ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΠΕΡΙΚΛΗΣ
ΠΑΠΑΛΕΒΕΝΤΕΝΑ
Τα παιδιά αφού ξεφάντωσαν κουρνιάσανε κάτω από τη μεγάλη κληματαριά, σαν τα κουρασμένα πουλιά. Πέρα μακριά από την ακροθαλασσιά ως τα ριζοβούνια απλωνότανε το χτήμα. Τα λιόδεντρα αλλού πυκνά, χαρά του ματιού κι αλλού κουτσουρεμένα, καψάλες απ’ τη φωτιά και συντρίμμια απ’ τις μπαλταδιές, σου σφίγγανε την καρδιά. Το λιοτριβιό απόμεινε ρημάδι. Τα παραθύρια του κι οι πόρτες του μαύρα απ’ τις φλόγες που τα δαγκώσανε, σε κοιτούσανε σα μάτια τυφλού. Τα υπόστεγα της σταφίδας, οι τσιβιέρες, το μελισσαριό με τις ρημαγμένες κυψέλες, τα γκρεμισμένα κοτέτσια κι οι αδειανοί απ’ τα ζωντανά τους στάβλοι δίναν την εικόνα της ερήμωσης. Το μεγάλο σπιτικό με τις μισοκαμένες του πλευρές στέκονταν ορθό σαν τον πληγωμένο πολεμιστή στη στερνή του εξόρμηση.
Απόμειναν μονάχα τα παιδιά. Και τα παιδιά δίνουν τη ζωή.
- Εγώ τώρα είμαι η δασκάλα. Και σεις, προσοχή!... Μίλησε η πιο μεγάλη που τη φωνάζανε Βακώ. Μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού της σαλέψανε ζερβά, δεξιά οι εβένινες μπούκλες της. Χτύπησε με μια βέργα από ελιά πάνω σ’ ένα πάγκο κι έβαλε τα παιδιά να καθίσουνε αράδα αράδα.
- Τώρα είμαι η δασκάλα και σεις οι μαθητές… Τα χέρια έτσι… σταυρωμένα… Μπράβο. Τα δάχτυλα να μπλέξουν… Έτσι. Όποιος κάνει αταξίες θα τιμωρηθεί… όποιος…
- Κάνε γρήγορα, ξεφώνισε ο Σταμάτης. Ήταν ο μικρότερος κατά σειρά από τη «δασκάλα». Τον φωνάζαν και Τσικιλίνο γιατί, λέει, έτσι έλεγε την καρδερίνα από μικρός. Εκείνη τονε κοίταξε με μια κωμική αυστηρότητα.
- Για πες μου εσύ μαθητή, γιατί μίλησες;
- Μίλησα; Έτσι. Γιατί μου αρέσει. Θέλω να κάνεις γρήγορα για να ’ρθει η σειρά μου. Θέλω κι εγώ να γίνω δάσκαλος. Να πάρω τη βέργα.
- Εσύ πρώτον και κύριον δεν μπορεί να γίνεις δάσκαλος. Και δεύτερον και κύριον είσαι κοντοπίθαρος και ζερβοχέρης… Για να υπογραμμίσει τα θυμωμένα λόγια της χτύπησε ξανά τη βέργα της στον πάγκο. Ο άλλος αντιμίλησε:
- Αμ πώς; Μονάχα εσύ θα είσαι δασκάλα; Και τι είσαι εσύ; Βασιλιάς; Αν θέλουμε σ’ έχουμε δασκάλα… Στο χέρι μας είναι…
- Κανένας δεν μπορεί να γίνει δασκάλα, κύριέ μου… τ’ ακούς; - μίλησε εκείνη – ξέρεις γράμματα; όχι. Ποιος γράφει τα γράμματα στη φυλακή; Εσύ; Μάθε πρώτα το άλφα και τα λέμε… Και στο θείο Δημητρό και στη θεια τη Βαγγελή και στο μπαμπά σου και σ’ όλες τις φυλακές εγώ τα γράφω. Ρώτησε και τη γιαγιά. Λοιπόν;
- Λοιπόν ξελοιπόν… εγώ ύστερα από σένα. Τι διάβολο. Κάθε μέρα μας καμαρώνεις για δασκάλα. Θέλω κι εγώ τη βέργα…
Τα μάτια του Τσικλίνου παίζανε αδιάκοπα, απ’ τη βέργα που κρατούσε η ξαδέρφη του, στο πρόσωπό της. Και μέσα του έκανε τα σχέδιά του: Εχ! και δε θα πέσει στα χέρια μου αυτή η βέργα… θα σου δείξω σένα τι θα πει δασκάλα…»
Μίλησε κι η Λεμονίτσα. Ξανθές μπούκλες με μια γαλάζια κορδέλα. Δόντια αραιά και μικρούτσικα σαν ρύζι. Σήκωσε το χέρι…
- Εγώ λέω κυρά δασκάλα να παίξουμε το λύκο και τ’ αρνί. Να γίνω λύκος… Θέλεις;
Τ’ άλλα παιδιά ξεθαρρεύτηκαν. Μιλούσανε όλα μαζί.
- Το τόπι… το τόπι…
- Όχι. Δεν περνάς κυρα-Μαρία…
- Εγώ λέω τον πόλεμο… Να γίνω στρατιώτης…
- Να μη γίνεις τίποτα… τίποτα, ξεφώνισε η δασκάλα. Θέλω ησυχία! Σιωπή! Η βέργα ξαναχτύπησε στον πάγκο δυνατά. Η «δασκάλα» κοίταξε αυστηρή ένα ένα τα παιδιά. Τα μάτια της τέλος κάναν ένα κύκλο σαν τα μάτια της κουκουβάγιας μέσα στις κόγχες τους.
- Πού τα ’δατε σεις αυτά, ε; Σχολείο είναι αυτό; Άλλος θέλει να γίνει λύκος κι άλλος στρατιώτης… Ορίστε μας! Λοιπόν είμαι η δασκάλα και σας ρωτώ. Κι όποιος ξέρει ας σηκώσει το χέρι του…
Τα παιδιά κάναν ησυχία τώρα. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της ψηλά, κατάλαβε πως από κείνη την ερώτηση θα εξαρτηθεί το κύρος της, η καθιέρωσή της.
- Λοιπόν προσοχή… Ποιος είναι ο ήρωας Κολοκοτρώνης;
Τα πιο μικρά ανοίξανε τα μάτια τους με θαυμασμό. Τα πιο μεγάλα σηκώσαν τα χέρια. Μα σε λίγο, μικρά μεγάλα ξεθάρρεψαν ένα ένα.
- Εγώ δασκάλα…
Οι φωνές τους πέσανε όλες μαζί. Τα χέρια τους τεντώνονταν ως τη μύτη της. Τους κοίταξε όλους με την αράδα. Ύστερα διάλεξε το πιο μικρό. Ήταν ο Λαζαρίκος. Ένα μεγάλο κεφάλι κουρεμένο με μια κατσούλα φουντωτή στην κούτρα. Με μια πάνινη τιράντα που συγκρατούσε περασμένη απ’ τον ώμο το βρακί του. Μεγάλα αυτιά. Μάτια γιομάτα απορίες.
- Πες μας εσύ μαθητή. Ποιος είναι ο ήρωας Κολοκοτρώνης; Εκείνο σηκώθηκε. Κοίταξε ολόγυρά του, κάπως φοβισμένο, παραξενεμένο κι ύστερα ξεφώνισε:
- Είναι ο μεγάλος αντάρτης που σκότωσε το Γερμανό…
Τα παιδιά κάνανε μεγάλο σαματά. Γελούσαν, ξεφωνίζανε και σηκώνανε τα χέρια τους. Άλλα σηκώθηκαν από τον πάγκο και πηδούσαν κι όλο τσιρίζανε:
- Δασκάλα, δασκάλα…
Ο Λαζαρίκος ξαφνιασμένος κοιτούσε ολόγυρά του. Τα μάτια του πήραν σιγά σιγά να συννεφιάζουν. Μέσα στο μυαλουδάκι του κλωθογυρνούσε η σκέψη: «Δεν τα ’πα καλά. Δεν τα ’πα καλά. Πάει χάθηκα! Δεν τα ’πα καθόλου καλά».
Η δασκάλα ξαναχτύπησε τη βέργα.
- Σιωπή! Σιωπή! Τα χέρια όμως είχαν ξεσταυρωθεί και δουλεύανε. Ο Τσικιλίνος τραβούσε μια μια τις τρίχες από τις ξανθές μπούκλες της Λεμονίτσας. Εκείνη άφηνε κάτι δυνατές τσιριδούλες. Ο Δημήτρης, ένας σωστός αγριόγατος καμιά εξ εφτά χρονών, με κάτι μάτια γκρίζα που γελούσαν ακατάπαυτα και που τον φωνάζανε ο Μπαταριάς, σκυμμένος πίσω απ’ τ’ άλλα παιδιά πετούσε λούπινα στο κεφάλι του Τσικιλίνου.
- Σιωπή! ξεφώνισε η «δασκάλα». Ξανάρχισε η τρικυμία να κοπάζει. Ο Λαζαρίκος όρθιος περίμενε σαν τον ένοχο την καταδίκη του. Η «δασκάλα» τον κοίταξε στα μάτια με γλύκα, με συμπάθεια. Ήτανε το μικρό της τ’ αδερφάκι.
- Πες μας τώρα, μαθητή, πες μας μαθητή, και πού βρίσκεται ο ήρωας Κολοκοτρώνης; Μη φοβάσαι… πες μας…
Εκείνος έξυσε τ’ αυτί του. Κοίταξε τους άλλους με κάποιο δέος. Τι θα πούνε; Θα γελάσουν πάλι; Η Γαρουφαλλιά που καθόντανε στο πλάι του και γελούσε σ’ όλο τούτο το διάστημα, σκαλίζοντας τη μύτη της, έσκυψε και του σφύριξε στ’ αυτί:
- Στο βιβλίο… Μέσα στο μεγάλο το βιβλίο του μπαμπά είναι… Εκείνος την κοίταξε. Δεν τη λογάριασε. Έξυνε τ’ αυτί του στοχαστικά και ξεφώνισε.
- Δεν είναι στο βιβλίο. Όχι. Στο βιβλίο είναι ζουγραφιές. Ο Κολοκοτρώνης είναι στη φυλακή. Τον πήρανε στη φυλακή με τον μπαμπά μου…
Τα παιδιά ξεσπάσανε πάλι. Μιλούσαν όλα μαζί. Ξεφωνίζανε.
- Όχι… όχι…
Ο Λαζαρίκος τους κοιτούσε κι όλο και βούρκωνε. Τα χείλη του κάποια στιγμή συσπάσθηκαν. Αρχίσανε τα μάτια του να συννεφιάζουν. Κι ένα κλάμα, ένας λυγμός όλο παράπονο ξέσπασε από την παιδική καρδούλα.
- Γιατί γελάτε; Ε; Δεν τον είδα εγώ τον μπαμπά μου; Αφού τον είδα σας λέγω, που τον δέσανε, τα χέρια του ήταν πίσω με τις αλυσίδες.
Κι ύστερα φέρανε και τον Κολοκοτρώνη. Ψηλός σαν το βουνό. Μεγάλος ίσαμε τον ουρανό. Και οι αλυσίδες του χτυπούσανε γκλαν, γκλαν.
Γιατί γελάτε; Το ’πε και στη μαμά μου ο μπαμπάς: «Μην κλαις εσύ… Στη φυλακή βάλανε και τον Κολοκοτρώνη». Λέει ποτέ ψέματα ο μπαμπάς;
Το παιδί έκλαιγε μ’ αναφιλητά. Τ’ άλλα σωπάσανε. Η Βακώ πλησίασε τ’ αδερφάκι της. Το χάιδεψε:
- Μην κλαις… ο Κολοκοτρώνης δεν έκλαιγε…
- Αυτοί με κάνανε να κλαίγω. Μίλησε και σκούπισε με το μανίκι του τα μάτια και τη μύτη του.
- Εσύ φταις… Ναι – μπήκε στη μέση πάλι ο Τσικιλίνος – Εσύ που θέλεις πάντα να είσαι η δασκάλα… Για δες μια δασκάλα…
Έβγαλε τη γλώσσα του. Άπλωσε εκείνη να τον πιάσει μα της ξέφυγε σαν αίλουρος. Τότε τα παιδιά παρατήσαν την κληματαριά και βάλθηκαν να τρέχουν. Ξεφώνιζαν ανάμεσα στα καψαλιασμένα κλήματα. Τρυπώνανε και κυνηγιούνταν πέρα στο λιοτριβιό, ανάμεσα από τις γκρεμισμένες στέγες και τους σωριασμένους τοίχους. Αναστατώναν τον κόσμο.
- Αλτ! Παραδοθείτε! Αλτ! και πυροβολώ… Ο Μπαταριάς είχε πια πετύχει τ’ αγαπημένο του παιχνίδι. Ένα στειλιαράκι από ελιά ήταν το όπλο. Ξάπλωνε χάμου και σημάδευε. Ξανασηκώνονταν και λάκαε[1] σαν αγρίμι μέσα στη λαγκαδιά.
Τις ει; λέγε και στην άναψα. Ο Τσικιλίνος έχει πιάσει το μετερίζι του πίσω από ένα καδί γεμάτο βροχονέρια…
Κι όλα τα παιδιά, όλα εκείνα τα κουτσούβελα ρίχτηκαν σ’ ένα μανιασμένο πόλεμο τρεχάλας και παιχνιδιού με μια άψα, μ’ ένα πυρετό, μ’ ένα λαχάνιασμα που δεν έχει τελειωμό…
Τι κάνεις εσύ ε; - ακούστηκε ανάμεσα στο σάλαγο η φωνή της Βακώς – Γιατί τον χτυπάς; Τον έπιασες αιχμάλωτο; Με γεια σου. Μα δε χτυπούν τους αιχμαλώτους… Κατάλαβες;
Ο άλλος ο «αιχμάλωτος» πειραγμένος έμπηξε τα κλάματα, όχι τόσο γιατί από τη μύτη του άρχισε να κυλάει μια κλωστίτσα βυσσινιά το αίμα και να τον λερώνει τ’ άσπρο του πουκαμισάκι, μα… γιατί, να αιχμάλωτος σου λέει… βαρύ πράμα. Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω στον πληγωμένο. Το καθένα έλεγε και τα δικά του.
- Η γιαγιά είπε να μην κάνουμε πόλεμο… μίλησε ένα από τα παιδιά.
- Η γιαγιά είπε μα τα παιδιά δεν την ακούνε… - ακούστηκε απ’ τη μεγάλη πόρτα του σπιτιού μια αυστηρή μα γεμάτη συμπάθεια φωνή.
Στην κορνίζα της πόρτας πρόβαλλε η γιαγιά. Ήταν μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα. Λευκά μα φροντισμένα μαλλιά. Με κάποιους ελαφρούς κυματισμούς απ’ την παλιά χάρη που άφησε το πέρασμά της.
Προχώρησε προς τα παιδιά. Τα χάιδεψε, τους χαμογέλασε.
- Ελάτε… Έλα συ που κλαις… Μη δα κάνεις έτσι. Τι άντρας είσαι; - Τονε φίλησε – Κλαίνε τα παλικάρια; Καημένε!
Τον έφερε στο σπίτι και του ’πλυνε με νερό το ματωμένο πρόσωπο. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά.
- Έτσι, έτσι να μην τρέχει το αίμα. Δεν πρέπει να παίζετε τέτοια παιχνίδια εσείς. Να, αν το μάθει ο μπαμπάς σου στη φυλακή θα πικραθεί…
- Κι ο δικός μου ο μπαμπάς; Μίλησε ο Λαζαρίκος.
- Ο δικός σου ο μπαμπάς δε θα πικραθεί. Εσύ δε ματώνεις τη μύτη σου. Είπε η γιαγιά κι ένα αλαφρό χαμόγελο χάραξε στα χείλη της.
- Μα δε θα πικραθεί, βέβαια. Το ξέρω εγώ. Γιατί είναι και ο Κολοκοτρώνης μαζί του. Του κρατάει συντροφιά. Τραγουδούνε μαζί.
- Ποιος Κολοκοτρώνης; ξαφνιάστηκε η γιαγιά και το χαμόγελό της έσκασε στα χείλη της καθαρά και φώτισε το πρόσωπό της.
- Εκείνος… ο αντάρτης που σκότωσε το Γερμανό… Τον είδα με τον μπαμπά μου… Αυτοί δεν το πιστεύουν και γελούν.
Είναι ψηλός ως τον ουρανό. Δεν είναι γιαγιά;
Γέλασε και δάκρυσε μαζί το πικραμένο πρόσωπό της. Αυτά είναι τα παιδιά. Έρχονται ώρες που ξεχνάς μαζί τους όλα τα φαρμάκια. Ένα λογάκι από τα δεκατρία εκείνα στόματα, μια γκριμάτσα, ένα σκίρτημα ξαναζωντανεύει όλους εκείνους που φύγανε από το πολύβουο εκείνο σπιτικό. Να το γέλιο εκεινής της Βακώς όμοιο κι απαράλλαχτο της μακαρίτισσας. Ώρες ώρες ξεχωρίζει νότες ξεκάθαρες της κόρης της μέσα στα γελάκια και στα λόγια του παιδιού και τότε νιώθει ένα δάγκωμα στην καρδιά. Εκείνη η περπατησιά του Τσικιλίνου δεν ξεχωρίζει καθόλου απ’ το λεβέντικο περπάτημα του γιου της. Ξαναζούν μέσα σε τούτο το παιδομάνι όλες οι μορφές του σπιτιού που χάθηκαν για πάντα μέσα στα σίδερα.
- Τόσα παιδάκια, Θεέ μου! Τόσα παιδάκια χωρίς μάνες.
Έμεινε εκεί πέρα να βλέπει τα παιδιά και να συλλογιέται τα περασμένα. Εκείνα ξαναρίχτηκαν στο παιγνίδι. Κελαηδούνε σαν πουλιά! Η ζωή δε σταματά την ακατάσχετη πορεία της. Τα παιδιά δεν ξέρουν τίποτα. Βλέπουν τούτη την ευεργετική θεότητα που λέγεται γιαγιά.
Είναι η ρίζα του δένδρου που το χτύπησαν οι κεραυνοί. Το δένδρο δεν πέθανε. Πέσανε μονάχα οι κλώνοι του. Λύγισε και καψαλιάστηκε ο κορμός του. Ωστόσο γύρω στη ρίζα τότε ξεπετάχτηκαν καινούριες φύτρες. Κοχλάζουν μέσα τους οι χυμοί. Η ζωή τους σπαρταράει.
- Να ματάγινε ξανά τέτοιο πράμα… συλλογιέται. Τόσα παιδάκια. Εκείνα σμίξανε στο σρόβιλο του παιχνιδιού. Χορεύουν χειροπιασμένα κύκλο. Ξαναμμένα. Ακούραστα. Κι οι φωνές τους δίνουν ζωή στα τριγυρινά ρημάδια. Μαζί κι ο Λαζαρίκος. Πέφτει σηκώνεται, ξαναπέφτει. Στο κουρασμένο του κεφαλάκι χοροπηδάει η κατσουλίκα των μαλλιών. Κόπηκε η τιράντα του και κρέμεται πίσω του σαν ουρά. Ξεφωνίζει και οι φλεβίτσες του λαιμού του τεντώνονται να σπάσουν.
Φράγκο λελέγκο
Χτύπα την καμπάνα
να μαζευτούν οι Φράγκοι
…………………………………
Μαζί του κι η σοβαρή δασκάλα η Βακώ. Μόνο που έρχονται κάτι στιγμές που ξεμοναχιάζεται και κλαίει – Εμένα δε θα ’ρθει πια ο μπαμπάς μου. Εγώ πια δεν έχω μαμά…
Τότε δεν μιλεί πια η γιαγιά. Μονάχα σφίγγει εκείνο το κεφαλάκι στο στήθος της αμίλητη και κοιτάει πέρα μακριά!...
Στον τόπο τούτονε, το δειλινό είναι ένα πανηγύρι από χρώματα. Γεμίζει ο ουρανός από ζουμπούλια και γαρούφαλλα. Τ’ ασημένια φύλλα της ελιάς αναρριγούν με τ’ αλαφρό δειλινό μπάλσαμο που στέλνει ο Ταΰγετος. Ο κατακαημένος ο Μωριάς! Τέτοιες ώρες κάθεται και συλλογιέται σαν άνθρωπος. Πόσες φορές βόγκησε και πόνεσε! Πόσοι βραχνάδες δεν τον πατήσαν στο λαιμό… Πόσες φορές δεν αγκομάχησε το μαλλιαρό του αντρειωμένο στήθος. Κι ύστερα πάλι ξαναζεί. Το χώμα του ρουφάει το αίμα τ’ ακριβό που χύθηκε. Το κάνει ζουμερό γλυκό σταφύλι. Δαγκώνεις την τραγανή μελένια ρόγα του και σπάει ανάμεσα στα δόντια σου μοσχάτη, σαρκώδικη, όλο χυμό. Και το δάκρυ που κύλησε ποτάμι το πίνει η αυλακιά. Ποτίζει τα σπλάχνα της αφράτης γης, γίνεται πορτοκάλι όλο δροσιά για τα φρυγμένα χείλη. Ξαρρωστικό όλο μέλι και άρωμα…
Πέρα μακριά κοιτάει και ταξιδεύει ο νους της γιαγιάς. Και πάει στα χρόνια τα παλιά τ’ αλλοτινά. Κάποτε που ’ρθε νύφη σε τούτο δω τον τόπο. Τότε που ροβολούσαν οι πανωχωρίτες να την καμαρώσουν. Τότε που σκαπετούσαν οι παραθαλασσίτες να τη δουν. Μερόνυχτα βαρούσαν τα βιολιά και τα κλαρίνα. Νύφη, στο Παπαλεβέντικο ήταν μια υπόθεση με σημασία κείνο τον καιρό. Εκείνος ήταν ένας δράκος στη δουλειά. Ανασκάλευε ο μακαρίτης τη γης σαν γίγαντας. Και σαν στρωνόντανε στο γλέντι αχολογούσε ο τόπος. Ύστερα, ήρθαν τα παιδιά. Πιο ύστερα οι νύφες κι οι γαμπροί. Το χτήμα εκείνο χωρίς ν’ απλώνει σ’ έκταση κέρδιζε σε πλούτο. Άνθιζε το ξερόκλαδο στο άγγιγμα εκείνων των ανθρώπων. Πρασίνισε και φούντωσε ο τόπος. Σκάβανε με το γέλιο. Κλαδεύανε με το τραγούδι. Τρυγούσαν με τον έρωτα. Διαφέντευε η αγάπη. Τώρα πια έφυγε εκείνος ο καιρός. Πέρασε απ’ το χτήμα η παγωνιά.
Να τ’ αμπέλι που κατηφορίζει τώρα απ’ τον όχθο. Κούτσουρα κατακαημένα. Κούρβουλο για κούρβουλο δεν έμεινε. Δε σημαδεύει φυλλαράκι. Δε ζυγώνει πουλί. Η σταφίδα στο ίσιωμα πνίχτηκε στα βάτα. Δεν έμεινε χέρι να χαϊδέψει το χώμα της. Τράχυνε εκείνο. Χέρσωσε. Φυτρώσαν αγκαθιές και τριβόλια. Εκείνοι που κάναν τ’ αξινάρια να σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους, κοιτάνε μέσα απ’ τα σίδερα τα σταυρωτά της φυλακής. Κι άλλοι φύγανε… Και οι φυλακισμένοι δεν έχουν άλλο τι να κάνουν. Φκιάχνουνε φιδάκια, κομπολόγια από χρωματιστές χάντρες. Συλλογιούνται κάτι παιδάκια π’ απομείναν σαν τις καλαμιές στον κάμπο. Γράφουν γράμματα λυπητερά. Να και το λιοτριβιό. Βεράνι το ’κανε η φωτιά. Χάσκουνε μαύρα τα πορτοπαράθυρά του. Μέσα φωλιάσαν κουκουβάγιες. Κι οι αποθήκες και τα υπόστεγα κι οι στάβλοι κι οι κυψέλες… Τίποτα ορθό κι ανέγγιχτο απ’ την καταστροφή…
Τα χείλια της Παπαλεβέντενας σφίγγουν οργισμένα τις ώρες που ’ναι μακριά τα παιδιά. Εκείνα τη γλυκαίνουν, τούτα τα ρημαδιά την αγριεύουν.
- Άντρες μωρέ είναι ευτούνοι; Άντρες; Να ρίχνουν δέντρα με τις μπαλταδιές; Να μπουρλουτιάζουν τα χτίσματα; Να πιλατεύουν γυναίκες; Να ορφανεύουνε μωρά; Άντρες είναι ευτούνοι, για μαϊμούδες; Θεριά που τα ξέρασε η Γερμανία τους και η μαύρη κόλαση…
Σα να ’ναι τώρα, περνούν απ’ τα μάτια της σκηνές γεμάτες λαχταρίσματα. Στιγμές που χάραξαν μες την ψυχή της βαθιά και ακατάλυτα τ’ αχνάρια τους.
- Μάνα!
- Γιε μου!
Εκείνος πάνω στ’ άλογό του. Στητός κι ωραίος σαν τον Αϊ-Γιώργη. Τριπλές σειρές τα φυσεκλίκια. Τ’ αυτόματο κρεμασμένο απ’ το λαιμό έπεφτε στην αγκαλιά του σα γεράκι του κυνηγιού άγριο, αδυσώπητο. Ένα πλατύ γέλιο φώτιζε το μελαψό του πρόσωπο. Τα μάτια του, θάλασσες ανταριασμένες, ημερώσανε στ’ αντίκρισμά της. Κρατούσε με το ’να χέρι του τα χαλινά του αλόγου του. Με τ’ άλλο έσκυψε απ’ τ’ άλογό του αγκάλιασε το κεφάλι της και τη φιλούσε. Δεν του ’μεινε ακόμα ο καιρός να ξεπεζέψει… Ναι… κάποτε θα ξεκόλλαγε απ’ τ’ άλογό του και θα ’ρχονταν για πάντα. Μα τώρα όχι. Τώρα ήτανε οι Γερμανοί… Δε λέγανε τίποτα με τη μάνα. Βλέπονταν στα μάτια. Φιλιόνταν σιωπηλά. Τίποτ’ άλλο. Τ’ άλογο χλιμιντρούσε κι έσκαβε τη γης με τ’ ατσαλένια πέταλά του. Αφρίζαν τα ρουθούνια του και με τα μάτια του έτρωγε πέρα μακριά τη στράτα ανυπόμονα. Όλο και τίναζε τη μαύρη μεταξένια χαίτη του και κοιτούσε τον καβαλάρη του σα να του μιλούσε: «Πάμε καπετάνιο… Πάμε στη δουλειά μας εμείς…»
Τρία χρόνια, άλογο και καβαλάρης αλώνιζαν πέρα δώθε το Μωριά. Κένταυρος οι δυο τους, άνθρωπος και ζωντανό. Σκαπετήσανε γιδόστρατες στα βουνά. Ροβολήσανε[2] κάμπους και λαγκαδιές. Σφυρίξανε στ’ αυτιά τους βόλια γερμανικά. Ρεκάξανε[3] στο διάβα τους τα στεν… Πέσανε σε φονικά καρτέρια από σπιούνους. Χρειάστηκε να γίνει σίφουνας εκείνο τ’ άλογο και να πετάει. Κι ήρθαν στιγμές που λαβωμένος και πνιγμένος στο αίμα εκείνος σφιχτοκλείδωνε τα πόδια του πάνω στη σέλα στην κοιλιά του αλόγου και κείνο αστραπή τον έφερνε μακριά απ’ τον κίνδυνο.
- Ήσυχα, Βοριά… θα πάμε – μίλησε στ’ άλογό του ο καβαλάρης. Τώρα είναι η Μάνα… Δε βλέπεις; Στα τρία χρόνια του βουνού πέρασε δυο φορές τα κλεφτά και την είδε τη μάνα του. Τώρα πια δεν απόμεινε πολύ. Τώρα τελειώνει…
- Να μου ’ρθεις γρήγορα… Τ’ ακούς; πρόλαβε να του φωνάξει. Εκείνος γέλασε.
Γρήγορα… γρήγορα… Χάιδεψε το Βοριά στο μάγουλό του, τον χτύπησε με την απαλάμη του στο σβέρκο και «Χοπ Βοριά… χοπ!» γινήκανε μια αστραπή που χάθηκε πάνω στη δημοσιά.
Εκείνη απόμεινε και τήραγε[4] πέρα μακριά. Δεν φαίνονταν πια τίποτα. Μονάχα ένα συννεφάκι κουρνιαχτός που έκρυβε μέσα την καρδιά της κι όλο και μάκραινε και μάκραινε…
Λίγο προτού χαράξει η μέρα, το σκοτάδι είναι πυκνότερο. Σαν πρόκειται να κοπάσει η τρικυμία, τα στερνά της κύματα είναι τ’ αγριότερα και τρων τους ναυαγούς. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα περιφρονήσει τις στερνές αναλαμπές της φωτιάς που τρώει και σίδερα και χτίσματα κι ανθρώπους…
Η Παπαλεβέντενα στάθηκε η ρίζα της ζωής εκείνο το μαύρο κι άραχλο ξημέρωμα. Σαν τα μάτια της αντικρίσανε το μανιασμένο εκείνο ασκέρι να ’ρχεται σαν μια αγέλη από αγρίμια ολόισα στο σπιτικό της, στάθηκε ολόρθη σαν κολώνα δωρική.
- Ξυπνήστε! είπε βαθιά στους σπιτικούς της. Έβγαλε από τις κούνιες τα μωρά αγουροξυπνημένα. Τα ’ντυσε. Έσπρωξε τους κουρασμένους της γιους και γαμπρούς. Πρόσταξε τον καθένα πώς και από πού θα φύγει και καρτέραγε.
Έξω λυσσομανούσε η φωτιά. Το λιοτριβιό λαμπάδιαζε. Χώρια απ’ την πυρήνα, φορτώματα σκορπίσανε οι Γερμανοί κι οι άνθρωποί τους τα εκρηκτικά. Ένα πλήθος άνθρωποι που μίλαγαν όλες τις γλώσσες ρίχνανε τα λιόδεντρα με μπαλταδιές. Χύνανε μπενζίνες στις αποθήκες. Αναποδογύριζαν κυψέλες. Σημαδεύανε τα κατσίκια και τα πουλερικά που τρέχανε σαν παλαβά. Ολούθε γλύφανε οι γλώσσες της φωτιάς. Σαν πήρε να τριζοβολάει και το σπίτι ξέκοψε απ’ το παραθύρι. Κάτω ρίχνανε την πόρτα με κασμάδες και λοστούς. Οι φωνές τους με τους πνιχτούς καπνούς και τις φλόγες ανέβαιναν ολοένα και αγριότερες.
Γύρισε όλες τις κάμαρες. Έδιωξε απ’ το υπόγειο και από τα πορτάκια τις γυναίκες που απομείναν σαστισμένες κι ύστερα κατέβηκε μ’ αργές κι επίσημες κινήσεις τη σκάλα. Πέρασε την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Έριξε ολόγυρα μια ματιά. Εκείνοι ούρλιαζαν. Ξαφνικά κάτι σαν φίδι δάγκωσε τα σπλάχνα της. Το μάτι της έπεσε σε μια σύναξη ανθρώπων κάτω απ’ τον Πλάτανο. Ανάμεσα στα πρόσωπα, στις στολές, στις φωνές, στις φλόγες, στο σάλαγο έφτασε στ’ αυτιά της μια απλή νότα μιας αντρικής τραγουδιστής φωνής. Κάπως τρικλίσανε τα πόδια της. Μια θολούρα σκέπασε τα μάτια της. Εκείνη τη φωνή! Α εκείνη τη φωνή! Κάποτε της φαίνεται πως την άκουσε να τραγουδάει μέσα στα σπλάχνα της. Στεγνώσανε τα χείλη της. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοιτούσε. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο δένδρο. Μια σκάλα φέρανε από το λιοτριβιό. Ο νους της και η καρδιά της κι η ψυχή της κολλήσανε πάνω σ’ αυτή τη σκάλα…. Σαν το πουλί που κλέψανε το τέκνο του, φτεροκοπάει η έγνοια της γύρω σ’ αυτή τη σκάλα, σ’ αυτό το δένδρο, σ’ αυτόν το στρατιώτη που είναι ανεβασμένος εκεί ψηλά. Από το χοντρό του κλώνο κρέμεται τώρα ένα σκοινί… Τώρα στεγνώσαν τα χείλη της, πια! Έχει μια δίψα! μια δίψα! Έβαλε το χέρι μπρος στα μάτια της και βόγκηξε.
- Γιε μου! πουλί μου!
Σ’ αυτόν εδώ τον τόπο οι αυγούλες είναι τόσο ευγενικά ωραίες. Κάτι τέτοιες αυγές ο ήλιος παίζει το κρυφτούλι του με κάτι συγνεφάκια που ’χουν το χρώμα του κροκού. Τότε βρίσκει την ευκαιρία κι ο κορυδαλλός να μπει στη μέση. Δίνει ένα σάλτο από τη φωλιά του, απ’ το κλαράκι, από τη χλόη και πετάει. Το πέταμά του είναι όλο μικρά μικρά κυκλάκια προς τον ουρανό. Κι όταν πια χορτάσει πέταμα, τραγούδι και παιχνίδι αφήνεται να πέφτει σα βολίδα απ’ τα ψηλά. Κάποτε όμως σταματάει πάνω απ’ ένα πλάτανο το γκρέμισμά του στο κενό. Απλώνει τα φτεράκια του φτεροκοπώντας τρομαγμένα. Κι ύστερα χώνεται μες στη φωλιά του, στο κλαράκι, μες τη χλόη.
Ένα ανθρώπινο κορμί ανέμιζε εκεί. Δεν ήταν βαρύ. Κάτι σαν πούπουλο. Κάτι σαν πουλί. Ο ήλιος έπαψε πια να παιχνιδίζει με τα συγνεφάκια που ’χαν το χρώμα του κροκού. Έλαμψε το φως του άσπρο γαλατένιο.
- Γιε μου! πουλί μου!
Σαν την κουκουβάγια. Όλη τη μέρα ως το δειλινό έφερνε βόλτες μέσα στα χαλάσματα. Περνούσε ανάμεσα από τους μεθυσμένους στρατιώτες που βλαστήμαγαν αδειάζοντας τα βαρέλια από την κάβα της. Έκαψε τα πόδια και τα ρούχα της ανάμεσα στις φλόγες. Δάκρυ δεν έχυσε. Ψηλή, στητή, αλύγιστη με τα μάτια της στυλωμένα εκεί. Στο δέντρο στο σκοινί.
Το δειλινό πήγε και στάθηκε μπροστά στον αξιωματικό. Η ίδια πάντα. Σαν Νέμεση. Σαν οργή.
- Δώστε μου το παιδί μου! Σήκωσε το χέρι της, κι έδειξε τον κρεμασμένο. Ούτε το χέρι της έτρεμε ούτε η φωνή της. Κάποιος στρατιώτης έκανε να κινηθεί κατά πάνω της. Σαν αντίκρισε εκείνη την περήφανη ματιά της, σταμάτησε. Κάτι μίλησε ο αξιωματικός. Κινήθηκαν οι άλλοι. Κάποιος ανέβηκε τη σκάλα. Κάποιος στο δέντρο.
Τον πήρε στην αγκαλιά της όπως τότε… Σα να ’τανε το βρέφος της τ’ αληθινό. Ήτανε σαν πούπουλο εκείνο το κορμί. Πίσω σερνόταν στο χώμα το σκοινί σα φίδι. Τα μάτια της όπως περπάταγε κοιτούσαν μπρος ολόισα, αδάκρυτα. Κάποτε έσκυψε και φίλησε τα κατσαρά μαύρα δακτυλιδάκια των μαλλιών του. Της φάνηκε πως ήταν ένα κοιμισμένο βρέφος. Θυμήθηκε ένα τέτοιο βρέφος. Τα χείλη της σαλέψανε ελαφρά.
«Φύσα αγεράκι δροσερό
μες των δεντρών τα φύλλα
πάρε τα ρόιδα απ’ τη ροδιά
κι απ’ τη μηλιά τα μήλα
και φέρ’ τα στο παιδάκι μου»
Σα βρέθηκε ολομόναχη με τον κρεμασμένο μέσα στην κάμαρη του σπιτιού που ακόμα κάπνιζε μισοσβησμένο, τότε ξέσπασε σε λυγμούς. Ξέδωκε εκείνη η πνιγμένη καρδιά βρέχοντας με δάκρυα και με φιλιά τα χέρια, το πρόσωπο, τα μαλλιά του παλικαριού…
Οι λεύκες γύρω απ’ το χτήμα και στις όχθες του ποταμού τραγουδάνε στο φύσημα του βοριά και λένε και λένε τα βάσανα τ’ ανθρώπου. Κι ύστερα απαντάνε οι ελιές με τ’ ασημένια τους φύλλα. Και κατόπι βογκάει ο πλάτανος και μιλάνε οι κλώνοι του και τα κλαριά του και λένε ιστορίες και τραγούδια παλιά και λυπητερά, μακρόσυρτο βούισμα της θάλασσας και της στεριάς παθητικό, για τα βάσανα τ’ ανθρώπου. Πώς στερεύουν τα δάκρυα. Πώς σκληραίνουν οι καρδιές. Πώς απλώνεται η ερήμωση. Πώς πονάνε τα παιδάκια.
Ωστόσο τα παιδιά ξεχνούν. Παίζουν, μεγαλώνουν, τρέχουν, ξεφαντώνουν. Κι όταν πέσει όρνιο στη φωλιά κι όταν κρώξει κόρακας στο σπιτικό κι όταν απλωθούν μαύρα φτερά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τότε κουρνιάζουν στις πλατιές φούστες εκείνης της γυναίκας. Μαζώνουνται και σιγουρεύουν στην πλατιά της αγκαλιά, στις μεγάλες της λαγώνες που γεννήσαν ένα κόσμο από παλικάρια και γυναίκες. Κοντά της δεν υπάρχει φόβος. Στον ίσκιο της μεγαλώνουνε παίζοντας, κλαίγοντας και γελώντας τα παιδιά…
Το κτήμα απλώνεται απ’ την ακροθαλασσιά ως τα ριζά και καρτεράει τα χέρια που θα του δώσουνε ζωή. Μα κι αν δεν υπάρχουνε τα χέρια υπάρχουνε μάτια λαίμαργα που γυρεύουνε το περιβόλι, που λογαριάζουνε τις ζημιές του λιοτριβιού, που μετρούν τα μεροκάματα που θα χρειαστούν για να κλαδευτούν οι ελιές, για να σκαφτεί η σταφίδα, για να φυτευτεί τ’ αμπέλι το καινούργιο στη θέση του παλιού.
Σαν πέσει κάπου η οργή και το θανατικό, περίμενε και τα κοράκια. Το όρνιο επισήμανε το πτώμα. Το ’χε καρφώσει ακόμα από παλιά με τα άπληστα μάτια του. Τώρα ζυγιάζεται με τις φτερούγες του πάνω απ’ το μισοκαμένο σπιτικό. Φέρνει κύκλους αργούς, υπολογιστικούς, απανωτούς, πάνω απ’ τα μισογκρεμισμένα ντουβάρια, απ’ τις πεσμένες στέγες, απ’ τους στάβλους, τα μελίσσια και τα περιβόλια. Δεν άργησε να γίνει η προσγείωση. Δίπλωσε τις σκληρές φτερούγες του μισόκλεισε τα μάτια ταπεινά, χριστιανικά, φόρεσε την πιο ευλαβική στολή της φιλανθρωπίας και χτύπησε την πόρτα.
- Καλησπέρα, κυρα-Παπαλεβέντενα…
- Καλησπέρα, αφεντικό… Πώς δα έγινε αυτό και μας ήρθες;…
- Γιατί κυρά μου; Δεν είμαστε δα Χριστιανοί; Τι κάνουν τα ορφανά και καταφρονεμένα; Αχ ματάκια μου! είπε χαϊδεύοντας δυο από τα παιδιά.
Τα παιδάκια για άλλη μια φορά μαζεύτηκαν γύρω απ’ τις πλατιές φούστες της γιαγιάς. Το παιδί δεν έχει πείρα απ’ τους ανθρώπους. Δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω από μια μελένια γλώσσα. Έχει όμως ένα ένστιχτο που τρυπάει καμιά φορά και την πιο ατσαλόφραχτη υποκρισία. Να μια μύτη γαμψή, πρασινωπή που όπως γέρνει λες και θα τσιμπήσει. Κάτι τέτοιο… Εκείνα τ’ άσπρα δάχτυλα εκείνου του ανθρώπου, που σα μιλούσε κάνανε κάτι παράδοξες κινήσεις λες και θέλουν να σφιχτούνε γύρω στο καρύδι του λαιμού σου. Το παιδί παρατηρεί. Μια λεπτομέρεια, μια κίνηση, ένας λόγος, κάτι που έρχεται σ’ αντίθεση με την άσπιλη λευκότητά του, το κάνει να τρομάζει…
- Ήρθα κυρά μου, κι αφήνω τη φύλαξή μου στο Θεό… Ξέρεις δα, δύσκολα κανείς αποφασίζει να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού σας… Χρόνια που ’ναι!...
Αχ! αφέντη, και γιατί ν’ αποφασίσεις; Τα πόδια που διαβαίνουν το κατώφλι μου τα οπλίζει η αγάπη… Δύσκολα χρόνια…
- Δύσκολα, κυρά μου… Που τα φτιάξαν οι ανθρώποι δύσκολα… Κι ας το πούμε παστρικά, αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Έριξε μια ματιά στα παιδιά. Εκείνα σαν πουλιά που τους ρίχτηκε γεράκι ζαρώσαν φοβισμένα γύρω στην Παπαλεβέντενα.
- Πώς να το πω, κυρά μου, δεν τους λυπούμαι τους αρσενικούς αυτού του σπιτιού κι εκείνους που ρεύουνε στα σίδερα και τους άλλους που… Κοντοστάθηκε, κατάλαβε πως πήρε φόρα η γλώσσα και θα κινδύνευε η υπόθεση. Καμιά φορά το φαρμάκι του φιδιού τρέχει και χωρίς να ’ναι η ώρα του.
- Δε θέλω δα να πω πως ήταν κακοί. Ο Θεός μάρτυράς μου! Μα θέλησαν… Ξέρω κι εγώ; να τα βάλουν μ’ όλο τον κόσμο. Θέλησαν να γίνουν βασιλιάδες στο Μωριά… Ο Θεός τιμωρεί την αδικία…
Εκείνη αγκάλιασε τα κεφαλάκια που την περιτριγύριζαν. Τα ’φερε πιο σιμά της.
- Λέγω, αφέντη, πως δεν είναι καλό να ξύνουμε πληγές που ακόμα δεν έκλεισαν… Οι άνθρωποί μου – ώρα τους καλή όπου είναι – είναι όλοι τίμιοι και διαλεχτοί. Άλλα τα αίτια…
- Τα αίτια, πάντα τα αίτια. Μάθαμε να κρύβουμε τις κακίες μας και τις αποκοτιές μας πίσω απ’ τα αίτια. Πες, κυρά μου, πως τους απομώρανε ο Θεός… Κι αφήσανε τόσα παιδάκια. Τα πουλάκια μου!... Τα πουλάκια μου!...
Έριξε μια ματιά στα παιδάκια. Χαμογέλασε κι ύστερα πέταξε το μεγάλο του ατού. – Μα εγώ δεν ήρθα για τους γονιούς… Για τα τέκνα ήρθα… Τι λες κυρα-Παπαλεβέντενα κάνουμε μια πράξη που θ’ αρέσει στο θεό και τους ανθρώπους;
Η γιαγιά κατάλαβε κάτι να την πνίγει στο λαιμό. Το αίμα της καιρό είχε να κοχλάσει.
- Στους ορισμούς σου, αφέντη.
- Να, λέω να μου το δώκεις τούτο το ρημαδιό. Για τα παιδάκια, για τ’ αρφανά. Θα βάλω το χέρι μου στην καρδιά εγώ. Χριστιανοί είμαστε, κυρά μου. Κι ύστερα πια δεν αξίζει τίποτα το λιοτριβιό. Το σπίτι, οι στάβλοι στάχτη και χόβολη… Κι αν το παίρνω είναι για τα παιδάκια… Τα πουλάκια μου!
Σηκώθηκε απ’ τη θέση της η Παπαλεβέντενα. Έξω, μέσα στη νύχτα ο βοριάς μαδούσε τις φυλλωσιές των δένδρων και πέρναγε σφυρίζοντας κατόπι ανάμεσα απ’ τα μαυρισμένα ορθάνοιχτα παραθύρια κι όλες τις κάμαρες του απέραντου σπιτιού και ξυπνούσε παλιές χαρές και ξεφαντώματα, παλιές αγάπες και μεράκια.
- Φύγε! είπε σταθερά, προστακτικά, κοιτώντας τον στα μάτια – Φύγε! Δεν έπρεπε να το διαβείς τούτο το κατώφλι συ… Έκανες λάθος. Στα μάτια της ξαναζωντάνεψε ο κρεμασμένος, τα σίδερα της φυλακής και πίσω απ’ εκείνα, τα πρόσωπα που καρτερούν… που καρτερούν…
Εκείνος σάστισε. Ένας φόβος παράλυσε τη γλώσσα του.
- Φύγε… Α νόμισες πως πέθανε αυτό το σπίτι είσαι γελασμένος. Δεν τα ’χουμε αρπαγμένα εμείς. Δεν τα ’βραμε… Τα κτίσανε και τα δουλέψανε άντρες μεγάλοι σα βουνά. Άντρες δυνατοί σα δράκοι. Έχει να δει χαρές αυτό το σπίτι, άνθρωπε μικρόψυχε και ταπεινέ… Έχουν να κελαηδήσουνε αηδόνια εδώ μέσα… Δεν το καταλαβαίνεις εσύ;
Η ματιά της που ήταν σκληρή ξαφνικά χάιδεψε τα παιδάκια και μαλάκωσε η ψυχή της σαν το κερί ανάμεσα στα δάκτυλα.
- Μα δεν τα βλέπεις τούτα; Δεν τα κοιτάς; Δεν πεθαίνει, χριστιανέ μου, ο κόσμος… Δεν ξεμπερδεύεται. Δεν ξεκληρίζεται το Παπαλεβέντικο. Αύριο θα πρασινίσουν κλαριά και δέντρα. Θ’ ανθοβολήσουνε κάμποι. Θα γελάσουν πικραμένα χείλη. Δεν τελειώνει η ζωή… άνθρωπε με τη νεκρή καρδιά…
Σαν έφυγε εκείνος ο άνθρωπος η γιαγιά φίλησε τα παιδάκια και τα ’βαλε να κοιμηθούν στα κρεβατάκια τους ήσυχα ήσυχα.
[1] Λακίζω = φεύγω, απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια κυρίως μπροστά σε εχθρό, αντίπαλο ή κίνδυνο· το σκάω.
[2] Κατεβαίνω τρέχοντας την πλαγιά ενός υψώματος· κατρακυλώ, κατηφορίζω
[3] α.(για όρνια) βγάζω δυνατή και άγρια φωνή· κράζω, κρώζω. β. (για άνθρ.) βγάζω άναρθρη και άγρια φωνή· κράζω, σκούζω.