του Τζώρτζη Ι. Μαράτου
Το Ε/Γ Ο/Γ Σπύρος ήταν ένα μικρό φέρι, που έκανε τη γραμμή Άνδρο Ραφήνα. Εκείνο το βράδυ περίμενε αραγμένο στο λιμάνι του νησιού νά ΄ρθουν μεσάνυχτα να σαλπάρει. Τακτικό δρομολόγιο. Ρουτίνα. Τίποτε το ξέχωρο εκτός από τον καιρό που έβγαζε φίδια. Φύσαγε μια τραμουντάνα διαβολεμένη και σίγουρα ο κάβο – Ντόρος θα έβραζε. Όποιος ταξίδευε κείνο το βράδυ δεν θα καλοπερνούσε.
Ο καπετάνιος ήταν παλιά καραβάνα, θαλασσόλυκος. Είχε φάει τη θάλασσα με το κουτάλι. Ο μεγάλος του σπούδαζε στην Ιταλία γιατρός και, σ΄ ένα χρόνο που θά ΄παιρνε το δίπλωμα, θα παράδινε κι ο καπετάνιος το φυλλάδιό του να πάρει σύνταξη. Καθόταν στο καφενείο στην άκρη του μόλου και έπινε τον καφέ του παρέα με τους συνταξιούχους ναυτικούς του νησιού, που όπως κάθε μέρα μαζεύονταν να παίξουν την πρέφα τους και να κάνουν κριτική για τη μανούβρα των καπετάνιων καθώς έμπαζαν ή έβγαζαν τα βαπόρια τους από το λιμάνι. Πάντα ήταν αυστηροί και ποτέ δεν ήταν άδικοι.
«Θα φύγεις;»
Δεν του άρεσε η ερώτηση που ξεπετάχτηκε από το διπλανό τραπέζι. Δεν του άρεσε, γιατί αυτό ακριβώς τον απασχολούσε τόση ώρα που έπινε τον καφέ του. Και δεν ήθελε να απαντήσει, γιατί την απάντηση δεν την ήξερε. Αν έλεγε ναι, θά ΄κανε το παλικάρι και δεν ήταν στον χαρακτήρα του. Τη θάλασσα πάντα τη σεβόταν και τη λογάριαζε. Αν έλεγε όχι, μερικοί εξυπνάκηδες θα τον έλεγαν δειλό. Όλοι ήξεραν ότι δεν ήταν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, κάποιος θα έλεγε την κουβέντα του.
«Θα δούμε» απάντησε.
Σε λίγο σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι την άλλη μεριά της παραλίας, όπου ήταν το πρακτορείο. Κρατούσε το κεφάλι του σφιχτά για να μη του πάρει ο αγέρας το κασκέτο. Τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένα τα καΐκια πήγαιναν να σπάσουν. Το κύμα ακόμη και μέσα στο λιμάνι ήταν άγριο και έσκαγε με δύναμη στο μόλο. Στην παραλία άρχισαν να φεύγουν καρέκλες και τραπέζια. «Καρεκλάτος» που λένε.
Έφτασε στο πρακτορείο, άνοιξε με δυσκολία την πόρτα και μπήκε σκεφτικός.
«Καλώς τον καπετάνιο. Κάθισε. Έχουμε έξι φορτηγά, τέσσερις διπλές νταλίκες και καμιά εικοσαριά Ι.Χ. Υπάρχουν και γύρω στους τριάντα επιβάτες».
Ο πράκτορας, ένας μεσήλικας εργένης, είχε κατάστημα τουριστικών ειδών και έκανε και τον πράκτορα για να τσοντάρει το εισόδημά του. Έπρεπε να είναι εντάξει με τις δόσεις για να μη χάσει το μαγαζί που το είχε βάλει για εγγύηση. Είχε παλέψει για να πάρει την πρακτόρευση. Βοήθησε και ο βουλευτής του νησιού που ήταν με την κυβέρνηση. Ο ανταγωνιστής του ήταν σκληρό καρύδι. Από παλιά ναυτική οικογένεια του νησιού ήξερε καλά όλους τους εφοπλιστές που είχαν τα γραφεία τους στον Πειραιά. Δυσκολεύτηκε πολύ να τον κάνει πέρα και κάθε μέρα ζούσε με το φόβο μη του πάρουν την πρακτόρευση και χάσει το έξτρα.
Ο πράκτορας δεν ήξερε από θάλασσα. Το μόνο που ήξερε ήταν να κόβει εισιτήρια. Πριν από λίγο είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με το αφεντικό και είχε φάει κατσάδα, γιατί, όπως συνέβαινε πάντα, η κίνηση δεν ήταν αυτή που περίμενε.
«Μαθαίνω ότι το άλλο πρακτορείο τα καταφέρνει καλύτερα».
Πάντα τα τηλεφωνήματα τελείωναν μ΄ αυτή την αόριστη απειλή.
* * *
Ο λιμενάρχης έβγαλε τη στολή του, έβαλε τη ριγέ πιτζάμα του και τις παντόφλες του και ξάπλωσε στην πολυθρόνα, απέναντι από την τηλεόραση. Ήταν η ώρα του σίριαλ.
Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο.
«Ποιος διάολος τέτοια ώρα;»
«Πήραν από το θάλαμο επιχειρήσεων του Υπουργείου και είπαν ότι έχει εκδοθεί απαγορευτικόν απόπλου για όλα τα επιβατικά. Τι θα κάνω με το Σπύρος;» Ήταν ο υπαξιωματικός υπηρεσίας.
«Να πας να βρεις τον καπετάνιο και να του πεις ότι ήρθε απαγορευτικό και να μην αποπλεύσει. Αν θέλει να φύγει θα το κάνει με προσωπική του ευθύνη, αλλά χωρίς να πάρει επιβάτες. Να του το δώσεις εγγράφως και να τον βάλεις να υπογράψει ότι ΄΄έλαβε γνώσιν΄΄».
Ο λιμενάρχης άκουγε τον αγέρα που σφύριζε και χώθηκε πιο βαθιά στην πολυθρόνα του. Για καλό και για κακό όταν μπήκαν οι διαφημίσεις πήρε τον πράκτορα στο τηλέφωνο.
«Κοίτα μην κάνει καμιά κουταμάρα ο καπετάνιος. Από το Υπουργείο έχουν εκδώσει απαγορευτικό. Δεν θα κουνηθεί μύγα. Βγες από το παράθυρο να δεις μόνος σου. Χαλάει ο κόσμος».
* * *
Ο ιδιοκτήτης, ένας ξερακιανός παλιός καπετάνιος, που είχε δοκιμάσει να βρει την τύχη του αγοράζοντας με χίλια ζόρια ένα μικρό μεταχειρισμένο πλεούμενο, καθόταν μέχρι τέτοια ώρα αργά στο γραφείο του στον Πειραιά και πάλευε με τα νούμερα.
Όπως και να τα έκανε δεν του έβγαιναν. Χρωστούσε πολλά και σε πολλούς. Η χρονιά δεν είχε πάει καλά. Το βαπόρι δεν του έδωσε αυτά που περίμενε και τώρα φώναζαν οι προμηθευτές, οι ασφαλιστές, τα πετρέλαια, όλοι μαζί. Άσε πια την Τράπεζα που τον φοβέριζε να πάρει τον Σπύρο αν δεν ξεπληρώσει την υποθήκη. Και δεν είναι που θα έχανε τα λεφτά του. Στο διάολο! Είναι που μαζί με αυτόν θα πάνε φούντο και συγγενείς και φίλοι που τον είχαν δανείσει όταν ξεκίνησε. Άντε τώρα να τους εξηγήσεις. Ευτυχώς που τώρα τελευταία είχε κλείσει ένα καλό κοντράτο με μια μεγάλη εταιρεία πετρελαίων και από αύριο είχε υποσχεθεί σε όσους χρωστούσε να τους δώσει κάτι μόλις εισπράξει το ναύλο.
Αυτά λογάριαζε με το χαρτί και το μολύβι τέτοια ώρα όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πράκτορας και του έλεγε για το απαγορευτικό. Σαν αστραπή είδε μπροστά του ότι αν δεν γινόταν το ταξίδι, αν δεν ξεκινούσε το μεγάλο κοντράτο με τα πετρέλαια όλα θα τινάζονταν στον αέρα. Κανείς δεν επρόκειτο να περιμένει. Θα του έκαναν κατάσχεση επί τόπου. Υπήρχε άλλο βαπόρι, πιο μεγάλο, πιο γερό, πιο σίγουρο που περίμενε πώς και τι να πάρει τη δουλειά και, αν γινόταν αυτό, θα ήταν το τέλος.
«Να προσπαθήσεις να πείσεις τον λιμενάρχη να τον αφήσει. Δεν ακούω τίποτε! Αυτό που σου είπα. Ξέρεις εσύ! Γιάννη, καταστρέφομαι. Σε έσχατη ανάγκη να φύγει σαν φορτηγό και να αφήσει τους επιβάτες έξω. Στηρίζομαι επάνω σου. Δεν φαντάζομαι ο καπετάνιος να αρνηθεί να φύγει; Θα τον αλλάξω αμέσως. Να βρεις συνταξιούχο, να τον αλλάξεις αμέσως. Μ΄ ακούς;»
Τον άκουγε ο πράκτορας και κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν ζόρικα. Βγήκε στην παραλία και ανέβηκε στο Σπύρος, που κουνιόταν μέσα στο λιμάνι δεμένο. «Σκέψου έξω τι θα γίνεται» αναλογίστηκε. Βρήκε τον καπετάνιο στο φτερό της γέφυρας να αγναντεύει τον καιρό.
«Έχει απαγορευτικό».
«Το περίμενα».
«Και τι θα κάνεις;»
«Αν πρέπει να φύγω, θα φύγω».
«Πρέπει!»
«Το ήξερα. Είναι μέχρι το λαιμό. Πες του ότι θα φύγω».
«Ο Θεός μαζί σου».
* * *
Ο λιμενάρχης δεν ήταν εύκολος. Καθόλου εύκολος. Πρώτα, είχε νευριάσει γιατί του διέκοψαν το έργο για δεύτερη φορά. Έπειτα, η διαταγή του Υπουργείου δεν σήκωνε κουβέντα. Ήταν σαφής. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ! Τέλος, γιατί να ρισκάρει; Δεν έβλεπε το λόγο. Φώναξε τον πράκτορα και του είπε να έρθει σπίτι του. Τη συνέχεια στο σίριαλ την είχε έτσι κι αλλιώς χάσει.
«Κύριε λιμενάρχα, ο άλλος από τον Πειραιά μόνο που δεν έπεσε στα πόδια μου. Θα καταστραφεί».
«Μα είσαι με τα καλά σου; Δεν βλέπεις τι καιρό κάνει; Θέλεις να τον αφήσω να πάει να πνιγεί και να πνίξει κι άλλους;»
«Δεν έχει ανάγκη αυτός. Είναι μαγγιόρος καπετάνιος».
«Τον ξέρω. Είναι ο πρώτος, αλλά δεν γίνεται. Υπάρχει απαγορευτικό και καλώς υπάρχει».
«Τότε θα φύγει σαν φορτηγό. Χωρίς επιβάτες».
«Ας κάνει ό,τι θέλει. Κακό του κεφαλιού του. Εγώ πάντως άδεια για επιβάτες δεν δίνω».
* * *
Ζύγωνε η ώρα του απόπλου και στο πρακτορείο μπήκε μούσκεμα από τη βροχή ο καπετάνιος.
«Πολύ τον φρεσκάρισε» είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
«Δεν έχεις ανάγκη εσύ. Θα φύγεις σαν φορτηγό. Έτσι δεν είναι; Θέλεις να του πω ότι δεν πας; Ότι φοβάσαι;»
Αναθεματισμένη λέξη, σκέφτηκε ο καπετάνιος. Και αναθεματισμένη η ανάγκη να θρέψει τη φαμίλια. Ήξερε ότι ότι αν αρνιόταν, και τη δουλειά του θα έχανε και ρεζίλι θα γινόταν στους ξέμπαρκους καπετάνιους που του την είχαν στημένη στο καφενείο.
«Ναι, θα φύγω, αλλά χωρίς επιβάτες».
«Σύμφωνοι. Χωρίς επιβάτες. Έπρεπε να τον ακούσεις στο τηλέφωνο πώς έκανε».
* * *
Γύρω στις έντεκα και μισή πήρε τη μεγάλη απόφαση. Φώναξε τον ύπαρχο και του είπε :
«Βάλτε τις νταλίκες μέσα. Φεύγουμε».
«Καπετάνιε...»
«Αν φοβάσαι μείνε στο νησί μαζί με τις θείτσες».
Ο ύπαρχος έβαλε το κεφάλι κάτω και έφυγε μουρμουρίζοντας. Την προσβολή του καπετάνιου την κατάπιε. Κι εκείνος δεν είχε τα κότσια για νταηλίκια. Είχε κι αυτός φαμίλια και δεν μπορούσε να ρισκάρει να βγάλει το όνομα. Μέσα στα άλλα, του είχαν τάξει και προαγωγή.
Οι οδηγοί άρχισαν να μανουβράρουν τις νταλίκες και να μπαίνουν στο αμπάρι. Το βαπόρι ποτζίριζε και το κύμα μέσα στο λιμάνι έσκαγε στο μόλο. «Φαντάσου έξω τι γίνεται» είπε ένας οδηγός από τη Δραπετσώνα που οδηγούσε μια διπλή νταλίκα με βυτία για βενζίνα. «Τρελός είναι ο καπετάνιος που φεύγει;» «Κι εσύ τρελός είσαι που πας;» του πέταξε ένας άλλος. Κανείς δεν ήταν τρελός. Ούτε ήταν όλοι τους παλικαράδες. Απλώς ήξεραν ότι μια άρνηση σε τέτοιες στιγμές σήμαινε σίγουρη απόλυση.
Γύρω στα μεσάνυχτα μπήκε και το τελευταίο φορτηγό. Ο καπετάνιος κατέβηκε στο αμπάρι και επιθεώρησε τα αυτοκίνητα και τα δεσίματα με τους γρύλους στις μάπες.
«Πώς τα βλέπετε παιδιά; Είναι γερά;»
«Γερά είναι, καπετάνιε, αλλά αν κουνάει πολύ, τα σχοινιά θα φαγωθούν και θα σπάσουν».
«Δέστε τα σφιχτά».
Ο καπετάνιος ανέβηκε στη γέφυρα, έριξε μια ματιά στον καιρό, πήγε δεξιά, πήγε αριστερά και κάρφωσε τα μάτια του στη στεριά. Στο καφενείο ήταν μαζεμένοι οι απόμαχοι και περίμεναν να δουν την υπέροχη μανούβρα ή το κάρφωμα στα βράχια. Τα φώτα του πρακτορείου είχαν σβήσει και ο πράκτορας είχε σταθεί πίσω από ένα παραπέτο περιμένοντας κι αυτός το σαλπάρισμα. Ο λιμενοφύλακας φορούσε τη νιτσεράδα του και δεν έβλεπε την ώρα να λήξει αυτή η ιστορία να πάει στο φυλάκιο να αποτελειώσει το σταυρόλεξό του μέσα στη ζεστασιά.
Η παραλία είχε ερημώσει.
Όλα ήταν έτοιμα για την παρτέντζα.
* * *
«Βίρα την άγκυρα, και λάσκα σιγά σιγά τους κάβους».
Το Σπύρος άρχισε να ξεκολλάει από το μόλο. Καβατζάρισε το φανάρι του λιμενοβραχίονα και έβαλε πλώρη για τα ανοιχτά. Ο καιρός ήταν γρεγοτραμουντάνα όχι λιγότερο από εννιά μποφόρ. Έβαλε πορεία και τον έφερε στη δεξιά μάσκα.
«Πρόσω ολοταχώς και η Παναγιά μαζί μας» είπε στον εαυτό του ο καπετάνιος και κουδούνισε με πείσμα τον τηλέγραφο.-
Από τη συλλογή διηγημάτων «Απαγορευτικόν απόπλου», Εστία 2003, σελίδες 171-179