ΚΙΜΩΝ ΛΩΛΟΣ

 

ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΑΔΕΡΦΗ

 

Εδώ και πολλή ώρα έπαιζε μ’ ένα παλιό χαρτομάχαιρο πάνω στο γραφείο του. Είναι άνθρωπος ειρηνικός, άκακος σαν αρνί, που δεν έχει βλάψει ούτε μερμήγκι. Διαρκώς είναι πεσμένος πάνω από ένα βιβλίο. Όταν τον κοιτώ θαρρώ όλες τις φορές, ότι είναι έτοιμος «να  στρέψη και την άλλην παρειάν». Δεν έχει εγωισμό. Δεν έχει αυτό που λένε τιμή ή φιλότιμο. Έχει την ειρήνη του ανθρώπου που συλλογίστηκε από πολύ νωρίς. Έτσι κάθουμαι και τον ακούω να μου λέει ιστορίες. Τριγυρίζει όλο γύρω από τα παλιά, σα να ’ταν εκεί το νόημα της ζωής του. Μιλάει αργά, απαλά και τα χέρια του χαϊδεύουν το χαρτομάχαιρο, ένα χαρτομάχαιρο παλιό σκουριασμένο και βρόμικο:

«Δεν μπορώ ν’ αναλογίζομαι εκείνα τα χρόνια της μικρής μου ηλικίας χωρίς ένα σφίξιμο της καρδιάς. Όλα τα παλιά φαντάζουν ωραία, μέσα από τους θαμπούς ατμούς του χρόνου, και χωρίς ελαττώματα συνήθως. Πάντα μου φαίνεται όμορφο και το νοσταλγώ, κάτι που όταν το ζούσα σχεδόν δεν το πρόσεξα. Αυτή η νοσταλγία όλων των περασμένων είναι πολύ βαριά αρρώστια και σχεδόν ηλιθιότητα αφού καταντάμε να νοσταλγούμε και τις δυστυχίες μας ακόμη... Πάντα μας τραβάει το «χθες», γιατί ποτέ δεν μπορούμε να γευτούμε την ευτυχία της στιγμής που ζούμε τώρα δα. Κι αν αυτό το «χθες» καταφέρουμε να το ξαναζήσουμε, εκείνη τη στιγμή που θα το ξαναζούμε, θα μας φανεί ανούσιο για τον ίδιο λόγο.

Όμως δεν πρόκειται γι’ αυτό. Τη μικρή μου ηλικία τη θυμάμαι, επειδή σέρνω από τότε ένα μίσος για τον εαυτό μου. Είναι η μόνη εποχή από τα παλιά που δεν έχει γίνει όμορφη από το πέρασμα του χρόνου. Ίσως γιατί δεν μπόρεσαν να εξηγηθούν ένα σωρό έργα και λόγια του τοτινού εαυτού μου, που ήταν ένας ανθρωπάκος οχτώ χρονών, μίζερος, πεισματάρης, σκληρός, ζηλιάρης, εγωιστής και περήφανος σαν τ’ αγρίμια που δεν ημερώνουν ποτέ. Κι εγώ δεν ξέρω τι μου χρειαζόταν τότε για να μείνω ταπεινός και ήσυχος. Ήταν μία εποχή γεμισμένη από καμώματα ακατανόητα και μισητά. Ποιος μπορεί να εξηγήσει την ψυχή του ανθρωπάκου εκείνου που όλα τα καταλάβαινε, που όλα τον ενοχλούσαν, που είχε προβλήματα και που ονειρευότανε περισσότερο τότε παρά τώρα; Υπάρχουνε ορισμένες κρίσιμες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου, όπου οι αισθήσεις, η ακοή, η δράση, η σκέψη, έχουν τέτοια ευαισθησία ώστε αποτυπώνουν ανεξίτηλα κάθε μυστικό ψίθυρο, κάθε διφορούμενο κίνημα που γίνεται γύρω τους. Την ηλικία μου εκείνη τη θεωρώ σα μια τέτοια κρίσιμη στιγμή, μεγάλης διαρκείας. Δεν μπορώ να ξεχάσω τίποτα από τότε...

Το σπίτι μου ήταν ακριβώς στα χείλια του πελώριου βράχου, που στην κορφή του είχε χτιστεί η πόλη. Ο λόγγος κάτω στα πόδια μας άλλαζε τρία χρώματα το χρόνο. Γινόταν όλο άσπρος, πράσινος, κίτρινος. Διαρκώς είχαμε έναν αέρα που μας τον έστελνε ο λόγγος και που βασάνιζε τις τούλινες κουρτίνες των παραθύρων.

Ανεβοκατέβαινα όλη την ημέρα και σκάλιζα αποθήκες, αυλές, κήπους. Είχα βρει μέσα στην αποθήκη του Θεοφάνη, του νοικοκύρη μας, δυο μαυροβουνιώτικες κουμπούρες, σκουριασμένες, με κάτι ψηλούς κοκκόρους, με τις κάνες μπουκωμένες σιδερόχωμα κι ασήκωτες σα βαριοπούλες. Τις έσερνα όπου κι αν πήγαινα και φοβέριζα όλο τον κόσμο.

Ήταν τότε που έμπηξα το χαρτοκόπτη στο μερί της υπηρέτριας. Ναι, ακριβώς τον έμπηξα με όλη μου τη δύναμη, σα να ’θελα να σκοτώσω. Στεκόμουνα όρθιος, μ’ ανοιχτά τα πόδια, μέσα στο γραφείο του πατέρα μου με τις βαριές πέτσινες πολυθρόνες. Πάσχιζα εδώ και πολλή ώρα να ξύσω το μολύβι μου με το χαρτομάχαιρο. Όμως το χαρτομάχαιρο δεν κόβει· αυτό το ήξερα, αλλά επέμενα. Ήθελα να κόψει για μένα, για το δικό μου το καπρίτσιο. Τότε ακριβώς με πήρε το μάτι της Πρέπως. Σφιγγόμουν και βογκούσα σε κάθε προσπάθεια. Κάθε φορά που η χοντρή λάμα γλίστραγε πάνω στο μολύβι βλαστημούσα.

- Στο διάβολο! στο διάβολο! θα κόψεις, για δε θα κόψεις;

Ήμουνα θυμωμένος φοβερά. Εκείνη η άψυχη ύλη όταν αντιστέκεται έχει το ύφος ενός στενοκέφαλου ανθρώπου. «Πρέπει να υποταχθεί», συλλογίστηκα. Ήμουνα τύραννος, σατράπης και βασάνιζα με το ίδιο πάθος τους ανθρώπους και τα ζώα, τα ζωντανά και τ’ άψυχα, το ξύλο και την πέτρα, το σίδερο και το νερό. Κατάστρεφα, έκαιγα, ξέσκιζα και πελεκούσα με μανία βαρβαρική. Πριν λίγο καιρό είχα επιχειρήσει να κόψω το γόνατο ενός παιδιού με το ψαλίδι...

Η Πρέπω μ’ έβλεπε κι έκανε χάζι. Ήμουνα πολύ αστείος με κείνο το πείσμα μου. Και καθώς άναβα και κόρωνα και γούρλωνα τα μάτια μου, δε βάσταξε κι έμπηξε τα γέλια.

- Αμ! δεν κόβει, μαθές, αυτούνο! Τι παιδεύεσαι; μου ’πε μέσα στα γέλια της.

Όμως εγώ βρήκα που να ξεσπάσω: Κάτι που θα πονούσε αν το βασάνιζα. Την άψυχη ύλη δεν ξέρεις αν την τιμώρησες ή όχι. Κι έπειτ’ απ’ την τιμωρία έχει πάλι εκείνο το εκνευριστικό ύφος, το άτονο, σα να μη συνέβηκε τίποτα, όπως στέκεται ατάραχος ένας χοντροκέφαλος, που το κεφάλι του δεν πονάει, όσο κι αν το χτυπήσεις. Όμως η Πρέπω, η Πρέπω θα ’μπηζε τη φωνή και θα ’σουνα βέβαιος ότι τιμωρήθηκε. Ύστερα σιγά σιγά, με λίγη καλή θέληση, πίστεψα ότι αυτή ήταν η αιτία για όλα: Για το στόμωμα του χαρτομάχαιρου, για το σκληρό μολύβι, για το θυμό μου, για την κωμική μου θέση...

- Μη γελάς! Μη γελάς! της φώναξα με μια πελώρια φωνή, σα Δίας που, από τη θεία οργή του, ξερνούσε κατάρες και φωτιά.

Μ’ αυτό έγινα πιο κωμικός. Το γέλιο της είχε γίνει νευρικό και ασταμάτητο. Γελούσε κι έσκυβε να συνεχίσει το σκούπισμα χωρίς να με βλέπει. Θόλωσα.

Χίμηξα και της έμπηξα το χαρτομάχαιρο μ’ όλη μου τη δύναμη.

Έσυρε μια κραυγή πληγωμένου ζώου κι έπιασε το μερί της:

- Βάι, βάι, κακούργε!

Και σωριάστηκε κλαίγοντας στο πάτωμα. Ήμουνα όρθιος, ακίνητος, σιωπηλός, όπως ύστερα από κάθε πράξη μου. Κοντανάσαινα κι ένιωθα την έξαψη του προσώπου μου καθώς με τύλιγε η κρύα σιωπή, η θανατερή σιωπή που ακολουθεί όλες τις βίαιες πράξεις.

Από την πλαϊνή πόρτα ξεπρόβαλε το δειλό σχήμα της αδελφής μου (όπως στις τραγωδίες, που βγαίνει μια γυναίκα από το παλάτι για να δει το πτώμα και να καταφωνάξει την κατάρα της στο φονιά).

Πόσο καλά τα παρακολουθούσα όλα εκείνη τη στιγμή. Η αδελφή μου, η μικρή Μαρία, ήταν μια ψυχούλα πέντε χρονών, ελαφρή και λυπημένη σα δειλινή σταχτιά πεταλούδα. Ήταν η μυστική μου λατρεία, όπου πάνω της εξασκούσα όλο το δεσποτισμό της ψυχής μου, ακριβώς για να μη φανεί ότι έλιωνε η τυραννική μου αξιοπρέπεια κάτω από το βλέμμα Παναγίας που είχε. Πώς αγαπάει ένα παιδί οχτώ χρονών; «Η αδελφή μου»! Τι μυστικό νόημα που έπαιρνε αυτό, όταν το σκεπτόμουνα κοιτάζοντάς την κρυφά. Αυτό το μαλακό πλάσμα, με μάτια βαθιά και μεγάλα όπως οι κούπες του καφέ, με στόμα πάντα πικραμένο από μια πρόωρη θλίψη και βλέμμα έτοιμο να δακρύσει στην πιο ανεπαίσθητη βιαιότητα, στο άγγιγμα και της πιο ελαφρής κουβέντας των ανθρώπων ήταν για μένα η ίδια η θέληση των θεών και η δύναμη όλου του κόσμου. Η δειλία της ήταν η δύναμη που μ’ έκανε, στις κρυφές μου ώρες που αποτραβιόμουνα στον εαυτό μου, να συλλογίζομαι και να μερώνω εγώ το θηρίο...

Σύρθηκε ως το κατώφλι της πόρτας και κοίταξε. Μονάχα κοίταξε. Εκείνα τα μεγάλα μάτια προσπαθούσαν να καταλάβουν το νόημα της σκηνής. Περπάτησαν το βλέμμα τους αργά αργά, και δειλά, σ’ όλους τους ηθοποιούς και μετά στο «σώμα του εγκλήματος».

Και κατάλαβαν.

Αργά, ίδια όπως ήρθε, γύρισε και χάθηκε στο βάθος του δωματίου. Ούτε μ’ έκρινε, ούτε μ’ εδίκασε. Το βλέμμα της ήταν απαλό.

 

Πόσο μπορούν να κρατήσουν τέτοια συναισθήματα σ’ ένα παιδί; Πισωπάτησα και πήγα ν’ ασχοληθώ με τα υπόλοιπα έργα μου καταστροφής της ημέρας εκείνης.

Ούτε η επίπληξη του πατέρα ούτε η συχώρεση της Πρέπως, που μπορούσε να ήταν οδυνηρότερη για μένα, στάθηκαν άξια για τίποτα. Δεν μ’ άγγιζαν καθόλου. Από το πρωί ως το βράδυ είχα τις ασχολίες του μυαλού μου και μπορούσα να συζητώ με τον εαυτό μου ένα πρόβλημα αρχινημένο από το πρωί και που ίσως θα διαρκούσε ολόκληρη τη μέρα ή τη βδομάδα.

Ήταν τότε που έκανα πολύ τον άντρα και που θα βγαίναμε περίπατο με τη Μαρία, της χούφτιαζα άγρια το χέρι και το βαστούσα σ’ όλο το δρόμο. Ήμουνα βέβαιος ότι την προστάτευα από όλους τους κινδύνους. Μ’ ακολουθούσε δειλή και πειθήνια, χωρίς ούτε μια κουβέντα. Η δασκάλα που μας συνόδευε μας άνοιγε κουβέντα. Μα γύριζα και την κοίταζα μ’ να παγερό βλέμμα, χωρίς να της δίνω απάντηση:

- Δεν έχουν θέση οι ξένοι εδώ! ... εννοούσα.

Ήμουνα πολύ περήφανος για να φανερώσω αισθήματα. Όσες φορές κι αν μετάνιωσα για κάτι, το έκανα εντελώς κρυφά, γιατί ντρεπόμουνα να με δουν με όψη ειρηνική. Έτσι έγινε κι όταν έσπασα τη μύτη του Μουσταφά, του Τούρκου υπηρέτη μου, για ένα κουτί καψούλια. Του ’δωσα μια κλωτσιά στη μύτη κι’ ύστερα καθόμουνα και τον κοίταζα όπως την Πρέπω. Με συχώρεσε κι αυτός. Όλοι με συχωρούσαν…

Κατέβαινα στον κήπο που ήταν σκαλιστός στο βράχο και είχε πατώματα πατώματα. Κατέβαινα στο τελευταίο, που ήταν στο χείλι του γκρεμού, και καθόμουνα στο πεζούλι στητός κι αλύγιστος. Μύριζε μέντα κι ο αέρας του λόγγου έφερνε τη βουή των καταρρακτών και των Νηματουργείων. Έστελνα το βλέμμα μου ως πέρα, στον κάμπο της Θεσσαλονίκης, η ως τις καταιγίδες που ξεσπούσαν στην κορυφή του Βερμίου, και σκεπτόμουνα, σκεπτόμουνα...

Έν’ απόγεμα έκανα εκεί, σε κείνο το πεζούλι, ένα πικρό κλάμα μ’ αναφιλητά, κλάμα πληγωμένου εγωισμού, φιλοτιμίας, που τσαλακώθηκε από τη στρυφνότητα της προπαίδειας. Στάθηκε αδύνατο να την καταστρώσω πάνω στην πλάκα. Να ρωτήσω κανένα; Δεν επιτρεπότανε ... Κατέβηκα στον κήπο και ξερίζωσα μια ντουζίνα ρίζες μέντας, κλώτσησα τους τοίχους, ταρακούνησα τα δεντράκια και πήγα κι έπεσα μπρούμυτα στο πεζούλι, κουτουλώντας με λύσσα το χώμα. Ήταν απελπισία. Ήταν πόνος αβάσταχτος, ασήκωτη ντροπή, αυτή η συνείδηση της αδυναμίας μου... Στο τέλος αναλύθηκα σε λυγμούς και μίσησα θανάσιμα το δάσκαλο κι όλους εκείνους που θα πήγαιναν αύριο στο σχολείο με την πλάκα τους άσπρη από αριθμούς. Κι ας ήξερα με ποιο τρόπο θα την είχαν ασπρίσει...

Έπειτα, σαν κουράστηκα να κλαίω, σηκώθηκα και είχα μια έμπνευση που ποτέ δεν την περίμενα από μένα. Γονάτισα και προσευχήθηκα. Ήταν ο μόνος που καταδεχόμουν να παρακαλέσω... Ε, ύστερ’ από λίγο με ξάστερο μυαλό μπόρεσα να καταστρώσω την προπαίδεια. Και ήμουν βέβαιος ότι έτσι ήταν υποχρεωτικό να γίνει: «Οι παρακλήσεις των δυνατών είναι ακουστές».

 

Εκείνο το απόγευμα το Βέρμιο ήταν πλακωμένο σύννεφα κι ο καιρός ολόγυρα κλειστός. Μύριζε αντάρα. Τα φυτά ήταν λιγοθυμισμένα από την κουφόβραση. Όλα ανάσαιναν δύσκολα.

Είχα κομμένη μια μεγάλη λυγερή βίτσα από τη μουριά της αυλής. Ανέβαινα αργά αργά τα πλατώματα και σε κάθε μου βήμα, έβρισκα, κατά τη συνήθειά μου, να κάνω και μια καταστροφή. Πότε να θρυψαλιάσω κάτω απ’ το τακούνι μου κανένα φαρφουρένιο σαλιγκαράκι που βύζαινε στο χορτάρι, πότε ν’ αποκεφαλίσω με την ουρά της βίτσας την αυθάδεια κανενός λουλουδιού με περήφανο λαιμό, πότε να κλωτσήσω το ποτιστήρι που μου ενοχλούσε το δρόμο. Ένα σωρό ευκαιρίες γι’ ανδραγαθήματα.

Πήγα ν’ ανεβώ τη σκάλα και περνώντας έριξα μια εχθρική ματιά στο άλογο του Θεοφάνη. Έπειτα ανέβηκα γοργά σφυρίζοντας πολεμικά.

Στον εξώστη, που βρέθηκα, έμελλε ν’ ανεβεί το αίμα στο κεφάλι μου: Το πατίνι μου! Μου είχαν πάρει το πατίνι μου...

Είχα έναν κύκλο γύρω από το άτομό μου που δεν επιτρεπότανε να τον καταπατήσει κανείς. Είχα σύνορα απαραβίαστα. Το πατίνι μου το κρατούσαν ξένα χέρια. Άρα μου το «είχαν» πάρει. Δεν ενδιαφέρει ποιος. Ο καθένας ήταν για μένα «οι άλλοι», την ώρα του θυμού μου. Δεν ήθελα να ξέρω ότι ένας, ορισμένος, με είχε προσβάλει. Ο κόσμος, οι τρίτοι, τόλμησαν να βάλουν χέρι πάνω σε κάτι δικό μου. Ήταν καταδικασμένοι.

Είδα τη Μαρία που προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στο πατίνι και να είναι τόσο βαθιά παραδομένη στην ηδονή του παιχνιδιού ώστε να μη με προσέξει. Αυτό προπάντων, αυτό προπάντων! Δεν μπορούσαν να με αγνοούν. Ανασήκωσα τη βέργα ψηλά όσο μπορούσα και ξαφνικά καμτσίκωσα το πάτωμα με λύσσα.

- Μαρία! ούρλιαξα σύγχρονα.

Τα σανίδια δονήθηκαν και ο ήχος πλατάγισε σαν ντουφεκιά. Η Μαρία λαχτάρησε. Το πατίνι της έπεσε κι έβαλε το χεράκι της στην καρδιά της που φτεροκοπούσε σαν πληγωμένο πουλί.

Φορούσε τη χιονάτη ποδιά της και την κολλαρίνα με τα λούκια που τύλιγαν το λαιμό της σαν άσπρα κύματα. Έμοιαζε, με το ξανθό της κεφάλι, σα μαργαρίτα ανεμοδαρμένη από τη θύελλα.

- Γιατί πήρες το πατίνι Μου; ρώτησα και την κοίταξα σα δήμιος.

Το «Μου» ήταν με κεφαλαίο γράμμα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανένδοτος ήμουνα στα ζητήματα της ιδιοκτησίας. Εκείνο το «Μου» δεν ήταν μονάχα η έκφραση της κυριότητας και της κατοχής. Έκλεινε μέσα του όλη την αρχοντική μου υπόσταση, την τιμή του χωροδεσπότη που τον αψηφήσανε ληστές και του καταπατήσανε το φέουδο. Φαντάζεσαι τη λύσσα ενός τέτοιου φεουδάρχη. Μπορούσε να βάλει φωτιά σ’ όλα τα χωριά μπας και τους κάψει ζωντανούς.

Η Μαρία έτρεμε σαν να την είχε πιάσει θέρμη. Ποτέ δεν μπορούσα να περιμένω απάντηση. Την ξανακοίταξα με έσχατη περιφρόνηση, όπως κοιτούν ένα ερπετό.

- Βρομερή!... Φώναξα με δηλητήριο στη φωνή.

- Είσαι βρομερή!

Και τις δυο φορές μαστίγωσα το πάτωμα με απίστευτη λύσσα. Τη βρισιά την ήξερα από τον πατέρα μου που μάλωνε τη γάτα, όσες φορές πηδούσε πάνω στο τραπέζι. Για μένα, εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχε χειρότερη βρισιά. Θαρρούσα ότι έκλεινε μέσα της όλη την απέχθεια και όλο το μίσος για μια πράξη. Την είπα, με σιγουράδα πως η τιμωρία μου ήταν καίρια. Κι όπως ήταν...

Η Μαρία έκλεινε τα μάτια με απέραντο φόβο καθώς βίτσιζα το σανίδια και έχυνα τη χολή μου.

Ναι, η βάναυση δύναμή μου, έβαζε μια ύπαρξη εύθραυστη κάτω από τον εξευτελισμό ενός φόβου τρελού, ενός φόβου που μπορούσε να της αφήσει σημάδια για όλη της τη ζωή.

Την είδα να σηκώνει με υπεράνθρωπη προσπάθεια το πατίνι. Το χρώμα του προσώπου της ήταν μπλάβο, μελανό, σα να της ήρθε υπεραιμία καθώς έσκυβε να το σηκώσει. Τα χέρια της, τα μικρά χεράκια, με τις μικρές μικρές λακκούβες στη βάση κάθε δάχτυλου, το παιδικά εκείνα χέρια, πιο χλωμά κι από το κερί, πιάσανε άτονα, κοκαλιασμένα από το κρύο της ψυχής της, και σηκώσανε την αιτία της καταδίκης τους.

Σύρθηκε με κόπο ως την άκρη του εξώστη κι έβαλε το πατίνι στη θέση του. Στα μάτια της ήταν γραμμένος ο φόβος, ο φόβος που θα τον έπαιρνε μαζί της για πάντα...

Πέρασε το κατώφλι και χάθηκε σαν τρεμάμενη σκιά ονείρου, όπως την ημέρα που μαχαίρωσα την Πρέπω. Καθόμουνα εκεί με τη βέργα μετέωρη, και θαρρούσα ότι δεν είχε φύγει ακόμη. Σαν κάτι φωτεινό που διάσχισε το σκοτάδι κι άφησε πίσω του μια αργυρή γραμμή. Σαν αστεράκι... Και μέσα απ’ όλα αυτά, να με κοιτούν δυο μάτια ολάνοιχτα, βαθιά και φοβισμένα, που μοιάζανε να παραδέχονται την κακία μου, να τη συχωρούν, σαν κάτι που μου δινότανε από την προαιώνια δουλεία της γυναίκας, της αδελφής...

Είδα τον εαυτό μου β ρ ο μ ε ρ ό, και χίμηξα στις σκάλες, κατρακύλησα τα πλατώματα και πήγα κι έπεσα στο πεζούλι, που είχε ξαναδεί άλλη μια φορά την απελπισία μου. Κι έκλαψα, όπως μπορεί να κλάψει ένας εγωιστής, ή ένας σατράπης. Δεν θα το μάθαινε κανείς, κανείς!

Ο κήπος παράδωσε την ψυχή του από την ασφυξία. Μία ασφυξία που με τύλιγε, μ’ έσφιγγε, μου πίεζε το λαρύγγι και μου φυλάκιζε τ’ αναφιλητό να με πνίξει. Τα μηλίγγια μου σφυροκοπούσαν κι έλεγα θα σκάσω, θα πνιγώ... Μα ξέσπασε η βροχή, που την περιμένανε τα φυτά, το χόρτα, το σαλιγκαράκια, το ποτιστήρι, οι άνθρωποι…

Έχυσα καφτά και χοντρά δάκρυα, που μου ξαλαφρώσανε την ψυχή, σαν υγρό τραβηγμένο από κακό σπυρί, σαν αίμα από υπερτροφική καρδιά, πρησμένη από την έπαρση και την ταπείνωση. Η βροχή μου ’βρεχε τα βρεγμένα μάγουλα για να ξεγελάσει τους τρίτους.

 

Όλη την ώρα χάιδευε εκείνο το σκουριασμένο χαρτομάχαιρο του γραφείου του. Με είδε που παρακολουθούσα τα χέρια του και μου είπε με γλύκα.

- Ναι. Αυτό είναι...

Έπειτ’ από λίγο σα να ξανάδεσε την κλωστή της ιστορίας πρόσθεσε:

«Είναι περίεργο, να δεις! Όσους έβλαψα τότε, όλοι φύγανε... Ο Μουσταφάς γύρισε στην πατρίδα του. Η Μαρία, έφυγε κι αυτή... Δυο βδομάδες έπειτ’ από τη βροχή. Με βάλανε να κοιμηθώ χωριστά εκείνη τη νύχτα. Το πρωί με πήρανε βιαστικά και με πήγανε στο σπίτι του Καπέτη, του τραπεζίτη. Ο γιος του είχε να ποδηλατάκι και το κατέβασε στην πλατεία. Το πήρα κι έκανα βόλτες. Ένα φτωχαδάκι της ηλικίας μου ήρθε να χαϊδέψει το τιμόνι του. Του ’δωσα μια κλωτσιά στο καλάμι και το έβρισα. Το παιδί με κοίταξε και μου είπε σοβαρά:

- Μη βρίζεις σήμερα που πέθανε η αδελφή σου...»

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Αρχική σελίδα KEIMENA