Δώρας Μοάτσου-Βάρναλη

 

          Ο Θανασάκης

 

     Η Σοφούλα με το Γιωργή είχαν ξεθαρρευτεί πια. Μέρες πολλές κάνανε την ίδια δουλειά! Πρωί πρωί, πριν καλοφέξει, ξεκίναγαν κι ανέβαιναν πάνω στου Γουδί, στους γερμανικούς φούρνους. Ο Γιωργής ξυπνούσε τη Σοφούλα. Αυτός, αν και πιο μικρός – τα εννιά δεν τα ΄χε πατήσει ακόμα – τη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβατάκι του και κάθε τόσο ξύπναγε και κοίταζε κατά το παράθυρο να  δει να γλυκοχαράζει. Σηκωνότανε και ξεκίναγαν μαζί με την αδερφή του. Παίρνανε δυο σακούλια και φτάνανε πάνω εκεί που οι μαγέροι πετούσαν τα σβησμένα αποκαϊδια του κωκ. Φεύγαν σε ώρα που ακόμα δεν επιτρεπόταν η κυκλοφορία. Μα, όσο πρωί και να πηγαίναν, πάντα αντάμωναν κι άλλα παιδιά που και αυτά με τα σακιά τους φτάναν ξημερώματα να οικονομήσουν κωκ για το σπίτι τους και να πουλήσουν και στους γειτόνους.

     Ο Γιωργής κι η Σοφούλα ήταν παιδιά της κυρά-Σταύραινας που, χήρα από καιρό, τυραννιόταν ξενοπλένοντας ν΄ αναστήσει τα έρμα της εφτά ορφανά. Την Αγλαϊα, την μεγαλύτερη, δεκαφτά χρονών κοπέλα, την είχε βάλει στα ξένα χέρια, καμαριέρα σ΄ ένα πλουσιόσπιτο, στο Κολωνάκι. Ο Σταμάτης, δεκάξι χρονώ κι ο Παναγής, δεκατεσσάρω, πουλάγαν στη μαύρη αγορά ότι κατόρθωναν ν΄ αγοράσουν από τους καταχτητές. Η Στέλλα που ΄ταν μόλις δώδεκα, δούλευε εσωτερική σε μια μοδίστρα, η Σοφούλα κι ο Γιωργής πηγαίναν σκολειό, κι ήταν και το πιο μικρό, ο Θανασάκης, που γεννήθηκε σαν είχε πεθάνει πια ο πατέρας του κι ήταν τώρα μόλις πεντέμισι – το καμάρι όλης της οικογένειας. Ήταν το ομορφότερο απ΄ όλα αυτό το στερνοπαίδι. Κι έξυπνο, κατεργάρικο, χαρούμενο, πάντα γελαστό, έκανε όλη τη γειτονιά να γελάει με τα καραγκιοζλίκια του. Σαν πέρναγαν για γυμνάσια οι γερμανοί, στεκόταν σοβαρό και τους κοίταζε, κι έπειτα, μόλις στρίβαν απάνω, έμπαινε μέσ΄ στο σπίτι, έπαιρνε ένα ντουφεκάκι που του είχε φέρει η Αγλαΐα απ΄ τα παιδιά της κυρίας της, έβγαινε στο δρόμο και κορδισμένο, με τεντωμένα τα γαμπάκια του, έκανε σαν το γερμανό υπαξιωματικό που είχε πριν περάσει επί κεφαλής:

     -Άχτουγκ.

     Κι είχε πάρει τ΄ αφτί του κάμποσες λέξεις γερμανικές και τις ξεφούρνιζε τόσο κωμικά, που γέλαγε όλη η γειτονιά. Βρε, Θανασάκη, Θανασάκη, του φωνάζαν όλοι. Βρε, Θανασάκη, γερμαναράς σωστός μας γίνηκες.

 

     Σαν ξεκίναγε η κυρά-Σταύραινα να κατηφορίσει προς τις πλούσιες γειτονιές για τις μπουγάδες, είχανε πια γυρίσει η Σοφούλα με το Γιωργή κι είχε ξυπνήσει κι ο Θανασάκης. Πριν φύγει τους έφτιαχνε μια σούπα από μπομποτάλευρο και τους έριχνε και από μια δυο σταγόνες λάδι στο πιάτο. Ο Σταμάτης κι ο Παναγής, πάντα είχαν κάτι ν΄ αφήσουν για τα μικρά, λίγες σταφίδες, κανένα σύκο και που και που κανένα γαλετάκι. Μα σαν φούντωνε η Αντίσταση και σαν όλα τα παιδιά ξεκίναγαν κι ανέβαιναν στα βουνά ή κάναν και μες στους στρατώνες, ακόμα και στις αποθήκες της Αθήνας, σαμποτάζ στους γερμανούς, τότες ο Σταμάτης κι ο Παναγής μοιράζαν τις μέρες τους και μια δούλευαν για την πατρίδα, μια για τη «μαντζαρία της οικογένειας» όπως λέγανε. Στους άλλους, που είχαν δοθεί ολότελα στον αγώνα, δικαιολογούντανε:

     «Μα εμείς έχουμε τόσα ανήλικα να θρέψουμε, τι θα γενούν αυτά χωρίς εμάς;».

     Σα να μην ήταν αυτοί δεκατεσσάρω και δεκάξι χρονώ παιδιά! Μιλούσαν σαν άντρες, γιατί τους είχε μεστώσει η βιοπάλη κι η σκλαβιά.

 

     Ήταν ένα πρωί του Μάρτη. Τα δυο παιδιά, ξυπόλυτα και κουρελιασμένα, μ΄ όλο το κρύο το τσουχτερό, είχαν τραβήξει πάλι για το Γουδί. Δυο-τρεις μήνες τώρα που, μεσ΄ στο χειμώνα κάναν την επιχείρηση, είχανε πάρει το θάρρος και την περηφάνια της ηρωικής τους δουλειάς. Δεν τους είχε τύχει ακόμα να τους δει γερμανός, παρά μόνο μια φορά ο Φριτς, μα αυτός τους γνώριζε, γιατί είχε δώσει στην κυρά-Σταύραινα πολλές φορές να του πλύνει ποκάμισα, κι ήταν καλός ο γερμανός αυτός, πιότερο πολωνός παρά γερμανός, και κάποτε μάλιστα τους έφερνε σοκολάτες και γαλετάκια. Αυτός, σαν τα είδε τότες, τα χάδεψε και τους έδωσε και μισή κουραμάνα. 

     Μα, να που τώρα από μακριά είδανε, ακριβώς εκεί που ήταν πεταμένα τα αποκαΐδια, έναν γερμαναρά ως εκεί πάνω ψηλό, με το μακρύ πρασινογκρίζο μανδύα.

     -Πέσε κάτω, είπε η Σοφούλα ψιθυριστά στο Γιωργή. Και τα δυο παιδιά πέσαν χάμω και μείναν ακίνητα μπρουμουτισμένα πα στο χώμα.

     Ο γερμανός ήταν σ΄ απόσταση και δε φαινόταν να τους είχε δει.

     -Να μπορούσαμε να γυρίζαμε σπίτι, είπε φοβισμένα ο Γιωργής. Κι η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, γιατί είχε ακούσει πως οι γερμανοί σκοτώνουν ακόμα και παιδιά για μια πατάτα ή γιατί τα βρίσκαν έξω σε ώρα δεν επιτρεπόταν η κυκλοφορία. Κι ήταν ακόμα τόσο νωρίς, τόσο νωρίς!

     -Κρυώνω, είπε σιγανά η Σοφούλα.

     Κι ο μικρός σύρθηκε κοντά της και την αγκάλιασε. Ποτές δεν έτυχε να μείνουν ακίνητοι, έτσι, τόσην ώρα, γιατί και μες στο χειμώνα ακόμα φτάναν τρεχάτοι εκεί πάνω, ρίχναν τα σακιά τους χάμω και βιαστικά βιαστικά, φουχτιές φουχτιές και συρτά γεμίζαν τα σακιά και πάλι με τον ίδιο τρόπο γυρίζαν στο σπίτι. Όλα αυτά γίνονταν μες σε μισή ώρα, γιατί στο δρόμο τα παιδιά, αν ήταν μικρά τα ποδαράκια τους, ήταν εξασκημένα και τρέχαν γρήγορα σα ζαρκάδια. 

     Θα είχαν μείνει ως μια ώρα ακίνητα χάμω όταν, ξαφνικά, ακούσανε μια μεγάλη φασαρία, φωνές, γερμανικές βλαστήμιες, ακατανόητες για τα δυο μικρά, και ποδοβολητά, τρεξίματα, και μαζί ντουφεκιές και…τακ, τακ, τακ, τα πολυβόλα!

     Ήταν τ΄ άλλα παιδιά που δεν είχαν φαίνεται μυριστεί το γερμανό και που προχωρήσανε πολύ ως κοντά του και που τώρα τρέχανε κυνηγημένα, όχι πια από ένα μόνο, μα από πέντε έξη αγριανθρώπους.

     Η Σοφούλα έσφιξε το Γιωργή και του κράτησε το κεφάλι σκυμμένο χάμω της λες κ΄ έχασε το αίμα της που ξαφνικά της ανέβηκε στο κεφάλι και τα μάτια της θαμπώσανε και το κορμάκι της αρχίνησε να τρέμει.

     Τα κυνηγημένα παιδιά πέφταν ένα ένα σκοτωμένα ή πληγωμένα κι αυτοί οι γερμανονταγκλαράδες τρέχαν και κλώτσαγαν με τις χοντρές τους μπότες τα πεσμένα κορμιά.

     Η Σοφούλα έσφιξε το Γιωργή και του κράτησε το κεφάλι σκυμμένο χάμω και τεντωθήκανε κι οι δυο για να μην τυχόν και τους αντιληφθούν.

     Όλα ησύχασαν για λίγο. Φαίνεται πως είχαν φύγει αφήνοντας τα πτώματα εκεί.

     -Να συρθούμε, να φύγουμε συρτοί, είπε σιγανά ο Γιωργής.

     Κι αρχίσανε κ΄ οι δυο να σέρνονται με την κοιλιά στο χώμα, σαν τα σκουλήκια.

     Είχανε λίγο τραβηχτεί από το χώρο εκείνο, σαν ξανακούσαν τους γερμανούς να ΄ρχονται, κι ένας απ΄ αυτούς έσπρωχνε ένα καροτσάκι. Μαζέψανε τα τρία, πεσμένα κορμιά, τα φορτώσανε και πήρανε την αντίθετη προς τα παιδιά διεύθυνση.

     Τότε, ξεθαρρεμένα λίγο, ανασηκώθηκαν κι αρχίνησαν να τρέχουν.

     Ήταν η ώρα που άρχιζε η κυκλοφορία.

     Οι πατησιές τους δεν ακούγονταν και τρέχαν τρέχαν, δίχως να γυρίσουν πίσω να δουν.

     Θα φτάναν κοντά στα πρώτα σπίτια, όταν άκουσαν φωνές. Δυο γερμανοί τους είχαν πάρει ξωπίσω και να που ξαφνικά μια σφαίρα σφύριξε και ξύρισε το αφτί της Σοφούλας. Κι αμέσως δεύτερος και τρίτος πυροβολισμός και τα δυο παιδιά πέσανε λαβωμένα.

     Ο συνοικισμός αναστατώθηκε όλος:

     -Της κυρά-Σταύραινας τα παιδιά! Της κυρά-Σταύραινας τα παιδιά!

     Βγήκαν και μάζεψαν τα δυο λαβωμένα κορμάκια και τα ρίξαν σ΄ ένα στρώμα στο ιατρείο του συνοικισμού.

     Η κυρά-Σταύραινα είχε φύγει λίγο πριν σε μπουγάδα. Ο Σταμάτης με τον Παναγή αποβραδίς είχανε πάει σ΄ άλλη γειτονιά για να δουλέψουν για την αντίσταση. Μόνος ο Θανασάκης είχε μείνει στο σπίτι. Είδε τα δυο του αδέρφια αιματωμένα να τα φέρνουν αγκαλιά και το γερμανό ξοπίσω να φωνάζει. Άρπαξε το ντουφεκάκι του και βγήκε όξω εκδικητής. Πήγε θαρραλέα ως μπρος στο γερμανό, στάθηκε μπροστά του και σημάδεψε.

     Και τότες είδε με φρίκη όλος ο συνοικισμός τον άγριο αυτό αντιπρόσωπο της «νέας τάξης» να παίρνει το πιστόλι του και να το αδειάζει πάνω στο κορμάκι του μικρού παιδιού, που κυλίστηκε χάμω νεκρό χωρίς να βγάλει λέξη.    

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία Αντιστασιακής Πεζογραφίας

Αρχική σελίδα KEIMENA