Πέτρος Μαρκάκης – Κι όμως νίκησα το Χάρο
Ο Πέτρος
Μαρκάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1912, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της
Αθήνας και παίρνοντας μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο γίνηκε ανάπηρος.
Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα το 1935 με το θεατρικό μονόπρακτο «Το χτικιό».
Το 1947 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τραγικός Παιάνας», το 1959 εξέδωσε το
χρονικό «Και επί γης Ειρήνη», «Παλαμάς, Παλαμοκρατία και πραγματικότητα»,
μελέτη, το 1961, και «Κώστας Ουράνης», βιβλιογραφία, 1962. Ο Πέτρος Μαρκάκης
έχει συστηματικά ασχοληθεί με ζητήματα της λογοτεχνίας και λαογραφίας.
ΚΙ ΟΜΩΣ ΝΙΚΗΣΑ ΤΟ ΧΑΡΟ
Βράδιασε. Με τις ενέσεις που μου ΄χαν κάνει, δεν πονούσα πια. Μα είχα αϋπνία. Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Κείνο το βράδυ συνέβηκε κάτι φοβερό. Από την προηγουμένη βραδιά, κατάλαβα, πως ένα βαπόρι ερχόνταν τη νύχτα, ξεφόρτωνε μπενζίνα, και νύχτα έφευγε. Και κείνο το βράδυ ξανά ΄ρθε. Δεν ξέρω τι γίνηκε και κάτι έπιασε φωτιά. Ακούστηκαν μερικές εκρήξεις. Έπιασε όλους πανικός, νοσοκόμους και τραυματίες. Αφήκαν τα κρεβάτια τους και βγήκαν όξω. Ερήμωσε όλη η αίθουσα κ΄ έμεινα μονάχος εγώ. Δεν ξέρω αν υπήρχε κι άλλος. Μ΄ έπιασε ένας ανείπωτος φόβος. Προσπάθησα να σηκωθώ μα δεν μπορούσα. Νόμιζα πως γινόταν βομβαρδισμός. Ελούφαξα στην άκρη του κρεβατιού μου κ΄ είχα εντείνει όλες μου τις αισθήσεις, περιμένοντας από λεπτό σε λεπτό το τέλος μου. Ησύχασε ο τόπος. Ξαναγύρισαν όλοι στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν. Εγώ τίποτα.
Την άλλη μέρα ήμουν στα χειρότερα. Δεν θυμάμαι τίποτα απ΄ εκείνη την ημέρα, παρά μονάχα, πως το βράδυ ήρθε το πλωτό νοσοκομείο «Ελληνίς» και με μετέφεραν εκεί με το φορείο. Έβραζα στον πυρετό κι από το τραγικό αυτό θαλάσσιο ταξίδι, που ΄ταν και το πρώτο στη ζωή μου, δεν ένιωσα τίποτα. Μονάχα, πως σαν άνοιγα τα μάτια μου, από τη νάρκη που ΄μουν, έβλεπα πάντα, από πάνω μου, ένα ωραίο προσωπάκι μιας εθελόντριας αδερφής, να μου χαμογελά. Ασφαλώς θα θαρρούσε πως θα πέθαινα κ΄ ήθελε να μου δώσει κουράγιο.
Το πρωί ήταν Σάββατο, 25 του Γενάρη του 41, φτάσαμε στον Πειραιά. Με το φορείο με βγάλαν και με βάλαν στην ασθενοφόρο. Αδερφές και κοριτσόπουλα της «Νεολαίας» μας δίναν φορτικότατα γάλα, σοκολάτες και τσιγάρα μαζί με τα «Ζήτω» τους, «Ήρωες μας» κι άλλα ηχηρά παρόμοια.
Εγώ με την αίσθηση πως πατούσα πια στ΄αττικό χώμα, είχα συνέρθει από την νάρκη, και μ΄όλη την τρομερή κατάσταση που βρισκόμουν, βλέποντας τον ήλιο να λούζει όλα γύρω μου, ένιωθα την καρδιά μου να σκιρτά από συγκίνηση και χαρά. Όλα μου φαίνονταν νέα κι ωραία. Η ασθενοφόρος, όσο περνούσε από τα κεντρικά μέρη πήγαινε σιγά, σα νεκροφόρα, μόλις όμως έβγαινε στ΄ απόκεντρα, ο σωφέρ πατούσε μπενζίνα κι έτρεχε δαιμονισμένα. Μέσα εγώ στο φορείο τρανταζόμουν και πονούσα φοβερά. Ωστόσο όμως όλα τα υπόμενα. Είχα την επιθυμία να τα δω όλα και να τα χορτάσω. Αν δεν πρόφταινα να δω όλα γύρω μου, έτσι ανάσκελα που ΄μουν, έβλεπα συνεχώς γαλάζιο ουρανό. Τον ουρανό της Αθήνας, που ΄χα λαχταρήσει.
Κάποτε, φτάσαμε στο νοσοκομείο. Τ΄ Αρεταίειο. Μόλις μπήκα μέσα κι είδα όλα άσπρα, παντού άσπρα, ξαναζωντάνεψε μέσα μου η Αλβανία με τα χιόνια της. Μου φάνηκε πως μ΄ έχωναν στο στόμα ενός άσπρου θεριού της Αποκάλυψης και θα με καταβρόχθιζε. Αν δυνόμουν, θα σηκωνόμουν και θα ΄φευγα. Δεν μπορούσα να το υποφέρω τ΄ άσπρο χρώμα. Το φοβόμουν. Θαρρούσα, πως ήταν ο θάνατός μου.
Μετά το λουτρό, που μου βγάλαν, υποτίθεται, τριών μηνών λέρα κι απλυσιά, αμέσως με μπάσαν στο χειρουργείο. Ο γιατρός Κάτσαρης εξέταζε, έλεγε, έλεγε κι ο βοηθός του σημείωνε. Απ΄ ότι έλεγε δεν καταλάβαινα τίποτα, μόνο αισθανόμουν, πως κάτι σοβαρό συνέβαινε με μένα. Βλέπω η αδερφή, σ΄ένα νόημα του γιατρού κάτι να ετοιμάζει. Άκουγα κρατς-κρουτς να ηχούν τα εργαλεία που ΄βγαζε από τον αντισηπτήρα, και κάθε τους κρότος χτυπούσε στην καρδιά μου σα μαχαιριά. Ωστόσο δεν είχα τη δύναμη να φέρω καμιά αντίσταση, είχα μεταβληθεί σε μια ουδέτερη ύπαρξη. Μου σκέπασαν το πρόσωπο μ΄ ένα σεντόνι και κάτι κάναν απάνω μου οι γιατροί. Μα εγώ δεν ένιωθα τίποτα. Πέρασε απ΄ την ιδέα μου, πως μου κόβαν κιόλας τα δάχτυλα των ποδιών μου. Τώρα όμως ούτε φόβο, ούτε απελπισία, ούτε τίποτα αισθανόμουν. Μου ΄ταν κάτι σαν να γινόταν σ΄ έναν άλλον. Μόνο σαν τέλειωσαν και μου ξεσκέπασαν το πρόσωπο, έβανα δύναμη στον εαυτό μου για να τους ρωτήσω:
-Μου κόψατε τα δάχτυλα;
-Όχι, μου ΄παν. Κάτι τομές κάναμε στα πόδια για να πέσει το πρήξιμο.
Μετά με μετέφεραν μέσα σ΄ έναν μεγάλο θάλαμο. Άστραφτε από καθαριότητα. Ήταν γιομάτος τραυματίες κι αναπήρους, από κάθε λογής καρύδι. Οι περισσότεροι χωριάτες. Το τι γινόταν εκεί μέσα, δε λέγεται. Ήταν σωστή χάβρα. Ο καθένας έκανε ότι του κατέβαινε. Άλλοι φωνάζαν, άλλοι καυγάδιζαν, άλλοι τσίριζαν δίχως λόγο, άλλοι τραγουδούσαν. Και σαν να μην έφταναν αυτά, υπήρχε κι ένα ραδιόφωνο, που το βάζαν κι έπαιζε στη διαπασών. Κι αυτό άρχιζε από το πρωί στις έξη και τέλειωνε επιτέλους τα μεσάνυχτα, στις δώδεκα, που μπαϊλντίζαν και κοιμόντουσαν. Εγώ ήμουν πολύ βαριά κι είχα ανάγκη απόλυτης ησυχίας. Μα εκεί μέσα πού να τη βρώ; Όλη μέρα με τη φασαρία δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, και την νύχτα, μ΄ όλα τα υπνωτικά που μου δίναν ήταν αδύνατο να με πάρει ύπνος. Μόνο κατά τα ξημερώματα μ΄ έπιανε κάτι σα λήθαργος. Μα τότε ξυπνούσαν οι άλλοι και με τις φωνές τους και το ραδιόφωνο, δεν μ΄ αφήναν ούτε αυτή τη μικρή νάρκη ν΄ απολαύσω.
Σε τι απελπιστική κατάσταση βρισκόμουν φαίνεται από το ότι, σαν ειδοποίησα τη γυναίκα μου πως ήμουν στο νοσοκομείο, κι έτρεξε να με δει, στεκόταν πάνω από το κρεβάτι μου, με κοίταζε και δε μ΄ αναγνώρισε. Είδε, όπως μου ΄πε αργότερα, μια μακρουλή νεκροκεφαλή, με κάτι πελώρια αφτιά που φέγγανε και μ΄ ένα χρώμα πεθαμένου. Το μόνο σημάδι που της θύμισε πως ήμουν εγώ ήταν ένα λίπωμα που ΄χα από τότες κι εξακολουθώ να το ΄χω ακόμη, πάνω στο μέτωπο. Οι γιατροί μ΄ είχαν για τριών τεσσάρων το πολύ ημερών μονάχα ζωή. Εχτός από τα κρυοπαγήματα τρίτου βαθμού που ΄χα στα πόδια, και πρώτου στα χέρια, είχα ακόμα πνευμονία και δυσεντερία. Σαν τους ρώτησε ο πατέρας μου αν υπήρχε καμιά ελπίδα να ζήσω, του τ΄ απόκλεισαν εντελώς. Μόνο θαύμα αν γινόταν. Και πάλι όμως έπρεπε να μου κόψουν τα ποδάρια απ΄ τα λαγόνια. Ο μόνος άνθρωπος που δεν τους πίστεψε, ήταν μονάχα η γυναίκα μου. Όλοι οι άλλοι μ΄ είχαν ξεγράψει. Εκείνη πίστεψε πως θα ζήσω. Και την πίστη της την έκανε η ίδια έργο. Κι έζησα. Ωστόσο, μ΄ όλη την απαισιοδοξία που ΄χαν οι γιατροί, δεν του διέφυγε μια λεπτομέρεια. Πως μόλις μπήκα στο νοσοκομείο και με βάλαν στο κρεβάτι, το πρώτο πράμα που ζήτησα, ήταν να μου φέρουν να διαβάσω εφημερίδα. Τους έκανε εντύπωση, πως είχα κουράγιο, στα χάλια που ΄μουν, για διάβασμα. Ναι, ήθελα να νιώσω πως ήμουν, σαν πριν , άνθρωπος με ζωή. Την πήρα την εφημερίδα, την άνοιξα και προσπάθησα να διαβάσω, μ΄ αλίμονο, τα γράμματα χόρευαν μπρος στα μάτια μου. Κι ωστόσο την κρατούσα ανοιχτή και καμωνόμουν πως διάβαζα. Θαρρούσα, πως κρατώντας την εφημερίδα, κρατούσα την ίδια μου τη ζωή.
Ένα βράδυ βάρυνα πολύ. Τις αισθήσεις μου όμως δεν τις είχα χάσει. Έβλεπα στα πρόσωπα όλων των δικών μου, που δεν είχαν φύγει από κοντά μου, μια ανησυχία, που θέλαν να την κρύψουν. Μπαινοβγαίναν οι γιατροί, μου κάναν ενέσεις. Οι αδερφές ήταν σε κίνηση. Φέραν κ΄ ένα άσπρο παραβάν και μ΄ απομόνωσαν από τ΄ άλλα κρεβάτια των τραυματιών, που ΄ταν στο ίδιο θάλαμο. Μ΄ είχαν βγάλει από τον πρώτο θάλαμο και μ΄ είχαν βάνει σ΄ ένα μικρό με μόνο άλλους δυο τραυματίες. Σε λίγο ήρθε ο παπάς βαστώντας το δισκοπότηρο, μ΄ ένα φαντάρο μπρος κρατώντας ένα φανάρι. Τα κατάλαβα όλα. Επλησίαζε το τέλος μου. Δεν ήθελα να το πιστέψω κι αρνήθηκα να μεταλάβω. Μα επέμεναν οι άλλοι, πως τον φέραν τον παπά για να με μεταλάβει, να πάω στα καλύτερα. Δέχτηκα.
-Το ξέρω, τους είπα, με μεταλαβαίνετε γιατί θα πεθάνω. Θέλω να πεθάνω μονάχος.
Η γυναίκα μου, μη αντέχοντας πια σ΄ αυτή τη σκηνή, βγήκε έξω και ξέσπασε σε κλάμα. Εκεί στεκόταν ένας φαντάρος-νοσοκόμος- και περίμενε. Μόλις την είδε να βγαίνει κλαίοντας, την ρωτάει:
-Τέλειωσε αυτός μέσα, ν΄ αδειάσουμε το κρεβάτι να βάλουμε άλλον;
Εγώ όμως εκείνο το βράδυ δεν τέλειωσα. Την είχα γλυτώσει.
Μια μέρα, στο κρεβάτι μου, όχι στο χειρουργείο, μου κάναν αλλαγή. Τα πόδια μου βρωμούσαν ψοφίμι. Άνθρωπος δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα μου. Τότε πάλι οι γιατροί μου ρίξαν ένα μαξιλάρι και μου σκέπασαν το πρόσωπο. Άκουγα, χωρίς να βλέπω, κάτι κρακ-κρακ, μα δεν ένιωθα τίποτα. Σαν τέλειωσαν κι έφυγαν, ρώτησα το διπλανό μου τραυματία:
-Τι κάναν;
-Σου κόψαν τα δάχτυλα.
Αυτό που η σκέψη μου μόνο, όταν το πρωτάκουσα, πήγε να με τρελάνει, δε μου ΄κανε καμιά εντύπωση. Σ΄ ένα ασήμαντο βιβλίο διάβασα κάποτες μια τετραγωνική αλήθεια. Πονάμε αφόρητα από τη σκέψη ότι πρόκειται να πονέσουμε, κι όταν έρχεται πραγματικά ο πόνος τότες δεν πονάμε. Η ζωή μ΄ έκανε πολλές φορές πάνω σ΄ αυτό πειραματόζωο, και πάντοτε βγήκε πως ήταν αλήθεια.
Πέρασαν οι τρεις τέσσερεις μέρες που μου ΄χαν διορία οι γιατροί να ζήσω, κι άλλες πολλές ακόμα, πάλαιψα με το χάρο, μα τη γλύτωσα. Εκτός απ΄ τη φορά που ανέφερα κι άλλη μια ήρθα στο αμήν.
Ο πατέρας μου είχε ένα γέρο φίλο, πολύ πλούσιο, άκληρο, που το ΄χε ρίξει στη θρησκεία και στα κηρύγματα. Αυτός, από ενδιαφέρον βέβαια, μου ΄στειλε δυο απ΄ εκείνα τα σιχαμερά γραΐδια, απ΄ αυτά τ΄ αποτρόπαια όντα, που όλο τον κόσμο τον βλέπουν αμαρτωλό, και μόνον αυτά έχουν εξασφαλίσει προνομιακά την ελεύθερη είσοδο στον Παράδεισο. Εγώ, να σας πω την αμαρτία μου, προτιμώ την Κόλαση, αν πρόκειται να κάνω παρέα με κάτι τέτοια όντα στον Παράδεισο. Ο πατέρας μου, ξέροντας, πως να τα δω δεν θα ΄θελα, μου πρόσπεσε, για χατήρι του, να τα δεχτώ και να κάνω υπομονή.
Μου ΄πε πως θα ΄ρχονταν να μ΄ έβλεπαν και θα ΄φευγαν αμέσως. Ήρθαν, στρογγυλοκάθισαν κι άρχισαν να μου λεν για Κόλαση, για Παράδεισο, για θαύματα αγίων, για μέλλουσα ζωή, για θανάσιμα αμαρτήματα, κι ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως ό,τι είχα πάθει, το ΄παθα απ΄ τα ασυγχώρητα αμαρτήματα που ΄χα κάνει στη ζωή μου. Εγώ καιγόμουν στον πυρετό, μα αυτές δεν το ΄χαν σκοπό να ξεκουμπιστούν. Λέγαν, λέγαν, κι εγώ υπόμενα. Περάσαν ώρες. Καλά να ΄μουν, θ΄ αρρώσταινα. Άρχισα να υποφέρω. Δεν άντεξα.
-Πες τους να φύγουν, είπα στον πατέρα. Δεν μπορώ. Θα με πεθάνουν.
Σηκώθηκαν, τα μάζεψαν να φύγουν. Ο πατέρας μου πήγε να με δικαιολογήσει σ΄ αυτές. Μα εκείνες του ΄παν, μπρος στα μούτρα μου:
-Βλέπετε! Βλέπετε! Ακόμα ο δαίμονας δεν εννοεί να φύγει από μέσα του. Φέρτε έναν ιερέα να του διαβάσει ένα ευχέλαιο.
Ε! Πια δεν υποφέρονταν.
-Αϊ στο διάολο σκατόγριες! είπα, κ΄ έφυγαν.
Εγώ όμως έπεσα σε μια τρομερή δυσφορία. Οι γιατροί με φοβήθηκαν πάλι. Μου κάναν ενέσεις καρδιοτονωτικές, εντριβές και δε θυμάμαι τι άλλο. Με ξενύχτισαν. Κατά τις πέντε, στα ξημερώματα, γύρισα στο καλύτερο.
Τα πόδια μου είχαν σαπίσει. Θα ΄πρεπε να μου τα ΄χαν κόψει, τουλάχιστο το ΄να, τ΄ αριστερό. Μα βρισκόμουν σε τρομερή αδυναμία και δε θ’ άντεχα. Ανέβαλαν. Η πνευμονία με την κούρα που μου ΄κανε ο γιατρός Λοράνδος, που η γυναίκα μου είχε φέρει έξω από το νοσοκομείο, είχε υποχωρήσει. Το ίδιο και η δυσεντερία. Μα τα κρυοπαγήματα χειροτέρευαν. Άρχισα να παρουσιάζω συμπτώματα σηψαιμίας. Μου κάναν μεταγγίσεις αίματος. Μα έπρεπε οπωσδήποτε, να μου τα κόψουν, ειδάλλως δε γλύτωνα. Να μου τα κόψουν, αλλά από πού; Οι γιατροί θέλαν, τώρα, όχι βέβαια από τα λαγόνια, όπως λέγαν τις πρώτες μέρες, αλλά από τους μηρούς. Η γυναίκα μου πάλι αντιστάθηκε. Έφερε τον καθηγητή, τον Γερουλάνο. Με είδε και είπε, τ΄ αριστερό μου πόδι να μου το κόψουν απ΄ την κνήμη και το δεξί να μου τ΄ αφήσουν, όπως είχε μείνει, δίχως δάχτυλα και φτέρνα, κι αν χειροτέρευε μου το κόβαν κι αυτό. Το δεύτερο ήταν λάθος του. Γιατί αν μου το κόβαν τότες δεν θα υπέφερα ό,τι υποφέρω ακόμη.
Στις 8 του Φλεβάρη το πρωί, φέραν στους άλλους τραυματίες, που μέναν μαζί μου στον ίδιο θάλαμο, το πρωινό, σ΄ εμένα όχι. Ρώτησα: Γιατί; Μου ΄παν πως ξέχασαν. Ζήτησα νερό, δε μου φέραν. Έψαξα στο ντουλαπάκι μου να βρω να φάω απ΄ αυτά που μου φέρναν απ΄ το σπίτι, τα ΄χαν πάρει, δίχως εγώ να το πάρω είδηση. Άρχισα να υποψιάζουμαι, πως κάτι θα μου συνέβαινε εκείνη τη μέρα. Ρωτούσα τον ένα, ρωτούσα τον άλλο, όλοι τους είχαν κάνει συνωμοσία και κανείς δε μού ΄λεγε. Ήρθε μια αδερφή και μου ξούρισε όλα τα κάτω τριχωτά μέρη. Τη ρώτησα γιατί το κάνει και μου ΄πε για να φύγουν οι ψείρες. Είχα κι αυτές. Δεν εννοούσαν να με παρατήσουν. Δυο φορές την ημέρα άλλαζα και δεν τα κατάφερνα να ξεψειριάσω. Είχαν κάνει φωλιές μέσα στο δέρμα και τις γεννούσε το σώμα μου.
Τέλος ήρθε το φορείο και με πήγαν στο χειρουργείο.
Είδα όλες εκεί τις ετοιμασίες για την εγχείρηση και φοβήθηκα.
-Θα μου κόψετε τα πόδια;
-Όχι, μια μικρή παρακέντηση θα σου κάνουμε, για να τα καθαρίσουμε. Δες! Δε θα σου βάνουμε μάσκα για να σε κοιμήσουμε. Να, μια γάζα με λίγο αιθέρα, όσο για να κοιμηθείς να μη βλέπεις και εκνευρίζεσαι. Να μας αφήσεις κι εμάς να κάνουμε τη δουλειά μας.
Ξύπνησα κατά το μεσημέρι στο κρεβάτι μου. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου είδα να υψώνεται από τη μέση μου και κάτω ένα κουβούκλιο. Τέτοια είχα δει, που βάζαν σ΄ όσους ακρωτηρίαζαν. Πονούσα φοβερά. Αβάσταχτα. Ένιωθα το ΄να μου πόδι βαρύ, ασήκωτο. Λες και το ΄χαν πατηκώσει.
-Μου κόψανε τα πόδια οι κακούργοι;
-Όχι, όχι, μου ΄πε η αδερφή. Στάσου να σου κάνω μια ένεση.
-Τι ένεση είναι αυτή;
-Μορφίνη.
Ήξερα πως η απλή χρήση αυτής της ένεσης, για να σταματά τους πόνους, γίνεται συνήθεια και καταλήγει σε πάθος. Το ΄χαν πάθει πολλοί τραυματίες κι ανάπηροι των παλιών πολέμων και δεν άφησα να μου κάνει. Δέχτηκα μόνο μια ένεση καμφοράς για την καρδιά.
-Πες μου, τη ρωτούσα, μου κόψαν τα πόδια;
-Όχι, μου ΄λεγε η αδερφή.
Μα δεν μ΄ άφηνε να σηκώσω τις κουβέρτες του κρεβατιού για να δω. Την μισοπίστευα. Γιατί τώρα ένιωθα να μου πονούν τα πόδια ως κάτω στις άκρες των δαχτύλων, που άλλοτε τα ΄νιωθα νεκρά. Αυτή η ψευδαίσθηση που βάσταξε μήνες και χρόνια, ήταν ώρες-ώρες που με ξεγελούσε πως δεν μ΄ είχαν ακρωτηριάσει. Πονούσαν τα κομμένα νεύρα, που αντιστοιχούσαν στα μέρη που έλειπαν απ΄ το σώμα μου. Μα κι αυτά με τον καιρό νεκρώθηκαν. Κι όμως γιατί να μη βαστούσαν όλη μας τη ζωή; Είναι τόσο ευεργετικά. Φοράς ξύλινο πόδι και σε ξεγελούνε, πως είναι τ΄ αληθινό σου. Νιώθεις π.χ. να σε στενεύει το παπούτσι ή να σε τρώει η πατούσα του ποδιού σου που λείπει.
Μόλις έφυγε η αδερφή, σήκωσα τα σεντόνια και είδα, Θεέ μου! έπιανα το μισό κρεβάτι. Μου φάνηκε τόσο φοβερό! Τόσο ασύλληπτο! Δεν το υπόφερα. Άρχισα να κλαίω, να κλαίω και να μην έχω σταματημό. Σπάραζα. Με παρηγορούσαν. Προσπαθούσαν να μου δώσουν υπνωτικό να κοιμηθώ, να καταλαγιάσω. Εγώ τίποτα δεν δεχόμουν. Σκεφτόμουν τον εαυτό μου δίχως πόδια, να μην μπορώ να περπατήσω, να μην μπορώ να τρέξω. Τώρα για όλο τον κόσμο ήμουν ένας σακάτης, ένα πεταμένο πράμα. Ένας άχρηστος. Τι μπορούσε να κάνει ένας μισερός; Για όλους θα ΄μουν ένα βάρος. Ένας κούτσαβλος. Όλοι θα με κοιτούσαν με οίκτο, κι από μέσα τους θα ΄νιωθαν ανυπόφορο το βάρος μου. Τι την ήθελα πια τη ζωή; Ας πέθαινα καλύτερα. Φαντάστηκα τον εαυτό μου μέσα στην κάσα. Κ΄ είδα ένα μέρος της, το μέρος που θα ΄πιανε το πόδι που μου κόψαν, περιττό. Και το πόδι μου αυτό τι το κάναν; Πού το πετάξαν; Πώς θα πάω στο Χάρο μισερός; Κι αυτός θα με παραπετάξει. Απ΄ εκείνη τη στιγμή όλα αυτά στροβιλίζονταν μέσα στη σκέψη μου για μέρες, για μήνες, ώσπου μια μέρα, αυτόματα, σα μια υπέρτερη από μέσα μου δύναμη να με ωθούσε, έκατσα κι έγραψα αυτούς τους στίχους:
Σαν ξημερώσει κι η στερνή τής λύτρωσης μου μέρα,
δε θέλω μάτια να βραχούν, για μέ καρδιές να κλάψουν,
μήτ΄ αγιοκέρια να καούν, ούτε πομπή στο ξόδι.
Ένα χατήρι σας ζητώ και μη μου τ΄ αρνηθείτε!
Το μισερό κουφάρι μου ποθώ να μου το θάψτε
στον ίδιο λάκκο που ορφανά τα δυο μου πόδια λιώνουν.
Θέλω, σα θ΄ανοιχτεί σε μένα η πόρτα τ΄ Άλλου Κόσμου,
στητός να μπω! στητός να βγω! Στητός και ν΄ αντικρίσω
τον Χάροντα, τον ρήγα του και να τον επλανέψω
να μη με δει ανάπηρο και με παραπετάξει.
Το ποίημα αυτό ήταν μια λύτρωση για μένα. Στιγμιαία όμως. Απ΄ εκείνη την ημέρα, ως τα σήμερα, έχουν περάσει δεκαοχτώ χρόνια, κι ούτε μια ώρα,- τι λέω! – ούτε μια στιγμή δεν έπαψε να με κυνηγάει η ιδέα του μισερεμού μου. Είναι πολύ τυραννικό για μένα να το σκέφτουμαι. Δεν το υποφέρω. Και κάνω το καθετί, για να ξεχνώ. Κρατώ τον εαυτό μου σ΄ ένα αδιάκοπο μεθύσι, για να μη θυμάμαι, πως είμαι ένας μισερός, ένας ανάπηρος. Παθαίνουμαι τρομερά, σαν συναπαντηθώ μ΄ άλλον ανάπηρο, στην ίδια κατάσταση με μένα. Γιατί καθρεφτίζω στη δική του θέση, τη δική μου και με ξαναφέρνει σε μια πραγματικότητα, που δε θέλω να την βλέπω, να τη σκέφτομαι, να τη θυμάμαι πως υπάρχει. Μισώ κάθε ανάπηρο, κάθε σακάτη, γιατί μισώ την κατάσταση που βρίσκουμαι. Δεν υπάρχουν για μένα πιο μισητές και πιο φοβερές ώρες του μερόνυχτου, από την ώρα που πέφτω και την ώρα που σηκώνουμαι από το κρεβάτι. Τις ώρες εκείνες, που βλέπω το σώμα μου πάνω στο στρώμα, δίχως τα ξυλοπόδαρα, να πιάνει το μισό κρεβάτι. Να ΄μια· ένα ον, που να μη μπορώ σε τίποτα, ν΄ αμυνθώ, να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Θε μου, είναι φοβερό τη δύναμη σου να την εξαρτάς από τα ξυλοπόδαρα.
Μου λεν, για να με παρηγορήσουν, πως με συνήθισαν έτσι και δεν τους κάνω την εντύπωση για κουτσός. Σπολλάτη τους! Είναι σα να μου λεν πως γεννήθηκα σακάτης. Ξεχνούν όμως πως ήμουν κι εγώ γερός. Μα αυτό θέλω να το θυμούνται. Πως ήρθα στη ζωή γερός κι ο πόλεμος μ΄ έκανε σακάτη.
Επιστροφή στην Ανθολογία
Αντιστασιακής Πεζογραφίας