ΚΙΜΩΝΑΣ ΛΩΛΟΣ

 

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ

 

Η στολή του ανθρώπου της εξουσίας φάνταζε πολύ επίσημα στις λερές πλάκες της αυλής.

Η μεσόκοπη γυναίκα που «αυλιζότανε» στην ίδια αυλή με τον Αντώνη έτρεξε να τον ειδοποιήσει.

Χτύπησε· δεν πήρε απόκριση· έσπρωξε τη σκεβρή πόρτα.

Τότε ο Αντώνης, από μέσα, αναδύθηκε κάτω από ένα σωρό που πρέπει να ήταν το πάπλωμα του κρεβατιού του. Ανασηκώθηκε πάνω στον αγκώνα του, αστείος και τραγικός, με την απαίσια αξυρισιά του. Και ξαφνικά κλώτσησε το «πάπλωμα».

Η γειτόνισσά του της αυλής τον είχε δει πολλές φορές σ’ αυτά τα χάλια, όταν πήγαινε να της ζητήσει ζεστό νερό ή κάτι άλλο. Μα σήμερα τον λυπήθηκε και γλέντησε περισσότερο. Πώς χανόταν μέσα σ’ ένα είδος νυχτικού ή πιτζάμας! Ένα αντράκι, ένα πουλερικό. Μύτη βουρβωνική, μάτια πεινασμένα που δε χορτάσανε ποτέ φαΐ και δε φάγανε ποτέ έρωτα, - ήμαρτον, Θεέ μου! Μόνο μια χαίτη μαύρη, ξεφτισμένη, ατροφική, ξεκινούσε από τα μισά του κρανίου κι έπεφτε με απίστευτη τόλμη πίσω στο σβέρκο. Ήταν η μόνη κοκεταρία του. Ένα, ένα μονάχα πράμα είχε ρωμαλέο, πελώριο: το μήλο του Αδάμ, ένα καρύδαρο σαν γροθιά, που ανεβοκατέβαινε διαρκώς, γιατί ο Αντώνης ξεροκατάπινε ασταμάτητα. Η γυναίκα το έβλεπε εκεί, να γράφεται αδρά πίσω από το κίτρινο δέρμα με τους φασκιωμένους πάντα, σαν από ζεμάτισμα, πόρους, και της φάνταζε σαν ένα φιάσκο, σαν μια φάρσα του καλού Θεού. Γιατί είχε ακουστά ότι κατά τον κόκορα και το λειρί. Μα ήταν κόκορας αυτός, Χριστιανέ μου!

Ο Αντώνης στεκόταν μοιρολατρικά να τον περιεργαστεί η γυναίκα. Προσπάθησε μόνο να διορθώσει την αδιόρθωτη ατημελησιά του.

Στο τέλος είπε, σαν να ζύγιασε πολύ τα λόγια του.

- Τι πα’ να πει τούτο;

Μα η κουβέντα του είχε περισσότερο φόβο παρά απορία.

Ξαφνικά η γειτόνισσα τον κοίταξε με κάποια έκπληξη: «Μπορεί τάχα να έχει κάνει κάτι παράνομο αυτό το αρνί, αυτός ο αγαθούλης!» συλλογίστηκε. Το πράμα της ήρθε κάπως αναπάντεχα. «Θες!» ξανάπε μέσα της κι ένιωσε τον Αντώνη ν’ ανεβαίνει στην εκτίμησή της. «Μωρέ, αν είναι, χαλάλι του!» Την έπιασε ένα κέφι στην ιδέα αυτή. Άθελα το μάτι της πήγε στο καρύδι του. «Κάτι τέτοια σιγανά ποτάμια κάνουνε φόνους και βιάζουνε κορίτσια» δογμάτισε μέσα της και περιεργάστηκε το καρύδι σχεδόν με θαυμασμό. Ύστερα συνήλθε και ανέβηκε στη σοβαρότητα της στιγμής. Ήξερε τα σημάδια των καιρών· ότι οι «σμπίροι» βόσκανε πίσω από τα πατήματα των ανθρώπων· ότι ψάχνανε την έκφραση του ματιού σου, όταν έβλεπες να περνούν οι παντιέρες, τα λιλιά, τα φάλαρα και οι παπουτσωμένοι αρουραίοι «της καταστάσεως»· ότι καταγράφανε τις φιλίες σου, τα γλέντια σου, τις ερωμένες σου· ότι σημειώνανε προσεχτικά αν είχες προτίμηση στις κόκκινες γραβάτες…

- Μήπως καμιά μέρα, συλλογίστηκε, είπε πουθενά ο άμοιρος ότι είναι «ελεύθερος» - δηλαδή όχι παντρεμένος! – κι εκείνοι το γράψανε στα κιτάπια τους; Ήρθε η ώρα να πληρώσει το μεγάλο λόγο του.

Μια συμπόνια τη συνεπήρε και τον άγγιξε παρηγορετικά στον ώμο:

- Άντε, κύριε Αντώνη…

Τον προβόδισε σχεδόν μητρικά.

 

Ο άνθρωπος της εξουσίας ήτανε λακωνικός. Δεν ξεχώριζε κανείς τι πιο πολύ βλαστημούσε: Την πρωινή αυτή αγγαρεία ή τους παράνομους της οικουμένης ολάκερης που βάζουνε σε μπελάδες τις αστυνομίες.

- Τι συμβαίνει; Δια τι πρόκειται; ρώτησε «υπηρεσιακά» τάχα και αδιάφορα ο Αντώνης.

- Στις οχτώμιση να είσαι εκεί, του είπε σαν να μη του το είχε ξαναπεί.

Φαινόταν καθαρά πως ήθελε να τον διαολοστείλει με όλους τους τύπους. Τον κοίταξε καταφρονετικά σαν να του έλεγε:

- Δε μας παρατάς με τις ερωτήσεις σου!

- Θα με περιμένετε να πάμε μαζί; ξαναρώτησε ο Αντώνης γαντοφορεμένος με τον πληθυντικό.

Εκείνος τον αναμέτρησε από την κορφή ως τα νύχια. Το κάτω χείλι του κρεμάστηκε με αντάμικο τρόπο. Σαν να κούνησε το κεφάλι του αδιόρατα με κάποια σημασία: Αμ μπορείς να μας ξεφύγεις τώρα πια;» σαν να έλεγε. Ύστερα έστριψε και περπάτησε να φύγει.

- Όχι, είπε την τελευταία στιγμή. Να πας μόνος σου.

Όση ώρα ο Αντώνης ετοιμαζόταν το μυαλό του έτρεχε. «Μπρε φίλε μου: Λέλε μπελιάδες!» έλεγε. Κάποια στιγμή αποξεχάστηκε να κοιτάζει τη φάτσα του μέσα σ’ ένα κομμάτι καθρέφτη. Έκανε μια γρήγορη ανακεφαλαίωση των τελευταίων ημερών. Βυθίστηκε στα ασήμαντα περιστατικά της καθημερινής ζωής, ξέθαψε αστείες λεπτομέρειες, θυμήθηκε φράσεις, ρετάλια από κουβέντες ειπωμένες στο καφενείο, στη δουλειά, συζητήσεις μισοπολιτικές… Φοβήθηκε εκείνες τις εξάψεις όπου κάθε άνθρωπος πετάει μια βαριά λέξη ή μια επικίνδυνη κουβέντα, όπου βγάζει το άχτι του με βρισιές, επειδή δεν μπορεί να εκδικηθεί αλλιώς. Πόσες αφορμές μικρές και μεγάλες: οι αναγκαστικοί – αυθόρμητοι εορτασμοί, οι «επέτειοι», τα υπαγορευμένα συγχαρητήρια γράμματα, οι αναγκαστικές – προαιρετικές εισφορές υπέρ της βασιλικής αεροπορίας, ο αυτοκράτορας που πετροβολάει τους φωτογράφους… τόσα και τόσα. «Μπορεί να κρατιέται πάντα κανένας, συλλογιόταν ή να έχει εμπιστοσύνη σε καθένα που κουβεντιάζει μαζί του;»

Ξαφνικά βγήκε από το βύθισμά του. Είδε – σάμπως για πρώτη φορά – το αξύριστο μούτρο του. Είπε να πάει να ξυριστεί στον μπαρμπέρη. Ύστερα μετάνιωσε. Τον έπιασε κάτι σαν αβουλία, σαν αδιαφορία καταδικασμένου ανθρώπου.

Κάποια στιγμή μπόρεσε να γίνει αισιόδοξος: «Δια λάθος θα είναι…» είπε. Ωστόσο εκείνο το τρακ δεν τον άφησε ούτε στο δρόμο ούτε μέσα στο τραμ. Ένιωθε να τον ζώνουν τα φίδια.

 

«Εκεί» του έμελλε να περιμένει τη σειρά του. Ήταν σ’ ένα διάδρομο τυφλό και βρομούσε σαν στρατιωτικό πλυσταριό. Έβλεπε μαύρες φάτσες να μπαινοβγαίνουν στα γραφεία, πράσινα ρεμπουπλικάκια, ταγκά μουστάκια, γκαμπαρντίνες γκρίζες. Κάθε ένας από αυτούς έριχνε – έτσι, από συνήθεια ν’ ακονίζει την τέχνη του – μια έμπειρη ματιά στο συνάφι που περίμενε. Το έδειχναν, το υπογράμμιζαν με το ύφος τους πως το μάτι τους «έκοβε». Και το κάτω χείλι τους κρέμαγε αντάμικα, όπως καλή ώρα του αστυφύλακα.

Ο Αντώνης αναστέναξε χριστιανικά. Δεν τολμούσε να πιάσει κουβέντα ούτε με τους συντρόφους του της ουράς: «Ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά!»

Κάποτε βγήκε ένας αστυφύλακας και βρόντηξε μέσα στο διάδρομο:

- Σαμαράς Αντώνιος!

- Παρών! έκανε ο Αντώνης και προσευχήθηκε βιαστικά.

- Σύντομα, σύντομα, σύντομα! πρόσταξε ο άλλος. Ήταν σβέλτος και χαιρόταν αυτή την υπηρεσιακή σβελτοσύνη και το έδειχνε πως τη χαιρόταν.

Όταν ο Αντώνης μπήκε στα άδυτα, ένιωσε όπως ένας ολότελα ξένος που φτάνει αργά σε μια δεξίωση. Το φως ερχόταν δυνατό, τυφλωτικό, από το παράθυρο· εφώτιζε από πίσω την πλάτη του κάποιου που καθότανε στο γραφείο· εμπόδιζε τον Αντώνη να δει την όψη του κάποιου· γαλάκτωνε το σύννεφο του καπνού που πλάκωνε το δωμάτιο· κι έκανε μεγαλύτερη τη σύγχυση προσώπων και πραγμάτων.

- Όνομα, επίθετο, όνομα πατέρα, πού μένεις! ακούστηκε η φωνή του κάποιου.

Ο Αντώνης άρχισε να βλέπει:

Ο κάποιος είχε γαλόνια, επωμίδες, κορδόνια λιλιά. Και δέσποζε πάνω από το μεγάλο τραπέζι και κυβερνούσε το βασίλειο των φακέλων και των χαρτιών που κείτονταν μπροστά του.

Ο Αντώνης ψέλλισε τα στοιχεία του. Ο άλλος τράβηξε κάτι χρωματιστές μολυβιές σε κάποιο χαρτί. Ύστερα άνοιξε ένα πράσινο φάκελο. Ξεφύλλισε· αναδίφησε· υπογράμμισε· τον έκλεισε. Μετά χτύπησε τη μύτη του μολυβιού πάνω στο τραπέζι με βαθιά σκέψη. Ξαφνικά είχε έμπνευση. Άνοιξε ένα κόκκινο φάκελο! Ξεφύλλισε· αναδίφησε· υπογράμμισε· αυτή τη φορά διέγραψε κιόλας· τον έκλεισε. Άνοιξε ένα γαλάζιο φάκελο. Ξεφύλλισε· φωτίστηκε· ξερόβηξε με σημασία· στάθηκε· γέμισε εμβρίθεια. Έμοιασε να ξεχνιέται, να βουτιέται με ηδονή στα γραφτά. Η στάση του κορμιού του, τα απλωμένα χέρια του με τις παλάμες του ακουμπισμένες ευχαριστημένα στους θησαυρούς των εγγράφων, έδειχναν όλο το μεράκι του ανθρώπου.

Γύρω βασίλευε σιωπή αναμονής. Ο γραφιάς πάρα κει περίμενε με την πένα μετέωρη. Οι άλλοι με τα ταγκά μουστάκια, με τις γόπες των τσιγάρων τους τσιμπητές από μεγάλο δάχτυλο και δείχτη, περιμένανε κι αυτοί. Το μάτι τους πίσω από τους καπνούς ήταν θολά γυαλιστερό. Και το χείλι τους κρεμόταν πάντα καταφρονετικά και πάντα με σημασία.

Ο Αντώνης ένιωσε την αγωνία της αβεβαιότητας. Ήταν λοιπόν τόσο πολύπλοκο το πράμα! Ήταν «υπόθεση φακέλων». Του φαινόταν σάμπως ο εαυτός του να φασκιωνόταν μέσα στα έγγραφα, σάμπως να γινόταν ο ίδιος μια παράγραφος υπογραμμισμένη με κόκκινο της φωτιάς. Τι έμελλε να βγει από το σύμπλεγμα των αναφορών, των «διαβιβαζομένων», των «συνημμένων και προσηρτημένων», των υπηρεσιακών σημειωμάτων, των «λόγω αρμοδιότητος»;

Σαν τι να έχω κάνει; αναρωτήθηκε αβέβαιος για την ίδια την πολιτεία του.

- Επάγγελμα; έκανε ο άνθρωπος του γραφείου.

Ο Αντώνης τινάχθηκε. Είχε πιστέψει ότι ποτέ δε θα ερχόταν το τέλος.

- Συγγνώμην, είπε, λοιπόν… εργάτης δια τους βόθρους.

Δεν είπε, δεν αισθάνθηκε, μα διαισθάνθηκε κάποια θυμηδία στο ακροατήριο: Κάτι ποδάρια σύρθηκαν, κάποια μετακίνηση κορμιών και πνευμάτων.

- Εδώ φέρεσαι ως εργάτης μεταφορών! ξαναείπε ο άλλος σάμπως με θυμό που αμφισβητούσαν τα χαρτιά του.

- Πρώην… τραύλισε ο Αντώνης.

- Τι πρώην;

- Τέως… μεταφορών, εξηγήθηκε ο Αντώνης.

- Τέως ή πρώην τέλος πάντων; έκανε με πνεύμα ο άνθρωπος των φακέλων.

- Τι τέως ή πρώην τέλος πάντων; Δεν… δεν… καταλαβαίνω, κύριε…

Πήγε να τον πει κύριο Αστυνόμο μα φοβήθηκε μήπως κάνει καμιά ασυγχώρετη γκάφα.

- Εγώ ρωτάω ή εσύ; Ε; συνέχισε το αστείο του εκείνος.

- Τι ποιος ρωτάει; μπερδεύτηκε οριστικά ο Αντώνης.

- Καλά! καλά! έκοψε την ιλαρότητα ο άλλος. Πρώην εργάτης μεταφορών, νυν εργάτης εκκενώσεως βόθρων. Μπορείς να πεις γιατί άλλαξες επάγγελμα;

Ο Αντώνης σφίχτηκε. Κι ευχήθηκε στον εαυτό του προσοχή και καλή συμπεριφορά.

- Δεν άλλαξα, κύριε…

Πάλι, πήγε να τον πει αστυνόμο.

- Δεν άλλαξα, κύριε. Είναι σχετικά παρεμφερές λοιπόν.

Παρεμφερές! Ποιο;

- Τα επαγγέλματα. Μεταφορές το ένα μεταφορές και το άλλο.

Ο Αντώνης ευχαριστήθηκε από την απάντησή του. Ωστόσο ο «κύριος…» επέμενε:

- Ναι· γιατί άλλαξες όμως;

- Να σας πω…

- Να μας πεις.

Ξαφνικά ο Αντώνης φοβήθηκε πως πήγαινε να μπλεχτεί χωρίς να ξέρει γιατί.

- Άλλαξα, κύριε… άλλαξα γιατί… είχαν σταματήσει οι δουλειές! άρθρωσε και σαν να πήρε κάποια ανακούφιση.

- Πολυτεχνίτες κι ερημοσπίτες! τον αποπήρε ο άλλος. Σας ξέρω «εσάς», δε στεριώνετε πουθενά. Είχαν σταματήσει οι δουλειές – άκου! – είχαν σταματήσει οι δουλειές!

Και απότομα ο θυμός του ανέβηκε.

- Ποιες δουλειές σταματήσανε; Και γιατί σταματήσανε οι δουλειές; βροντοφώναξε.

- Δια την κατάσταση, κύριε…

Ο «κύριος…» του έριξε ένα κοφτερό βλέμμα και κράτησε μια μικρή σιωπή γεμάτη νόημα.

- Αχά! έκανε στο τέλος. Δε σ’ αρέσει λοιπόν η κα-τά-στα-ση!

Ο «κύριος…» ζεσταινόταν, αποχτούσε φόρμα, άνεση. Ο Αντώνης άρχισε να δαγκώνεται. Πάσχισε να εξηγηθεί.

- Δια την ακρίβεια λοιπόν, τα νοίκια είναι ακριβά, βλέπετε ο κόσμος δε μετακομίζει, όπως άλλοτε. Καταλαβαίνετε. Αναγκάστηκα να…

- Και τώρα έχεις δουλειές;

- Ε, όλο και κάτι γίνεται. Βλέπεις λοιπόν, ο κόσμος δεν μπορεί να μην αδειάσει.. Υπόνομοι δεν υπάρχουν στις φτωχογειτονιές…

- Υπόνομοι δεν υπάρχουν στις φτωχογειτονιές! τον κεραύνωσε ο κύριος… Είσαι καλά δασκαλεμένος, βλέπω. Στις φτωχογειτονιές!

Απότομα έπεσε σιωπή. Φάνηκε σάμπως ο άνθρωπος να έχασε τον οίστρο του και το κέφι του να είναι κακός. Στράβωσε μια δυο φορές το στόμα του μ’ ένα τικ αμηχανίας και έπιασε με τα δυο πρώτα δάχτυλα τη μύτη του. Ξανάσκυψε στα χαρτιά του. Η κάμαρα γέμισε ειρήνη μελετητήριου. Και ο Αντώνης άρχισε, χωρίς να ξέρει κι αυτός πώς, να ελπίζει: «Δια λάθος θα είναι» είπε μέσα του δυο τρεις φορές. «Αμπρε! θα δεις!» Άρχισε κιόλας να σπουδάζει τον «κύριο…» Πρόσεξε που εκείνος χτύπησε δυο τρεις φορές το μολύβι του πάνω στα χαρτιά του, σαν κάτι να τον μπέρδευε, σαν κάτι να μην ήταν σε τάξη. Μα ξαφνικά, εκεί που ξεφύλλιζε, καρφώθηκε κι ύστερα ακούμπησε τον αριστερό δείχτη πάνω σ’ ένα έγγραφο. Και χωρίς να το περιμένει ο Αντώνης, ανασήκωσε το κεφάλι του και βρόντηξε μια φωνή απίστευτα μανιασμένη ύστερα από τόση γαλήνη.

- Ώστε οι φτωχογειτονιές, ε! Οι φτωχογειτονιές!

Ήταν σαν μηχανή που ξανακουρδίστηκε. Το σαγόνι του πετούσε έξω με σιγουριά, με καυχησιά. Αποξεχνιόταν μάλιστα και κρεμούσε το κάτω χείλι του όπως οι άλλοι. Μα και μισή ντουζίνα φορές το είπε το «φτωχογειτονιές». Κι όταν φάνηκε να χορταίνει άλλαξε ύφος, έκανε φάτσα δημόσιου κατήγορου, τον κατάδειξε μάλιστα με το δείχτη και είπε:

- Ποιος σ’ έστειλε στις φτωχογειτονιές;

Ο Αντώνης άνοιξε κάτι μάτια τόσα. Τι ήθελε και την έλεγε αυτή την έρημη λέξη!

- Δε μ’ έστειλε κανείς, κύριε… αποκρίθηκε αθώα.

- Το Κόμμα;

- Όχι… ποιο κόμμα κύριε…

- Ο «καθοδηγητής»;

- ! …

- Οι «σύντροφοι»; Πες, μίλα, ποιος;

Σηκώθηκε όρθιος, απειλητικός κι ήταν σαν να ήθελε να βρει κανένα μαστίγιο. Όλες τις τελευταίες αυτές στιγμές έμοιαζε σαν να έπαιρνε σαΐτες από κάποια θήκη και να τις έριχνε του Αντώνη. Κι ακόμα έμοιαζε να είναι απίστευτα ευχαριστημένος για την ποιότητα και την αφθονία τους.

- Μίλα! ξαναφώναξε.

- Δεν πήγα πουθενά, κύριε…

- Πώς! Πώς! Κουφός είμαι; Στράφηκε στο γραφιά του και διάταξε:

- Γράφε: Ερώτηση: Γιατί άλλαξες επάγγελμα; Απάντηση: Άλλαξα επάγγελμα, επειδή δεν ήθελα να δουλεύω για τους μπουρζουάδες. Προτίμησα να δουλεύω για το λαό» Βάλε: «Για το φτωχό λαό που δεν έχει υπόνομους».

Ο Αντώνης ανέμισε τα χέρια σα φτερά μύλου.

- Δεν ήθελα να πω αυτό, κύριε…

- Σκασμός!... Γράφε παρακάτω: «Στην απόφασή μου αυτή..

Τότε ο Αντώνης έκανε έναν ηρωισμό. Φάνταζε σάμπως η ξεφτισμένη χαίτη του να τινάχτηκε πολεμικά: Έκανε δυο βήματα απελπισίας προς το γραφείο κουνώντας τα χέρια του.

- Δια λάθος θα είναι, κύριε…

- Η υπηρεσία δεν κάνει ποτέ λάθος – τ’ ακούς! – ππποτέ!... Και μη μου κουνάς τα χέρια! Και πού είσαι ακόμα! Έχω ράμματα για τη γούνα σου!...

Στράφηκε τότε στους γκαμπαρντίνες και τους ρώτησε:

- Τον ξέρει κανείς σας;

Εκείνοι δείξανε μια προθυμία, τόσο αντίθετη με την κοιμισμένη γυαλάδα του ματιού τους και το πεσμένο χείλι τους. Τον κοιτάξανε, τον περιεργαστήκανε, μ’ όλο που αυτό είχε γίνει εδώ και τόση ώρα. Πήραν ακόμα ένα ύφος στενοχωρημένο που δυστυχώς δεν τον ήξεραν.

- Όχι, κύριε διευθυντά… αποκρίθηκαν.

Και τα δυο ο Αντώνης τα πήρε για καλά σημάδια. Πρώτα ότι δεν τον ήξεραν και ύστερα ότι μάθαινε επιτέλους το βαθμό του «κυρίου…» Τον πρόσεξε που ξαναγύρισε στα χαρτιά του κι ένιωσε πως μπαίνανε σε άλλη φάση: Τον είδε να τραβάει ένα φύλλο χαρτιού μέσα από το φάκελο, να το κοιτάει σχεδόν ερωτικά, να του το δείχνει από μακριά και να το ξαναφήνει μέσα στο φάκελο. Ήταν σαν ταχυδαχτυλουργία. Ο Αντώνης δεν πρόφτασε μήτε να σκεφτεί γιατί ο κύριος διευθυντής άρχισε την απαγγελία:

«Κύριε Αντώνη Σαμαρά» και τα λοιπά, Αθήνα, Αγαπητέ Αντώνη. Σε χαιρετώ. Υγείαν έχω και εάν ερωτάς και δι’ εμέ καλώς υγιαίνω. Αντώνη, σε φχαριστώ δια τους κόπους και δια τις πληροφορίες και τα τοιαύτα. Ξεύρω διότι σε έβαλον σε μεγάλη σκοτούρα πλην ο σκοπός ιερός και τα παιδιά εδώ σε φχαριστούν, γιατί ήταν μεγάλη ανάγκη να μάθουν τι γίνεται περί κόκκινο πιπέρι εκεί κάτω. Επίσης μεγάλη νοθεία εδώ, διότι τρίβουν κεραμίδι και προχθές η αστυνομία έκανε κατάσχεση στα υπόγεια. Ας όψονται. Η νέα γενεά σε χαιρετούν όλοι. Αντώνη, με συγχωρείς, πλην αδυνατώ προς ώρας να σου εξαποστείλω σταφύλια. Κρίμας, Αντώνη, πολύ λυπάμαι δια να μην μπορώ να σε ικανοποιήσω το μεράκι σου. Μάθε, Αντώνη, ότι η Αστυνομία απαγορεύει αυστηρώς παντός είδους λαχανικά, φρουτικά και τα τοιαύτα να βγαίνουν από της περιοχής μας καθόσον έπεσε φέτος περονόσπορος σύννεφο και ο Νομίατρος διαταγή να μην κουβαλάνε τα τρένα προς τα έξω. Θα κοιτάξω να σου διαβιβάζω φιλικώς με κανένα γαρδοφρένο δικό μας παιδί δια μέσο Πλατύ-Γιδά. Ταύτα και σε φιλώ, ο φίλος σας, Κωνσταντίνος Γεωργίου Βαρόσης. Εν Εδέσση τη 15 Ιανουαρίου 1937.

Έγινε παύση. Μετά χτύπησε το φύλλο του χαρτιού, όπως θα χτυπούσε ένα ντέφι, και το άφησε να πέσει. Αυτή η κίνηση είχε πολύ από το χούι ανθρώπου που ξέρει να εκτιμάει την αξία των ντοκουμέντων.

- Αυτό: πρώτο! έκανε. Ας δούμε και το δεύτερο.

Και άρχισε πάλι την απαγγελία:

- Κύριο Κώστα Βαρόση, Έδεσσα Μακεδονίας. Αγαπητέ Κώστα, γεια σου. Υγείαν έχω και υγείαν ποθώ και δια εσάς. Δεν έλαβον επιστολήν σου πριν δύο μήνες βία ενάμιση και ευρίσκομαι εις ανησυχίαν. Τι έγινες, βρε παιδί! Αναμένω λοιπόν επιστολήν σου με όλα τα καλά νέα. Εδώ ο Θεός μας ξέχασε, ούτε δουλειές, λοιπόν κεσάτια, ασ’ τα να πάει στο διάολο. Είμαι πολύ στεναχωρημένος από την κατάσταση. Δεν είναι ζωή αυτή, αδελφέ μου, να πολεμάς, λοιπόν, διά ένα κομμάτι ψωμί, το οποίον είσαι και άνθρωπος και θέλεις, διότι να ξεσκάσεις άπαξ της εβδομάδος. Κοίταξα να βρω δια καμιά θέση, τίποτα επιστάτης κάτι τέτοιο, δια να πούμε, της εργατικής. Αλλά τα ξέρεις σήμερον… ότι η δυσκολία είναι μεγάλη και απελπίσθηκα και βλασθήμησα και θέση και κράτη και όλα μαζί. Και αν δε συμβαίνει τίποτα το απευκταίον στείλε μου σιδηροδρομικώς και εις βάρος μου κανένα καλάθι σταφύλια όπως σε είχον παρακαλέσει προ καιρού, διότι τα έχω λιμπισθεί και τρέχουνε τα σάλια μου. Δεν ξέρω τι έχω πάθει, ωσάν να είμαι γκαστρωμένος. Ξέρεις από κείνα τα αυγουλάτα, περιποιημένα λοιπόν κτλ. Αναμένω ταχείαν απάντησή σου. Σε φιλώ, Αντώνης Σαμαράς. Δια χειρός πατριώτου Αθανασίου Ντούνκα. 2 Φεβρουαρίου ε.ε. Υστερόγραφον: Ξέρεις διότι το κόκκινο πιπέρι εις τον Πειραιά τραβιέται πολύ και αν θέλει ο αδελφός σου να έλθει, εκτός από τα εργατικά που σε είχα γράψει και δια τα παιδιά, έχει στάδιο για δράση. Λησμόνησα να σου πω διότι συνάντησα τους πατριώτες τον Ντίνη του Πάντου, τον Οδυσσέα και τον Άκη. Είναι όλοι καλά. Ο ίδιος.

Ο κύριος διευθυντής σήκωσε το κεφάλι του και πήρε μια ψεύτικη ευγένεια.

- Σας ακούμε… είπε στον Αντώνη.

Τότε ο Αντώνης θάρρεψε πως κατάλαβε. Οι αναμονές, τα ψαξίματα στους φακέλους, οι τραβηγμένες σιωπές, το «γιατί άλλαξες επάγγελμα», το «γράφε» στο γραφιά, όλα αυτά ήτανε φούσκα. Αφού ο λόγος ήταν για τα γράμματα, γιατί δε του το λέγανε από την αρχή; Τι τραβήγματα ήταν αυτά από δω κι από κει! Τι σπόντες! Και να λοιπόν γιατί δεν είχε πάρει απάντηση από τον Κώστα. Ο Θεός βοηθός.

- Κύριε Διευθυντά, είπε, τα δύο αυτά γράμματα, το ένα δηλαδή, το πρώτο… όχι το δεύτερο…

- Το πρώτο ή το δεύτερο;

- Το δεύτερο

- Ε…

- Είναι δικό μου, εγώ το έστειλα.

- Φχαριστούμε πολύ για την πληροφορία. Άλλο τίποτα έχεις να προσθέσεις και γράμματα γνωρίζεις;

Και σήκωνε τα φρύδια του ειρωνικά. Έδειχνε πως μόλις κρατιόταν· και ξαφνικά ξέσπασε τρομερός. Είχε βάλει τα δυο γράμματα πλάι πλάι κι έδειχνε κάτι κοκκινισμένες λέξεις.

- Άκου, πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί σε μας δεν περνάνε τα κόλπα. Ποιος είναι ο ιερός σκοπός;

Ο Αντώνης τον κοίταξε με την ενοχή του αθώου. Έδειχνε ότι δεν καταλάβαινε γρι.

- Μη μου κάνεις την πάπια, τ’ ακούς; Λέγε για ποιο ιερό σκοπό πρόκειται;

- Ποιο ιερό σκοπό; έκανε ο Αντώνης

Ο άλλος άφρισε. «Παλιόμουτρα» είπε, «μου κάνετε την παρθένα!» Ωστόσο δεν μπορούσε να καταπατήσει τους «τύπους». Πήρε το πρώτο γράμμα στα χέρια του κι άρχιζε να το ξαναδιαβάζει. Τότε ο Αντώνης έκανε: «Α!» κι έδειξε πως κατάλαβε.

- Είναι δια κόκκινα πιπέρια, κύριε Διευθυντά. Εκεί κάνουν διότι εξαγωγή. Φυτεύουν κόκκινες πιπεριές στα μέρη μας. Ο αδελφός του Κώστα, ο Κύριλλος, ήθελε να ξέρει αν εδώ στον Πειραιά, στέλνουν λοιπόν έξω πιπέρια· και να κάνει κι αυτός μια μικρή αποθήκη και να φέρει και λοιπόν δικά μας παιδιά για τις δουλειές.

- Δικά σας παιδιά;

- Ναι, πατριώτες από τα Βοδενά;

- Ποια Βοδενά;

- Τα Βοδενά, την Έδεσσα, το ίδιο κάνει.

- Πώς κάνει το ίδιο;

- Έχει δυο ονόματα, κύριε Διευθυντά.

- Και το κεραμίδι;

- Είναι, κύριε διευθυντά, κάτι εμπόροι, άτιμοι.

- Α! εμπόροι άτιμοι…

- Μάλιστα, κύριε διευθυντά, νοθεύουν τα πιπέρια με κεραμίδι λοιπόν τριμμένο.

- Και δε μου λες, γιατί ας όψεται η Αστυνομία που έκανε κατάσχεση.

- Δεν είπα τίποτα εγώ, κύριε διευθυντά!

- Το γράφει, μωρές, ο Βαρόσης, να «… και προχθές η Αστυνομία έκανε κατάσχεση στα υπόγεια. Ας όψονται…»

- !…

- Λέγε!

- Δεν ξέρω…

- Λέγε!

- Να δω… το… το… γράμμα, κύριε διευθυντά.

- Ξέρεις γράμματα;

- Μόνο δια να διαβάζω…

- Ξεστραβώσου.

Ο Αντώνης έσκυψε, ξανάσκυψε, γέμισε απορία και ξαφνικά φωτίστηκε σαν φιλόλογος που πέτυχε την αποκατάσταση κειμένου.

- Αυτό θέλει να πει: Ότι ας όψονται οι εμπόροι, κύριε διευθυντά. Φαίνεται διότι με την κατάσχεση μένουν χωρίς δουλειές η εργατιά λοιπόν.

Φώναζε πολύ δυνατά σα να βρήκε την Αμερική.

- Α! πάλι οι εμπόροι… η εργατιά, ε; η εργατιά! Αυτή η «εργατιά» είναι η νέα γενεά που σου στέλνει χαιρετίσματα;

- Μάλιστα.

- Μάλιστα;

- Ναι· λοιπόν ο ποδοσφαιρικός σύλλογος.

- Τι! Ποιος ποδοσφαιρικός σύλλογος;

- Η «Νέα Γενεά».

- Έτσι τη λένε;

- Μάλιστα. Λοιπόν Αθλητικός και Ποδοσφαιρικός Όμιλος Εδέσσης η «Νέα Γενεά».

- Α, ώστε έχετε και σύλλογο.

- Εγώ δεν είμαι πια, γιατί λείπω λοιπόν οχτώ χρόνια.

- Όταν ήσουνα τι έκανες; Έπαιζες μπακ! έκανε με ειρωνεία ο κύριος διευθυντής.

- Όχι, εγώ είμαι λοιπόν παλαίμαχος, έξω αριστερά, εξτρέμ δηλαδή. Εγώ ήμουν έφορος, δηλαδή, να στις μπάλες, στις φανέλες, λοιπόν, όλο το υλικό…

- Και το χρήμα.

- Όχι, σ’ αυτό ήταν ο Ταμίας.

- Ποιος ήταν ο Ταμίας;

- Ο Βαρόσης, δηλαδή ο Κώστας ο Βαρόσης.

- Ο Κύριλλος;

- Αυτός ήταν βαρύς άνθρωπος.

- Τι βαρύς;

- Να όλο με το εμπόριο, επιχειρήσεις.

- Αυτός δεν είναι άτιμος;

- Τι λέτε, κύριε διευθυντά! Άγιος άνθρωπος.

- Είναι σαν και τον Κώστα τον αδελφό του;

- Α, όχι, ο Κώστας είναι δύσθυμος…

- Τι είναι;

- Δύσθυμος, λοιπόν θυμώνει εύκολα, ανάβει με το πρώτο.

- Παίρνει φωτιά, ανάβει, κοκκινίζει, ε; Κόκκινος κόκκινος, ε;

- Τι κόκκινος κόκκινος; απόρησε ο Αντώνης.

Ο άλλος του έριξε μια ματιά σαν να έλεγε: «Μωρέ θα σε χορέψω γω, να με θυμάσαι».

- Είπες, συνέχισε, ότι ο Κώστας ήταν ταμίας. Είχατε πολλά λεφτά;

- Κάμποσα.

- Από πού τα είχατε αυτά τα λεφτά;

- Πλήρωναν τα παιδιά.

- Η «εργατιά»;

- Μάλιστα.

- Μόνο αυτοί;

- Και κάτι άλλοι, φίλαθλοι, λοιπόν.

- Α. Δηλαδή τακτικές εισφορές και τα ρέστα.

- Μάλιστα.

- Και πού πηγαίνανε όλα αυτά τα λεφτά;

- Δια εις έξοδα του συλλόγου.

- Τι είδους έξοδα;

- Να, παπούτσια, στολές, μπάλες.

- Μόνο;

- Κανένα ταξίδι δια ματς, εκδρομές, χορούς.

- Άλλο τίποτα;

- Ε, άμα αρρώσταινε κανένα παιδί λοιπόν το βοηθούσαμε ή άμα έμενε χωρίς δουλειά…

- Ώστε έτσι… Γιατί το λες τελευταίο αυτό, ε;

- Δεν το είπα δια τελευταίο. Τώρα μου ήρθε.

Ο κύριος διευθυντής κούνησε πάλι το κεφάλι του απειλητικά. Ύστερα άλλαξε ύφος· έκανε σαν δάσκαλος που συμβουλεύει ένα παιδί.

- Άκουσε δω: Έκανα υπομονή και άκουσα μέχρι τώρα τις παπαρδέλες σου. Αυτά που μου σερβίρεις είναι εντελώς ασύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε. Ακούς; Έχουμε πλη-ρο-φο-ρί-ες! Και όταν εμείς έχουμε πληροφορίες δεν πέφτουμε ποτέ έξω. Αν θες να πας γρήγορα σπιτάκι σου βάλε γνώση, προτού εκτεθείς περισσότερο. Πες μας τι ξέρεις για την υπόθεση.

- Ποια υπόθεση, κύριε διευθυντά;

- Για τα «σταφύλια»! φώναξε ο κύριος διευθυντής. Τα ξέρουμε όλα - τ’ ακούς – όλα!

Ο Αντώνης, ασυναίσθητα, από ένστικτο ναυαγού έφερε ένα γύρω το βλέμμα του για βοήθεια. Είδε τους γκαμπαρντίνες βαθιά απορροφημένους από τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αυτό το «τα σταφύλια»! ερέθιζε πολύ τη φαντασία τους όπως έδειχναν. Ήταν κρεμασμένοι από το στόμα του κυρίου διευθυντή περιμένοντας τη λύση. Και ήταν γεμάτοι θαυμασμό.

- Τα σταφύλια… πήγε να πει ο Αντώνης.

- Τα σταφύλια είναι σταφύλια, θα μου πεις. Ε; Και τα σύκα σύκα και πάει λέγοντας. Τι είναι τα σταφύλια, μωρέ; Φρούτα;

- Μάλιστα, κύριε διευθυντά…

- … Βρε, θαρρείς ότι τρώμε άχερα; Σταφύλια το μεσοχείμωνο, μωρέ! Σταφύλια Γενάρη μήνα. Ποιανού τα πουλάς αυτά;

- Κύριε διευθυντά, να σας εξηγήσω… Στα μέρη μας υπάρχει μια συνήθεια, έθιμο λοιπόν. Φυλάνε τα σταφύλια ως το Χειμώνα, ως την Άνοιξη ακόμα.

Εδώ ο κύριος διευθυντής σηκώθηκε πάνω, ανίκανος να κρατηθεί. Γύρισε δεξιά γύρισε αριστερά. Στο τέλος ούρλιαξε:

- Στον «πάγο»!...

- Όχι στον πάγο, κύριε διευθυντά, έκανε ο Αντώνης με αγωνία. Στ’ άχερα!

- Στον «πάγο», χωρίς κουβέντες! ξαναείπε ο κύριος διευθυντής.

 

Ο αρχιφύλακας του έδωσε μια σπρωξιά κατά την πόρτα. Εκεί ο Αντώνης έκανε να γυρίσει και να κουνήσει τα χέρια του κατά το διευθυντή με ικεσία, επεξηγηματικά. Έπεσε μια κατραπακιά. Η χέρα του αρχιφύλακα ανεβοκατέβηκε άλλη μια φορά. Ο Αντώνης δίπλωσε σαν φυσερό. Και τον σύρανε έξω σαν σακί πατάτες. Τον κυλίσανε στη σκάλα· τον κατεβάσανε στο υπόγειο. Ο «παγονιέρης» τον έγδυσε σε δύο χρόνους τρεις κινήσεις, όπως λένε στο γαλλικό στρατό. Στρατιωτικά. Ούτε κουμπιά, ούτε κορδόνια: τα μισά από πάνω και τα μισά από κάτω. Και τον θρόνιασε στο θρόνο. Ο Αντώνης πετάχτηκε ψηλά. Ήταν σαν να του χάιδευε τα πισινά το κρύο χέρι του θανάτου. Μια «ζβουίτς» σφύριξε μια φαρμακερή λεπτή ουρίτσα καμτσικιού. Και ξανακάθισε. Στην αρχή ήταν όπως όταν πρωτομπαίνεις στη θάλασσα. Ύστερα σιγά σιγά περνάγανε ρίγη, ανατριχίλες, γαργαλήματα. Φορές φορές, από την προσπάθεια να κρατηθεί πάνω στην κολόνα του πάγου, είχε ένα τικ στη μια κώχη της μύτης, σαν να κρατιόταν να μη γελάσει. Έπειτα ένιωσε μερμηγκιάσματα στα πισινά. Μετά καούρα, φλόγισμα, έγκαυμα. Κατόπι μια κομμάρα, ένα τάνυσμα στην ουρά. Στο τέλος τίποτα· δεν ένιωθε τίποτα. Νόμιζε ότι δεν καθόταν· ότι δεν ακουμπούσε· ότι ήταν ανάερος, πάνω σε μια φούσκα κι ότι του είχαν κόψει τα πισινά με μπαλντά και είχε γλιτώσει από το βάρος τους.

Ένας σπασμός τον τάραξε κι άρχισε το τρέμολο. Ο χειμώνας έμπαινε μέσα στο μυαλό του, του πάγωνε το μεδούλι. Ήταν σαν γυμνό πουλερικό. Λειψανέβατος, τριχωτός κατά περιοχές απίθανες. Είχε από μια τούφα στους ώμους, σαν επωλέττες της δεύτερης αυτοκρατορίας, μια τούφα πάνω από τον αφαλό, άλλη μια στους σπόνδυλους της μέσης και από μία σε κάθε γάμπα, σαν ευζωνικές φούντες. Ήταν σαν οάσεις στην ερημία της σάρκας του.

Ο «παγονιέρης» καθόταν απέναντί του κρατώντας το καμουτσί όπως ο αμαξάς που απαντέχει ν’ ανακουφιστεί τ’ άλογο.

Ο αρχιφύλακας έλεγε κάθε τόσο:

- Πες, μίλα, πες. Πες, μίλα, πες. Τι σημαίνουν τα σταφύλια;

Ο Αντώνης πάσχιζε να κρατήσει το χορό των σαγονιών του. Ο παγετώνας κυλούσε, γλιστρούσε, ανέβαινε. Έλεγε:

- Τα σταφτ-φτύ-λια… κυρ-αρχ- ιφτ-φτύλα-κα… Και δώσ’ του ντουκ-ντουκ-ντουκ οι μασέλες του. Τα σταφύλια διατηρούν στα μέρη μας λοιπόν μέσα στο άχερο. Μα το Σταυρό, σου λέω.

- Πώς μωρέ; μες στο άχερο; Κυδώνια είναι, γιά τζίτζιφα!

- Να, ξαναέκανε ο Αντώνης και πάσχιζε να κρατήσει το τρέμολο. Παίρνουν διότι μια μεγάλη ρόγα, ζουμερή λοιπόν, και την καρφώνουνε στο τσουνί του τσαμπιού.

Εδώ ξεχάστηκε και ανασηκώθηκε να δείξει με τα δάχτυλα την τέχνη. «Ζβουίς» ξανασφύριξε το καμουτσί του «παγονιέρη». Ξανακάθισε στ’ αυγά του.

- Όλο τον καιρό που τα φυλάνε σε κάσσες, συνέχισε το μάθημα, λοιπόν η ρόγα δίνει φαΐ στις άλλες, τις ποτίζει. Και κρατάνε μέχρι Μάρτιο, που λέει ο λόγος. Ξέρεις διότι είναι αυτά όψιμα σταφύλια, μακεδονικά.

Τώρα πια τρανταζόταν ολάκερος. Έτρεμαν όλα του, ως και τ’ αυτιά του. Το μεγάλο, το ρωμαλέο, το πελώριο καρύδι του έπαιζε σα γροθιά πάνω στο λαιμό μπασαβιόλας.

- Σύρε, μα την Παναγία, άει πες τον τον κύριο διευθυντή. Α μπρε, πίστεψέ με! θα πεθάνω αμπρέ! Άνθρωποιοιοιοι! Λέεεελε! Βαχ!

Έσυρε ένα σκούξιμο ζώου. Ήταν η πρώτη κραυγή διαμαρτυρίας. Έβαλε το χέρι στην καρδιά του. Το κεφάλι του, τα γόνατά του, ανεβοκατέβαιναν σαν τσαγκάρικη μηχανή.

«Ζβουίτς» έκανε το καμουτσί.

- Μίλα, πες, ομολόγησε: τι σημαίνουν τα σταφύλια;

Κάποια στιγμή κατέβηκε και ο κύριος διευθυντής. Αυτοπροσώπως. Με τη βαριά χλαίνη του α λα κάπα.

- Ακόμα; ρώτησε.

Ο αρχιφύλακας έκανε ένα νόημα κρυφής απογοήτευσης.

- Τι λέει;

- Λέει το και το.

Ο διευθυντής έξυσε τ’ αυτί του.

- Τι λες, μωρέ; απευθύνθηκε στον παγωμένο βασιλιά.

Ο Αντώνης του έριξε ένα κοκαλωμένο βλέμμα.

- Δε… δε… δε.. μπορώ… δεν μπορώ…

- Κατεβάστε τον! πρόσταξε ο διευθυντής.

Τον ξαναγυρίσανε στον Καϊάφα.

Η βρομοχνωτισμένη κάμαρα του χάιδεψε ζεστά, φιλικά, καλοσυνάτα την πλάτη. Ήταν σαν την ευτυχία που σκοτώνει. Ένα δυνατό ρίγος τον συνεπήρε, πιο δυνατό κι από κείνα που τον έπιασαν όταν καθόταν στο θρόνο του. Ένιωσε τα μελίγγια του σφιγμένα σε μέγγενη. Σουβλιές του τρύπησαν τους αρμούς των σαγονιών.

Ο κύριος διευθυντής κάτεχε κιόλας την έδρα του. Του έριξε μια βιαστική λοξή ματιά, σαν να μην ήθελε να δει τα χάλια του.

- Τι έχεις να πεις; έκανε.

- Τα σταφύλια, κύριε διευθυντά, τα φυλάνε λοιπόν στο άχερο λοιπόν.

- … Λοιπόν…

- Και στον ασβέστη καμιά φορά.

- Στον ασβέστη!

- Μάλιστα. Ρίχνουν, τα πασπαλίζουν λοιπόν με σκόνη από ασβέστη. Κρατάνε πολύ.

Εκείνος ούτε τον πρόσεχε πια. Είχε ξανασκύψει πάνω από τα δυο γράμματα. Φάνταζε να μη δίνει πια σημασία στα σταφύλια. Ένα κάτι, σαν κύμα οργής, ανέβηκε στο κεφάλι του Αντώνη. Αυτό τον ζέστανε. Του κίνησε γρήγορα το αίμα. Κι άρχισε να νιώθει εκείνη την πρωτινή φλόγωση που την είχε στην τέταρτη φάση της παγοδρομίας. Ανακάλυψε πως είχε πισινά, μα αυτό του έφερε βάρος σαν να του γέμισαν το σώβρακο με πέτρες. «Αχμάκηδες!» έβρισε μέσα του. «Παίζετε καραμπόλες με το δικό μου τον…»

Ο κύριος διευθυντής ξανασήκωσε το κεφάλι του.

- Τι είναι αυτός ο «γαρδοφρένος», που σου γράφει ο Βαρόσης;

- Κανένας φίλος.

- Φχαριστώ. Αυτό το λέει: «Θα σου στείλω τα σταφύλια με κανένα γαρδοφρένο δικό μας παιδί μέσω Πλατύ – Γιδά… Όλο δικά σας παιδιά και δικά σας παιδιά! Συμμαχία με δίκτυο!

- Φίλοι, κύριε διευθυντά, ουρτάκια λοιπόν όπως λέμε στα μέρη μας.

- Τι είναι αυτό;

- Τούρκικο.

- Και το «γαρδοφρένος»; Αρμένικο;

- Όχι… Ελληνικό! Στα τρένα. Είναι γνωστόν.

- Ποιο είναι γνωστόν;

- Ο γαρδοφρένος.

- Τι κάνει αυτός;

- Σφίγγει τα φρένα, στα χαμάλικα.

- Τι! Χαμάλικα;

- Μάλιστα. Σαλονίκη – Βιτόλια· χαμάλικα τρένα, λοιπόν, φορτηγά δηλαδή.

- Ποια είναι η Βιτόλια αυτή;

- Τα Βιτόλια, το Μοναστήρι.

- Ποιο Μοναστήρι; Είναι καλόγεροι;

- Συγγνώμην, το Μοναστήρι της Σερβίας.

- Γιατί το λες Βιτόλια;

- Συνήθεια.

- Δε μου λες… ο Βαρόσης από είναι στο Κόμμα;

- !...

- Λέγε!

- Ποιο κόμμα;

- Το πράσινο! Κάνεις το χάχα; Ξέρεις, μωρέ, ότι ο Βαρόσης είναι σεσημασμένος;

- Ο Κώστας!

- Όχι, η Καλλιόπη! Από πότε τον ξέρεις το Βαρόση;

- Έχει πολλά χρόνια. Ουου! Παίζαμε κοϊνάκια.

- Τι παίζατε;

- Κοϊνάκια, λοιπόν, βώλους.

- Και δεν ξέρεις ότι είναι κόκκινος;

- Ποτέ. Δια λάθος θα πρόκειται…

- Μη μου λες εμένα ποτέ! Κι αυτά να τα πουλάς αλλού. Είναι δυνατό να μη ξέρεις;

- Δε μιλήσαμε διότι ποτέ πολιτικά.

- Μπα! Γι’ αυτό του γράφεις; «… Δεν είναι ζωή αυτή, αδελφέ μου, να πολεμάς λοιπόν δια ένα κομμάτι ψωμί…»; Και παρακάτω: «βλασθήμησα και θεούς και κράτη και όλα μαζί»; … Ώστε το Θεό, ε; το Σταυρό σας μέσα! Και τα κράτη, ε; Αναρχικοί! Θα σου μάθω εγώ τι θα πει κράτος· περίμενε… Κι ύστερα: «… εις τον Πειραιά τραβιέται πολύ το κόκκινο πιπέρι και αν ο αδελφός σου μπορεί να έλθει, εκτός από τα εργατικά που σε είχα γράψει και δια τα παιδιά, έχει στάδιο για δράση…» … Στάδιο για δράση, ε; Πού Στην Κοκκινιά; Μου κοκκινοπιπερολογάς εμένα κόκκινα πιπέρια και τρίχες κατσαρές!... Μίλα γιατί ακόμα δε δοκίμασες παρά το άλφα. Ακόμα δε σε περάσαμε από τον πάγκο…

Κι έριξε μια ματιά γύρω στον αρχιφύλακα και στους άλλους.

- Δεν έχω ιδέα, κύριε διευθυντά, σε ορκίζομαι, από όλα αυτά λοιπόν, αθώος άνθρωπος.

- Σιγανά, μην ορκίζεσαι γιατί θα πέσει ο ουρανός να σε κάψει. Θα σε κάνω εγώ σε λίγο να πεις όρκους με αμανέδες… Είσαι ψεύτης, άναντρος και άτιμος! Είσαι γυναίκα! Κατουρόμαγκας! Τα παλικάρια το λένε, ρεεε! Δεν το κρύβουν. Ιδεολογία είναι αυτή. Πες το! … Δεν κόβουμε κεφάλια. Είμαστε κράτος εμείς, βρε! Πάμε με το Νόμο, με τη Δικαιοσύνη. Και τα παλικάρια, που λέει ο λόγος, τα σεβόμαστε… Ομολόγησε!

- Μα την Παναγία, δεν έχω κάνει τίποτα…

Ο κύριος διευθυντής τον μιμήθηκε:

- Δεν έχω κάνει τίποτα, δεν έχω κάνει τίποτα… Μόνο στέλνεις συνθηματικά γράμματα κι αναφέρεις ότι συναντήθηκες με τους κ.κ. Ντίνη, Οδυσσέα, και Άκη. Μήπως τυχόν δεν ξέρεις τι είναι κι αυτοί; Να σου πω εγώ τι είναι· Είναι «δικά μας παιδιά» κι αυτοί. Ατσίδες του σκοινιού και του παλουκιού. Αν σε ρωτήσω εγώ εσένα θα μου πεις τι είναι ο Οδυσσέας, ας πούμε;

- Μάλιστα. Συμπατριώτης, κύριε διευθυντά. Σπουδαίο παιδί. Λοιπόν ποιητής.

Η φάτσα του διευθυντή μαρμάρωσε από εξαιρετικό ενδιαφέρον.

- Α, α! έκανε σαν αμαξάς που δίνει κουράγιο στ’ άλογο του. Παρακάτω;

- Μορφωμένος, σοφός.

Ο διευθυντής κάθισε κι έγραψε κάτι κάτω από το δεύτερο γράμμα. Ύστερα ξαναρώτησε σχεδόν με καλοσύνη:

- Και τι γράφει;

- Ποιήματα.

- Τι είδους ποιήματα;

- Να, στιχάκια.

- Τι στιχάκια, δε διάβασες εσύ;

- Δεν έτυχε.

- Άλλο τι γράφει;

- Βιβλία, θαρρώ.

- Τι βιβλία;

- Διάφορα.

- Σαν τι;

- Φιλοσοφίες.

- Σαν τι φιλοσοφίες;

- Δεν τα ξέρω πώς τα λένε λοιπόν, αλλά σπουδαία πράματα.

- Πού το ξέρεις;

- Το άκουσα, το λένε.

- Ποιος, ο Βαρόσης;

- Όλοι οι πατριώτες.

- Α! Και πού μένει αυτός τώρα; Ποια είναι η διεύθυνσή του;

Μια αστραπή ξαφνική, αναπάντεχη πέρασε από το ούριο μυαλό του Αντώνη. Έτσι καθώς έδινε τις απαντήσεις είχε πάρει φόρα και πήγε να ξεχαστεί. «Δεν μπλέκω άλλον, συλλογίστηκε, καλά είμαι μπλεγμένος εγώ».

- Δεν ξέρω! έκανε ξερά, ίσως πάρα πολύ ξερά.

- Ο διευθυντής σήκωσε την κεφάλα του και τον κοίταξε με κοφτερή υποψία.

- Δεν ξέρεις; έκανε όσο του ήταν δυνατό πιο μαλακά. Ήθελε να μην τον τρομάξει. Ωστόσο ο Αντώνης ένιωσε τη φοβέρα να κρέμεται. Μα είχε πάρει την απόφαση. «Ας να είναι» είπε μέσα του. Και αποκρίθηκε το ίδιο ξερά:

- Όχι!

Ένιωσε κάτι παράξενο, κάτι πρωτόγνωρο. Κάτι σαν ανακούφιση, σαν ικανοποίηση. Ύστερα είχε μιαν εντύπωση σαν να εκδικιότανε. Κι ακόμα στιγμές στιγμές ένα είδος περηφάνιας ανέβαινε μέσα του. Τη σκέφτηκε, την αναπόλησε, την είδε από όλες τις μεριές τη στάση του. Τη γεύτηκε και τη χάρηκε. Α, ήταν καλό να μπαίνει κανείς στη μύτη τους.

Ο κύριος διευθυντής ξαναρώτησε με κάποιο ακόμα συγκρατημό:

- Πώς δεν ξέρεις, αφού συναντιόσαστε;

- Δε συναντιόμαστε. Έτυχε μια φορά στο δρόμο.

- Τι δουλειά κάνει;

- Σας είπα, ποιητής.

- Όχι αυτή, δουλειά τη λες αυτή! Άλλη δουλειά…

- Δεν ξέρω…

- Πού είναι υπάλληλος;

- Δεν ξέρω.

Και περίμενε ήρεμος το ξέσπασμα. Το είδε, το παρακολούθησε ατάραχος στα μάτια του διευθυντή. Πού τη βρήκε τέτοια γαλήνη;

- Αρχιφύλαξ! έκανε κείνος. Το ρετσινόλαδο.

Ο Αντώνης θέλησε να μαντέψει το νόημα.

Μα είχε χάσει την ικανότητα να προλαβαίνει τον εχθρό από τότε που είχε πάψει να παίζει «κοϊνάκια» ως την ημέρα που φορτωνόταν τα έπιπλα ή τα λεβέτια, ως τα σήμερα. Και αφέθηκε να περιμένει με μοιρολατρία.

Φέρανε το σερβίτσιο. Η ατμόσφαιρα πήρε αδιόρατα κωμικό τόνο. Του δώσανε το ποτήρι γεμισμένο από αβρότητα μέχρι τα μπούνια.

- Είναι κρίμας, είπε ο Αντώνης, χωρίς πίστη για το επιχείρημά του. Δεν ξέρω τίποτα από όλα αυτά.

- Θα τα μάθεις τώρα. Ή πίνεις το γάλα σου ή θα σε γεμίσουμε με την ποτιστήρα.

Και του δείξανε το μπιντόνι και το χωνί.

Ο Αντώνης «ύψωσε το κύπελλον». Μπορούσε κανείς να τον πάρει για αμφιτρύωνα. Με το ένστικτο του πιο σιχασιάρικου αλλά και του πιο σιχαμένου ζώου πάνω στη γη, έγειρε τη μύτη του πάνω από τον άκρατον. Το πράγμα ήταν πολύ επίσημο: Ήταν σαν τον κατάδικο που δοκιμάζει την κοψιά της γκιλοτίνας· ή σαν το δοκιμαστή του αυτοκράτορα που παίρνει πάνω του την ευθύνη του δηλητήριου. Τόσο που ο κύριος διευθυντής δεν αγρίεψε για την καθυστέρηση.

Πραγματικά η δόση ήταν για έναν ελέφαντα. Ένα κύμα αναγούλας κλωθογύρισε μέσα του, του αναποδογύρισε τ’ άντερα. Φάνηκε να τον πιάνει η θάλασσα προτού μπει στο καράβι. Μα όλα αυτά ο Αντώνης τα θεώρησε εξαιρετική τιμή. Και «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» αφού είπε με τη φωνή της ψυχής του, ήπιε το κώνειο.

Ήταν ημέρα Τρίτη, ώρα μεσημέρι, 10 Φεβρουαρίου του σωτήριου χρόνου 1937. Ο Αντώνης τράβηξε με το ζόρι το ποτήρι μέσα από τα κλειδωμένα δόντια του. Έκλεισε τα  μάτια. Τ’ άνοιξε. Το στομάχι του κλώτσησε τα πλεμόνια του. Τα πλεμόνια του κλώτσησαν τον αέρα τους. Χρειάστηκε να πάρει καινούργια γερή ανάσα. Μα φαίνεται πως η επανάσταση ερχόταν από πολύ βαθιά, από τα κάτω στρώματα, όπως γίνεται συνήθως. Γιατί ένιωσε τ’ άντερά του να κουβαριάζονται, να μπερδεύονται όπως το πλήθος σε συλλαλητήριο.

Η εξουσία αντιμετώπισε την κατάσταση με την ίδια φτώχεια φαντασίας, όπως πάντοτε. Στην πιο ακατάλληλη στιγμή, στην πιο αψυχολόγητη, ξανάρχισε το χαβά της:

- Πες, μίλα, πώς! Πού κάθεται ο Οδυσσέας!

Ένα νέο ανακάτωμα περδίκλωσε τα σωθικά του Αντώνη. Έγινε αδιέξοδο. Ο Αντώνης δέχτηκε όσο ποτέ πριν την πίεση των εγκάτων. Έκανε να κρατήσει απεγνωσμένα τα προσχήματα της κοσμιότητας βάζοντας το χέρι του μπρος στο στόμα του. Μα ήταν ανώτερο από τη δύναμή του. Ήταν ανώτερο από τη δύναμη των προσχημάτων. Τον κυρίεψε μια αηδία φριχτή. Το κύμα της ανέβαινε με καλπασμό, αναποδογύριζε τα ύστατα εμπόδια της νομιμοφροσύνης, πλημμύριζε το σύμπαν. Αηδίασε για όλες τις βούτες που είχε αδειάσει στους συνοικισμούς και στις φτωχογειτονιές. Αηδίασε για όλα τα γεμάτα λεβέτια που είχε κουβαλήσει μέχρι σήμερα. Αηδίασε για τη βρομιά που φορούσαν οι γκαμπαρντινάκηδες ολοχρονίς όπως το τομάρι τη λίγδα του. Αηδίασε για τα ακάθαρτα χέρια του κυρίου διευθυντή. Αηδίασε για τη σαπίλα που λέπριαζε τους τοίχους του κτιρίου εκείνου και μόλυνε τον αέρα μέσα, έξω, στους δρόμους, στην Αθήνα. Αηδίασε για όλα: για τα κόκκινα πιπέρια, για τα σταφύλια, για τους πάγους… Και «μπούαχ!» ξέρασε όλη την αβάσταχτη αυτή αηδία πάνω στο τραπέζι του κυρίου διευθυντή. Δεν ήταν λάθος. Ίσα ίσα φάνηκε να παίρνει σημάδι. Κι αυτό δεν ήταν αδιαθεσία της στιγμής. Αυτό ήταν το στομάχι, «στομάχα» όπως λένε, χρονών. Είχε καταπιεί ένα σωρό βρομιές, αχώνευτες! Και τώρα τις ξερνούσε σαν καταβόθρα που μπούκωσε πια, σαν τους βόθρους που τους άδειαζε με τα λεβέτια του. Και ήταν οχετός και ήτανε ποτάμι που έπνιξε τα καλαμάρια, τα στυπόχαρτα, τους κόκκινους, γαλάζιους, κίτρινους φακέλους!

Στάθηκε μ’ ανοιχτά πόδια, με την αλόγιστη εκείνη ορμή που έχουν οι ήρωες «εκ περιστάσεως». Κι έβγαλε ένα δεύτερο οχετό.

- Να σας…, ρε! φώναξε και σήκωσε το χέρι του.

Με την παλάμη ανοιχτή σπάθισε τον αέρα μια φορά κάτω και μια φορά πάνω. Ήταν χειρονομία που ίσως να εννοούσε και πιο βαριά πράματα.

- Ναι, ρε! … όλους! ξαναφώναξε σαν να μην τον είχαν ακούσει.

Η εξουσία, τη δεύτερη φορά, φάνηκε να συνέρχεται από την έκπληξη. Ξανασυντάχτηκε και όρμησε να βουλώσει την τρύπα του οχετού. Πέσανε χέρια, ξύλα, καπέλα.

Μα ο Αντώνης ήταν αστείρευτη πηγή. Γονάτιζε, χανόταν, βυθιζόταν, αλλά ξερνούσε, ξερνούσε, ακατάπαυστα, ανακουφιστικά, ξεκαρδιστικά:

- … όλους! Και σένα, κύριε διευθυντά… Ιδιαιτέρως λοιπόν. Ξέρεις διότι όλοι είσαστε για…

Τον σήκωσαν, τον πήραν, τον κουβάλησαν άρον άρον, γιατί η πολεμική ιαχή του γινόταν επικίνδυνη. Μα στο κατώφλι πρόφτασε να φωνάξει:

- Και τα σταφύλια ήτανε μπόμπες, κύριε διευθυντά! Κάτι μπόμπες λοιπόν σαν…

Κάποια χούφτα του έπνιξε την τελευταία μαργαρίτα. Και αναλήφθηκε.

Λένε, ότι την άλλη μέρα πήγε να πιάσει δουλειά σε κάποιο βράχο του Αιγαίου… λοιπόν.

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία από τα Ελεύθερα Γράμματα

Αρχική σελίδα KEIMENA