ΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΣ ΤΑ ΜΑΓΙΑ
Μεγάλο θάμα έγινε, εις όλη τη γειτονιά – και εις όλο το χωριό μάλιστα – ένα Σάββατον πρωί, καθώς επήγεν η νεαρά δασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μικρήν υπασπιστίναν της, το Ουρανιώ, το θυγάτριον του Παναγή του Κυραντώνη, διά ν’ ανοίξει την πόρταν τού Σχολειού· η μικρή υπασπίστρια επροπορεύετο κρατούσα ένα κομψόν κουτί, και δύο τυλιγμένα εργόχειρα, έκαμνε χαριτωμένους μορφασμούς και τσακίσματα, είχε την ξανθήν πλεξίδα της λοξά προς το ένα αυτί, κι ήτο όλη μειδίαμα και χάρις, ώστε η μεν μυτίτσα της εγίνετο πλακαρή και σχεδόν εξηλείφετο από τους δύο μορφασμούς και τ’ αυλακάκια τα σχηματιζόμενα εκατέρωθεν, από το πτερύγιον της ρινός έως τα κάτω βλέφαρα, και τα ματάκια της μισοκλεισμένα ετόξευαν υγρόν σπινθήρα· η δασκάλισσα, χλωμή, με παιδικόν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθώς και η μικρή συνοδός της, αναδεδεμένη τον στέφανον της πλουσίας κόμης της, άμεμπτος εις τα της μόδας αλήθεια, τα κορίτσια του Σχολειού, είχαν μάθει καλούς πολιτισμένους τρόπους απ’ αυτές τις δασκάλες· εμάθαιναν γράμματα και χειροτεχνήματα, έκαμνον ως και γυμναστικήν,
έν-δύο-τρία, εις το προπύλαιον του Σχολείου· η κόρη του Ντάκου είχε μάθει πώς να χτενίζει τα αχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, απλωμένα επί των νώτων, μέχρι της μέσης, λευκοφορούσα ωσάν ανεράϊδα του βουνού· αι παιδίσκαι του Στόιου και του Λεγαντή είχον μάθη μπλέ μαρέν, και καρρέ , ακόμη και τρανσπαράν· και το θυγάτριον του Σταμάτη του Μπλατσίνη είχε μάθει εις ένα μονότονον αχρωμάτιστον ήχον διάφορα ανόητα τραγουδάκια· όσον αφορά την ξανθήν πλεξίδα λοξήν προς το αυτί, όλαι σχεδόν αι μαθήτριαι την είχον αναπετάσει εσχάτως· άλλοι έλεγον ότι απ’ εκείνο το αυτί εβγήκε το μυαλό της δασκάλας και των κοριτσιών, άλλοι έλεγον ότι εξητμίσθη από την κορυφήν της κεφαλής, διά μέσου των ριζών εκάστης τριχός, και άλλοι έλεγον ότι είχε φύγει απ’ επάνω από την οροφήν του Σχολείου· πλην ταύτα ήσαν λόγια των γραϊδίων της γειτονιάς, των γλωσσαλγών, όπου μεταχειρίζονται την ρόκαν μόνον ως συνόδευμα των κινήσεων της γλώσσης, ή έχουν την κακολογίαν οιονεί ως κέλευσμα προς ανακούφισιν του κόπου της ρόκας. Ο κόσμος θα εξακολουθεί πάντοτε να βαδίζει εμπρός, πότε κούτσα – κούτσα, πότε σήκω – πέσε· με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου· και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν, κι εκουράσθησαν, και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν· εις όσους «επαλαιώθησαν, και εχώλαναν από των τρίβων αυτών».
¯¯¯
Λοιπόν εκείνην την πρωίαν Σαββάτου, περί τας αρχάς Μαΐου, καθώς ηνοίχθη η πόρτα, και εισήλθεν η Ευανθία, η νεαρά δασκάλισσα, δεν επέρασαν δύο λεπτά, και η μικρά ακόλουθός της, το Ουρανιώ, αφήκε βαθείαν κραυγήν εκπλήξεως.
- Κυρία! Κυρία!
- Τι είναι;
- Ιδέτ’ εδώ!.... έλα να ιδείς.
Η νεανίς έκαμε τρία βήματα προς το μέρος όπου την εκάλει η παιδίσκη. Δίπλα εις την μεγάλην τράπεζαν της δασκαλοκαθέδρας, όπου απετίθεντο συνήθως οι έλεγχοι και κατάλογοι, ως και τα τετράδια των μαθητριών, επί του μικρού τραπεζίου του χρησιμεύοντος δια την διδασκαλίαν και εξάσκησιν των χειροτεχνημάτων, έκειντο φύρδην μίγδην μερικά αντικείμενα ξένα όλως προς το Σχολείον, τα οποία ήτο όλως άπορον πώς ευρέθησαν εκεί. Εν πρώτοις χόρτα τινά και άγρια άνθη, παπαρούνες και σταχυοειδή, λυσοχόρταρα, μαϊόχορτα, και ολίγαι κλωσταί καννάβιναι και εκ καραβοσχοίνου, μακραί τρίχες γυναικείαι μαύραι, άλλαι τρίχες φοράδας κόκκινες, μικρά κόκκαλα από το Κοιμητήρι, και τέλος έν κρανίον ανθρώπινον. Τι ήσαν όλ’ αυτά ; και τι ήθελαν εκεί; Βεβαίως μάγια· εχθροί τα είχαν ρίξει της δασκάλας.
Της μικράς παιδίσκης εξηλείφθη ο μορφασμός της, το χαμόγελόν της έσβησε, και η μυτίτσα της η πλακαρή εσχηματίσθη εις προεξοχήν. Η νεαρά δασκάλισσα εγέλασε. Δεν εφαίνετο να πιστεύει τα μάγια.
Η Ουρανιώ συνέπλεξε τας χείρας εν αδημονία.
- Μάγια σας κάμανε, κυρία, μάγια!...
- Δεν είναι τίποτε, Ουρανία˙ μάζωξε τα να τα πετάξεις έξω.
- Εγώ, κυρία, να τα πιάσω με τα χεράκια μου! ;
- Κάμε αυτό που σου λέω, διέταξεν εν ανυπομονησία η δασκάλισσα· δεν είναι τίποτε….πριν έλθει κι η άλλη, και τα ιδεί· και τότε το μικρό γίνεται μεγάλο.
Έτι λαλούσης αυτής, εισήλθεν η Ευθαλία, η δευτέρα δασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μητέρα της. Ήτο στρογγυλοτέρα ολίγον το ανάστημα, όπως η άλλη ήτο λιγνή, παχουλή, όσον ισχνή εκείνη, με παιδικόν πρόσωπον, όπως η πρώτη, ολιγώτερον κομψή, αλλά συμπαθής την έκφρασιν. Είχεν έλθει εφέτος πρώτην φοράν εις τον τόπον, καθώς είχε λάβει το δίπλωμά της από το εν Αθήναις Αρσάκειον, όπου όλαι ως γνωστόν αριστεύουν, ενώ η πρώτη ήγε τον τρίτον χρόνον από του διορισμού της. Η Ευθαλία ηκολουθείτο από την μητέρα της· ήτο αύτη καλή γερόντισσα, ευσεβής, καταγομένη από την γείτονα νήσον, και ελέγετο ότι ήτο εκ μιας των καλυτέρων οικογενειών της πατρίδος της.
Διευθύνθησαν προς το μέρος της δασκαλοκαθέδρας, προς το εσώτερον δυτικόν πλάτος του ισογείου, από την θύραν την νοτιοανατολικήν. Η Ευανθία, ως τας είδεν, έρριψε βλέμμα ανήσυχον προς τα μαγικά αντικείμενα, όπου δεν ήτο καιρός πλέον να τα κρύψει ή να τα κάμει άφαντα, και εν σπουδή, προχείρως ανεσήκωσεν το ίδιον τραπεζομάνδηλον, και με αυτό εδοκίμασε να τα σκεπάσει. Αλλά δεν έφθανεν η ποδιά του οθονίου δια να συγκαλύψει όλα τα μαγικά, καθώς έκειντο σκόρπια επί της μικράς τραπέζης, όθεν βιαίως ετράβηξε το τραπεζομάνδηλον προς το μέρος της, δια να κάμει μακροτέραν την κρεμαμένην άκραν· πλήν τότε έγινε μικρός θόρυβος, τα σκληρά αντικείμενα εκρότησαν, και δύο πεθαμένα κόκκαλα σπρωχθέντα αποτόμως, έπεσαν μετά κρότου εις το σανίδινον πάτωμα.
Η Ευανθία εμόρφασεν οργίλως, θυμωμένη κατά του ιδίου εαυτού της· αφήκε μικράν κραυγήν εκπλήξεως, ως ν’ ανεκάλυψεν αίφνης έν πράγμα, το οποίον ήτον εμπρός εις τα μάτια της, και όμως δεν το έβλεπεν έως τότε· και ταχεία, έλυσεν εξόπισθεν την ιδίαν λευκήν ποδιάν της, και την εφήπλωσεν επί του τραπεζίου.
Η Ευθαλία και η γερόντισσα, εν τω μεταξύ, αργοπατούσαι, και συνομιλούσαι, μόλις έφθασαν πλησίον της πρώτης δασκάλας και την εκαλημέρισαν. Πλην η μία άκρα της λευκής εμπροσθέλας έπεσεν ακριβώς επί του νεκρικού κρανίου, και μόνο κατά τα δύο τρίτα το εσκέπασε. Το πρόσωπον, το στόμα, και το χάσμα της φαγωμένης ρινός του κρανίου, έμειναν ορατά, προς το μέρος οπόθεν ήρχοντο αι δύο γυναίκες.
Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου.
- Μπά!......τ’ είν΄αυτό πουλάκι μ’ ;
Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου.
¯¯¯
Η Ευανθία εκάλεσεν εις ευκαιρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματος της.
- Εμάς, κυρία, ο καθηγητής μας ο Β., μας εδίδασκεν ανθρωπολογίαν, ως και ανατομίαν…και μας εσυνήθισε να μελετάμε τους σκελετούς των αποθαμένων, και να μην έχουμε προλήψεις.
Η αγαθή γραία την εκοίταξεν ως να μη εννόει.
- Παρήγγειλα να μου φέρουν αυτό το κεφάλι και τα κόκκαλα, δια να διδάξω τας μαθητρίας από πού και πώς είμεθα φτιασμένοι.
Η γραία ανεσήκωσε την άκραν της ποδιάς, κι εξήτασε διά του βλέμματος όλα τ’ αντικείμενα.
- Α! θα τις μάθεις ούλα τα πάντα, μαθές, είπεν αφελώς, εις τρόπον ώστε δεν ήτο πολύ σαφές αν είχε πεισθεί ή αν ειρωνεύετο· και για ταύτο έφερες, πουλάκι μ’, ούλα τα σκέλεθρα αυτά απ’ τα Μνημούρια….και τις κανναβένιες κλωστές, και τις τρίχες τις αλογίσιες, και τις παπαρούνες, και τα μαϊολούλουδα;
-Καιρός είναι να λάβουν τα κορίτσια μίαν ιδέαν γι’ αυτά τα πράγματα, είπεν η δασκάλα· κοντεύουν οι εξετάσεις, και πώς θα κάμουμε κι ημείς φιγούρα ;
¯¯¯
Όταν είχαν φθάσει την πρώτην στιγμήν η Ευανθία και η μικρά συνοδεύτριά της εις το σχολείον, έξω εις το προαύλιον ήσαν πέντε ή έξ μαθήτριαι, με τα τετράδιά των και με τα εργόχειρα, περιμένουσαι. Αύται είχαν εισέλθει ήδη, κι επήγαν εις τα θρανία των. Άλλαι δέκα έως δεκαπέντε έφθασαν ευθύς κατόπιν. Το Σχολείον εγέμιζεν ήδη από κορίτσια.
Δύο ή τρείς κορασίδες, είτα επτά ή οκτώ, ύστερον όλαι όσαι ήρχοντο, αφήκαν τις σάκκες επί των θρανίων των, και κατευθύνθησαν προς το μέρος όπου ίσταντο αι τρείς γυναίκες. Η μία είπε της Ουρανίας:
- Αρή τι είνε ;
- Μάγια, είπε με μορφασμόν το Ουρανιώ. Ήδη της είχε περάσει ο φόβος, και της επανήρχετο η συνήθης ευθυμία της.
- Μάγια ; ηρώτησεν η Σινιωρίτσα του Μυτιληνιού.
- Μάγια; επανέλαβεν η Ματούλα του Καλοειδή.
- Μάγια· εβεβαίωσεν το Ορσάκι του Ζαχαριάδη.
- Μάγια· επεκύρωσεν η Φλωρού του Λαμιαίου.
Τα κορίτσια είχαν περικυκλώσει την μικράν τράπεζαν, κι εκοίταζαν με μεγάλα μάτια και με ανοικτά στόματα τ’ αξιοπερίεργα αντικείμενα.
- Τι θέλετ’ εδώ ; έκραξε με αυστηρότητα η Ευανθία. Γλήγορα στα θρανία σας… στας θέσεις σας!
Έδραξε την βέργαν κι εφοβέρισε τας μαθητρίας.
Η γραία Μονεβασιά, η μητέρα της δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τας χείρας, κι έκραξε:
- Τώρα τι να κάμουμε; τ’ ήταν αυτό;…Μη λες, πουλάκι μ’, πως τα είχες παραγγελιά, για να μάθεις τα κορίτσια κατά πώς είμαστε φτιασμενοι, ούλα τα πάντα. Μάγια σας ρίξανε· ακούς τα κορίτσια τι λένε ;
- Ξέρουν τα κορίτσια τι τους γίνεται; είπεν η Ευανθία.
- Τώρα χρειάζεται αγιασμός να ψαλεί εδώ…., ξορκισμοί να διαβαστούνε….Μην αρχινάτε πουλάκι μ’, το μάθημα, πριν ξορκισθεί ο εχτρός αποδώ μέσα.
Εκαλεσε την μικρήν Ματούλαν, κόρην του Παπαγληγόρη.
- Πας πουλάκι μ’, να πεις τ’ παπά σ’, να πάρει το πετραχήλι του να’ ρθει εδώ….Να πάρει, πες, και το Ευχολόγιο μαζί του….ξορκισμούς πρέπει να διαβάσει.
Η μικρή δεν επερίμενε να επικυρώσει την διαταγήν η δασκάλισσα. Πάραυτα έτρεξε προς την θύραν. Η Ευανθία, ως ναρκωμένη, δεν είπε τίποτε. Μόνον όταν η παιδίσκη εξήλθεν, εστράφη προς την γερόντισσαν και της είπε.
- Τι θέλεις, σταυρομάννα· για να μας ακούσουν κι άλλοι ;
- Αυτό πουλάκι μ’, δεν είναι πράγμα που να κρυφθεί, μαθές, είπεν η γραία· ο παπάς που θα ‘ρθει δεν θα το κοινολογήσει;… Έχεις ψαλίδι για να κόψεις τις γλώσσες όλων των κοριτσιών ;
Η Ευανθία έσεισε τους ώμους.
- Κι να τις κόψεις, πουλάκι μ’, άλλες θα φυτρώσουνε· μια θα κόφτεις, δυο, τρεις, τέσσερες θα βγαίνουνε….Δεν έχουν παιδεμό των γυναικών οι γλώσσες.
¯¯¯
Η Ευανθία, εν ανία περιήρχετο περί τας δύο τραπέζας και τα πρώτα θρανία. Η γραία Μονεβασιά επλησίασε προς τα μάγια, και ήρχισε να θεωρεί μετά προσοχής το νεκρικόν κρανίον.
- Να, εδώ είναι τα γράμματα, που γράφουν τη μοίρα μας, είπε δεικνύουσα τα ιερογλυφικά εκείνα σημεία της συναρμογής του μετώπου· εδώ είναι γραμμένο όλο το ριζικό μας. Έπαθα τα ‘παθα, τα πάθω μέλλω ;
-Τι θα πει αυτό, μητέρα ; ηρώτησεν η Ευθαλία.
- Αυτό θα πει, κορίτσι μ’, ξέρουμε τα όσα πάθαμε, μα δεν ξέρουμε τι μας μέλλει ακόμα. Ήταν μια ζηλιάρα, και σαν είδε που ο άνδρας της είχε ένα γυναικείο καύκαλο κλειδωμένο μες το αρμάρι του, απ’ τη μανία της το έρριξε στο φούρνο και το ’καψε˙ κι ο άνδρας της το είχε φυλάξει από περιέργεια, επειδή ήταν μάντις, κι εγνώριζε να διαβάζει τα μυστικά γράμματα του ριζικού, κι απόρησε: σαν τι έμελλε να πάθει ακόμα αυτό το κούτελο· κι εκείνη απ’ τη ζήλεια της επίστεψε πως ήτον της παλιάς αγαπητικιάς του· και σαν το είδ’ εκείνος ύστερα που κάηκε, εκατάλαβε γιατί επάνω στο κούτελο ήτον γραμμένο˙ «Έπαθα τα ‘παθα, τα πάθω μέλλω;»
Η Ευθαλία ηκροάτο εν σιωπή. Η μήτηρ της επανέλαβε.
- Κι αυτό εδώ, πουλάκι μ’, φαίνεται να είναι γυναικείο κούτελο· και σ’ αυτό επάνω κάτι τέτοιο θα είναι γραμμένο.
¯¯¯
Τέλος έφθασεν ο παπά-Γληγόρης. Εφόρεσε το πετραχήλι του, ήνοιξε το Ευχολόγιον, και ήρχισε να διαβάζει με ψίθυρον και βόμβον φωνής.
« Επιτιμά σοι Κύριος, διάβολε…φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον, ή αυτός ει ο Βεελζεβούλ, ή καταπείων, ή δρακοντοειδής ή θηριοπρόσωπος, ή ως ατμίς, ή ως καπνός, ή ως άρρεν, ή ως θήλυ, ή ως ερπετόν, ή ως πετεινόν, ή νυκτολάλον, ή κωφόν, ή άλαλον… ή λάγνον, ή δυσώδες, ή φαρμακόφιλον, ή ερωτομανές, ή αστρομαγικόν, ή φιλόνικον, ή ακατάστατον˙ ή ορθρινόν, ή μεσημβρινόν, ή μεσονύκτιον, ή αωρίας τινός, ή αυγής…ή κρημνών, ή εκ λάκκου, ή καλαμώνος, ή λίμνης ή εκ στέγης λουτρού, ή εκ μνήματος ειδωλικού, ή όθεν ίσμεν, και ουκ ίσμεν;….φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε, μη υποστρέψεις, μηδέ υποκρυβείς, αλλ’ άπελθε εις γην άνυδρον, έρημον, αγεώργητον, ήν άνθρωπος ουκ οικεί, Θεός μόνος επισκοπεί, ο σειραίς ζόφου ταρταρώσας σε παντων των κακών τον εφευρετήν διάβολον· ότι μέγας ο φόβος του Θεού, και μεγάλη η δόξα του Πατρός, και του υιού, και του Αγίου Πνεύματος. »
¯¯¯
Όλην την ημέραν η Ευανθία, ούτε τας μαθητρίας απέπεμψεν, ούτε μάθημα είχεν όρεξιν να κάμει· αλλ’ αυτοσχεδίασε προχείρως ανακρίσεις, και ήρχισε να εξετάζει τα κοράσια αν εγνώριζον τίποτε ως προς τα μαγικά αντικείμενα τα ευρεθέντα εις το Σχολείον. Πρό πάντων ήτο άπορον : πως και πόθεν εισήλθε το πρόσωπον, το οποίον είχε ρίψει αυτά τα περίεργα πράγματα εντός του Σχολείου. Η πόρτα ήτον κλειδωμένη, τα παράθυρα εφωδιασμένα με δικτυωτά….Από την στέγην τάχα, καθώς έλεγαν οι εξορκισμοί, κατήλθεν ο εχθρός, ή κάτωθεν από το ισόγειον δάπεδον του κτιρίου ανήλθε το καταχθόνιον δαιμόνιον ;
Τέλος, η νεαρά δασκάλισσα, μετά πολλάς προσπαθείας, ανεκάλυψεν έν ίχνος, πραγματικόν ή απατηλόν. Και την εσπέραν, όταν εσχόλασαν τα κορίτσια, εγνώσθη ότι αι δύο μαθήτριαι, αίτινες είχον κρατήσει τα κλειδιά, δια να σκουπίσουν την προλαβούσαν εσπέραν, είχαν έλθει εις συγκοινωνίαν με μίαν πρώην μαθήτρια, ν την Αρετώ Καλκατζάκη, και μ’ ένα κορίτσι του δρόμου, την Μαχώ της Τσούναινας. Αυταί αι δύο είχαν κάμει τάχα τα μάγια;
(1909)
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ζωή Αλεξανδρείας (1909). Έκανα αντιπαραβολή με την κριτική έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, της οποίας ακολούθησα όλες τις (ασυνήθιστα πολλές) διορθώσεις. Η έκδοση του Ν.Δ.Τ. εκσυγχρονίζει σε ένα βαθμό την ορθογραφία, εγώ προχώρησα περισσότερο (μονοτονικό, υποτακτική κτλ.).