ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
ΑΝ ΤΑ ΣΥΡΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΑΝ ΤΟ ΦΩΣ….
Πάντα όταν είμαι στη βάρδια, περνούν από το νου μου σκέψεις γρήγορες που ανάβουν και σβήνουν σαν σπίθες. Εμείς που οι γονιοί μας μάς άφησαν για μόνη κληρονομιά τα δυο μας μπράτσα και η ανάγκη του ψωμιού μας έκανε δούλους της μηχανής, την ώρα που αυτή δουλεύει, δε μπορούμε να ’χουμε μια σφιχτοδεμένη σκέψη. Η σκέψη μας, τις ώρες της βάρδιας, δε μοιάζει μ΄ ένα γερό αδιάσπαστο νήμα μα με κομμάτια κλωστές τυλιγμένες σε μια κουβαρίστρα που σε κάθε της γύρισμα αφήνουνε κι ένα κενό.
Πώς μπορείς ν΄ αραδιάσεις και να δέσεις το ’να με τ’ άλλο τα πράματα που βλέπεις και που αφήνουν βαθιά σημάδια στο διάβα τους, άμα ο ένας ο ατσαλένιος σκλάβος φωνάζει με τη στριγγιά του τη φωνή πως θέλει λάδι κι ο άλλος παρά πέρα γρινιάζει γιατί του λασκάρισε μια κλείδωση; Πώς μπορείς να πάρεις ως το τέλος και χωρίς διακοπή το λογισμό σου, σαν ξέρεις πως όταν ένας σκλάβος πάθει τίποτα θα σταματήσουν όλοι, κι άμα όλοι σταματήσουν θ’ αλλάξει ο δρόμος της ζωής των αφεντάδων; Τι θα γινότανε αν ένας λεύτερος σκλάβος σαν και μένα άφηνε το μυαλό του να ριχτεί σ’ ένα μακρινό ταξίδι της σκέψης, να ξεχάσει τους ατσαλένιους σκλάβους που δίνουν φως, που κινούν άλλες μηχανές χωρίς λάδι, χωρίς κάρβουνο, χωρίς νερό; Θα γίνονταν σκοτάδι, θα σταματούσαν οι μηχανές, και τα τραίνα θα καρφώνονταν στο τόπο τους.
. . . . . . . . . . . .. . . . . .
Είναι νύχτα. Το παντοτινό βουητό. Από τότε που χτίστηκε η φυλακή αυτή για να κλείνει μέσα της τους σκλάβους που άρπαξε με το μυαλό του κι έκανε με το χέρι του ο άνθρωπος, το βουητό αυτό δεν έπαψε. Κι εκείνοι ακόμα που περνούν από μακριά τ’ ακούν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τα μεγάλα δυναμό, βαριά, γυαλιστερά, γυρίζουν μ΄ απίστευτη γρηγοράδα. Ποιος θα μπορούσε να τα ιδεί και να μην πει μέσα του ή και να το φωνάξει ακόμα: «Πόσο μεγάλος είμαι ’γω ο άνθρωπος που αιχμαλώτισα αυτή τη δύναμη μα και πόσο μικρός είμαι μπροστά της;»
Πάρα πέρα μηχανές μικρούλες, ομορφοκαμωμένες, που στο γύρισμα τους πετάνε σπίθες. Είναι αληθινά όμορφες και χαίρεται να τις βλέπει κανένας. Η μια μηχανή είναι δεμένη με την άλλη κι όλες μαζί δουλεύουνε για ένα μονάχα σκοπό: να φωτίσουν και να κινήσουν την πολιτεία.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
Στον τοίχο πίνακες κι απάνω τους μεγάλα ρολόγια, λάμπες κι ακόμα πιο μεγάλοι διακόπτες. Φτάνει να κατέβει ένας απ΄ αυτούς κι όλα θα βουτηχτούν στο σκοτάδι, όλα θα σταματήσουν, όλα θα νεκρωθούν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αν τα σύρματα που σκορπάν το φως στην πολιτεία, μπορούσαν να μου δείξουν τι φωτίζουν τούτη τη στιγμή, τι θα ’βλεπα;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χλωμή, κρεμασμένη απ΄ την κορφή ενός ξύλινου στύλου, σε μια απόμακρη γωνιά της πολιτείας, ρίχνει το θαμπό της φως μια ηλεχτρική λάμπα. Ο αγέρας με τα δυνατά του φυσήματα κατάφερε να την κουνήσει από το μέρος της και τώρα πάει κι έρχεται και στο πιο ανάλαφρο σπρώξιμό του. Έτσι είναι. Στο δυνατό δεν μπορεί να βγει πέρα ο αδύνατος. Γιατί όμως η αδύναμη ηλεχτρική λαμπίτσα ακούραστα κι υπομονετικά παλεύει να σκοτώσει το δυνατό μαύρο σκοτάδι που ζητά να την πνίξει; Κάτω από την ανάρια αναλαμπή της, ένα κακομοιριασμένο πλάσμα, μικρό κι αυτό κι αδύναμο, έχει ανοιχτή τη μια χούφτα που πάνω της βρίσκουνται κάμποσα νικέλινα λεφτά. Με το δάχτυλο του άλλου του χεριού τα ξεχωρίζει, ένα ένα, με τα τσιμπλιασμένα μάτια του παλεύει να δει αν κείνο που ξεχώρισε είναι πενηνταράκι ή εικοσαράκι, κι η γλώσσα του πότε πότε αφήνει να της ξεφύγει: πενηνταράκι και πότε καμμιά βλαστήμια. Το μικρό, κακομοιριασμένο πλασματάκι, κάτω από τη χλωμή λαμπίτσα, παίρνει ένα-δυο νικέλινα κομμάτια, τα χώνει στο στόμα του, κι η γλώσσα του που τα πήρε και τα ’κρυψε αποκάτω της, σφυρίζει μέσα από τα κιτρινιασμένα κι ανάλλαγα ακόμα δόντια: Κείνα πούναι στο κουτί, της φτάνουν της παλιόγριας.
Να γιατί η ηλεχτρική λαμπίτσα υπομονετικά, ακούραστα παλεύει να σκοτώσει το σκοτάδι που την πνίγει. Δείχνει πως έχει για σκοπό της να φωτίζει τους κακόμοιρους. Άμα θα το καταφέρει να φωτίσει, να σκοτώσει το σκοτάδι, οι κακόμοιροι δεν θα κάνουν αυτά που κάνουν σήμερα κάτω από το τωρινό χλωμό της φως.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η καινούργια μηχανούλα που σφιχτοδέναμε πριν λίγες μέρες πάνω σε μια βάση από τσιμέντο με χοντρές βίδες, με φωνάζει. Αρπάζω το κλειδί και τρέχω κοντά της. Δεν είναι τίποτα. Κάποιο της νεύρο, ένα τιποτένιο ελάττωμα, σ΄ ένα της κομμάτι, όπως μας είπε ο μηχανικός – την πειράζει πότε-πότε. Έχουν, βλέπεις, κι οι μηχανές τα νεύρα τους σαν τους αφέντες. Ας ξαναπάγω πάλι στη θέση μου. Κάτι θα ’χουνε να πουν τα σύρματα που φωτίζουν την πολιτεία.
. . . . . . . . . . . .
Λάμπες πολλές και δυνατές. Πόσες να ’ναι; Αμέτρητες και το φως τους πλούσιο. Φωτάνε και τις πιο κρυφές γωνιές της μεγάλης κι ομορφοστολισμένης σάλας. Το φως που δίνουν οι μηχανές που τόσο εμείς οι κακομοιριασμένοι είμαστε σφιχτοδεμένοι μ’ αυτές, πέφτει πάνω σε μισόγυμνα γυναικεία κορμιά, σε φαλάκρες, σε μαύρα αντρίκια ρούχα, σε μπουκάλες από πιοτά, σε λουλούδια, σε τραπέζια. Μερικές μικρούτσικες λαμπίτσες φωτάνε τις νότες που με τα μάτια τους τις αρπάζουν και τις ρίχνουν πάνω στο πιάνο και στα βιολιά οι μουσικοί για να στριφογυρίζουν οι φαλάκρες, τα μισόγυμνα γυναικεία κορμιά και τα μαύρα αντρίκεια ρούχα. Η μεγάλη σάλα είναι πλημμυρισμένη από φως. Σε κάθε τραπεζάκι κι΄ από δυο-τρεις λαμπίτσες σκεπασμένες με χρωματιστά κεντημένα πανιά. Το χρωματισμένο φως που ρίχνουν οι σκεπασμένες λαμπίτσες φωτίζουν ένα-δυο φαλάκρες, μια χοντρή κοιλιά κι ένα-δυο μισόγυμνα γυναικεία κορμιά που με μισοσβησμένα μάτια ρουφάν από τα ποτήρια, σπαρταράν από τ’ αγκαλιάσματα, μουγκρίζουν σα θεριά. Σε κάθε τραπεζάκι γίνεται το ίδιο.
. . . . . . . . . . . . . . .
Τα βαγονάκια γεμάτα κάρβουνο, μαύρο κάρβουνο, που η σκόνη του φλομώνει τα πνεμόνια έρχονται γεμάτα και φεύγουν άδεια. Οι θερμαστές κολυμπώντας στο σίδερο, μαύροι κι΄ αυτοί ταΐζουν τα στόματα που κάνουν το κάρβουνο καπνό, φωτιά, στάχτη. Η φωτιά ζεσταίνει το νερό, το κάνει ατμό. Ο ατμός κινά τη μεγάλη μηχανή, αυτή δίνει ζωή στα δυναμό κι΄ αυτά γεννάν το ηλεχτρικό.
Βαγονάκια γρηγορέψτε το πάνε κι έλα σας, θερμαστάδες σπρώχτε τους λοστούς σας (πως θα ιδρώσετε πιο πολύ δεν πειράζει κανένα εχτός από τον εαυτό σας), καζάνια καταπιείτε, χωνέψτε στη στιγμή το κάρβουνο που σας ρίχνουν, μηχανές δυναμώστε το δρόμο σας, η μεγάλη σάλα θέλει φως, πολύ φως. Τα τραπεζάκια κι εκείνοι που κάθονται γύρω τους θέλουν φως, χρωματιστό φως γιατί έτσι μόνο ανάβουν τα αίματα, τ’ αγκαλιάσματα γίνονται πιο σφιχτά και τα μουγκρίσματα πιο μακρόσυρτα
. . . . . . . . . . . . . .
Είναι η ώρα να βιζιτάρω τις μηχανές. Με το λαδικό στο χέρι σκαρφαλώνω στη μια, πηδώ πάνω στην άλλη και ρίχνω το λάδι στις τρυπίτσες, ξεσηκώνω τα φυτίλια. Θα ’ταν όμορφη πολύ η δουλειά μας… Μη σκέφτεσαι σε τέτοιες ώρες τίποτ’ άλλο όξω από τις μηχανές. Είναι ζουλιάρες και θέλουν το μυαλό σου ολότελα σκλαβωμένο σ΄ αυτές, αλλιώς μπορούν να σε κάνουν να χύσεις μαύρο δάκρυ. Το λάδι ήσυχο, γυαλιστερό, γλιστρά αγάλι-αγάλι ανάμεσα στις κλείδωσες, τις δροσίζει και κάνει πιο γλυκές τις στροφές της μηχανής που η δύναμη της γεννά το φως που ’χει τόσο ανάγκη η πολιτεία.
. . . . . . .. . . . . . . .
Αυτό είναι το τελευταίο γι΄ απόψε λάδωμα. Σε λίγο θα ’ρθει η άλλη η βάρδια. Θα παραδώσουμ’ εμείς, θα παραλάβουν αυτοί. Θα βάλουμε τα σακάκια μας, θα σηκώσουμε τους γιακάδες μας και θα ριχτούμε με το πρωινό μισοσκόταδο, στα στενά ολοσκότεινα δρομάκια για να φτάσουμε στις καλύβες μας που δε βλέπουν ούτε το φως του ήλιου μα ούτε και της χλωμής ηλεχτρικής λαμπίτσας.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση», τεύχος 2,
Έγινε εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας στα σημερινά.
Ο Νίκος Νικολαΐδης, σημαντικός Κύπριος λογοτέχνης του μεσοπολέμου, για να ξεχωρίζει από άλλους συνονόματους και συνεπώνυμους λογοτέχνες, συχνά αναφέρεται «Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος»