερο-μούρλιακα, διαόλου βλάκα.

Τι να γένει…

Το κακό είναι που η ζωή δεν έχει μόνο απ’ αυτά που σας αρέσουν, αυτά είναι τα λίγα, τ’ άλλα τα πολλά είναι τα δικά μου.

Οι μεθυσμένοι ναύτες με τα χαμένα τους όνειρα που τους δέρνουν οι χωροφύλακες, οι λάντζες με τ’ άπλυτα πιάτα, τα κάρβουνα, ο ίδρωτας, ίδρωτας και πάλι ίδρωτας και ξανά ίδρωτας, πάνω απ’ όλα αυτός για ένα κομμάτι ξερό ψωμί και σοτάμ σοτάμ.

Καλά θα ’τανε να μην τα ’χε ο κόσμος τούτα, να ’τανε η ζωή σουίγκ και σερενάτα για όλους, μα μια και τα ’χει κι είναι τα πολλά, να μη μιλήσουμε γι’ αυτά – έτσι στη ζούλα να περνούνε; Κι από την άλλη αυτά ξέρω, αυτά είδα, αυτά έζησα, αυτά θα γράψω.

Μια φορά, τρέλες φοιτητικές και τσάι στης μαρκησίας και δεσποινίδες Κλαίρη και Υβόνη δε πασάρει το δικό μου το καράβι.

Απ’ αυτά πασάρει, κι όποιου αρέσει που έλεγε ο καπετάν Λεωνίδας, καλή του ώρα, όποιου δεν αρέσει ας πάρει τη βόλτα του.

Δεν τα θυμάμαι πια και τόσο καλά όλα τούτα· πέρασαν πολλά χρόνια από τον καιρό που τα ’γραψα, μα θα το σπάσω το ξερό μου, θα ζουμπήξω την γκλάβα μου να τα θυμηθώ καλά να τα ξαναγράψω.

Τέτοια που λες.

Γω τα ’χα γράψει όλα τούτα δεν ήταν κλεμμένο τίποτα, το ξερό μου τα ’χε κατεβάσει, λοιπόν, θέλει δε θέλει τώρα θα τα θυμηθεί να τα ξαναγράψω, δε θα του περάσει αυτουνού, μένα θα περάσει, ό,τι θέλω γω θα γίνει.

Θα τις γράψω, λοιπόν, αυτές τις ιστορίες και θα γράψω κι άλλες πολλές ακόμα.

Όλα όσα είδα κι άκουσα είκοσι χρόνια σε θάλασσες και στεριές, όλα τα βάσανα τα δικά μου και του κόσμου τα βάσανα, όλ’ η φτώχεια κι η πείνα κι η γδύμια κι η ντροπή που είδα στα ταξίδια μου θα γίνουν ιστορίες.

Θυμάσαι κάποτε, που σου ’λεγα για τους φουκαράδες τους μαύρους του Ντακάρ που το μεσημεριανό τους είναι μια καραμέλα ζάχαρη που τους μοιράζει ο  επιστάτης και τη λιώνουν στο νερό σε κάποιο σκουριασμένο παλιοτενεκέ κονσέρβας και βουτάνε το μαύρο τους ψωμί και τρώνε, και για τα πόδια τους τα αιώνια πληγιασμένα από τα κάρβουνα που κυλάνε στα πόνκερς και για τις χιλιάδες μύγες που βόσκουν πάνω στις πληγές τους;

Όλα τούτα θα γίνουν ιστορίες.

Μαύροι, άσπροι, κίτρινοι για μένα όλοι τους το ίδιο είναι, τον ίδιο πόνο έχουνε.

 

Να θυμήθηκα τώρα κι ένα άλλο.

Παραμονή Χριστούγεννα το ’33 στο Μίτλφαντ στη Βόρειο Ιρλανδία.

Βράδυ, οχτώ εννιά η ώρα, κρύο, χιονόνερο, και γω γυρίζω στους δρόμους και χαζεύω, στους φωτισμένους, στους στολισμένους μεγάλους δρόμους.

Δεν μπορείς να φανταστείς, παιδί μου, τι πράμα είναι το χειμώνα οι εργατικές συνοικίες του Λονδίνου, του Λίβερπουλ, του Μίτλφαντ.

Δε σου λέω· έχουν κι ο Περαίας κι η Αθήνα μας τα χάλια τους με τις εργατικές τους συνοικίες και συνοικισμούς, δεν τ’ αρνιέμαι πως η Δραπετσώνα είναι μια βρισιά στη Ρωμιοσύνη, μα στο κάτω κάτω έχουνε τον αγέρα τους και το φως. Τον ήλιο.

Μα κείνες κει… Κάτι σπιταρόνες τρίπατες, τετράπατες, όλες ίδιες στη γραμμή σα στρατιώτες, σκοτεινές και βλοσυρές. Μπορεί μέσα τους να κρύβουν όλη την άνεση και την ευτυχία που μπορεί να αποζητήσει η ψυχή μας, λιγάκι παράξενο και δεν το πολυπιστεύω, για το χειμώνα που ’ναι όλο κρύο και βροχή και που ’ναι και σκοτάδι, περνώντας απ’ τους δρόμους των και βλέποντάς τες έτσι σκοτεινές και σιωπηλές πιάνεται η ψυχή σου. Λες κι η θλίψη τους κι η μούχλα τους έγιναν και κείνα σταλαμός και στάζει ταπ ταπ ταπ πάνω στην καρδιά σου.

Γι’ αυτό προτίμησα κείνο το βράδυ να μείνω στους μεγάλους τους φωτισμένους δρόμους και να χαζεύω με τον κόσμο π’ έτρεχε στα μαγαζά να κάνει τα ψώνια του για τη μεγάλη μέρα. Λόγο να ’μια παραπονεμένος δεν είχα.

Είχα μπει και γω σ’ ένα μεγάλο μαγαζί κι αγόρασα μια μεγάλη πέτσινη καπνοσακούλα κι ένα όμορφο τσιμπούκι. Δε μου ήταν απαραίτητα, μα έβλεπα τον κόσμο που ψώνιζε – τον καλοντυμένο κόσμο – και ζήλεψα και μπήκα και τ’ αγόρασα και τα ’κανα δώρο στον εαυτό μου για τα Κρίστμας.

Λόγο να ’μια παραπονεμένος; Φωτιά να πέσει να με κάψει. Καινούργια η καμπαρντίνα, τα παπούτσα, τα ρούχα, το ρεπούμπλικο, όχι κατακαίνουργια της ώρας, μα ζημία καμιά δεν είχανε ακόμα, ούτε λεκέ δεν είχανε.

Κι οι όμορφες, όπως πήγαινα μοναχός κούνια λέσα, μου πετούσανε κάτι ματιές, ο Θεός να φυλάει. Μη γελάς και μην πεις πως άρχισα πάλι τις ψευτιές και τις φουμισιές τις κατραμάδικες, βλέπεις όσο πιο πολύ ψηλώνεις κατά το βοριά, τόσο μεγαλύτερη πέραση έχουν κάτι αραπόμουτρα σαν και μένα.

Κι όμως μ’ όλες τούτες τις αβάντες να πούμε, δεν ξέρω τι διάολο είχα πάθει και πήγαινα σα σε λείψανο.

Μου ’φραξε το δρόμο ένας κακοντυμένος άντρας καμιά πενηνταριά χρονών και μου ζήτησε τσιγάρο.

Του ’δωσα. Μου ζήτηξε και φωτιά.

Έβγαλα τα σπίρτα.

- Ξένος; Ναυτικός; με ρωτάει.

Του ’πα ναι με το κεφάλι.

Δεν έφυγε· στεκότανε και με κοίταζε και μ’ εξέταζε με το μάτι σα να ’θελε να με αγοράσει κι έπρεπε να ξέρει τι παράδες κάνω.

- Θέλετε κορίτσι;

Από το τσιγάρο που μου ζήτησε είχα καταλάβει μα έκανα το μουρλό και ρώτησα.

- Τι κορίτσι;

- Καλό, όμορφο κορίτσι, σπιτίσιο, δεκαεφτά χρονών, το δικό μου κορίτσι.

Στα γρήγορα και ’γω δεν ξέρω πώς μου κατέβηκε, έβγαλα μια ροχάλα και του την πέταξα στη μούρη.

Δυο τρεις που περνούσανε δίπλα μας σταθήκανε ξαφνιασμένοι· εκείνος πήρε δρόμο τρέχοντας.

Τράβηξα το δρόμο με σκυφτό κεφάλι πάλι, μα πιο πολύ τώρα. Είχα μετανιώσει για κείνο π’ έκανα, για τη ροχάλα.

Μπήκα σε μια ταβέρνα κι έκατσα μονάχος ώσπου έκλεισε.

Σοφίες που κατέβασε κείνο το βράδυ το ξερό μου, σοφίες που κατέβασε…

Μα το πιο καλό είναι, – πρώτη φορά το λέω κι ο Μεγαλοδύναμος ας με σχωρέσει – πως ανεβαίνοντας τη σκάλα του βαποριού έβγαλα από την τσέπη και πέταξα στη θάλασσα τα χριστουγεννιάτικα δώρα που είχα κάνει πιο νωρίς στον εαυτό μου.

Πολύ μεγάλα λόγια είπα απόψε, μα ο Φτεροπόδαρος ας μου παρασταθεί κι ας μη με βγάλει ψεύτη.

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία από τα Ελεύθερα Γράμματα

Αρχική σελίδα KEIMENA