ΚΑΙΤΗ ΝΙΚΟΛΕΤΟΥ

 

ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ…

 

 

Ήρθε γλυκά και σιωπηλά η αγάπη μες τη ζωή της σαν αεράκι, σαν την ανασαιμιά της γαζίας που μπλέκεται με τα καινούργια βιβλία, τα φρεσκοκαπλαντισμένα τετράδια και τις άγραφες ετικέτες… Ήρθε τα βράδια που κύλαγε ανατριχίλα η κρύα μπογιά πάνω στα χέρια της. Ήρθε, κι ο Φόβος άνοιγε λίγο τόπο ν’ αφήσει τ’ αγόρι να περάσει καθώς σεργιάναγε ανήσυχο πάνω κάτω με τα χέρια στις τσέπες, σα σκύλος π’ οσφραίνεται μες τη ζελατινένια νύχτα τον κίντυνο. Όταν άκουγε το κανονικό του βήμα να πλησιάζει, χαμογέλαγε στους τοίχους και στα κόκκινα γράμματα που χοροπηδούσαν εκεί μπροστά της. Τότε της φαίνονταν μεγάλα κι όμορφα σα θεοί κείνα τα γράμματά της και μέσα στη νύχτα ανέβαινε ένα κύμα εμπιστοσύνης. Ήταν γενναίο παιδί κι ήταν ψηλός σαν κυπαρισσόπουλο. Τα παπούτσια του είχαν φόλες που δεν προσπαθούσαν να κρύψουν. Ήταν απλός σαν ένα χωράφι με στάχυα…

Κάποτε κει μπρος στο μεγάλο καθρέφτη της μητέρας της προσπάθησε να σκλαβώσει τα καημένα τα καστανά μαλλιά της με μια γαλάζια κορδέλα. Κείνα αντισταθήκανε. Τότε θύμωσε πολύ και τα τράβηξε. Γιατί να θέλει να τα σκλαβώσει; Είχαν συνηθίσει να παίζουν με τους αέρηδες και τις βροχές, με την αρμύρα της θάλασσας και τα φύκια του γιαλού. Κείνα ήσαν λεύτερα σαν πουλάκια… Είναι ψέματα πως ήθελε να γίνει όμορφη, αυτό κανείς δεν έπρεπε να το πιστέψει! Αυτός όμως δε φώναζε σαν την Ισμήνη για το πλάνο, αυτός μιλούσε με τ’ αξύριστα μάγουλά του που παίζαν με τις σκιές. Μιλούσε τόσο απλά, τόσο ωραία που κάτι λες και της έσφιγγε την ανάσα κι ήταν έτοιμη να πάει να φωνάξει στους Γερμανούς εκεί που περνούσαν πως δεν τους φοβάται γιατί είναι δυνατή, δυνατή σαν ήλιος!

Άρχισαν σιγά σιγά να περπατάνε μέσα στους δρόμους κι όταν ακόμα δεν είχαν τίποτ’ άλλο να πουν. Έτσι γνώρισε τους δρόμους. Είχαν κάτι το ξέχωρο ο καθένας και τα σπίτια ήταν τόσο παράξενα! Πότε οι ζωγραφιές της υγρασίας πάνω στους τοίχους μόρφαζαν περίεργα, πότε τα κεραμίδια χαμήλωναν προς τα μπρος σαν το καπελάκι της θείας Ευρυδίκης, άλλα είχαν μια παράξενη θλίψη σα να ξεψύχησε εκεί μέσα ένα κορίτσι με μαύρες πλεξούδες κι άλλα τραβιόνταν από το δρόμο σε μια μόνωση γιομάτη πρασινάδα… Τα βήματά τους προχωρούσαν μέσα στη νύχτα. Μιλούσαν σιγανά, καμιά φορά όμως ξεχνιόνταν και σα λυγισμένο βούρλο π’ αφήνεται λεύτερο, υψωνόταν η φωνή τους μέσα στο φοβισμένο σκοτάδι που γιόμιζε με όνειρα.

- Μετά θα χτίσουμε τα σπίτια μας από γυαλί και ήλιο.

- Και θα ’ναι όλο γυαλί τα σπίτια μας; όλο γυαλί; χαμογελούσε κείνος.

Όλοι γυαλί. Οι άνθρωποι, βλέπεις, θα είναι τόσο καθάριοι! δε θα ’χουν τίποτα τα κρύψουν, γι’ αυτό θα μπορούν να χτίζουν σπίτια από γυαλί. Θα ’ναι τόσο όμορφα τότε που δε θα κοιμούνται οι άνθρωποι τη νύχτα.

- Μήπως γι’ αυτό μπήκες στην οργάνωση; Έμεινε για λίγο σκεφτική κοιτάζοντας μπρος της τη νύχτα. Μετά σήκωσε τους ώμους.

- Δε θυμάμαι πολύ καλά γιατί οργανώθηκα. Είναι τόσο πολύ μπερδεμένα μέσα μου. Νομίζω, όμως, πως ήταν κι επειδή είχα δει τους Γερμανούς να δέρνουν έναν άντρα. Έμενε απελπιστικά ακίνητος, μονάχα έσφιγγε τις γροθιές του. Θυμάμαι τους κόμπους του χεριού του που άσπριζαν σαν πεθαμένοι. Νομίζω τρέμανε και λίγο. Κείνη την ώρα παρακαλούσα μέσα μου να σηκώσει τις γροθιές του και να τους χτυπήσει κι εκείνος. Παρακαλούσα σαν να επρόκειτο να σώσει εμένα. Όμως τα χέρια του μονάχα τρέμανε. Αχ πώς με έκαιγε ο λαιμός μου, πώς βούρκωσαν τα μάτια μου. Δεν ξέρω, δεν ξέρω, όμως από τότε άρχισα να φαντάζομαι πως θα μπορούσα να ’μια πιο δυνατή απ’ τους άντρες που δε σαλεύουν όταν τους χτυπάνε. Ονειρευόμουνα ότι σκότωνα Γερμανούς, ότι γινόμουνα ήρωας και με γράφανε τα βιβλία, και γω από ψηλά θα τους κοίταζα ντυμένη μ’ ένα άσπρο φουστάνι.

- Και τώρα δεν το φαντάζεσαι πια;

- Είναι δύσκολο να γίνει κανένας ήρωας… και… δε θέλω να πεθάνω.

Σε μια γωνιά σταθήκανε. Είπαν κάτι λόγια σιγανά, ίσως να κανόνιζαν τα ραντεβού της άλλης μέρας. Μετά χάθηκαν ο καθένας από τη μεριά του μέσα στη νύχτα που σφαλούσε τις φτέρνες τους.

 

Ένα πρωί της είπαν πως έφυγε. Έφυγε λέει να πάει να συναντήσει τα βουνά. Συχνά μιλούσε για τα βουνά με μια φωνή βαθιά κι ενθουσιασμένη. Τότε η ανήσυχη φλούδα καστανιάς που κολυμπούσε στ’ ασπράδι των ματιών του, άνοιγε τρύπες στους τοίχους και χανόταν. Δεν έμενε πια κει παρά μονάχα ένας τεντωμένος αδύνατος λαιμός με μια γαλάζια φλεβίτσα να σούρνεται απάνω και κυλάει μέσα στο τριμμένο του γιακά…

Το βράδυ ο δρόμος ήταν πιο σκοτεινός και τα πόδια της πιο κουρασμένα. Μακριά μια φωτισμένη χαραμάδα γελούσε, ένα γέλιο δίχως χείλια, γιομάτο σαρκασμό και συσκότιση. Έριξε μια ματιά γύρω της και κόλλησε μια προκήρυξη. Δε φοβάται σχεδόν καθόλου τώρα. Όλα έχουν ατονήσει μέσα της, όπως τα χρώματα σ’ ένα κάμπο όταν πέφτει η νύχτα…

Άρχισαν από τότε να φυτρώνουν μέσα της βουνά γιομάτα βράχια και ελάτια θεόρατα και ήρωες να περπατάνε σκυφτοί και συλλογισμένοι μέσα στα μονοπάτια. Ανάμεσα στα έλατα στεκόταν το αγόρι της ολόρθο. Τα φυσεκλίκια τρεμόσβηναν πάνω στο μαλλιαρό του στήθος. Με την παλάμη ανοιχτή πάνω απ’ τα μάτια αγνάντευε κάτω στις πεδιάδες να δει τους πράσινους ανθρώπους και να τους σκοτώσει.

Άλλες φορές απελπιζόταν.

- Πότε θα ’ρθεις, καρδούλα μου; Πότε θα ’ρθεις πίσω απ’ το Λυκαβηττό; Είμαι μόνη σαν κομμένο κλαράκι. Πότε θα ’ρθεις;

Μια μέρα θα γυρίσει. Τα χέρια του θα την αγκαλιάσουν σαν κισσός. Θα της μιλάει σιγά σιγά όπως σιγά γλιστράνε τα γλυκόλογα πάνω στ’ άσπρα μαξιλάρια τ’ άρρωστου παιδιού. Τα σύγνεφα στον ουρανό θα φεύγουν σαν τις σκιές που πάνε να σβήσουν μες στην αυγή… Και το παράθυρό της που δεν έχει παντζούρια κοιτάζει νύχτα μέρα το Λυκαβηττό μ’ ένα αφαιρεμένο μάτι που ξεχάστηκε κει ορθάνοιχτο. Τα πεύκα απ’ όξω και τα κυπαρίσσια σαλεύουν, βογκάνε, καμιά φορά γέρνουν και χτυπιούνται. Όλα είναι τόσο θλιμμένα, τόσο θλιμμένα!

Μια μέρα το ’πε στην Ισμήνη. Το ’πε πως αγαπούσε ένα αγόρι που ’φυγε για τα βουνά. Η Ισμήνη στάθηκε μια στιγμούλα σκεφτική. Δυο μαύρες κλωστές κρεμάστηκαν με συλλογή ανάμεσα στα φρύδια της κι έμειναν κει μετέωρες.

- Δεν είναι καιρός τώρα, είπε στο τέλος. Κι έπειτα πρόσθεσε: το χαρτί κάνει μισή λίρα κι ο μήνας τελειώνει.

Και πώς να της το πει πως οι δρόμοι κρατάνε το πέρασμά του σφιχτά σφιχτά απάνω τους. Πώς να της πει πως η κάμαρά της είναι γιομάτη από τη θύμησή του;

Είναι όπως όταν προσπαθούν να σκεπάσουν τα κόκκινα γράμματα μ’ ασβέστη. Όμως τα κόκκινα γράμματα μένουν πάντα κει, δεμένα με το φόβο, την αγωνία καμιά φορά και με αίμα. Δε σβήνουν με ασβέστη τα κόκκινα γράμματα!

Η Ισμήνη όμως είχε δίκιο. Και κείνος θα της έλεγε τα ίδια. Ήταν τόσο δεμένοι όλοι με πλάνα και καθήκοντα και ραντεβού στις άκριες του δρόμου που ξεχνούσαν, τον εαυτό τους. Το βράδυ θ’ ανέβουν στο λόφο να ραγίσουν την ησυχία μ’ ένα χάρτινο χωνί. Θα ζητήσει εκείνη να φωνάξει. Και θα φωνάξει τόσο δυνατά που θα την ακούσουν τ’ αστέρια. Ένα αγόρι από μακριά θ’ αναγνωρίσει τη φωνή της. Θα πει:

Ένα κορίτσι που με συλλογιέται αγωνίζεται και κείνο κει κάτω...

Κι ο καιρός περνούσε. Πώς μπορούν όμως οι μέρες να χωρέσουν τόση συφορά κ οι νύχτες τόση αγωνία; Δεν ήταν νύχτες όμως αυτές, ήταν μαύρα κοράκια που στέκονταν μπρος στον ήλιο. Τα πρόσωπα κείνων που λείπανε γίναν σαν όνειρο, σαν εικόνες στο τέμενος της εκκλησιάς που τις γλύφει ο χρόνος. . . Κι ο καιρός περνούσε, περνούσε...

Ένα πρωί οι σημαίες χαϊδέψανε τον ουρανό σαν χέρια που χαϊδεύουν το ίδιο τους το κορμί. Ο κόσμος βγήκε να χαιρετίσει την άνοιξη που ερχόταν προτού να μπει ο χειμώνας. Το βράδυ ανάψανε φωτιές μέσα στους δρόμους κι όλη τη νύχτα τραγούδησαν τραγούδια ζυμωμένα με θάνατο κι ελπίδες. Η άσφαλτο γέλαγε τρισευτυχισμένη μες στην αντιφεγγιά σα μαυρισμένο ασήμι. Τότε ήρθαν και τα παιδιά των βουνών μ’ αγκάθια μπηγμένα στα ρούχα. Είχαν ήλιο μέσα στα μάτια, μύριζαν λάσπη κι αναλλαξιά κι είχαν σύγνεφα γαντζωμένα στις άκριες των μαλλιών τους.

—Να, βλέπεις; Ήρθα.

Και γέλαγαν τα κίτρινα δόντια του μες στον αγέρα σαν φράχτης από καλαμιές. Σύγνεφα απ’ το δειλινό ήρθαν και κούρνιασαν στα μάγουλά της. Κάτι μουρμούρισε σαστισμένα.

- Άλλαξες πολύ, το ξέρεις; εξακολούθησε. Όχι, έχεις νομίζω μεγαλώσει!

Σκέφτηκε για μια στιγμή πως είχε ξεχάσει να τον χαιρετίσει. Του άπλωσε τα χέρια της και τα δυο. Ίσως για να μην καταλάβει κείνο το πράγμα... Το ίδιο, το ίδιο που ένιωσε τη μέρα της λευτεριάς, όταν οι δρόμοι στρώθηκαν με το πολύχρωμο χωριάτικο υφαντό του πλήθους που περνούσε βουίζοντας. Αισθάνθηκε ένα κενό, ένα κενό απέραντο. Αυτό λοιπόν ήταν όλο; Σκέφτηκε πως ίσως επειδή τα έβλεπε από ψηλά να μην μπορούσε να ζήσει όλο κείνο το παραλήρημα. Κατέβηκε και χάθηκε μέσα στα χρώματα που σπαρτάριζαν, σα μια τελίτσα. Όμως συνεχώς σκεφτόταν. Αυτό είναι όλο;

Κοίταζε λίγο σαστισμένη τ’ αγέρι που στεκόταν μπροστά της. Τόσον καιρό περίμενε, περίμενε· τώρα που ήρθε τίποτα δε σάλευε μέσα της, μοναχά σκεφτόταν όπως τότε. «Αυτό είναι όλο, αυτό είναι όλο;» Τα περασμένα άξαφνα της φάνηκαν γιομάτα νόημα: Κι ο φόβος κι η αγωνία και τα όνειρα που μπορούσες να στήνεις και κείνο το παιδάκι ξαπλωμένο πάνω στον κρύο δρόμο! Με το ’να χέρι, θυμάται, βαστούσε την κοιλιά του… Πέρασε όλη τη νύχτα περιμένοντας να δει τον ήλιο να ξεπροβάλει πίσω από τη μάντρα. Κείνη τη μέρα όμως δε βγήκε ο ήλιος… έβρεξε!

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία από τα Ελεύθερα Γράμματα

Αρχική σελίδα KEIMENA