Βασίλης Μοσκόβης (1914 -1994)

 

Γεννήθηκε στη Σύμη και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (αμερικάνικο κολέγιο Ψυχικού) και ως υποδιευθυντής στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Έχει πλούσια συγγραφική δράση. Εξέδωσε κατά σειρά τα έργα: «Μικροί και Μεγάλοι», διηγήματα, 1947, «Συνθέσεις», ποιήματα, 1948, «Τότε που προσμέναμε», διηγήματα, 1950, «Το άλας της γης», μυθιστόρημα,1952, «Στην κορυφή του Μόντε Σμιθ», μυθιστόρημα, 1956, «Η αυλή της μητέρας μου», διηγήματα, 1958, «Γενεά έρχεται», μυθιστόρημα, 1960, «Το νησί που το ξέχασε ο Θεός», διηγήματα, 1962, «Μήνυμα», ποιήματα, 1963 και «Οι ασυμβίβαστοι», μυθιστόρημα, 1961. Σε συνεργασία με τον Δ. Ν. Μονογιό, έγραψε το δίτομο εγχειρίδιο της «Νεοελληνικής γλώσσης», 1965. Μετέφρασε μεταξύ άλλων Πλάτωνα και Αριστοτέλη.

 

 

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

 

    Σκυμμένος πάνω στο τραπέζι μου δεν πήρα είδηση πως ο κλητήρας άνοιξε την πόρτα του γραφείου κι έμπασε μέσα τον Στέφανο. Εκείνος πάλι είχε ζυγώσει τόσο ανάλαφρα προς το μέρος μου που ξαφνικά είδα να στέκει μπροστά μου το κάτω μέρος ενός ανθρώπινου κορμιού. Σήκωσα το κεφάλι έτοιμος να ξεσπάσω, γιατί δεν ήθελα να μ’ ενοχλούν στη δουλειά μου μα όταν αντίκρισα το πρόσωπο του ανεπιθύμητου, δεν είπα τίποτα. Ήταν ένα πρόσωπο παιδιάστικο με μεγάλα φωτεινά μάτια κι ένα δειλό χαμόγελο που σ’ αφόπλιζε. Και το πρόσωπο αυτό ήταν στημένο πάνω σ’ ένα πανύψηλο λιγνό κορμί. Τόσο λυγερό που θύμιζε τα περήφανα ελάτια της Ρούμελης.

    -Τι θέλεις; ρώτησα

    -Ήρθα ν’ αναλάβω υπηρεσία, κύριε προϊστάμενε. Είμαι καινούριος υπάλληλος. Ορίστε το σημείωμα του προσωπάρχη.

    Ακούοντας τα λόγια του ξαναθύμωσα πάλι.

    -Και γιατί σε διόρισαν στο τμήμα μου; Ξέρεις τίποτε από βιβλιοθηκονομία; Ξέρεις καμιά ξένη γλώσσα; Ξέρεις τουλάχιστο ελληνική ορθογραφία ή μήπως σε διόρισαν και σένα αργόμισθο όπως τους άλλους;

Το παιδί έκανε ένα βήμα πίσω δειλιασμένο απ’ τις φωνές μου και κοκκίνισε. Το χαμόγελό του όμως έγινε πιο φωτεινό και μ’ αποκρίθηκε:

    -Ξέρω αρκετά καλά γαλλικά και γερμανικά. Δεν κάνω πολλά ορθογραφικά λάθη, γιατί είμαι φοιτητής της νομικής. Η κατάσταση μ’ αναγκάζει να πιάσω δουλειά. Σας δίνω το λόγο μου πως θα δουλέψω μ’ όλη μου την ψυχή, γιατί μ’ αρέσει πολύ ν’ ασχολούμαι με βιβλία.

    -Καλά, του είπα. Κάθισε στ’ αντικρινό τραπέζι κι έλα να σου δείξω να καταγράψεις στο ευρετήριο αυτά τα βιβλία. Πρόσεξε μην κάνεις λάθος, γιατί δεν επιτρέπονται ούτε σβησίματα ούτε μουντζούρες. Κατάλαβες;

    -Μάλιστα, κύριε προϊστάμενε.

 

 

    Και πραγματικά ο Στέφανος απ’ την πρώτη μέρα μπήκε στο νόημα της δουλειάς κι έγινε το δεξί μου χέρι. Οι άλλοι υπάλληλοι εξόν απ’ τον κλητήρα και τη δαχτυλογράφο, δε με βοηθούσαν σχεδόν καθόλου. Δεν είχαν καμιά διάθεση ή ειδικότητα. Γέροι οι πιο πολλοί και πεινασμένοι σφράγιζαν το πολύ κανένα βιβλίο και το τοποθετούσαν στο ράφι ή κολλούσαν στη ράχη του τη μικρή ετικέτα με τον αριθμό. Η καταγραφή κι η αποδελτίωση των βιβλίων γινόταν αποκλειστικά από μένα. Κι είχα να καταγράψω και να ταξινομήσω άλλες δέκα χιλιάδες βιβλία όταν ήρθε ο Στέφανος. Δε μου ‘μεναν ακόμη παρά τρεις μήνες ως τη μέρα που θα γίνονταν τα επίσημα εγκαίνια της βιβλιοθήκης. Ο υπουργός με είχε καλέσει και μου το ‘χε πει. Κι όταν του ξεστόμισα πως με τους αργόμισθους που μου έστελνε δε θα ‘μουν έτοιμος ούτε του χρόνου, με χτύπησε χαδιάρικα στην πλάτη.

   - Όταν θέλεις εσύ, όλα τα καταφέρνεις. Όσο για τους αργόμισθους τι θέλεις να κάμω; Πρέπει να γίνουν και μερικά ρουσφέτια. Άσε που τους πιο πολλούς μου τους στέλνουν οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί και δεν μπορώ να μην τους διορίσω.

    Έτσι καθώς τον έβλεπα παχύ και ροδοκόκκινο να κάθεται μπρος στο γραφείο με τα χρυσωμένα σκαλίσματα και το χοντρό κρύσταλλο, μου ‘ρθε να του πω πως με άδεια κοιλιά δεν γίνονται τόσο δύσκολες δουλειές μα κείνη τη στιγμή ζύγωσε ο ιδιαίτερός του, για να του ανακοινώσει κάποιο μυστικό, κι αναγκάστηκα να φύγω.

    Μόνος λοιπόν καθώς ήμουν, ευλογούσα τη στιγμή που ήρθε κοντά μου ο Στέφανος. Δεν κουραζότανε ποτές αυτό το παιδί. Δε φοβόταν τη δουλειά. Η δουλειά τον φοβόταν. Έμενε ως αργά τη νύχτα μαζί μου και δουλεύαμε μέσα στην απέραντη παγωμένη αίθουσα. Είμαστε ξεπαγιασμένοι και πεινασμένοι. Τα δάχτυλά μας πονούσανε μα δε μας ένοιαζε. Θέλαμε να φτιάξουμε μια βιβλιοθήκη, ένα έργο πολιτισμού. Μια βιβλιοθήκη για το πλατύ κοινό, μια πρότυπη βιβλιοθήκη που έλειπε απ’ την Αθήνα. Ο υπουργός, αν και στην αρχή την προόριζε για χρήση μόνο των δύο χιλιάδων υπαλλήλων του υπουργείου, στο τέλος πείστηκε να την ανοίξει στο κοινό. Μα τι μας πείραζε εμάς για τον υπουργό; Εμείς τη δημιουργία της βιβλιοθήκης τη θέλαμε σαν κάτι απόλυτα δικό μας. Για τούτο δουλεύαμε σκυλίσια νύχτα μέρα.

    Τόσο δυνατή ήταν η φλόγα που μας έκαιγε, ώστε ξεχνούσαμε κάποιες στιγμές –πολύ λίγες βέβαια – την πείνα που μας βασάνιζε. Ο συνάδελφοι μας ειρωνεύονταν και μας κατηγορούσαν γι’ αυτό μας το ζήλο.

    -Κορόιδα. Θα πεθάνετε γι’ αυτά τα παλιοβιβλία.

Μερικοί μάλιστα μας κατηγορούσανε πως θέλαμε να εξυπηρετήσουμε τον υπουργό, το όργανο των Γερμανών.

 

 

    Η Κική, η δαχτυλογράφος που μας βοηθούσε τόσο πολύ, λιποθύμησε από εξάντληση, ενώ έγραφε δελτία βιβλίων. Παρακάλεσα τον προσωπάρχη να μου στείλει μιαν άλλη μα κείνες τις μέρες δεν υπήρχε καμιά διαθέσιμη. Μια ξαφνική απογοήτευση με κυρίεψε. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτε. Κι ύστερα γιατί να γίνει; Ο κόσμος πέθαινε στα γραφεία και στους δρόμους κι εγώ βάλθηκα, λέει, να φτιάξω βιβλιοθήκη. Για ποιον θα την έφτιαχνα, αφού όλοι θα πεθαίναμε, αν πήγαινε έτσι η κατάσταση; Ο παγωμένος αγέρας του θανάτου άρχισε να μας περιζώνει όλο και πιο πολύ κι έφτασε ως το τμήμα μας. Κάτι σαν πανικός με ζύγωνε και μ’ άγγιζε με τα παγωμένα του βέλη.

    Η βροχή χτυπούσε τα τζάμια κι ένα γκρίζο φως έπεφτε πάνω στους όγκους των βιβλίων και στις μορφές των ηρώων και των μαρτύρων που στόλιζαν τους τοίχους. Καθόμουνα μόνος. Όλοι οι υπάλληλοι είχαν φύγει πριν από πολλές ώρες. Ο Στέφανος έλειπε κι αυτός, γιατί ετοιμαζόταν για τις εξετάσεις του δεύτερου έτους τούτες τις μέρες. Θα ‘ρχόταν όμως σε λίγο. Μια νάρκη με είχε πιάσει. Η πένα γλίστρησε απ’ τα δάχτυλά μου κι έπεσε πάνω στο μεγάλο ευρετήριο. Τα μάτια μου έκλεισαν κι ακούμπησα πάνω στις ανοιχτές σελίδες.

    Έτσι θα γινόταν και με μένα. Ένα πρωί δε θα ‘βρισκα κουράγιο να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Κι αν σηκωνόμουνα θα ‘πεφτα σε κανένα διάδρομο του υπουργείου ή μέσα στο γραφείο.

    Κάποιος μπήκε κείνη τη στιγμή κι άναψε το φως. Άνοιξα τα μάτια κι είδα το Στέφανο να με ζυγώνει αθόρυβα όπως πάντα. Η ξεφτισμένη μπλε καμπαρντίνα του έσταζε νερό της βροχής και το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο. Πόσο αδυνάτισε ο καημένος! συλλογίστηκα. Και για ποιο λόγο; Δεν πρέπει να τον κουράζω τόσο πολύ.

    Ο Στέφανος ωστόσο χαμογελούσε κι ακούμπησε στο τραπέζι ένα μεγάλο πορτοκάλι με χρυσή κι αφράτη φλούδα. Έβγαλε το σουγιά του, το ‘κοψε στη μέση και μου πρόσφερε το μισό.

    -Πάρτε, κύριε Γιώργο, είπε, καθώς έτρωγε βιαστικά. Πώς τα πάμε; Τέλειωσε η καταγραφή των ιστορικών βιβλίων;

    -Δε βαριέσαι, Στέφανε. Τι ωφελεί; Δεν πρόσκειται ποτές να τελειώσουμε. Τώρα μάλιστα που είναι ζήτημα αν θα ξανάρθει η Κική. Λέω να σταματήσουμε. Να ‘ρχόμαστε κι εμείς πέντε ώρες σαν τους άλλους και να φεύγουμε στη μιάμιση. Έτσι θα ξεκουράζομαι και εγώ στο σπιτάκι μου κι εσύ θα ‘χεις καιρό να διαβάζεις τα μαθήματά σου.

    -Μα τι λέτε! φώναξε. Αστειεύεστε; Να σταματήσουμε τώρα που φτάσαμε στο τέλος; Πρέπει να γίνει αυτό που θέλουμε. Όσο για τη δουλειά της Κικής την κάμνω  γω. Σε μια βδομάδα θα μάθω γραφομηχανή.

    -Και γιατί τόσες θυσίες; είπα εκνευρισμένος. Γιατί να δουλεύουμε για μια ουτοπία τη στιγμή που ο κόσμος πεθαίνει της πείνας. Το νιώθεις αυτό, Στέφανε; Ο κόσμος πεθαίνει, όλοι μας θα πεθάνουμε με τη σειρά μας.

    Είχα σηκωθεί ορθός και χειρονομούσα. Περπατούσα ανάμεσα στα τραπέζια και στους σωρούς των βιβλίων πατώντας και σκουντουφλώντας πάνω τους σα να ‘θελα να τα εκδικηθώ, γιατί χρόνια τώρα είχα αφιερώσει όλη μου τη ζωή σ’ αυτά. Ένα απαίσιο γέλιο άρχισε να σαλεύει στην κορφή του στήθους μου, έφτασε στο λαιμό κι ύστερα ξέσπασε ακράτητο. Αγωνιζόμουνα να το συγκρατήσω μα ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου. Γελούσα, γελούσα, κάγχαζα∙ ένιωθα το στόμα μου να στραβώνει απ’ το σπασμό της τρέλας μα μου ήταν αδύνατο να το κλείσω.

    Μια φωνή υψώθηκε τότες.

    -Όχι, δε θα πεθάνουμε. Ποιος σας είπε πως θα πεθάνουμε;

Σαν ένας που κατρακυλά σε γκρεμνό και ξαφνικά νιώθει πως τον αδράχνει ένα αόρατο χέρι και τον σώζει απ’ τον ίλιγγο του πεσίματος, τέντωσα τ’ αυτιά μου ξαφνιασμένος.

    Ποιος μου μιλούσε λοιπόν έτσι; Η φωνή δεν έμοιαζε με τη φωνή του Στέφανου. Ήταν βαθιά και ηχερή σαν τη φωνή εκείνου που ορθώνεται ενάντια στη βία έτοιμος να παλέψει μαζί της και να την νικήσει.

    -Δε θα πεθάνουμε, συνέχισε. Θα παλέψουμε και θα νικήσουμε. Για τούτο δεν πρέπει να λυγίσουμε. Κι αν πέφτει ένας, οι άλλοι πρέπει να στέκουν ορθοί στο πόστο τους. Πόσους θα σκοτώσουν αυτοί με την πείνα ή το εχτελεστικό απόσπασμα; Οι άλλοι θα ζήσουμε και θα χαρούμε τη λευτεριά. Ο αγώνας είναι σκληρός μα θα νικήσουμε.

    Τον κοίταζα. Αντίκρυ μου δεν είχα ένα παιδί είκοσι χρονώ. Είχα έναν άντρα με δύναμη και πείσμα. Τα μάτια του άστραφταν και μου φάνηκε πως είχε ξεφύγει απ’ την τοιχογραφία που παράσταινε μια μάχη του 21. Είχε την έκφραση με το παλικάρι που ορμούσε πρώτο στο τούρκικο κάστρο κραδαίνοντας το κοφτερό σπαθί του.

    Ήρθε πιο κοντά, σήκωσε την άκρη του σακακιού του, έψαξε μέσα στη φόδρα κι έβγαλε ένα κίτρινο χαρτί.

    -Διαβάστε, μου είπε.

    Έσκυψα πάνω στο τσαλακωμένο χαρτί. Ήταν ειδήσεις του Λονδίνου.

 

 

    Ο κύριος υπουργός ήταν ανένδοτος.

    -Λυπούμαι, πολύ, αγαπητέ μου, αλλά είμαι αναγκασμένος να τον απολύσω. Ήρθε δω με τέσσερις άλλους σαν επιτροπή υπαλλήλων και μου μίλησε με μεγάλην ιταμότητα. Μου έβγαλε λόγο. Μου ‘πε πως οι υπάλληλοι πεθαίνουν της πείνας, πως δεν τους φτάνει ο μισθός, πως θα κάνουν απεργία. Σα να μην τα ξέρω εγώ όλα τούτα και να μην υποφέρω μαζί σας. Τι μπορώ να κάνω όμως; Τόλμησε ακόμη να υπαινιχθεί πως είμαι φίλος των Γερμανών. Ακούς; Εγώ, φίλος των Γερμανών.

    -Κύριε υπουργέ, ο μικρός αυτός μου είναι απαραίτητος. Αν φύγει μη περιμένετε πως θα τελειώσει η βιβλιοθήκη.

    -Θα σου στείλω τρεις στη θέση του.

    -Έχω κιόλας πέντε μα δεν αξίζουνε τίποτε.

    -Καλά, είπε, αφού επιμένεις. Ειδοποίησέ τον όμως να μην ξανακινηθεί, γιατί δεν παίρνω καμιάν ευθύνη. Έχω θετικές πληροφορίες πως ανήκει σε μυστική οργάνωση και πως παρακολουθείται. Πες του πως τον ειδοποιώ σαν Έλλην. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα να δράσουμε. Όταν έρθει, πρώτος εγώ θα δώσω το σύνθημα.

    -Τι ωραία που τα λέει ο εξοχότατος! είπε ο Στέφανος σαν του μεταβίβασα τα λόγια του υπουργού. Τον ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον.

    Κι ανοίγοντας μια χρυσόδετη έκδοση Βενετίας του Ερμού του Τρισμεγίστου, χρονολογίας 1635 με λεπτότατες ξυλογραφίες, την έβαλε δίπλα στη γραφομηχανή κι άρχισε να χτυπά στα πλήχτρα το δελτίο της.

    -Στέφανε, του είπα. Δε φοβάσαι καθόλου;

    Με κοίταξε με το φωτεινό του βλέμμα.

    -Φοβάμαι∙ μα πρέπει να νικήσω το φόβο.

 

 

    Οι μέρες κυλούσαν. Ο φριχτός χειμώνας πέρασε και πρόβαλε η άνοιξη σαν μια υπόσχεση ελπίδας. Τα εγκαίνια της βιβλιοθήκης έγιναν με επιβλητική επισημότητα. Ο πρωθυπουργός, ο αρχιεπίσκοπος, ανώτατοι αξιωματούχοι της κατοχής παρευρέθηκαν. Ο υπουργός μας έβγαλε λόγο, έγινε μια μικρή δεξίωση και προσφέρθηκε σαμπάνια. Κανένας φυσικά υπαινιγμός γι’ αυτούς που κουράστηκαν να ταξινομήσουν είκοσι χιλιάδες βιβλία μέσα σε οχτώ μήνες. Δημιουργός της βιβλιοθήκης ήταν ο ρέκτης υπουργός, όπως γράψανε όλες οι εφημερίδες.

    Μα τι σημασία είχαν αυτά για μένα και για τον Στέφανο; Είχαμε δημιουργήσει μέσα στην κατάπτωση κι εξαθλίωση ένα φυτώριο πολιτισμού. Δεν είχαμε λυγίσει ούτε απ’ το μόχθο ούτε απ’ την πείνα. Ήταν μια μικρή νίκη της φυλής μας ενάντια στον καταχτητή. Καλύτερα που δε μας ανάφερε ο κύριος υπουργός.

    -Τώρα θα ξεκουραστούμε πια, Στέφανε, και θα χαρούμε τους καρπούς των κόπων μας. Από αύριο θα ‘ρχεται ο κόσμος να διαβάζει. Πρέπει να βοηθούμε τους μαθητές που οι άλλες βιβλιοθήκες τους διώχνουν, πρέπει να παρέχουμε κάθε ευκολία στους φοιτητές, πρέπει να καθοδηγούμε όλους που θέλουνε να μορφωθούν.

    -Ναι, κύριε Γιώργο. Θα ξεκουραστούμε λιγάκι. Καιρός πια να κοιτάξω λίγο περισσότερο τα μαθήματά μου και την μεγάλη υπόθεση. Τις μέρες τούτες ετοιμάζεται διαδήλωση για την 25η Μαρτίου, θα ‘ρθείτε;

    Με κοίταξε με επιμονή και του αποκρίθηκα:

    -Θά ‘ρθω.

 

 

    Στο χολ του μεγάρου είχαν κιόλας απλωθεί τα δελτία που θα υπόγραφαν οι υπάλληλοι. Το ρολόι έδειχνε 1:25. Οι πιο βιαστικοί κρατούσαν τα μολύβια στο χέρι κι είχαν σταθεί πάνω απ’ το φύλλο με τ’ όνομά τους. Μα τη στιγμή εκείνη έγινε το μεγάλο κακό.

    -Μπλόκο. Οι Γερμανοί μπλόκαραν το υπουργείο.

    Το ρίγος του πανικού συγκλόνισε τις καρδιές. Οι γκεσταπίτες μπήκαν ουρλιάζοντας με περίστροφα κι αυτόματα. Μας πρόσταξαν να σταθούμε ορθοί σε απόσταση ο ένας απ’ τον άλλο με σηκωμένα χέρια. Μας ψάξανε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Έψαξαν στα γραφεία, στα υπόγεια, στους διαδρόμους κι ύστερα από τρεις ώρες έφυγαν. Έφυγαν, αφού πήραν μαζί τους πέντε συναδέλφους μας. Τους είδαμε να τους σπρώχνουν και να τους κλωτσάνε προς την έξοδο κι έπειτα να τους ανεβάζουνε στο καμιόνι. Πρόφτασα και ξεχώρισα το παιδικό πρόσωπο του Στέφανου και το κάτασπρο κεφάλι του κυρίου Βασιλειάδη, του τμηματάρχη των οικονομικών υπηρεσιών. Κι οι δυο διατηρούσαν την αξιοπρέπειά τους στις τρομερές τούτες στιγμές.

    Παρακολουθήσαμε τη θλιβερή πομπή σιωπηλοί. Ακίνητοι, μουδιασμένοι, κοιταχτήκαμε στα μάτια. Κι ύστερα ζύγωσε ο ένας τον άλλο, ακουμπήσαμε, σμίξαμε σα να θέλαμε να γίνουμ’ ένα κορμί. Μια παράξενη ζέστα άρχισε να ανάβει, να αναδεύεται μέσα στις παγωμένες καρδιές. Θέριεψε σε λίγο, απλώθηκε σ’ όλο το κορμί, ανέβηκε ως το κεφάλι και το φλόγισε. Ένα μουρμουρητό άρχισε να βγαίνει απ’ τα σπλάχνα της ανθρώπινης μάζας. Υπόκωφο, μουντό, δειλό στην αρχή μα σιγά σιγά φούντωσε, γιγαντώθηκε κι έγινε κραυγή.

    -Στον υπουργό. Να πάμε στον υπουργό.

    -Αυτός τους πρόδωσε.

    -Ο γερμανόσκυλος.

    -Έχει υποχρέωση να τους αποφυλακίσει.

    -Πάμε αμέσως σπίτι του.

    -Πάμε.

    Τρεις ξεχωρίσαμε μέσα απ’ το πλήθος και τραβήξαμε κατά το σπίτι του υπουργού. Εκείνη την ώρα κοιμόταν. Τον ξυπνήσαμε και του μιλήσαμε. Μόνο που δεν έκλαψε απ’ τη συγκίνηση.

    -Θα κάμω ό,τι μπορώ. Μα γιατί δεν προσέχανε οι ευλογημένοι. Θα μ’ ακούσουν όμως οι Γερμανοί; Έχω εξαντλήσει όλη μου την επιρροή παρακαλώντας τους κάθε μέρα. Πάντως θα κάμω τ’ αδύνατα δυνατά, για να τους σώσω.

    Έτσι μας μίλησε κι αλήθεια έκαμε αυτό που υποσχέθηκε.

 

 

 

    Σε τρεις μέρες με κάλεσε στο γραφείο του. Έδιωξε όλους που βρίσκονταν μέσα, ακόμη και τον ιδιαίτερό του.

    -Έσωσα τον προστατευόμενό σου, αν και ήταν πολύ βεβαρημένος. Του βρήκαν πάνω του προκηρύξεις, ειδήσεις ξένων σταθμών κι ένα κρυπτογράφημα. Δεν εννοεί να μαρτυρήσει τους συνενόχους του. Εγγυήθηκα όμως εγώ και τον βγάλανε. Πήγαινε να τον δεις. Βρίσκεται στο πολιτικό νοσοκομείο. Δείξε αυτό το σημείωμα, για να σ’ αφήσουνε να μπεις στο θάλαμό του.

    Μόνο που δε φίλησα το χέρι του. Άδικα λοιπόν τον βρίζαμε προδότη. Ήταν Έλληνας σαν κι εμάς.

    Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες και σε λίγη ώρα βρέθηκα στο νοσοκομείο. Ο φρουρός μ’ άφησε και μπήκα στο θάλαμο. Ήταν μικρός, μισοσκότεινος με δυο μονάχα κρεβάτια. Ζύγωσα σε παλμούς αγωνίας. Ένα κορμί βρισκόταν εκεί σκεπασμένο με κουβέρτα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια.

    -Στέφανε.

    Το κορμί έμεινε ακίνητο. Άπλωσα το χέρι μου και ξεσκέπασα το κεφάλι. Όχι, δεν ήταν αυτός. Ένα πρόσωπο παραμορφωμένο, γεμάτο πληγές κα πηχτό αίμα, ένα στόμα μισάνοιχτο με σκισμένα χείλη και ξεγυμνωμένα ούλα μόρφαζε μπροστά μου. Τα δάχτυλά μου τραβούσαν μηχανικά την κουβέρτα σα να ζητούσαν ν’ ανακαλύψουν κάτι απ’ το ζωντανό παιδί των είκοσι χρονώ. Το στήθος του ήταν κι αυτό μελανιασμένο απ’ τα βασανιστήρια.

    Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου. Γύρισα. Μια ασπροφορεμένη κοπέλα έκλαιγε με βουβά δάκρυα.

    -Ήταν γιος σας; Του σπάσαν οι κακούργοι τα κόκαλα. Τώρα μόλις ξεψύχησε. Με πρόσταξαν να γράψω στο βιβλίο πως πέθανε από πνευμονία.

    Ένα κλωνί βιολέτας έγειρε απαλά πάνω στο κορμί ριγμένο απ’ το χέρι της κοπέλας, που φοβισμένη βγήκε γρήγορα απ’ το θάλαμο.

 

 

    Σε λίγες μέρες στους διαδρόμους του μεγάρου βρέθηκε τοιχοκολλημένο ένα χαρτί με στίχους.

Μεγάλη σου λαχτάρα η Λευτεριά!

                                               Και να στο συχωρέσουν δεν μπορούσαν.

                                               Πέσαν απάνω σου τ’ ανήμερα θεριά

                                               και Γιούδα να σε κάμουνε ζητούσαν.

 

      Μες στο μπουντρούμι σπάζαν σιγανά

          και κόκαλα κι αρμούς σου ένα προς ένα.

     Μα συ δε μίλησες κι ανάστησες ξανά

                                               το ματωμένο θρύλο του 21.

 

                                               Κι ανέβηκες ψηλά με τη σιγή

 τόσο που όλοι με δέος σ’ ατενίζουν.

Κι όσοι πονέσαν για τη σκλάβα γη

    μπρος στο μαρτύριό σου γονατίζουν.

 

                                               Γιατί ‘σουν μοναχά είκοσι χρονώ

       κι είχες μοναδικά όπλα σου στην πάλη

     κορμί κυπαρισσένιο, βλέμμα φωτεινό

                                               καρδιά μεγάλη!

 

    Ποιος το ‘γραψε άραγε; Κανένας μας δεν το ‘μαθε ποτέ. Οι άνθρωποι το διάβαζαν φοβισμένοι και βιαστικοί κι ύστερα τραβούσαν σιωπηλοί στα γραφεία τους. Τα λιγνά πρόσωπα και τα σφιγμένα χείλη κρατούσαν τότε τα πιο απίστευτα μυστικά και δούλευαν αθόρυβα για τη μεγάλη υπόθεση, που για χάρη της θυσιάστηκε ο Στέφανος. Όλοι σωπαίναμε τότες και ζούσαμε την πιο τρανή περιπέτεια της ζωής μας, την περιπέτεια των ελεύθερων ανθρώπων.

 

 

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία Αντιστασιακής Πεζογραφίας

Αρχική σελίδα KEIMENA