Γενέσιον

(Οβελιστήριον η Ελλάς)

 

του Νίκου Μπούτβα

 

 

            Κείνος ο παπούς ο Νίδας ο Χούπος ο γενάρχης μας, σκοτώθηκε στην επανάσταση του 1770 στ΄ Αγγελόκαστρο του Βραχωριού. (Κείνο το μέρος το λένε Γριβέικα Κόκκαλα και τόχουν στοιχειωμένο οι χωριάτες.) Είτανε ασής και ζορμπάς, παναπεί εχθρός για το ντοβλέτι, τον Σουλτάνο, τον Τούρκο Καζάζη και τους Κοτζαμπάσηδες. Πήραν και το κεφάλι του, το παλούκωσαν και το τριγύρισαν κατά το έθιμο σε κονάκια χωριά και μαχαλάδες να μαζέψουν άσπρα και γρόσια οι μπόγηδες.

 

            Πάμε παρακάτω! Ο Νίδας Χούπος είχε γιο τον Μήτρο π΄ ακολούθησε τους Γριβαίους αρματολούς και τους Πεσλήδες στα βουνά. Λένε πως σκοτώθηκε στην Παλιοκατούνα (ψηλά στο Ξηρόμερο) το χίλια οχτακόσια τόσο. Γιος του ο Νίδας Χούπος που σκοτώθηκε στη Γραμβολίμνη της Έπαχτος. Νίδας Χούπος άφησε γιο τον Κώστα που πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821. Και κατά που λέει το χαρτί του Όθωνα ανδραγάθησε. Για τούτο, «τω δίδεται το παρόν δίπλωμα μετά αριστείου ανδρείας και με την άδειαν να το φέρη εις πάσαν περίπτωσιν και περίστασιν.» Κι έχει τη βούλα του ο επί των Στρατιωτικών Γραμματέας Π. Ρίζος, εν έτει 1844. (Και τόχω εγώ σήμερα κορνίζα στο σαλόνι μου και το βλέπουν οι πάντες.)

 

            Κώστας Χούπος γέννησε Δημήτρη Χούπο ή Πλατίκα ή Βαλιά, άντρακλα γίγαντα και καστρόχτιστο, Κομματάρχη των Τρικουπαίων. Είτανε ο πρώτος πάρεδρος στο χωριό, με χτήματα κοπάδια και υπερέτες κολλήγους. Τραυματίας του 1854 όντας με τον Καπετάν Μαύρο μπαινόβγαινε απ΄ το Ελληνικό στο Τούρκικο – λέγαν τόσα πολλά για τον μεγάλο παπουλή μου! Θρύλος τ΄ όνομά του και τα τραπέζια που έκανε να παίρνει ψήφους για τους Τρικούπηδες. (Τώρα το λένε Πλατικέικια Τάβλα.) Αμή και για το χουνέρι που σκάρωσε σε κάποιο νταή νωματάρχη Γιώργαρο Τάδε. Κάπου γλώσσεψε και φοβέρισε τον παπού Πλατίκα και κείνος τούδωσε ξυστρί. «Πέρασαν Γιώργηδες σαν και σένα!» του είπε. Το λένε μέχρι σήμερα στο χωριό σαν θέλουν να πούνε κάτι τέτοιο για φιάκες. (Παινεσιάρηδες.)

 

            Δημήτρης Χούπος γέννησε Χαρίλαο, Σπύρο, Αναστάση, Νίκο, Χαράλαμπο και τέσσερις τσούπες, σύνολο εννιά παιδιά. Στην ίδια κλάρα του σογιού μας εικοσιέξη πρωτοδευτεροξάδερφα απ΄ αδέρφια και ανήψια. Δυο σκοτώθηκαν το 1897. Δυο στους Βαλκανικούς. Ένας στη Μικρασία. Ένας ακολούθησε τους ληστές και χάθηκε. Ένας άλλος μπάρκαρε μετανάστης για την Αμέρικα, έστειλε δυο τρία γράμματα τον πρώτο καιρό, ύστερα ξέκοψε, πάει κι ατός του. Ζούνε, πέθαναν οι δικοί του, κανείς δεν ξέρει. Θα τους ρούφηξε και τους χώνεψε τούτη η μεγάλη χώρα με τα λογής μωσαϊκά της κι εθνότητες και ξέχασαν πατρίδα και πίστη και γλώσσα. Άντε γύρευε.

 

            Χαρίλαος Χούπος γέννησε Δημήτρη, Κώστα, Γιώργο και Νίδα. Ο Γιώργος σκοτώθηκε στο Στρυμώνα, στο κίνημα του 35. Ήτανε με τα στρατά του Κονδύλη στο ευζωνικό και υπηρετούσε θητεία. Ο Δημήτρης στ΄ Αλβανικό το 40. Ο Κώστας στην Κατοχή βγήκε στο μεϊντάνι κλαρίτης, παναπεί αντάρτης. Ήτανε με τον Καπετάν Αρέθα. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αμφιλοχίας τον Ιούλη του 1944. Ο Νίδας κυνηγημένος, ύστερα απ΄ τα τόσα που έγιναν μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, πήρε των ομματιών του και βγήκε δεύτερη φορά στο βουνό. Μήτε μάθαμε για δαύτον τι τέλος είχε. Ο πρώτος ξάδερφός του ο Νίκος είναι λέει στην Τασκένδη εξόριστος, αμή μέχρι σήμερα γράμμα του δε λάβαμε. Η θεια Τσατσάβη (Ελισάβετ) ζει και τον περιμένει. Χούφταλο καταντίπ. Ο Νάσος και ο Μάκας (Γεράσιμος) πέθαναν στο κρεβάτι. Ο πρώτος από νταμπλά (αποπληξία) κι ο δεύτερος απ΄ τον καρκίνο το θεριό. Ο μπάρμπ΄ Αντρέας είτανε στους Μάυδες και σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Ο Γιάνναρος, λοχίας Καταδρομών, σκοτώθηκε στο Βίτσι. Ο Τόλιας (Αποστόλης) φυγόδικος κλαρίτης κι ατός του, πιάστηκε σε κάποια μάχη και τον λιάνισαν οι Μπουραντάδες του Βόιδαρου. Παλούκωσαν το κεφάλι του κι η θεια Καλέσα η μάνα του βλέποντάς το, έπεσε ξερή. Ο Μπάρμπα Τσότρας (Σωτήρης) πέθανε ανήμερα στο πανηγύρι του Παντοκράτορα. (6 Αυγούστου. Γιορτάζει το μοναστήρι του χωριού μας – μεγάλη η χάρη του!) Ώσμε σήμερα στάθηκε μυστήριο τούτος ο θάνατος.

 

            Έτσι άξαφνα πέθανε κι ο Τσίλιας (Βασίλης) ο άλλος ξάδερφος του κυρού μου. Βάνε δυο τρεις ακόμη από καρκίνο, κακοπάθεια (εξορίες και τα τόσα του καιρού μας), δυο τρεις άλλοι που πήραν τα μάτια τους στην προσφυγιά της Ευρώπης, μετανάστες γκαστερμπάιτερ, πάει, ρήμαξε το σοϊκό μας κι έμεινα εγώ μονάχη κλάρα στον δρόλαπα να φέρνω στην πλάτη μου τούτη τη ματωμένη αντριά. Ρήμαξε και το γονικό σπίτι μας. Τόφαε ο χρόνος κι η βροχή. Και τα χωράφια τόσα και τόσα μερδικά ολοένα από γενιά σε γενιά, γίναν πεζούλες και φράχτες. Άντε ζήσε. Σκλαβιά και τυράγνια. Κι η κρισάρα του κομματάρχη στο ζύγι σου. Ποιον ψήφισες; σ΄ αρωτάει. Δώσαμε δυο μούτζες και φύγαμε κι ήρθαμε στην Πόλη, στη χάψα. (Μη σώναμε! Κι εδώ σκλαβιά. Γκέττο έγινε τούτη η πατρίδα;) Και σαν τα θυμάμαι όλα τούτα της φάρας μου, εχ Ελλάδα Ελλάδα μου, λέω, τα τόσα που έχουμε καμωμένα για σένα! (Και τι να σας πω τι τραβήξαμε επί χούντας. Μα δεν είναι της ώρας.) Και τ΄ ακούνε καμπόσοι στη φάμπρικα και κρυφογελάνε γιατί νομίζουν οι κουτέντιοι ότι τους πουλάω φούμαρα κι εξυπνάδες κι ότι τάχα μεγαλοπιάνουμαι. Κι εγώ, έκατσα και τάγραψα όλα τούτα μονομιάς σήμερα, έτσι κατά που διαβάζουμε στα Θεοτικά βιβλία τη βίβλο Γενέσεως του Ιησού μας (μούρθε η έμπνευση), Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε Ιακώβ, Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα – ώσμε γενιά Δαβίδ, έτσι και γω έπραξα, για να τα βρει γραμμένα το παιδί μου πώχει το όνομα κεινού του μεγάλου παπουλή μας, του Νίδα Χούπου. Και να μάθουν οι πάντες ότι με τούτα τα σημερινά και της ΕΟΚ που γίνονται πάνε να μας αλλαξοπιστήσουν και να γίνουμε τζουτζέδες και υπηρέτες των Φράγκων. Και πρέπει μας να κάνουμε το καταδύναμη για να κρατήσουμε το γένος μας και την πίστη μας και τα εθίματα και τη γλώσσα μας και την αντριά μας. Και για τούτο βάφτισα το χρονικό του σογιού μας Γενέσιον παναπεί Οβελιστήριον η Ελλάς. Καθότι η Ελλάδα τυράγνισε τις ψυχές μας και το σώμα και το πνεύμα μας χρόνια και χρόνια με τούτες τις θυσίες και τ΄ ανομήματά μας! Κι έχω κατά νου να κάνω μια ζουγραφιά με Φουστανελλάδες να χορεύουν και στο γρασίδι, πάνω στη θράκα, να ψένεται ο οβελίας αμνός Αθανάσης Διάκος μάρτυρας. Μαζί του ο Μαρκομπότσαρης, ο Γιωργάκης Ολύμπιος, ο Δυσσέας, ο Παπαφλέσας, ο γύφτος Καραϊσκάκης, ο Γοβγίνας και άλλοι. Κι οι παλιότεροι, ο Τόσκας, ο Τζαχείλας, οι Λαζαίοι, το Μικρό Χορμόπουλο, ο Τσελιο Γρίβας, ο Μαλάμος, ο Κακοδιονύσιος Ζορμπάς ο σκυλόσοφος, ο Νικοτσάρας, ο Παπαθύμιος Βλαχάβας, ο Κατζαντώνης, ο Ζαχαριάς, ο Αντρούτσος. Εκεί κι ο δικός μας Νίδας Χούπος. Κι οι σημερινοί. Της Αλβανίας και του Ρούπελ, της Κρήτης και της Κατοχής και του εμφύλιου. Κι άκρη στο πλάι, μια κοπέλλα στα λευκά μ΄ άνθια στα χέρια και φωτοστέφανο στα χρυσά μαλλιά της, η Ελλάδα, έτσι καταπώς τη ζωγράφιζαν οι παλιοί. Κι ο νοών νοείτω.

 

            Τέλος. Και μαρτυρώ καγώ, ο Μήτρος Κώστα Χούπου Έλληνας. Περιμένω χαμπέρι.-

 

Φλεβάρης 1980.

 

 

Από τη συλλογή διηγημάτων «Οβελιστήριον η Ελλάς» (Πορεία 1982), σελίδες 48-50.

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Αρχική σελίδα KEIMENA