Ο σύζυγος της άρρωστης

 

                                                                   Η πιο παλιά ιστορία, ο θάνατος, φαίνεται    

                                                             πρωτάκουστη για τον καθένα μας ξεχωριστά.

                                                                                                                   ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ

 

    Ήτο άρρωστη· ο ιατρός είπε δυο τρία λόγια πολύ σοβαρά στους τριγυρινούς και ύστερα γύρισε και είπε στην άρρωστη με χαμόγελο:

     - Ε, έτσι, όλο στο καλύτερο πας.

    Εκείνη ήξερε πως δεν ήτο καλά, κατάλαβε ότι ο θάνατος δεν ήτο μακριά. Μα το έκρυπτε από τον Στέφανον. Αχ, ο Στέφανος! Τι καλός!… Να πεθάνει και να μη βλέπει πια τον Στέφανο; Αχ, τι θ’ απογίνει; Θα τρελαθεί ο Στέφανος. Αυτή η σκέψις την εξασθενεί περισσότερον.

    Στην αρχή ο Στέφανος την περιποιήθηκε. Ο καημένος! Καταξοδεύτηκε μάλιστα τους πρώτους μήνες, εκεί στο προσκεφάλι της ξενυχτούσε. Πολλές φορές, όταν ξυπνούσε ιδρωμένη από την αγωνία, τον έβλεπε να κλαίει και να προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυά του από την ερωτηματική ματιά της.

    Αχ! ο Στέφανος, ο καλός ο Στέφανος, τι θ’ απογίνει; Θα τρελαθεί.

    Αυτήν την εποχή την θυμάται η ίδια με τόση χαρά, ώστε ξεχνά πως από τότε ήταν άρρωστη και μάλιστα καταδικασμένη απ’ την επιστήμη.

    Εκεί σιμά της ο αγαπημένος της, άφοβος στην αρρώστια. Μάλιστα φαίνουνταν σαν να ήθελε, σαν να προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την πάρει εκείνος την αρρώστια της, για να μην πονεί πια, για να μην υποφέρει εκείνη.

 

    Μα τώρα ο Στέφανος θαρρείς δεν είναι πια τόσο περιποιητικός. Θαρρείς άρχισε μόνον χρήματα να ξοδεύει. Δεν αγρυπνεί πια στο προσκεφάλι της, ήλλαξε μάλιστα και δωμάτιο ύπνου, για να μην ακούει το βήχα της το μεταλλικό, που θαρρείς ξερίζωσε τα στήθη της.

    Δεν λυπούντανε όμως τα χρήματα· άμα του σύστηναν κανένα νέο γιατρό, τον έφερνε. Φρόντιζε τίποτε να μην της λείψει· και η υπηρέτρια, την οποία επίτηδες ακριβοπλήρωνε και ο ίδιος επέβλεπε, δούλευε με καρδιά.

    Αχ! Η άρρωστη όσο έβλεπε να φεύγει η ζωή από το κορμί της το άρρωστο, ήθελε να βλέπει το Στέφανο πάντα αντίκρυ της, να την βλέπει, να τον βλέπει κι επάνω στο αγαπημένο προσωπάκι του να σβήσει η ματιά της.

    Εκείνος, όπως του είπε μια θεια του, κατάλαβε τώρα πως θέλει να τον βλέπει, επειδή η αρρώστια την έκαμε κακιά· ζήλευε την υγεία του ανδρός της και ήθελε να του μεταδώσει την αρρώστια της.

    Μια μέρα πια το πολυκατάλαβε. Του έδωσε να δοκιμάσει το γιατρικό της, μέσα από το δικό της ποτήρι. Εκείνος χλώμιασε και προσποιήθηκε που δεν άκουσε. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο και άρχισε τα κλάματα τα πικρά.

    Εκείνος θάρρεψε πως αποκοιμήθηκε, και έφυγε σιγά σιγά.

    Απ’ εκείνη την ημέρα, δεν ήθελε πια να τον ιδεί.

    Όταν έρχονταν, προσποιούντανε πως κοιμάται κι εκείνος ευχαριστημένος έφευγε ελαφρά σαν γάτα.

    Μια μέρα έτυχε να ξεχασθεί και ν’ ανοίξει τα μάτια της· θαρρούσε πως έφευγε ο Στέφανος, μα είχε φύγει το γατάκι. Εκείνος κάθουνταν αντίκρυ και ανέπνεε το μυρωδικό που είχε στο μανδίλι του.

    - Α, εδώ είσαι; του είπε με περίπαιγμα πικρό.

    - Έρχομαι κάθε μέρα, πρωί και βράδυ, μα κοιμάσαι.

    - Εάν με βρίσκεις κοιμισμένη, ν’ αφήνεις την κάρτα σου, του είπε και γύρισε πάλιν προς το μέρος του τοίχου και γέλασε ένα γέλιο πιο μεταλλικό και από τον βήχα της.

    Εκείνος ύψωσε τους ώμους του· βγήκε από το δωμάτιον και ελευθέρωσε τη μύτη του από το μανδίλι.

    Από τότε δεν ξαναπάτησε στο δωμάτιον της άρρωστης. Κράτησε τον πιο φθηνό ιατρό και έκαμνε μεγάλες ιστορίες, όταν ο λογαριασμός των φαρμάκων του εφαίνετο πολύ ακριβός.

    Εκείνη μόνη. Η αρρώστια την έτρωγε σιγά σιγά και η μοναξιά με την πίκρα την εβίαζαν να προχωρεί γρηγορότερα.

    Η υπηρέτρια, που κανείς τώρα δεν την μιλούσε, άφηνε το δωμάτιο απεριποίητο και η ίδια φρόντιζε να ντυθεί κατά τον τελευταίον συρμόν και να τρέξει με τον μάγειρο στον περίπατο.

    Μια μέρα μάλιστα άνοιξε την ντουλάπα της κυρίας της και φόρεσε την πιο καλή τουαλέτα της. Μα δεν το ξαναέκαμε.

    Μια στενή φίλη της, υπηρέτρια σε μεγάλο ξενοδοχείο, της είπε πως η αρρώστια είναι κολλητική και μπορεί να την αρπάξει.

    Από κείνην την στιγμήν πήρε μόνον όσα πράγματα δεν ήσαν κολλητικά και έφυγε τρομαγμένη.

 

    Εκείνην την ημέρα η άρρωστη ξύπνησε διψασμένη. Την έκαιε φλογερή δίψα. Κτύπησε το κουδούνι για πολλή ώρα… Τίποτε· κανείς δεν φάνηκε.

    Σηκώθηκε με τα ιδρωμένα ρούχα, τα κολλημένα επάνω στο λιωμένο κορμί της. Πότε έπεφτε, πότε σηκώνουνταν, ακουμπούσε στον τοίχο σαν μικρό παιδάκι και σύρθηκε στην τραπεζαρία.

    Τα μάτια της έλαμψαν και απ’ τον κατάξερο λάρυγγά της βγήκε χαρούμενη φωνή. Το κατόρθωσε να φθάσει.

    Α… τώρα θα δροσισθεί. Θα πιει πολύ νερό… πολύ.

    Γυρίζει, βλέπει με λαχτάρα, αχ… η καράφα άδεια… Δεν θέλει να πιστέψει· τη φέρνει στα ξερά χείλη της, μα τίποτε… σταλαγματιά!

    Και στην απελπισία της επάνω γύρισε και είδε στον καθρέπτη, θαμπό από το λίγο σκοτάδι που άρχισε να χύνεται, τον εαυτό της. Τα μάτια βαθουλά χωμένα, χείλη άσπρα, πρόσωπο χλωμό, μάγουλα σκαμμένα.

    Η γυναίκα ξέχασε τη δίψα της. Άφηκε το άδειο ποτήρι και άρχισε να κλαίει πικρά, να κλαίει και να βήχει, να βήχει και να κλαίει.

    Ήταν αυτή η Θεοδώρα; Η εύμορφη Δωρίτσα, η χαϊδευμένη, η λατρευμένη! Η διψασμένη αυτή, η φορεμένη τα κατάξερα απ’ τον ιδρώ φορέματα, ήταν η εύμορφη νυφούλα που ακολούθησε το Στέφανο εδώ στα ξένα, με τόσες ελπίδες και με τόση χαρά;

    Ξαπλώθηκε κατά γης, γύρισε δυο τρεις φορές επάνω στο πάτωμα και ξεψύχησε, ενώ τα μάτια της ήταν καρφωμένα επάνω στο άδειο ποτήρι. Το σκονισμένο πάτωμα φύλαξε το ιχνάρι της αγωνίας της.

    Τι στεφάνια πολλά! Τι εξαπτέρυγα από τρεις εκκλησίες, τι πλήθος, τι κηδεία! Μα προπάντων ο Στέφανος ήταν για λύπη. Γυρτός, σαν να μην μπορούσε να βαστάξει το βάρος της συμφοράς του, περπατούσε σιγά σιγά, για να μην τελειώσει ο δρόμος που περπατεί μαζί με την αγαπημένη του για ύστερη φορά, έλεγεν η θεία του.

    Στης πεθαμένης τα χείλη, που είναι τώρα στολισμένη με το νυφικό της φόρεμα, βλέπει κανείς ένα πικρό χαμόγελο.

    Αλήθεια, πώς περιφρονεί του πεθαμένου το χαμόγελο των ζωντανών την κωμωδία… πώς την περιφρονεί!…

 

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Αρχική σελίδα KEIMENA