|
Ο Γιάννης Γ. Μπενέκος γεννήθηκε στο χωριό Χουλιαράδες της Ηπείρου στα 1910. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές – Οικονομικές επιστήμες και δικηγορεί στην Αθήνα. Από μικρός δημοσίεψε διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Ένα από αυτά με τον τίτλο: «Στις διαταγές Σας, Εκλαμπρότατε, αλλά…» πήρε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα» στα 1937. Τα κυριότερα βιβλία του είναι: «Ηπειρωτικά Διηγήματα», 1956, «Οι αληθινοί Σουλιώτες», 1958, «Η δίκη του Οδυσσέα Αντρούτσου», 1960, «Κωλέτης», 1961, «Εθνεγέρτες», 1962, «Απροσκύνητοι», 1962, «Φιλικοί», 1962, «Ο Ξερόβραχος δεν προσκυνάει», παιδικό, 1962, «Το Κίνημα του 1935», 1965 κ.α. |
Ο ΓΕΡΟ – ΤΡΙΚΗΣ
Κόντευε μεσημέρι. Ο γερο – Τρίκης, σαράβαλο εβδομήντα χρονώ, καμπούρης και κουρελής, προχωρούσε σκυφτός και συλλογισμένος. Μέρες τώρα τον βασάνιζε η συλλοή και λύση δεν εύρισκε. Ο σίφουνας του πολέμου τον είχε ξεριζώσει απ’ τ’ όμορφο χωριουδάκι του – κάτου κει στην Ήπειρο, τη βασανισμένη – και τον είχε ρίξει, τώρα στα γεράματα, στη Θεσσαλονίκη, με τη γριά του και τ’ αγγονάκι τους το Νικολή, τεσσάρων χρονώ. Απ’ το μακρινό χωριό τους, σαν ήρθ’ η μπόρα, φύγανε άρον άρον. Κι έτσι λίγα πραματάκια μπόρεσαν και πήρανε μαζί τους. Μα κι αυτά τα ξεπούλησαν λίγα λίγα στη «μαύρη αγορά». Μοναδική τους περιουσία πια ένα κουρελοσκέπασμα, ένα φλυτζάνι, τρία κουτάλια, μια πήλινη κατσαρόλα, ένα μπρίκι, μια σκούπα κι η παραγκίτσα, το «σκυλοκάλυβο», όπως το λέγανε, που τους είχε παραχωρήσει η «Πρόνοια», για να χώσουν μέσα το κεφάλι τους. Τσίγκοι και τενεκέδες για σκεπή, τσουβάλια στο παράθυρο για τζάμια. Και σαν λυσσομανούσε ο Βαρδάρης το σκυλοκάλυβο κιντύνευε ν’ αναποδογυριστεί.
Πάλι καλά όμως που δεν μείνανε στο δρόμο, όπως τόσοι άλλοι. Ας ήταν και στο σκυλοκάλυβο, κρύβαν το βράδυ το κεφάλι τους. Και το ψωμάκι τους ξασφαλισμένο το’ χαν. Εξήντα δράμια, εξήντα. Μα το παίρνανε δωρεάν. Και ζήσανε μ’ αυτό, αφού δεν πέθαναν. Θα πεις, παίρναν και το βοήθημά τους ταχτικά. Χίλιες πεντακόσιες δραχμές το μήνα. Μα αυτές προορίζονταν όλες για το Νικολή. «Πρέπει να δυναμώσει το παιδί», λέγανε. Και πήγε η γριά να του πάρει ένα αυγό. Ρώτησε για την τιμή.
- Σαρανταπέντε χιλιάδες το ένα, της είπαν.
- Ιιιιιι! ξεφώνισε. Άρχισε να λογαριάζει.
Δυόμισυ χρόνια έπρεπε να περιμένει.
- Ιιιιιι! ξεφώνισε πάλι ζαλισμένη. Βοήθημα μια φορά. Κάθε δυόμισυ χρόνια ένα αυγό! Και το πήρε από τότε απόφαση. Βγήκε στους δρόμους για ζητιανιά. Πόσοι της δίνανε, θα πεις; Κάτι χοντροί κοκκινομάγουλοι.
«Εμείς είμαστε χειρότερ’ από σένα» της λέγανε. Κι αλήθεια ήταν χειρότερ’ απ’ αυτήν. Απ’ την υπεραιμία σίγουρα είχανε μεγάλη πίεση, μπορούσαν να πάθουν ξαφνικά και καμιά αποπληξία.
Ενώ η γριά Τρίκενα δεν κινδύνευε απ’ αυτά.
Μα πάλι όλο και κάτι μάζευε η γριά με τη ζητιανιά. Ίσα ίσα για το γαλατάκι του Νικολή. Για ζάχαρη όμως ούτε κουβέντα. Κι εκείνο το «γρουσούζικο» όλο να ξεφωνίζει:
- «Ζαχαΐτσα! Ζαχαΐτσα!»
Κάποτε είχε γλυκαθεί μ’ αυτή και δεν την ξεχνούσε.
Μα για καλή τύχη του Νικολή τώρα τελευταία άρχισαν να τους δίνουν λίγη ζάχαρη κάθε μήνα με το δελτίο.
Οι γέροι αποφάσισαν να την αφήνουν άγγιχτη. «Εμείς το φάγαμε το ψωμί μας», λέγανε. Λαχταρούσε ο καημένος ο γέρος για κανέναν καφέ, μα πολεμούσε να τον ξεσυνηθίσει, να κόψει αυτή την παλιοσυνήθεια του καφέ. Σιγά σιγά κάτι κατάφερε. Μα, σαν έβλεπε τη γριά να τοιμάζει στο μπρίκι το γαλατάκι του Νικολή, ο πειρασμός τον ενοχλούσε.
Τον έβλεπε η γριά, τον λυπόταν και του’ ψηνε λίγο ρεβίθι με ζάχαρη. Τη ζάχαρη αυτή την «έκλεβε» ο γερο – Τρίκης απ’ το Νικολή. Έτσι του φαινόταν. Και τον στενοχωρούσε, που δεν μπορούσε κι αυτός να δίνει όλο το μεράδι του στο Νικολή. Κι ολ’ η συλλοή του, που τόσον καιρό τώρα τον βασάνιζε, αυτή ήταν. Με τι τρόπο θα μπορούσε ν’ αφήσει απείραχτη τη ζάχαρη, που ’παιρνε με το δελτίο του, για να τη δίνει όλη στο Νικολή.
- Το παιδί πρέπει να ζήσει, να μεγαλώσει, εμείς γεράσαμε πια», έλεγε. Πώς να γίνει όμως; Έτσι όλο συλλοή προχωρούσε. Ήθελε σήμερα να κάμει επίσκεψη του φίλου και πατριώτη του, του Θόδωρου. Μαζί είχαν φύγει απ’ την πατρίδα. Σε παρόμοιο με το δικό του σκυλοκάλυβο τον είχε τρυπώσει κι αυτόν η «Πρόνοια» με τη γριά του, την κυρά Μαρία. Τα παιδιά τους είχαν σκορπίσει δώ εκεί. Πριν από καιρό ανταμώνανε κάπου κάπου στο «Ηπειρωτικόν», καφενείο κοντά στο Λευκό Πύργο. Κάθε φορά που άναβε μέσα του ο καημός της πατρίδας, πήγαινε ο γερο – Τρίκης και τον έπαιρνε απ’ την παραγκίτσα του και μαζί πηγαίνανε στο ίδιο πάντα καφενεδάκι, που συχνάζανε κι άλλοι πατριώτες, πιάνανε μια γωνιά και μιλούσαν ώρες πολλές.
- Τι να γίνουνται κει κάτου τάχα; Ζουν; Πέθαναν; Καλά λένε: πόλεμος φωτιά! Ανάβει στη μια άκρη και φτάνει στην άλλη. Ποιος το’ λεγε; Από κει ψηλά π’ άρχισε, νάτος τώρα έφτασε στο χωριό μας, Θόδωρε. Και μας ξερίζωσε τώρα στα γεράματα!
- Αλήθεια, απαντούσε ο Θόδωρος, το’ λεγες να πεθάνουμε μακριά απ’ τα χώματα που μεγαλώσαμε; Να μη μας θάψουν τα παιδιά μας κει που θάψαμε και μεις τους γονιούς μας;
- Λες να μην τα βγάλουμε πέρα; ρωτούσε ο Τρίκης.
- Ξέρω κι εγώ! Δύσκολο. Πολύ δύσκολο! Μα τι μπορείς να κάμεις; Κάμε ντε!
Κι ύστερα η κουβέντα γύριζε στα περασμένα. Ζωή μια φορά τότε!
- Ζήσαμε, Θόδωρε, μεις. Δεν έχουμε παράπονο απ’ τη ζωή.
Κάποια μέρα όμως δεν τους άφησε το γκαρσόνι να μπουν στο καφενείο.
Στραβοί ήταν; Δε βλέπανε την πινακίδα; «Απαγορεύεται η είσοδος εις τους ρυπαρούς».
Κι από τότε δεν ξανανταμώσανε. Βροχές, κρύα. Δεν αστειεύεται ο Βαρδάρης, σαν αρχίζει.
- Δεν πας, γέροντα, να δεις τι γίνουνται; του είχε πει το πρωί η γριά. Χωριανοί, γειτόνοι, εξήντα χρόνια αυτοί πρώτοι μας λέγανε κάθε πρωί την καλημέρα και τώρα… ε, μωρέ, κατάρα που μας βρήκε! Τ’ ήτανε τούτο!...
- Θα πάω γριά.
Και τώρα πήγαινε να τους δει στο σκυλοκάλυβό τους.
Παραξενεύτηκε, σαν έφτασε, που είδε αρκετές γυναικούλες μαζεμένες απόξω απ΄ την παραγκίτσα.
- Ο καημένος ο Θόδωρος! Ήσυχος άνθρωπος, έλεγε μια.
- Τέτοιοι πρέπει να πεθαίνουν τώρα, έλεγε μια άλλη. Τι περίμενε; Έτσι θα μπορέσει η καημένη η κυρά Μαρία να πάρει λίγο ψωμί ακόμα.
Στήλωσε τ’ αφτί του ο γερο – Τρίκης ν’ ακούσει καλύτερα. Δεν καταλάβαινε, τι θέλανε να πουν. Πλησίασε, ρώτησε.
- Ο γείτονάς μας ο Θόδωρος σχωρέθηκε, τ’ απάντησαν. Και λέμε, πως θα μπορεί τώρα η καημένη η γριά του να παίρνει διπλή μερίδα ψωμί.
Συλλογιέται λίγο ο γερο – Τρίκης. Κι ύστερα… όλος χαρά ξεφώνισε:
- Μπρεεε! Και δεν το’ χα σκεφτεί τόσον καιρό!
Χωρίς να μπει μέσα, γύρισε πίσω για το καλύβι του.
Βρήκε τη γριά να χουχουλίζει τα χεράκια του Νικολή, μα κείνο όλο μοσόκλαιγε.
- Κυώνω! Κυώνω!
Σαν είδε τον παππού, έπαψε να κλαίει. Γελαστός ο γερο – Τρίκης το πήρε στα χέρια, το σήκωσε ψηλά κι άρχισε να το χορεύει:
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι,
τάχτι – τάχτι, το παιδί.
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι,
τάχτι – τάχτι, Νικολή.
Θέλεις ζαχαΐτσα Νικολή;
Θα την έχεις!
Και πολύυυ ψωμάκι Νικολή;
Θα το’ χεις κι αυτό!
Άρχισε πάλι να τον χορεύει:
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι…
- Δεν το παρατάς το γρουσούζικο! γκρίνιαξε η γριά. Τι περιμένεις από’ να γρουσούζικο; Έφαε τον πατέρα του στην Αλβανία, έφαε και τη μάνα του στη γέννα. Και μας έμεινε αυτό να μας παιδεύει. Και δε χορταίνει το αχαΐρευτο. Όλο να φάει ζητάει. Και πού θα το βρούμε το φαΐ;
- Σώπα, γριά. Τώρα θα τα’ χει όλα διπλά. Και το ψωμί και τη ζάχαρη. Θα δεις.
- Παράξενος είσαι σήμερα γέροντα. Και που θα τα βρούμε;
- Θα δεις! της απάντησε ο γέρος κι άρχισε πάλι να χορεύει το Νικολή:
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι…
- Ξεμωράθηκες, γέροντα, και δεν ξέρεις τι λες, γκρίνιαξε πάλι η γριά, τυλίχτηκε με το κουρελοσκέπασμα και ζάρωσε στη γωνιά. Κι όλο γκρίνιαζε:
- Τώρα που λέγαμε κι εμείς να δούμε άσπρη μέρα, ήρθε ο καταραμένος ο πόλεμος, μας πήρε το παλικάρι κι άφησε εμάς τα κουφάρια. Άφηκε και το γρουσούζικο να μας πικραίνει.
Μα μ’ όλη τη γκρίνια της, α! πόσο τον αγαπούσε το Νικολή η γριά!
Το ’ξερε αυτό ο γερο – Τρίκης, γι’ αυτό και δεν πολυπρόσεχε τη γκρίνια της. Ξακολουθούσε να παίζει με το Νικολή. Ύστερα το’ δωκε στη γριά.
-Δε μου ’πες γέροντα, τι γίνουνται κείνα τα έρμα κούσιουλα; ρώτησε η Τρίκαινα.
Όσο μπορούσε πιο ήσυχα, απάντησε ο γερο – Τρίκης:
- Ο Θόδωρος σχωρέθηκε.
Σταυροκοπήθηκε η γριά:
- Θεός σχωρές τον! μουρμούρισε. Τον λυπήθηκε ο Θεός αυτόν. Εμάς, βλέπεις, μας αφήνει να τυραννιόμαστε. Ας μην είχα το γρουσούζικο και…
Την άρπαξε απ’ τους ώμους ο γερο – Τρίκης και την κούνησε δυνατά:
- Τ’ ειν’ αυτά που λες, γριά! Σώπα! Εσύ πρέπει να ζήσεις! Ακούς! Το παιδί πρέπει να μεγαλώσει. Πως σου’ ρθε και το’ πες αυτό; Θα ζήσεις, γριά, εσύ! Δος μου το λόγο σου, γριά, πως θα ζήσεις!
- Καλά ντε! Δεν είπα, πως θα βάλω θηλιά στο λαιμό μου. Μα δεν είναι και στο χέρι μου.
- Έται μπράβο. Να μεγαλώσει το παιδί γριά.
Γίνηκε σιωπή.
- Τ’ απόγεμα θα τον σηκώσουν, λέει ύστερ’ από ώρα σιγά ο γερο – Τρίκης. Θα πάω ν’ ασπαστώ το νεκρό. Εσύ μείνε με το παιδί… Να… τι να γίνει, γριά; Δεν μπορούμε να πάμε μαζί.
Αναστέναξε η γριά.
- Θα με σχωρέσει τάχα ο μακαρίτης, που δε μπορώ να τον ξεπροβοδίσω σήμερα; Ε μωρέ παλιοζωή! Εξήντα χρόνια μαζί και τώρα…
Βγήκε ο γερο – Τρίκης, και καθώς προχωρούσε σκεφτόταν: Ν’ ασπαστώ πρώτα το νεκρό. Να τον ευχαριστήσω κιόλας. Μ’ έβγαλε απ’ τη συλλοή. Ναι, να τον ευχαριστήσω πρέπει. Κι ύστερα… πάλι μαζί, όπως ζήσαμε…
Έφτασε στην παραγκίτσα. Όλα ήταν έτοιμα. Ο παπάς ξεδίπλωνε το πετραχήλι και δυο γειτόνοι ετοιμάζονταν να σηκώσουν το νεκρό. Μα, πριν φορέσει το πετραχήλι ο παπάς, ρώτησε:
- Άδεια έχετε;
- Πήγαν να τη φέρουν. Πήγε ο Λάλας να τη φέρει, απάντησε κάποια.
Απάνω σ’ αυτά μπήκε ο Λάλας μέσα. Πλησίασε την κυρά Μαρία που καθόταν ζαρωμένη κοντά στο λείψανο.
- Το δελτίο γιαγιά! της λέει. Θέλουν το δελτίο. Χωρίς αυτό δε δίνουν άδεια ταφής. Πρέπει να το παραδώσουμε.
Τ’ άκουσε αυτά ο γερο – Τρίκης. Ταράχτηκε. Πλησιάζει το Λάλα:
- Τι λες, χριστιανέ μου;
- Το δελτίο του μακαρίτη πρέπει να το παραδώσουμε, αλλιώς δε μας επιτρέπουν να τον θάψουμε, ξανάπε ο Λάλας.
Ο γερο – Τρίκης έπεσε σε μεγάλη συλλοή. Απελπισμένος ήταν τώρα. Ασπάστηκε το νεκρό και βγήκε. Αργά προχωρούσε κι άσκοπα, μηχανικά. Συρτό το κεφάλι, αξιολύπητος.
Και μουρμούριζε:
- Καημένε Νικολή! Εγώ είπα, πως θα σου ξασφάλιζα μια μερίδα ψωμάκι ακόμα και λίγη ζαχαρίτσα… Μπρέεεε, παλιοζωή! Αποφασίζεις να πεθάνεις, να περσέψ’ λίγη ζαχαρίτσα και λίγο ψωμάκι και πάλι τίποτα δε γίνεται. Το παίρνουν, λέει, το δελτίο! Μπρέεεε! που φτάσαμε! Μια ζωή – γεροντική θα πεις, μα ό,τι να πεις ζωή ειν’ αυτή – και να μην αξίζει ούτε εξήντα δράμια ψωμί και λίγη ζαχαρίτσα! Μπρέεε! μουρμούριζε και προχωρούσε συλλογισμένος.
Ξαφνικά γίνηκε πάλι χαρούμενος κι άρχισε να τρέχει για την παραγκίτσα του.
- Εγώ θα λείψω, γριά, κάμποσον καιρό, της είπε, σαν έφτασε. Εσύ το νου σου στο παιδί. Να τον προσέχεις το Νικολή μας. Τίποτα να μην του λείψει. Το δελτίο σας τ’ αφήνω, να παίρνετε το ψωμί και τη ζάχαρη. Αν σας ρωτήσουν, «θα γυρίσει πάλι» να λέτε. Εγώ μπορεί και να ν’ αργήσω, μα να μην ανησυχήσεις γριά.
- Πού θα πας, γέροντα;
- Ο Νικολής θέλει τη ζαχαρίτσα του. Πάλι να σου το πω; Θα λείψω γω. Τι ρωτάς τώρα πού θα πάω;
Δε μίλησε η γριά.
- Πάρε απ’ αύριο και την καημένη την κυρά Μαρία, να μένετε μαζί, της λέει.
- Καλά που το σκέφτηκες, γέροντα.
Πήρε μετά το Νικολή στα χέρια του κι άρχισε να τον χορεύει:
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι,
τάχτι – τάχτι, το παιδί.
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι,
τάχτι – τάχτι, Νικολή.
Γελάει ο Νικολής.
- Παπού! Έλα να κάνουμε μα!... μα!...
Του χάιδεψε τα μαλλάκια ο παπούς, το φίλησε και το’ δωκε στη γριά.
- Να το προσέχεις. γριά. Το γαλατάκι του, το ψωμί του, τη ζαχαρίτσα του πρέπει να τα’ χει μπόλικα. Να μεγαλώσει το παιδί, κατάλαβες;
Εσύ ως τότε… κουράγιο… κράτα συ…
Κίνησε να βγει. Κοντοστάθηκε. Γύρισε πίσω. Πλησίασε κοντά της.
- Να σε φιλήσω, γριά! της λέει και πριν συνέρθει απ’ τη σαστιμάρα της η γριά, έσκυψε την αγκάλιασε με τρεμάμενα χέρια και τη φίλησε.
Ξαναφίλησε το Νικολή και τρεκλίζοντας βγήκε, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
- Παραλόισε, παέι αυτός! μουρμούρισε η γριά.
Μέρες πολλές βάδιζε ο γερο – Τρίκης. Ακούεται τώρα το μακρινό βουητό του Στρυμώνα. Ύστερ’ από κάμποση ώρα αντίκρυσε τα θολά νερά του να κατρακυλούν μ’ ορμή. Απ’ τις πολλές βροχές το ποτάμι ήταν ξεχειλισμένο κι ο γερο –Τρίκης καταμουσκεμένος. Δε βαρυέσαι. Πρέπει να συνηθίζει ο άνθρωπος στην υγρασία. Δεν ξέρεις, τι μπορεί να του λάχει. Στέκεται και κοιτάει τα θολά μανιασμένα νερά, που αδιάκοπα κατρακυλούν. Σκέφτεται:
- Αυτό πάει μακριά, στη θάλασσα. Πόσο μακριά ειν’ η θάλασσα από δω;
Πολύ μακριά ειν’ η θάλασσα.
Και ποιος τον ξέρει κει κάτω τον γερο – Τρίκη;
Κανένας δεν τον ξέρει.
Και ποιος θα τον γνωρίσει, σαν τον βρούνε ύστερ’ από μέρες, αν τον βρούνε;
Κανένας δε θα τον γνωρίσει.
Κοίταξε γύρω του μην τυχόν και περνούσαν διαβάτες.
Κανένας δεν περνούσε.
Προχώρησε λίγο κι ανέβηκε στο γιοφύρι. Άρχισε να κουνάει τα χέρια του, έτσι σα να χόρευε το Νικολή:
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι,
τάχτι – τάχτι, το παιδί.
Τάχτι – τάχτι, τάχτι – τάχτι,
τάχτι – τάχτι, Νικολή.
- Θέλεις ζαχαρίτσα Νικολή;
Θα την έχεις!
Και πολύυυ ψωμάκι Νικολή;
Θα το’ χεις τώρα κι αυτό!
Ποιος θα ξέρει, Νικολή, για να’ ρθει να σας ζητήσει το δελτίο;
Κανένας δεν θα ξέρει!
Κι έτσι θα’ χεις, Νικολή, ψωμάκι, θα’ χεις και ζαχαρίτσα.
Ξανακοίταξε γύρω του. Ερημιά.
Πλαφ!
Ο Νικολής έχει τώρα ψωμάκι, έχει και ζαχαρίτσα…
Επιστροφή στην Ανθολογία
Αντιστασιακής Πεζογραφίας