ΚΙΜΩΝ ΛΩΛΟΣ

 

ΤΟ ΣΩΣΜΑ

 

Σαν το πράμα τελειώνει πέρα για πέρα μεθοκοπάμε και μιλάμε γερμανικά πρώτης στα ντόπια κορίτσια της νίκης, που λέει. Και βάλε με νου σου απαγορεύουν τη συναδέλφωσις και λοιπόν παίζουμε κρυφτούλι με τους ΣΑκηδες. Μεγάλη καζούρα. Κάνουν περιπολία στους δρόμους, στα μπαρ, στα φανερά μέρη, και μεις παγαίνουμε με τα κορίτσια στα χαλάσματα, στις ρημαγμένες φάμπρικες, στις εκκλησιές. Εκείνα τα χαλάσματα βρουκολακιάζουν με ζευγάρια. Και οι ΣΑκηδες το ξέρουν.

Στο αναμεταξύ το δελτίο της αρβύλας τρέχει και χαλινάρι δεν έχει. Θα μας φορτώσουν λέει της χοντρικής στα πρώτα πρώτα μεταγωγικά που θα φύγουν από το ΕΘΕ, θα μας κάνουν, θα μας ράνουν. Σαπουνόφουσκες.

Έτσι η αλλιώς κάποια μέρα αριβάρουμε στην αχτή του Ατλαντικού κι αρχίζουν ν’ αμολάνε το κοπάδι. Την καθεαυτού μέρα του βάρα διάλυση τηλεφωνάω στο λουλουδάδικο του Γκας στην Αστόρια, τέλη πληρωτέον από παραλήπτη.

- Είσαι εντάξεις μ’ αρωτάει.

Μετά λέει ελληνικά: - Δόξα σοι ο Θεός.

Τέτοιος είναι ο Γκας. Άμα νερουλιάζει από το γλυκύ του το γυρίζει στα ελληνικά της εκκλησιάς.

Του λέω: - Μπορείς να με κάνεις χρήση σαν και πριν, πες ναι όχι.

- Έχω και γω αμερικάνικη πατριωτική συνείδησις, μου λέει.

Του λέω θα με δει σε δέκα μέρες και παίρνω το τραίνο για τον Γκάρι. Η μάνα μου ξεσπάει σε κλάματα επάνω στη στιγμή που κατεβαίνω από το βαγόνι κι έχω ντράβαλα ώσπου να την κάνω να σωπάσει. Στον παγαιμό στο σπίτι μου λέει όλα τα περί Κρις Κόντος.
- Η Κόνταινα είναι μαζί του τώρα, μου λέει.

- Δεν είναι στο νοσοκομείο;

Ξεσπάει ξανά σε κλάματα καταμεσής στο μπούσι κι ο κόσμος να τη βλέπει:

- Βέβαια, βέβαια. Ποιος τις χρειάζεται τις φτωχές μανάδες!

Και να το λέει δυνατά κιόλας.

- Έλα, έλα, της λέω. Μη χεροτερεύεις τον καταρράχτη σου.

- Βέβαια, λέει. Μόνο που μπορούσε να ’σουνα συ στη θέση του.

Ωραία, την αφήνω να κλάψει. Σαν απόκαμε λέει:

- θαρρώ σαν πας στη Νέα Υόρκη εκείνος θα είναι φευγάτος από το Κέντρο, νεταρισμένος με την αποκατάστασίς του. Τι αποκατάστασις;

Κι είναι σχεδόν έτοιμη γι’ ακόμα ένα κατακλυσμό.

Προτού φύγω παγαίνω να δω το γέρο Κόντο.

- Αυτό που όλο κι όλο εκείνος χρειάζεται τώρα είναι συντροφιά, λέει.

- Πώς το παίρνει το πράμα, κύριε Κόντο;

Δεν αποκρίνεται. Καθόμαστε στην κουζίνα κι ακούμε το άδειο σπίτι. Μετά εκείνος λέει:

- Απόβασις στο Άνζιο.  Εκείνες οι θεοκαταραμένες παραλίες.

Μετά από λίγο λέει: - Εκείνη μου γράφει κάθε μέρα. Εκείνη μου λέει εκείνος λέει, μάνα, να ’σαι τα μάτια μου και γω θα ’μαι το μυαλό σου. Εκείνη λέει τη βάζει εκείνος να διαβάζει το χάρτη της Νέας Υόρκης και της λέει αριστερά, δεξιά, κατά την κάτω πόλη, κατά την πάνω πόλη. Εκείνη λέει πως χωρίς εκείνων να την οδηγάει είναι χαμένη σαν και δυο χρονώ ανήλικο, λέει εκείνη.

Μετά  ο γέρο Κόντος λέει: - Εκείνος έχει κιόλας φύγει από το Κέντρο, σήμερα μεσημέρι κλείνουν τρεις μέρες. Μα τώρα κείνη θέλει να δει τα συγγενικά της. Μεγάλη φαμελιά περίγυρα. Μπρούκλιν Μπρονξ, Νιου Τζέρζι. Λοιπόν θα είναι στο ξενοδοχείο κάνα δυο τρεις βδομάδες ακόμα.

- Να, λέει, και μου δίνει τη διεύθυνσις. Μάλιστα, κύριος. Όλο κι όλο που εκείνος χρειάζεται τώρα είναι παρέα.

Στη Νέα Υόρκη πιάνω δωμάτιο στο Σλόαν Χάουζ της ΧΕΝ και τηλεφωνάω του Γκας.

- Διαμέρισμα! λέει. Να λογαριάζεις τον εαυτό σου τυχερό αν βρεις μια τρύπα με χρήση μπάνιο και κουζίνα μαζί με άλλους νοικάρηδες. Κράτα γερά για λίγο καιρό το δωμάτιο στη ΧΕΝ.

Τελεφωνάω στο ξενοδοχείο και μια ακριβή τραγουδιστή φωνή απαντάει, Ξενοδοχείο Διαμερίσματα Ρίγκαλ, καλησπέρα σας, μπορούμε να σας ξυπερετήσουμε; Λέω μέσα μου η Κόνταινα θα πρέπει να πλερώνει βαρύ βδομαδιάτικο νοίκι ένεκα μη έχοντας άλλη λύση. Και άσε με να σου πω, μόλις ακούω τη φωνή του Κρις ν’ απαντάει πέφτω μπρος πίσω. Με βρήκε μπόσικο. Δεν το περίμενα πώς θ’ απαντούσε εκείνος.

- Γεια σου, μασκαρά, μου λέει.

Συλλογιέμαι πως κάτι είναι κι αυτό, το ελάχιστο τους μαθαίνουν πώς να τραβάνε όλο τ’ όφελος από τ’ αγκίστρια που τους κοτσάρουνε.

Μου λέει: - Πετάξου κατά δω, έ; Κοίτα να δεις, είμαι μονάχος. Πες στο θυρωρείο να στείλουν επάνω μαζί σου το παιδί και το κλειδί. Δε φοράω τα χάμουρα και δεν μπορώ να στρίψω το πόμολο της πόρτας.

Παγαίνω να πάρω τον υπόγειο που πάει κατά την κάτω πόλη και αναρωτιέμαι ξανά και ξανά πώς τα καταφέρνει, με το τελέφωνο δηλαδής, ενώ δε φοράει τ’ αγκίστρια. Στον πισώτοιχο της πλατφόρμας του υπόγειου βλέπω μια ρεκλάμα περί γάλα και κάποιος μάγκας έχει γράψει πέρα για πέρα με χοντρό μολύβι του μαρκαρίσματος, ΠΩΣ, ΠΩΣ, ΓΑΡΓΑΛΑΤΕ ΒΥΖΙΑ ΚΑΙ ΠΙΠΙΛΑΤΕ ΡΟΓΕΣ.

Λοιπόν ήταν ξενοδοχείο τεσσάρω πατωμάτων με διαμερίσματα για οικογένειες κοντά στην Εικοστή Οδός. Ξενοδοχείο  Διαμερίσματα Ρίγκαλ, μπορούμε να σας ξυπερετήσουμε;  Μπορεί κιόλας να ’χε δει καλύτερες μέρες τον καιρό που το Κεντρικό Πάρκο ήταν ακόμα έξω από την πόλη.

Παίρνω το παιδί και το κλειδί κι ανεβαίνουμε στο τρίτο πάτωμα και το παιδί ανοίγει την πόρτα. Εκείνος στέκεται στη μέση του λέτσικου καθιστικού που είναι και τραπεζαρία και κουζίνα. Κύριε ημών Ιησού Χριστέ. Πασχίζω να μη τον κοιτάω γιατί νιώθω σάμπως εκείνος να μπορεί να με δει πίσω από τα μαύρα γυαλιά του.

Με το πόδι του ψάχνει το πάτωμα, ξέρεις, ως είδος με το τηγάνι του ναρκοσυλλέκτη και βρίσκει το μπροστινό ποδάρι της πολυθρόνας του. Και βυθίζεται, αργά, δοκιμάζοντας για σιγουριά με τον πισινό του. Το τελέφωνο είναι πλάι του πάνω σ’ να τραπεζάκι. Πώς τα καταφέρνει με το τελέφωνο; 

Μετά αποτολμάω και τον κοιτάω. Η αριστερή μεριά στο μούτρο του ως είδος κερί. Εννοώ πρώτα άρπαξε φωτιά κι έλιωσε κι ύστερα ζάρωσε σε σφιχτές δίπλες, τραβώντας την κόχη του στόματος. Και τα μπράτσα του προβαίνουν έξω από τα κοντομάνικά του, κλαδεμένα λίγο πιο κάτω από τους αγκώνες, και το πετσί συμμαζωμένο σαν πουγκί στις άκρες και κλεισμένο σάματις να ’ταν άκρες από κοντοστούπικα σαλάμια, μάρτυς μου ο Θεός.

Και κάτι άλλο. Το οποίον δε μου το ’πανε στο Γκάρι η δεν το ’ξεραν και κείνοι. Τ’ αριστερό τ’ αυτί του. Από τον τρόπο που όλο και γυρίζει το δεξί τ’ αυτί του κατά που ακούγεται η φωνή μου καταλαβαίνω πως τ’ αριστερό τ’ αυτί του είναι ανίκανος δι’ υπηρεσία. Καπούτ. Άλλο τίποτις, περικαλώ;

- Λοιπόν το σήμερον ημέρα παγαίνουμε αυστηρώς με το χάρτη, ε; λέω.

- Ο πατέρας μου στο ’πε, λέει και σκάει ένα γελάκι.

- Άπαξ και εν αμφιβολία όμως, τσίμπα την πυξίδα του λοχαγού.

- Χα! Εκείνος ο θεατρίνος από την Ασταμπούλα τον καιρό που κάναμε βασική εκπαίδευσις. Πώς το ’λεγε;

- Υπάρχει τοιούτος και τοιούτος και τοιούτος τρόπος και μέσα περί προσανατολισμός εν καιρώ ημέρα και νύχτα. Εν αμφιβολία όμως...

- Κάνε χρήση την πυξίδα του λοχαγού. Χα!

Μοιάζει να έχει κέφια. Του λέω λοιπόν για τα βυζιά και τις ρόγες πάνω στη ρεκλάμα περί γάλα και βάζει τα γέλια.

Ύστερα από λίγο αρωτάω: - Ήταν καμιά από κείνες εναντία προσωπικού, Κρις;

- Ναι. Πήρα βουτιά στο χώμα για να καλυφτώ ενώ που κάναμε την απόβασις, και το μούτρο η τα χέρια μου θα πρέπει να πέσανε καταμεσής της λεγάμενης. Ούτε ένα τράμα στο στήθος. Μήτε ένα τόσο δα κανένα.

- Πώς τα νιώθεις τώρα;

Σηκώνει τα κούτσουρά του: -Αυτά; Μαντεύουν περί την αλλαγή του καιρού.

Αργότερα το τελέφωνο κουδουνίζει κα βλέπω πώς τα καταφέρνει. Στρίβει το πάνω κορμί του και γέρνει και διπλώνεται πάνω από το τραπεζάκι με το δεξί τ’ αυτί του κοντά στο διχάλι του τελέφωνου και τα κούτσουρά του να σφίγγουν και να ξεδιχαλώνουν το ακουστικό και να το σπρώχνουν προσεχτικά και να το στηρίζουν κόντρα στο γερό τ’ αυτί του. Έτσι δα.

Ήταν η Κόνταινα. Όχι, της λέει εκείνος, όχι, δε χρειάζεται τίποτες για την ώρα.

- Μα ξέρω, της λέει, πως θα ’ρθεις τρέχοντας αν σου πω ποιος είναι δω.

Και της το λέει και κατεβάζει τ’ ακουστικό.

- Πού είναι τη; τον αρωτάω.

- Για ψώνια με τη νοσοκόμα. Τούτο δω, το τρίτο τηλεφώνημά της μέσα σε μια ώρα.

- Πώς να γίνει αλλιώς, είσαι μονάχος.

- Μου κάνει τα ίδια ακόμα κι όταν η νοσοκόμα είναι δω. Της λέω μπορώ και τα καταφέρνω για τρεις τέσσερις ώρες. Τίποτα. Παγαίνει έξω, ξαναγυρίζει πριν περάσει μια ώρα.

Μετά από λίγο λέει: - Το ράδιο είναι η ζωή μου τώρα.

Το κούτσουρο του κάνει χερονομία κατά το τελέφωνο:

- Και δαύτο. Συγγενείς, κάνα δυο γνωριμίες που πιάσαμε δω. Τελεφωνάνε όσο πιο συχνά μπορούν.

- Ω μπορώ και κινιέμαι γύρω εδώ μέσα, λέει ύστερα από μια στιγμή. Ξέρω καταλεπτώς που βρίσκεται το κάθε πράμα. Άμα φοράω τ’ αγκίστρια μου μπορώ και κρατάω μπαστούνι και τότε κινιέμαι γρηγορότερα.

- H κάνουλα τρέχει κομματάκι, λέω κοιτώντας το νεροχύτη.

- Όχι, λέει. Εκείνες την αφήνουν ανοιχτή αν και περιπτώσει διψάσω. Απλώς βάζω το στόμα μου κάτω από την κάνουλα.

- Είμαι σίγουρος τ’ αγκίστρια σε βοηθάνε να κάνεις πιότερα πράματα.

- Πώς. Γεγονός όμως τ’ αγκίστρια είναι πολυτέλειες για ένα τυφλό ακρωτηριασμένο.

-Ε, δε βλάφτει να τα ’χεις.

-Α, όχι. Μα για πραγματικό πασπάτεμα βασίζουμαι στα κούτσουρα.

Ύστερα από μια στιγμή λέει: - Και στο στόμα μου. Να πούμε πορτατίφ πράματα που τ’ αγγίζω για πρώτη φορά. Κάνω χρήση τα κούτσουρά μου, βλέπεις, και συχνά τα χείλια μου. Για να νιώσω μπόι και σχήμα και λεφτομέρειες. Άπαξ και κάνω αυτό, ύστερα ξέρω πώς να τα μανουβράρω με τ’ αγκίστρια.

-Ναι.

-Αυτά δε με πολυπειράζουν.

Περιμένω γιατί ίσως ν’ αρχίσει να παραπονιέται για τα άλλα, για κείνα που τον πειράζουν. Όμως δε λέει τίποτες, παρά μονάχα:

- Άναψέ μου τσιγάρο.

Κοτσάρω ένα στο στόμα του και τ’ ανάβω και τον κοιτώ που τραβάει βαθιές ρουφηξιές σάματι τα τσιγάρα να είναι να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης. Κάθε φορά τα ρουθούνια του ανοίγουν σαν του άλογου και τα χείλια του μετακουνάνε το τσιγάρο από τη μια γωνιά του στόματος στην άλλη ξανά και ξανά σάματι να θέλει το άγγιγμα και τη γέψη του τσιγάρου πάνω σ’ όλο το κορμί του. Η στάχτη γίνεται μακρινάρι και μετά κρεμάει κάτω σαν ψόφια κάμπια και στο τέλος πέφτει πάνω στο γόνατο του και κείνος το παίρνει χαμπάρι.

-Τώρα δω που τα λέμε μια συμβία δε θα το συχωρούσε κάτι τέτοιο, λέει.

Το οποίον να πούμε χωρατεύει.

- Ίσως μια πίπα θα ’ταν πιο καλή σαν είσαι με παρέα, λέω. Η πίπα βαστάει πιότερο.

-Δεν είναι άσκημη ιδέα.

Απάνω στη στιγμή που πνίγω τη γόπα από το δεύτερο τσιγάρο του μπαίνουν η Κόνταινα κι η νοσοκόμα. Η Κόνταινα, αυτή της μου δίνει ένα σφιχταγκάλιασμα να μου τσακίσει τα παΐδια. Καταλαβαίνω. Αγκαλιάζει εκείνον σε μένα καταπώς θα τον ήθελε να είναι, σώος και αβλαβής, και την ίδια στιγμή όντας φχαριστημένη που τίποτες κακό δε μου έλαχε και τα λοιπά και τα λοιπά. Με καταφιλάει και ψαχουλεύει το κορμί μου κι από την τρεμούλα των χεριών της ξέρω είναι στο αμήν. Λοιπόν της δίνω κάνα δυο συνθηματικά στους ώμους και καταφέρνει να καταπιεί τα δάκρυά της προτού αρχίσουν. Μετά απ’ αυτό είναι εντάξει, ανοίγοντας τα πακέτα της κι ονοματίζοντας κάθε ψώνιο για να την ακούει εκείνος.

Η νοσοκόμα έχει φέρει κάνα δυο περιοδικά με που τις λένε αληθινές ερωτικές ιστορίες και κάθεται και τα ξεφυλλίζει καθώς εμείς οι τρεις μιλάμε για περασμένα πράματα. Βέβαια τα δικά μας δεν έχουν σημασία για δαύτη. Μόνο που έμοιαζε να ’ταν άλλού από τη στιγμή που μπήκε. Ουδέτερη, Ελβετία. Κάποια στιγμή, στα μισά της κουβέντας μας, χασμουριέται κιόλας. Και μετά χασμουριέται ξανά.

- Τι έπαθα σήμερα; λέει.

- Δεν παίρνεις ένα υπνάκο, χρυσή μου; λέει η Κόνταινα.

Η νοσοκόμα σηκώνεται.

- Βέβαια, λέει η Κόνταινα. Σύρε πάρε ένα υπνάκο στο κρεβάτι μου και θα σε φωνάξω όταν το βραδινό είναι έτοιμο.

Η νοσοκόμα μου λέει: - Χάρηκα τη συνομιλία μας.

Και βάλε με νου σου δεν έχουμε αλλάξει λέξη. Έστω. Προχωράει στο διάδρομο και προσέχω που ο φιντανίστικος πισινός της τινάζεται σε κάθε βήμα, ξέρεις, και η άσπρη στολή της ως είδος μαγκώνεται ανάμεσα στα καρβέλια της. Με τη διαφορά όλο τούτο είναι σάματι πρόκειται περί τον πισινό κάποιου αλλουνού, όχι τον εδικό της, και ότι δεν αφορά του λόγου της. Μπορεί κιόλας να τα παραλέω. Τ’ ομολογώ. Δεν την χωνεύω.

Όμως η Κόνταινα λέει: - Είμαστε πολύ φχαριστημένοι που την έχουμε.

Ώστε ποιος ξέρει, μπορεί και να ’χω άδικο.

 Κόνταινα αρχίζει το πέρα δώθε γύρω στην παγωνιέρα και το νεροχύτη και το φούρνο. Μετά από λίγη ώρα αρχίζω να πιάνω τη μυρωδιά από ψάρι τόννο και κοφτό μακαρόνι ενώ μαγειρεύονται στο φούρνο και το στομάχι μου ανακατώνεται. Με πιάνει αναγούλα όχι γιατί δε μ’ αρέσει ο τόννος με μακαρόνι. Ανακατώνουμαι γιατί ξαφνικά συλλογιέμαι πως η χασμουρονοσοκόμα θα τον ταΐσει σα μωρό όταν ετοιμαστεί το φαΐ.

- Κάτσε να φάμε, λέει ο Κρις.

- Την ερχόμενη φορά, λέω και σηκώνουμαι.

Δεν μπορώ να μείνω πιότερο ούτε μια στιγμή.

- Δε σε βιάζω σήμερα, λέει η Κόνταινα, ένεκα που με τσάκωσες απροετοίμαστη. Την ερχομένη φορά θα έχω το ιδιαίτερο μου, μάντεψε τι, σάμπως τάχα να μη το ξέρεις.

Λέω: - Συκωτάκια και νεφρά αρνίσια λαδορίγανη με λεμόνι.

Λέω: - Παρακαλώ σε αγάπα με και παραχάιδευέ με όπως τον παλιό καλό καιρό.

Δεν ξέρω τι να πω. Κάνω τον εύτυμο και της δίνω τη διεύθυνσις του Γκας και το τελέφωνο του.

- Πού είναι τούτο; αρωτάει.

- Στο Νησί.

- Ρώτα τον σε ποιο απ’ τα τρία, το Μανχάταν, το Στάτεν, ή το Λονγκ Άιλαντ, λέει ο Κρις, μα κείνη δεν ξέρει πως εκείνος της κάνει καζούρα και λοιπόν εκείνη μ’ αρωτάει ποιο απ’ τα τρία νησιά.

Το λοιπόν παίρνω και γω μέρος στο αστείο του Κρις:

- Στην από κει μεριά του ποταμού, λέω.

- Ρώτα τον ποιανού από τους τρεις ποταμούς, της κάνει ο Κρις.

Εκείνη πάει ν’ ανοίξει το στόμα της να ρωτήξει, μα τότε της κατεβαίνει πως τήνε κάνουμε χάζι και βάζει τις φωνές και βάζουμε τα γέλια. Και μολοντούτο θέλει να μάθει:

- Είναι αλήθεια όλα τους είναι νησιά;

Στην πόρτα της λέω: - Έχεις σωρό προβλήματα. Μπορώ να κάνω τίποτες θελήματα να σε βοηθήσω; Οτιδήποτες, τ’ ακούς;

- Ξέρω, ξέρω την καλή σου διάθεσις, λέει.

Λέω: - Και πάγαινε και καμιά φορά σε κάνα κινηματόγραφο, για όνομα του Θεού.

- Πες τα της, πες τα της! φωνάζει ο Κρις από το δωμάτιο.

- Μπορώ ξέρεις να του κρατήσω κι γω παρέα, λέω.

- Ξέρω, ξέρω, λέει εκείνη.

Σκύφτω να τη φιλήσω και είναι τη πάλι έτοιμη να λυγίσει και της κουνάω το δάχτυλο μου σάμπως σε μικρό παιδί και κείνη νεύει κάμποσες φορές και καταφέρνει να πνίξει την ανάγκη της να κλάψει.

- Πήρα τη δόση μου με το παραπάνω. Δε βαστάω άλλο. Κατεβαίνοντας, με πιάνει το τσούξιμο στις μέσα κόχες των ματιών και χρειάζεται να φυσήξω τη μύτη μου στο μαντήλι μου.

Δε θέλω να τον ξαναδώ ποτές. Κοροϊδευόμαστε; Πολύ που θα τους βοηθήσω κι αυτόν κι αυτήν. Και παρακαλώ, κυρά Κόνταινα, μη διστάξεις για οτιδήποτες, που πάει να πει οτιτίποτες. Κανένας δεν μπορεί να τους βοηθήσει τώρα, κανένας.

Περπατάω κατά την πάνω πόλη στην Έβδομη Λεωφόρος και έτσι που είναι το μυαλό μου τώρα μπορεί να πάω ίσαμε πάνω στο Χάρλεμ. Η δεσποινίς Ελβετία θα πρέπει να τονε ταΐζει τώρα. Μια κουταλιά για τη μαμά, μια για το μπαμπά, τι καλό νινί που είσαι. Μια κουταλιά για τη δασκάλα, μια για τον παπά, για το δήμαρχο, για τον κυβερνήτη, για τον Πρόεδρο. Βέβαια.

Στην Πλατεία των Τάιμς λέω μέσα μου για δες, εδώ ’ναι που οι λεγεωνάριοι βετεράνοι του αλλουνού πολέμου κάνουν τα συνέδριά τους και μετά ξαφνιάζουν τις γυναίκες με καραμούζες και πιτσιλάνε τις γάμπες των κοριτσιών με πιστόλια του νερού.

Ένας κόμματος βγαίνει από κάποιο ξενοδοχείο στροφαλίζοντας την ουρά της ίδια όπως η νοσοκόμα, σάματις τούτο να μην είναι κάμωμα δικό της παρά του πισινού της, αυτή της δεν ευθύνεται, φταίει η φούστα που είναι πολύ στενή, τι μπορεί να κάνει γι’ αυτό του λόγου της.

Ανηφορίζω στο δρόμο του Μπρόντγουεϊ ίσαμε Κολόμπους Σίρκλ.  Εκείνοι οι μόνιμοι μαγκούφηδες κάθονται στα παγκάκια γύρω σάμπως σε ξαγρύπνια πέριξ νεκρό. Καθισμένοι γύρω από το Μνημείο για τους πνιγμένους του θωρηχτού Μέιν.

Ένας στρατηγός με τρία αστέρια, το οποίον πορτιέρης με στολή από τις λουσάτες πολυκατοικίες στην Πεντηκοστή Ενάτη Οδός, έχει βγάλει σιργιάνι στο δρομάκι του πάρκου δυο κατσαρομάλλικα γαλλικά σκυλάκια. Μη μου άπτου. Μυρίζουν δω, μυρίζουνε κει, δεν τους αρέσει τούτο το μέρος, δεν τους αρέσει το άλλο, και ξαναματαπάλι. Τέλος διαλέγουν ένα φίνο παστρικό μέρος και το μαγαρίζουν. Πλήρες εργασία.

Λέω: - Φίνα. Σήκωσε τη σημαία τώρα.

- Είσαι δια περί κομμουνιστής ή κάτι τέτοιο; μου λέει.

Κάνει και τον άγριο.

Λέω: —Εγώ; Τα λατρεύω τα σκυλιά.

Με κοιτάει σάματι να είμαι βιδάτος και σηκώνει τους ώμους.

Την ερχόμενη μέρα αρχίζω δουλειά στου Γκας. Τελεφωνάω του Κρις κάθε μέρα εκείνη τη βδομάδα. Κάθε φορά που κατεβάζω τ’ ακουστικό ο Γκας κουνάει το κεφάλι του επί πέντε λεφτά και ξεφυσάει σάματις να ’φαγε καυτές πιπεριές.

Λέω: - Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;

Εκείνος είναι σταματημένος κοντά στη βιτρίνα, κοιτώντας έξω πάνω από ένα σύμπλεμα χρυσάνθεμα τζουτζέδες, τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του.

Λέει: - Καταλαβαίνω, μ’ αρωτάει. Μ’ αρωτάει αν καταλαβαίνω. Είκοσι χρόνια κλείνω στη δουλειά τούτη το Πάσχα που μας έρχεται, κι έχω πάει στα νοσοκομεία με λουλούδια πιότερες φορές κι από έναν εξωτερικό γιατρό. Το τι έχουν δει Τα μάτια μου. Και μ’ αρωτάει αν καταλαβαίνω.

Γυρίζει και πάει και κάθεται στο σκαμνί του ταμείου.

- Θα σου πω τι καταλαβαίνω, λέει. Ο άνθρωπος έχει να πάει για την ανάγκη του και πρέπει να ζητήξει από τη νοσοκόμα να του λύσει τη ζώνη και να του κατεβάσει το φερμουάρ του παντελονιού του και να τονε πάει να τονε καθίσει στο θρόνο. Κι αυτό είναι μονάχα η αρχή. Βάλε με φαντασία σου.

- Εμένα το λες;

- Το λέω  όλους εκείνους που δε θέλουν να τ’ ακούσουν. Ένας κάποιος πρέπει να σπρώξει κάτω το μαραφέτι του καζανακιού για να χυθεί το νερό. - Ένας κάποιος να τονε σφουγγίξει. Τι λέω, κιόλας να ραντίσει τον αέρα της μπανιοκάμαρας με αντιμυριστικό.

Λέω: - Πώς μπορείς να τον βοηθήσεις; Εννοώ να τον βοηθήσεις καθεαυτού.

- Μη με τσατίζεις, λέει. Καλά που δε τον ξέρω τον άνθρωπο προσωπικώς.

Και μετά λέει στα ελληνικά της εκκλησίας: —Κύριε ελέησο τον αμαρτωλό.

Σαν ξανατελεφωνάω του Κρις η νοσοκόμα τού κάνει μπάνιο.

Θα του πω πως τελεφώνησες, μου λέει η Κόνταινα. Σε φχαριστώ που τελεφωνάς έτσι συχνά.

- Πώς πώς, λέω. Φχαρίστα με ντουγρού για το που δε μου κάνει καθόλου ευχαρίστησις να τελεφωνώ.

Μου λέει: - Άκου. Είμαι η μάνα του, έτσι; Άμα τον πρωταντίκρισα στο νοσοκομείο ήθελα να σκούξω ότι δεν τονε θέλω πια, χάρισμά σας έτσι που τόνε καταντήσατε. Λοιπόν μη τρως το συκώτι σου λόγω που επειδή αρρωσταίνεις άμα τόνε βλέπεις. Όλοι μας αρρωσταίνουμε. Κι είμαι μητέρα του. Θα του πω πως τελεφώνησες.

Το απόγεμα παίρνω δυο ώρες άδεια και φέρνω γύρα την Αστόρια σε μερικά χτίρια που ήξερα τους θυρωρούς. Ένας μου λέει σίγουρα αστειεύουμαι.

- Κοίτα γύρω σου, μου λέει. Κοίταξε την κατάστασις.

Ένας άλλος μου λέει ίσως μπορέσει να μου δώσει ένα δωμάτιο στο υπόγειο σε τέσσερις μήνες.

Ένας άλλος μου λέει: - Άκου, άδικα κοπιάζεις. Άσε με να σε συστήσω σε μια καλή ηλικιωμένη κυρία απέναντι που παίρνει νοικάρηδες.

Λέω: - Μη κάνεις τον κόπο, θέλω δωμάτιο με ιδιαίτερη είσοδος.

Το λοιπόν τα λέω με τον Γκας.

Του λέω: - Άσε με να κάνω χρήση το σπίτι σου για μερικές ώρες ένα Σάββατο απόγεμα. Θέλω να περιποιηθώ τον Κρις Κόντο.

Με κοιτάει και μετά λέει: - Χάρισμά σου το σπίτι ο διάλος να το πάρει.

- Δε θα σου το ζητούσα αν είχα δικό μου μέρος.

- Χάρισμά σου το σπίτι στο διάβολο να πάει.

- Τι θα της πεις της συμβίας;

Ανάβει: - Θα της πω ένας άνθρωπος ονόματις Γιάννης Γιαννάκης που δεν έχει μάτια και χέρια και που δε μπορεί να παίξει με το πράμα του αν έτσι του γουστάρει, θέλει να ξαπλώσει μια τσούλα πάνω στον καινούργιο πράσινο καναπέ του, ακριβή μου. Αυτό θα πω στη συμβία. Μη μου λες τι να πω στη συμβία. Χάρισμά σου το σπίτι που να το πάρει ο διάλος.

Εντάξει. Είναι κείνη η Τζόις, Τζόις Λέιτερ, που τήνε ξέρω από τα πριν να μπούμε στα καράβια για την Ευρώπη. Παγαίνω στο «Κίτι Κάτ» στην Οδός Στάινγουεϊ. Μια από τις λεγάμενες του μπαρ μου λέει η Τζόις κάνει στέκι τώρα γύρω στο Τζάκσον Χάιτς. Μου λέει η Τζόις μένει τώρα στο Έλμχουρστ.

Την πιάνω στο τελέφωνο και, καταπώς με θυμάται καλά, καταλαβαίνω ότι της είχα γουστάρει τότε λιγάκι. Εννοώ έξω - από επαγγελματικώς. Το λοιπόν το ερχόμενο βράδυ τρώμε στου «Τονι» στη Λεωφόρος Ρούζβελτ και μετά λέω:

- Δεν έχω δικό μου μέρος, θα πρέπει να πάμε σε ξενοδοχείο.

Λέει: - Μη ξοδεύεις τα λεφτά σου.

Και την εχτιμώ γι’ αυτό.

Λοιπόν παγαίνουμε στο μέρος της. Όμορφα. Μετά γλιστράω τέσσερα δεκάρικα κάτω από τη λάμπα του κομοδίνου.

Λέει: - Ανεβάζεις τις τιμές και θα φέρεις πληθωρισμός στην αγορά της γειτονιάς του Κουίνς.

Λέω: - Αυτό παίρνει στο λογαριασμό και το ξενοδοχείο που δεν πήγαμε. Εντάξει, σε λαδώνω, το παραδέχομαι.

Και της λέω τα πάντα περί Κρις Κόντος.

Λέει: - Τίποτις άλλο, περικαλώ;

Ίδια κι απαράλλαχτα πως είπα μέσα μου όταν τον πρωταντίκρισα.

Λέω: Μάλιστα, κύριος. Διακόσια τοις εκατό αναπηρία.

Λέω: - Το λογαριάζω ως υπόθεσις δύο δύο, Τζόις. Καταλαβαίνεις; Εννοώ κοινωνική συνάντησις και τρόπο τινά όχι εκ προμελέτης αναφορικώς με το άλλο. Βλέποντας και κάνοντας από την αρχή ως το τέλος. Έχεις καμιά γκαρδιακιά;

- Τη Ντέλλα.

- Της το ζητάς λοιπόν;

- Δε θέλεις να τη δεις πρώτα;

Τέτοια είναι η Τζόις. Κυρία.

Λέω: - Έχω μπιστοσύνη στο γούστο σου. Και περιττό να σου πω η υπό8εσις είναι  εύ8ραυστον, προσοχή εις τη μεταφορά.

Λέει: - Δεν είναι ανάγκη να το πεις αυτό μήτε της Ντέλλας.

Την Παρασκευή τελεφωνάω του Κρις και τον αρωτάω τι γίνεται με το τραπέζι που μου έταξε η κυρά Κόνταινα. Παίρνω μαζί μου μια νταμετζανίτσα ρετσινάτο κοκκινέλι. Η νοσοκόμα ούτε που δοκιμάζει τα νεφρά, τη σπλήνα, το συκώτι, τίποτες. Μήτε τους λαχανοντολμάδες αυγολέμονο. Παίρνει μονάχα μια ρουφηξιά ρετσινάτο και στραβώνει τη μούρη της. Και τρώει το μπιφτέκι Ντελμόνικο, τις πατάτες πουρέ και τον αρακά που η Κόνταινα έχει μαγειρέψει γι’ αυτήνα, ξέροντας τα χούγια της.

Με τον Κρις η νοσοκόμα είναι όλη δουλειά στον πόντο και με καλό τέμπο. Εξ επαγγέλματος τ’ ομολογώ. Μόνο που δεν τον αφήνει να κάνει πάψη και μου ’ρχεται να πω είναι να βάλει κανείς τις φωνές, περίμενε να δεις αν θέλει να πει τίποτες ανάμεσα από τις μπουκιές. Κατά τα άλλα οι δόσεις έχουν το σωστό μπούγιο και τις βάζει στο στόμα του την κατάλληλη στιγμή και ούτε χύσιμο, μήτε λέρωμα. Έχει βάλει κρασί γι’ αυτόν σε χάρτινο κυπελάκι με καλαμάκι.

Τέλος πάντων είναι φαΐ πρώτης για μας τους τρεις κι η νοσοκόμα ποτέ της δε θα νιώσει τι χάνει. Υπάρχει ακόμα και σιμιγδαλένιος χαλβάς με ξεφλουδισμένα καβουρδιστά μύγδαλα.

Μόλις φεύγει η νοσοκόμα αρχίζω να δουλεύω την Κόνταινα προτού ν’ ανακατευτεί με τα πιάτα κι ύστερα να ’χει τη δικαιολογία πως είναι αργά για κινηματόγραφο.

- Ε, ας πούμε πως παγαίνω, λέει. Και λοιπόν; Το μυαλό μου θα είναι δω όλη την ώρα.

- Τα παρατάω, λέει ο Κρις. Άσ’ την να σαπίσει εδώ μέσα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.

Σηκώνουμαι και τη μπουλντοζάρω κατά τη ντουλάπα και το παλτό της και κείνη να γελάει γαργαλημένα και να λέει όχι, όχι, όχι.

Λέω: - Για τ’ όνομα του Θεού, θέλουμε να μείνουμε μόνοι κάνα ζευγάρι ώρες.

Κι αυτό πιάνει.

Ο Κρις λέει: - Πάρε ταξί. Όχι υπόγειους, ειδαλλιώς θα χαθείς και θα βρεθείς στο Κόνι Άιλαντ.

Λέω: - Πες του ταξιτζή να σε πάει στο «Ρόξι».

Τέλος πάντων την ξαποστέλνουμε.

- Έλα να στύψουμε τη μπουκάλα, λέω.

Παγαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα του και μου ζητάει να βάλω κρασί στο κυπελάκι και να το χώσω στην απάνω τσέπη του πουκάμισού του με το καλαμάκι να ξεβγαίνει κατά πάνω και βάζει το αριστερό του κούτσουρο γύρω, έτσι, και ως είδος σπρώχνει τη φουσκωμένη τσέπη προς τα πάνω σα θηλυκό βυζί και κατεβάζει το κεφάλι του και το στόμα του βρίσκει την άκρη του καλαμακιού και θαρρώ πως βλέπω γυναίκα να παίρνει ρουφηξιές από το ίδιο της το γάλα.

- Πίσω στο Γκάρι λοιπόν, ε, σε μια ή δυο βδομάδες, λέω.

- Ε, λέει, έχω σταθερό εσόδημα τώρα. Μπορώ ν’ αποσυρθώ από τις επιχειρήσεις μου, χα.

Πίνουμε τέσσερις βόλτες κρασί και περισσεύει κι άλλο στη νταμετζάνα.

Λέω: - Με το συγγνώμη, θέλω να στείλω τελεγράφημα.

Παγαίνω στο διάδρομο και μετά σταματάω και γυρίζω:

- Μήπως θέλεις και συ;

- Όχι, σκάει γελάκι σα να βρίσκεται σε δύσκολη Θέση. Όχι ακόμα.

- Πες μου όταν, έτσι;

- Ησύχασε, λέει.

Όταν ξαναγυρίζω λέει: -Το πιο πολύ τσατίζουμαι άμα κάνει κάτι πράματα με τέτοιο τρόπο σάμπως να ήταν δικό της λάθος και τώρα θέλει να τιμωρήσει τον εαυτό της.

- Τι να κάνεις, μάνα σου είναι.

Βλέπω το «Ντέιλι Νιούς» κάτω από το τραπεζάκι του τελέφωνου:

- Έχεις κέφι για νέα, εξόν η νοσοκόμα σου τα διάβασε ήδη.

- Μήτε καν της το ζητάω. Ξέρω προτιμάει να διαβάζει τα περιοδικά της ανάμεσα από τις δουλειές της. Μου τα διαβάζει η μητέρα μετά το βραδινό φαΐ.

Τσιμπάω τη φημερίδα. Έχει να κομμάτι περί ότι περιμένουν τα γραφεία των Ενωμένων Εθνών να είναι στις Ενωμένες Πολιτείες ύστερα από τούτο δω το συνέδριο του Λονδίνου και δε μου φαίνεται θα του καίγεται καρφί για τέτοια πράματα. Όμως όχι, θέλει ν’ ακούσει πλήρως περί αυτού. Μετά του διαβάζω την αθλητική σελίδα και πίνουμε κι άλλο κρασί.

Σαν πέφτω πάνω στη σελίδα με τις φωτογραφίες, λέω:

- Να, τη πάλι η Ρόζι με βραδινό φουστάνι στο Γουόλντορφ.

- Δείχνοντας τα χολυγούντικα μαστάρια της; λέει.

Και λέει: - Αυτός ο κόμματος δε θα γεράσει ποτέ.

Διπλώνω τη φημερίδα: —Είχα σκοπό να σου μιλήσω.

- Διάγραψέ το, λέει.

- Δε θα το διαγράψω. Πώς είναι τα σεντόνια σου κάθε πρωί;

- Αυτό δεν είναι τίποτες.

- Πώς πώς. Οι μανάδες είναι μαθημένες σ’ αυτό άμα φτάνουμε τα δεκατέσσερα και πέρα.

- Μα τι θέλεις τώρα; λέει.

- Βέβαια. Κράτα τύπους και μαζί μου τώρα.

- Εντάξει, λέει. Τις προάλλες γράπωσα τη νοσοκόμα στη μπανιοκάμαρα.

- Μακάρι να την είχες γραπώσει. Μόνο, μια απ’ αυτές τις μέρες ο διάολος να με πάρει αν δεν τήνε γραπώσεις και θα γίνει θέατρο.

- Εντάξει, λέει. Δώσε μου ένα τσιγάρο, λέει.

Το τσιγάρο τρέμει ανάμεσα στα χείλια του και τον κοιτώ να τραβάει εκείνες τις βαθιές ρουφηξιές.

Μετά από λίγο λέω: - Άκου, ξέρω αυτή τη Τζόις και έχει μια φιλενάδα, Ντέλλα.

Δε μιλάει.

- Δε σου πουλάω λεημοσύνη, λέω. Διασκέδασις πλερωμένη. Πρέπει ν’ αρχίσεις να κυκλοφορείς. Πρέπει να δεις την κατάστασις κατά πρόσωπο.

Σαν αποτελειώνει το τσιγάρο και του το πνίγω, λέει:

- Θέλω να τελεγραφήσω τώρα.

Και σηκώνεται.

- Απλώς κατέβασε μου το φερμουάρ, λέει.

Παγαίνει, τσεκάροντας τη θέση των επίπλων με το πόδι του. Ακολουθάει τον τοίχο του διάδρομου, πασπατεύοντας με το δεξί του κούτσουρο.

Μετά από λίγο ακούω το νερό να χύνεται από το καζανάκι και μετά τον ακούω να ξαναγυρίζει, σέρνοντας ψαχτά τα πόδια του.

Λέω: θα τελεφωνήσω στη Τζόις τούτη εδώ τη στιγμή και θα κανονίσουμε ένα διπλό ραντεβουδάκι.

- Πώς πώς, λέει. Κάν’ το αυτό. Και μετά πες μου πώς θα τα καταφέρω.

- Καταφέρνεις και κάνεις το ψιλό σου, έτσι; λέω.

Λέω: - Άνευ βοήθεια. Κιόλας και το μαραφέτι του καζανακιού.

- Τι να σου πω, λέει. Άμα δε καταλαβαίνεις, δε καταλαβαίνεις από την αρχή ίσαμε το τέλος.

Λέω: - Άκου. Με τ’ αγκίστρια σου, σίγουρα νιώθεις καλύτερα όταν έχεις να νταραβερίζεσαι με κόσμο. Χώρια που δεν πρόκειται για κόσμο. Θα είμαστε στο σπίτι του Γκας. Τα κανόνισα. Θα φάμε κει και τα πάντα.

Κουνάει το κεφάλι του σάμπως να ’μαι κανένας αγαθός. Κάθουμαι κάτω κι ανάβω ένα τσιγάρο για λόγου μου και το βουλώνω για λίγη ώρα.

Μετά λέω: - Έχω τόσο πολύ άδικο που να με πάρει ο διάολος;

Λέει: - Άκου. Προσπαθείς να με βοηθήσεις. Το ξέρω.

Είναι ήσυχος τώρα: - Το ξέρω. Μα πιάσε τούτο: Σε μια η δυο βδομάδες παγαίνω στο Γκάρι. Χώσ’ το στο νιονιό σου.

- Θα δούμε τι θα κάνουμε περί Γκάρι όταν πας εκεί, λέω. Έχουμε φίλους.

Λέει: - Δε θέλω ν’ αρχίσω τη φαγούρα κι ύστερα να μην έχω με τι να ξυστώ.

Λέω: - Άκου. Σαν πας στο Γκάρι θα πω του Πήτερ Αλεβίζου να σε παίρνει πότε πότε αυτοκινητάδα στο Σικάγο και δεν είναι ανάγκη να σου πω ότι έχει αλωνίσει εκεί και υπερυψούται.

- Ξέχασέ το, λέει.

Λέω: - Σε παρακαλώ άκου με. Πρέπει να το αντιμετωπίσεις το πράμα μισά και μισά, όσο ακόμα είναι νωρίς. Αργότερα θα ’ναι χειρότερα. Άκου με.

Βάζει φωνή: - Ξέχασέ το!

Δυνατά. Και με τη φωνή, σηκώνεται και τον έχει πιάσει λίγη τρεμούλα:

- Είπα ξέχασέ το!

Την ερχόμενη φορά που τον ξαναβλέπω του πάω ένα δώρο σπουδαία τα λάχανα. Του έχω αγοράσει μια πίπα σχήμα S από του «Ντέξτερ» στην Οδός Στάινγουεϊ. Μεγάλο λουλά από ρείκι και τα μέσα του καψαλισμένα από πριν με μηχανή, ο Ντέξτερ το εγγυήθηκε. Επίσης ένα κουτί αλαφρό καπνό και λέω της νοσοκόμας να του φορέσει τα λουριά και δασκαλεύω την Κόνταινα πώς να του γεμίζει την πίπα και να του την ανάβει με μακριά σπίρτα της κουζίνας και κείνος να κρατάει την πίπα με τ’ αγκίστρια του δεξιού χεριού, λοξά, γύρω στον αγκώνα της πίπας.

Μετά από μια βδομάδα είναι φευγάτοι για το Γκάρι.

Σε έξι μήνες η μάνα μου κάνει εγχείρησις στο δεξί της μάτι για τον καταρράχτη της και παγαίνω στο Γκάρι για μια βδομάδα σχεδόν. Εκείνος είναι σαν άλλος άνθρωπος. Παχύς να κρεπάρει. Η Κόνταινα κάνοντας μέγα νταραβέρι με το μαγείρεμα, όλα για κείνον, και να τον θρέφει όλες εκείνες τις ελληνικές λιχουδιές, πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, χώρια τα κολατσίσματα. Κανονικό πρόγραμμα. Σάματις γραφείο με κανονικές ώρες δουλειάς η κάτι τέτοιο.

Άμα δεν τρώει ή τσιμπολογά έχει μια πίπα στο στόμα του, μονίμως, πιπιλίζοντας και δαγκώνοντάς τη είτε αναμμένη είτε σβηστή. Σα μωρό με την πιπιλίστρα. Έχει τώρα ολάκερη συλλογή από πίπες. Έχει κιόλας κι ένα μαγνητόφωνο. Το πρώτο μαγνητόφωνο ιδιωτικής χρήση στο Γκάρι μόλις τα βγάλανε στην αγορά για τον κοσμάκη. Παίρνει στην ταινία τα σκετς από το ράδιο που του αρέσουν, μουσική, θεατρίνους της κωμωδίας, κι έχει ένα ράφι γεμάτο μαγνητοταινίες.

Είναι θέαμα καθεαυτού να τονε βλέπεις να κάνει ένα σωρό πράματα με τ’ αγκίστρια του. Να στρίβει το κουμπί του ράδιου, να βάζει μπρος το μαγνητόφωνο, να κρατάει ποτήρι και να πίνει χωρίς καλαμάκι, να σφουγγίζει το στόμα του με πετσέτα. Όλα τα είδη από μανούβρες. Να φυσάει τη μύτη του στο μαντήλι του. Ν’  ανοίγει συρτάρια ντουλαπάκια, να τραβάει κοντά του μια καρέκλα. Τ’ αγκίστρια του ξέρουν που βρίσκεται το καθετί.
Και κρατάει επαφή. Καμιά ντουζίνα τελεφωνήματα την ημέρα. Του τελεφωνάνε, τους τελεφωνάει, η Κόνταινα του παίρνει τους αριθμούς. Σου λέω ξέρει τι γίνεται στο Γκάρι κάθε λεφτό. Σάματι να ήταν δημοσιογράφος.

Κι έχει την Εφιγένεια σα μισή μέρα νοσοκόμα για τις βαριές δουλειές περί την περιποίησή του. Η γριά κουφάλα έχει κάνει προξενήτρα και παραμάνα και πρακτικιά νοσοκόμα για ολάκερη την ελληνική κοινότης τόσο καιρό, που τον ταΐζει με κουτσομπολιό τριάντα χρονώ και του φέρνει κιόλας και τα νεότερα. Εννοώ, τα πάντα.

Του λέει: - Η Έλλη Τρυπάνη βρήκε μια ψόφια κατσαρίδα στην τούρτα που αγόρασε για...

Και πάει λέοντας.

Και του λόγου του: - Ναι; Ναι;

- Και βάλε με νου σου είναι τη έξη μήνες γκαστρωμένη, λέει η Εφιγένεια.

- Τι, πάλι! λέει εκείνος.

Το λοιπόν εκεί ’ναι και βρίσκεται. Τον παλιό καιρό είχαμε συνήθειο να τονε φωνάζουμε θερίο ντερέκι. Που στα ελληνικά θα πει ντέρικ.

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Αρχική σελίδα KEIMENA