Το απόσπασμα από τη «Γυφτοπούλα» που δημοσιεύουμε σήμερα είναι εκτενής παρέκβαση στο κεφάλαιο "Κατόπιν Εορτής". Στο κεφάλαιο αυτό απαριθμούνται όσοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του φιλοσόφου Πλήθωνα για επιστράτευση. Ενώ όμως για τους άλλους ο Ππδ. αναφέρει μόνο το όνομα και την καταγωγή, για τον Αννίβα Βελμίννη αναπτύσσει ολόκληρο διήγημα, που συνδέεται πολύ χαλαρά με όσα προηγούνται και έπονται, καταλαμβάνει δε σχεδόν ολόκληρο το κεφάλαιο. Προφανώς το σκάρωνε στο μυαλό του ανεξάρτητα και το έχωσε στο μυθιστόρημα με την πρώτη ευκαιρία.
Η λογοτεχνική του αξία είναι, για πολλούς, πολύ ανώτερη από το μυθιστόρημα στο οποίο εντάσσεται. Φιλόλογοι βλέπουν σ' αυτό μιαν αλληγορία με την οποία ο Ππδ. ειρωνεύεται τη δυτικοφέρνουσα διανόηση της Ψωροκώσταινας και την (δυτικογενή) εμμονή της με το αρχαίο κάλλος και την επιστροφή στα προγονικά κλέη. Απ' αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας της αφήγησης είναι ένας Κεφαλλονίτης γασμούλος και μάλιστα με όνομα που ξενίζει.
Την πληκτρολόγηση ανέλαβε ο φίλτατος Ουντάρνικος, στον οποίο οφείλω και τις δύο παραπάνω παραγράφους, που αποτελούν δικές του απόψεις. Τον τίτλο τον διάλεξα εγώ εντελώς αυθαίρετα. Έκανα αντιπαραβολή με την κριτική έκδοση του ΝΔΤριανταφυλλόπουλου και εκσυγχρόνισα λίγο περισσότερο την ορθογραφία (μονοτονικό, υποτακτική). Σε μία περίπτωση δοτικής (ήτο τέχνη θαλάσσιος, προς το τέλος του αποσπάσματος) καταφεύγω στην αμφίβολη λύση της προσγεγραμμένης (τέχνηι).
Η παράδοξος διήγησις περί του Αννίβα Βελμίννη
…Τέλος ο Αννίβας Βελμίννης, περί ού διηγούνται παράδοξα οι σύγχρονοι. Ούτος είχε γεννηθεί εν Κεφαλληνία, εκ πατρός Βενετού. Παις ων, ημέραν τινά, ενώ ηλίευε παρά τας ακτάς της Ακαρνανίας, είχεν αιχμαλωτισθεί υπό των Βαρβαρέζων, οίτινες κατέστησαν αυτόν πιστόν Μουσουλμάνον και τολμηρόν πειρατήν. Είτα εφόνευσε τον κύριόν του και εδραπέτευσεν. Αλλ’ επειδή ευκόλως δεν ηδύνατο ν’ απομάθει την τέχνην, ήν είχε διδαχθεί, κατώρθωσε να οπλίσει ή κατ’ άλλους ν’ αρπάσει έκ τινος ναυστάθμου πλοίον εσκευασμένον και έτοιμον καθ’ όλα και μετήρχετο την πειρατείαν δι’ ίδιον λογαριασμόν. Και εν όσω μεν η τύχη τον ευνόει και εύρισκε λείαν δι’ εαυτόν και τους συντρόφους του, καλώς είχε το πράγμα. Αλλ’ έν έτος συνέβη να επέλθει αφορία κατά θάλασσαν, ή μάλλον απραξία εμπορική, και ο Βελμίννης δεν είχε να πληρώσει τους μισθούς των συντρόφων του. Τότε και εκείνοι, οίτινες από πολλού αφορμήν μόνον εζήτουν όπως στασιάσωσι, τον έδεσαν οπισθάγκωνα επί του ιστού και γυμνώσαντες το πλοίον απήλθον διά της λέμβου. Εις μάτην ο δυστυχής Βελμίννης έκραζεν επικαλούμενος έλεος, λέγων ότι καλύτερον ήτο να τον ρίψωσιν εις την θάλασσαν ν’ αποθάνει τον οικείον εις τους ναυτικούς θάνατον· τα θηρία τον άφησαν δέσμιον και απήλθον. Το πλοίον εφέρετο επί των κυμάτων εική, όπου το ώθουν οι άνεμοι, ψυχή άλλη δεν υπήρχεν επ’ αυτού και ο Βελμίννης, δέσμιος επί του ιστού, δεν είχε τουλάχιστον την παρηγορίαν τού να αποθάνει ελεύθερος και αγωνιζόμενος τον υπέρ της ζωής αγώνα.
Ο δεσμώτης ελύσσα, εφρύαττεν, έδακνε τας αλύσεις, αλλά δεν είχε υπεράνθρωπον δύναμιν όπως διαρρήξει αυτάς. Τα κύματα έπληττον προκλητικώς τας πλευράς τού σκάφους, ως να ενέπαιζον σκληρώς την αγωνίαν και απόγνωσιν του δυστυχούς τούτου. Είχε περιέλθει εις το έσχατον σημείον της απογνώσεως και θαύμα μόνον ηδύνατο να τον σώσει. Και το θαύμα τούτο συνέβη πράγματι. Τουλάχιστον ο Βελμίννης διηγείτο τούτο, και εφαίνετο πιστεύων εν πεποιθήσει ότι είχε συμβεί. Ο ανήρ ούτος είχε καταστεί οπαδός της νέας παλαιάς θρησκείας, της εγκαινισθείσης υπό του Γεωργίου Γεμιστού, και, είτε επίστευεν αυτός είτε όχι τα θαύματα των επανιδρυθέντων θεών, επεθύμει όμως να κάμει τους άλλους να τα πιστεύσωσι.
Λοιπόν, ενώ ο Αννίβας Βελμίννης διετέλει εις την τρομεράν εκείνην θέσιν, αίφνης ακούει λείον κρότον, ως ολισθηρού σώματος αναβαίνοντος την πλευράν του σκάφους. Στρέφεται. Τι να ίδει; Περικαλλής κόρη ανέβη εις το κατάστρωμα, αλλά δεν ήτο όλη κόρη. Από της οσφύος και κάτω ήτο ιχθύς. Ο Αννίβας εξέστη προς το θέαμα τούτο. Αι Σειρήνες λοιπόν, ή Γοργόνες κατά τους ημετέρους ναύτας, αι μυθολογούμεναι αύται θαλάσσιαι νύμφαι, υπήρχον πραγματικώς, δεν ήσαν της φαντασίας πλάσματα! Ιδού ο Βελμίννης έβλεπε τούτο ιδίοις οφθαλμοίς. Και δεν εφοβήθη, δεν υπέστη το ζοφερόν εκείνο αίσθημα της δεισιδαιμονίας, το ιδιάζον εις τας τοιαύτας παραλόγους πίστεις. Ησθάνθη μόνον θάμβος και κατάνυξιν. Ηθέλησε να τή αποτείνει τον λόγον, να απαγγείλει προσευχήν προ της εμφανίσεως ταύτης. Αλλ’ η γλώσσα του έμεινεν ακίνητος. Η θαλασσία νύμφη επλησίασεν ηρέμα, δι’ ομαλού κινήματος, προς τον δεσμώτην και, κτυπήσασα διά της ουράς τας αλύσεις, τας διέρρηξεν. Ο Αννίβας ευρέθη όρθιος και ελεύθερος εν ακαρεί. Εγονυπέτησεν αυτομάτως. Αλλ’ η νύμφη, διολισθήσασα ταχέως επήδησεν εις την θάλασσαν, περιρραίνουσα το κατάστρωμα δι’ ύδατος και έγινεν άφαντος. Ο Βελμίννης έμεινε κατάπληκτος, διαπορών μη ήτο όνειρον το συμβάν τούτο. Αλλ’ όμως ήτο αληθές. Αι αισθήσεις του δεν ηδύναντο να απατήσωσιν αυτόν, ουδ’ αυτός ηδύνατο ν’ απατήσει τους άλλους. Ότε συνήλθεν εκ της εκπλήξεως, το δεσπόζον αυτού αίσθημα ήτο η επιθυμία. Επόθει να επανίδει την άγνωστον εκείνην θεότητα, την διφυή εκείνην νύμφην, ήτις είχεν ευεργετήσει αυτόν τοσούτον επικαίρως. Αλλ’ όμως ταχέως συνησθάνθη ότι, καίπερ απαλλαχθείς του κυριωτάτου κινδύνου, όμως είχεν εισέτι να εργασθεί όπως σώσει το σκάφος και εαυτόν. Ήτο μόνος επί του πλοίου. Η επαφή της ουράς εκείνης τω είχε δώσει δεκαπλασίαν δύναμιν. Εξετέλεσε πάντας τους αναγκαίους χειρισμούς των ιστίων, ίθυνε το πηδάλιον, και μετ’ ολίγον προσωρμίζετο εις τον εγγύτατον λιμένα. Επώλησεν αντί ευτελούς τιμής το σκάφος και τον εξαρτισμόν, και αγοράσας λέμβον κατέστη εκ νέου αλιεύς, ως και κατά τους παλαιούς χρόνους. Αλλά σήμερον, ο σκοπός του δεν ήτο μόνον όπως αλιεύει. Ο Βελμίννης ήτο ερωτόληπτος, ερωτόληπτος με την θαλασσίαν νύμφην. Ήλπιζεν εις την τύχην ότι ηδύνατο και πάλιν να την επανίδει, την ευεργετικής εκείνην κόρην, την περικαλλή Σειρήνα, ής το πρόσωπον, το στήθος και ο κορμός ήσαν τόσο περικαλλή, όσον δεν ενδέχεται εις την θνητήν φύσιν. Το δε κατωτέρω της οσφύος τεράστιον ο Αννίβας ευκόλως συνεχώρει, λογικώς σκεπτόμενος, ότι δεν ήτο δυνατόν να ζει εν τοις ύδασιν, αν δεν είχε την ουράν εκείνην του δελφίνος προσηρτημένην εις το θελκτικόν σώμα αυτής. Εν τούτοις, ο ερωτόληπτος αλιεύς, επιβάς της λέμβου του, ήν είχε κοσμήσει και ευτρεπίσει λίαν φιλοκάλως, περιέπλεεν από κολπίσκου εις κολπίσκον, και από υφάλου εις ύφαλον, ερευνών όλα τα σπήλαια, όλας τας ακτάς και τους όρμους, και ελπίζων να ν’ ανακαλύψει ημέραν τινά την κατοικίαν της θαλασσίας νύμφης. Ειχε λάβει μεθ’ εαυτού μίαν κιθάραν, το απαραίτητον τούτο εφόδιον όλων των ερωτευμένων, και κατά πάσαν νύκτα υπό το φέγγος της Σελήνης εξήγειρε τας θαλασσίας ηχούς διηγούμενος τον πόνον του εις τας ποντιάδας αύρας και εις τας απογείους. Το μονότονον άσμα ανεμιγνύετο με τον συριγμόν του ανέμου και το πορφυρούν κύμα εφλοίσβιζε περί την τρόπιν του ακατίου, αλλ’ η θαλασσία Νύμφη δεν συνήνεσε ουδέ μίαν νύκτα να τονίσει και αυτή την θεσπεσίαν μολπήν της, δι’ ής ηδύνατο να βωβάνει τους γλυκείς εκείνους ήχους. Τέλος, βαθείαν τινα πρωίαν, άμα τη ανατολή της κροκοπέπλου Ηούς, ο αλιεύς επίστευσεν ότι έφθασεν εις το τέρμα των αγώνων. Μεμακρυσμένη τις και ασθενής φωνή ηκούσθη άδουσα αλλά μόλις ηκούετο. Όσον ο Βελμίννης έτεινε τα ώτα, τόσον η φωνή καθίστατο ασθενεστέρα. Με σφοδρούς παλμούς καρδίας ήρπασεν ο αλιεύς τας κώπας και ήλασεν προς το μέρος, οπόθεν τω εφαίνετο ερχομένη η ηχώ της φωνής. Αλλ’ εις μάτην. Όσον η λέμβος επλησίαζε, τόσον το άσμα απεμακρύνετο εωσού τελείως απεσβέσθη και εσίγησεν. Ο Αννίβας ησθάνθη εαυτόν είπερ ποτέ δυστυχέστερον. Αλλ’ όμως δεν ήθελε ν’ αποβάλει την παράφρονα ελπίδα, ουδέ να παύσει τας επιμόνους ερεύνας. Νύκτα τινά ο πατήρ των ανέμων προσεποιήθη ότι ήτο ωργισμένος εναντίον του αυθάδους και καλέσας τους δύο κραταιούς υιούς του, τον Βορέαν και τον Αργέστην, διέταξεν αυτούς να οργώσωσι βαθέως τα κύματα.
Οι δύο άνεμοι μόνον αφορμήν περιέμενον όπως δοθώσιν εις την παιδιάν ταύτην, και ενώσαντες τας δύο ισχυράς πνοάς των εις μίαν και μόνην, ήρχισαν ευθύς να φυσώσι μανιωδώς. Τότε συνέβη φοβερά αλλοίωσις επί του προσώπου της θαλάσσης. Τα κύματα ήρχισαν ευθύς να πυργώνται και απετέλεσαν κορυφάς, αίτινες ωρχούντο, ανέβαινον, κατέπιπτον, εσχίζοντο, διερρήγνυντο αφρίζουσαι, και ημιλλώντο να φθάσωσιν εις το ύψος τας προεξοχάς των απορρώγων ακτών.
Η θάλασσα, μη ευχαριστουμένη να φαίνεται λεία και ομαλή, και να παραβάλληται υπό των ποιητών με κάτοπτρον, εφάνη ως να ήθελε να δείξει ότι είχε κι αυτή όρη και κοιλάδας αλλ’ υγρά όρη και ρευστάς κοιλάδας. Τότε πού να φανεί το ακάτιον του δυστυχούς ερωτολήπτου; Ισοβαρές με φύλλον, ομοιόσχημον με κέλυφος, είχεν εκσφενδονισθεί επί της πρώτης τυχούσης σπιλάδος και κατασυνετρίβη εις μύρια τεμάχια. Ο δε Αννίβας ο δυστυχής είχεν ακολουθήσει και αυτός τον αυτόν δρόμον, αλλά κατ’ ευτυχίαν έν κύμα, μειλιχιώτερον των λοιπών, τον ευσπλαγχνίσθη, και απέθηκεν αυτόν ηρέμα επί της άμμου. Ο αλιεύς, αν και ιλιγγία και ήλγει την κεφαλήν εκ του τρομερού εκείνου κτύπου, υπηγέρθη ησύχως και τετραποδίζων επί της άμμου, κατώρθωσε να φθάσει εις μέρος τι, όπου δεν τον έφθανον τα κύματα. Εκεί δε απηυδηκώς και εκλελυμένος υπό των παθημάτων απεκοιμήθη μέχρι της πρωΐας. Αλλ’ ότε αφυπνίσθη δεν ευρέθη πλέον εις το αυτό μέρος. Ήτο εντός σπηλαίου τινός.
Εκ της οροφής εκρέμαντο σταλακτίται λάμποντες υπό των ακτίνων του ηλίου, εισερχομένων διά στενής θύρας, αι δε πλευραί του άντρου ήσαν κεκοσμημέναι με μαργαρίτας, πορφύρας και κοράλια. Η κλίνη του συνέκειτο εξ υγρών βρύων και αλμυρίδων, παρά τους πόδας του έκειντο κογχύλαι και άλλα θαλάσσια προϊόντα. Ο αήρ ήτο ελαφρός και ευώδης και η καρδία του ησθάνετο ευδαιμονίαν. Πού ήτο; Δεν ετόλμα να συμπεράνει. Τέλος στρέψας το βλέμμα προς τα δεξιά βλέπει… την θαλασσίαν Νύμφην καθημένην ενώπιον αυτού. Ο Αννίβας εξέπεμψε κραυγήν. Εκείνη τω ένευσε να σιωπήσει. Εκάθητο πλησίον του και το ήμισυ του σώματός της, το ιχθυοειδές, ήτο κεκρυμμένον εντός του ύδατος, διότι το έδαφος του άντρου απετέλει η θάλασσα. Το δ’ έτερον ήμισυ, το περικαλλές και θεσπέσιον, προέκυπτεν υπεράνω του κύματος εις τας εκπεπληγμένας όψεις του εραστού.
Ο Αννίβας δεν ήξευρε τι να πιστεύσει. Η πρώτη σκέψις του υπήρξε: Με αγαπά! Αλλά το βλέμμα της νύμφης, καίπερ μειδιών, δεν έλεγε τούτο· εξέφραζε μάλλον οίκτον εκ συγκαταβάσεως και χαρίεσσαν περιφρόνησιν. Μετ’ ολίγον δε τω είπε και διά λέξεων τα αυτά περίπου. Η φωνή της ήτο γλυκεία και συμπαθής, ο Αννίβας ήκουεν αυτήν απλήστως, προσέχων μάλλον εις τον ήχον ή εις την έννοιαν των λέξεων.
- Νέε θνητέ, τω είπε, βλέπεις ότι σε θεωρώ μετ’ οίκτου; Οφείλω να σοι είπω την αλήθειαν. Χείλη Νύμφης δεν πρέπει να ψεύδονται. Παραφροσύνη είναι ο έρως, όν έχεις συλλάβει δι’ εμέ. Η φύσις των θνητών ανθρώπων ομοιάζει με το ξύλινον εκείνο κέλυφος, όπερ οι αδελφοί μου Βορέας και Αργέστης συνέτριψαν προ μικρού επί τινος βράχου, εξ ής καταστροφής εγώ συνήνεσα εξ οίκτου προσκαίρως να σωθείς. Παρήλθεν πλέον προ πολλού ο χρόνος καθ’ όν οι θνητοί ετόλμων ν’ αποβλέπωσι μετ’ επιθυμίας προς τας θεαίνας, αύται δε συγκατέβαινον ενίοτε εις τα παράβολα ταύτα ορμήματα, ών η επιτυχία ήτο χείρων δι’ αυτούς, διότι ήσαν προωρισμένοι μόνον εις δεινοτέραν συμφοράν και σκληρότερον θάνατον. Η θνητή φύσις δεν προσδέχεται την μετά της αθανάτου επιμειξίαν, όπως δεν στέργει το πυρ της Στυγός, όπως δεν δύναται να υποστεί του κεραυνού την φλογώδη επαφήν. Και τι καλόν ήθελε προέλθει εκ της μετ’ εμού ενώσεώς σου; Ουδέν και του ουδενός έλασσον.
Άλλοτε η ένοχος συγκατάβασις των θεαινών είχε μίαν δικαιολογίαν, ότι οι θνητοί μάς ελάτρευον, και προτού να καταστώσιν ερασταί, ήσαν ταπεινοί λάτρεις των ημετέρων αγαλμάτων. Τώρα όμως προ πολλού τα ολοκαυτώματα έπαυσαν να καπνίζωσιν επί των βωμών, το φάσγανον δεν τέμνει πλέον τους λαιμούς των σφαγίων και η ιερά του τερασκόπου τέχνη δεν ερευνά πλέον τα σπλάγχνα των αμνών. Ηρημώθησαν τα τεμένη, εγκατελείφθησαν τα ηρώα, κατηδαφίσθησαν οι ναοί. Το πυρ δεν καίει πλέον εις τας εστίας και αι εικόνες των εφεστίων δεν κοσμούσι πλέον τα μέλαθρα. Τα στέμματα αφηρέθησαν από των μετώπων ημών και ό,τι πρότερον ελατρεύετο σήμερον εμποιεί αποστροφήν και φρίκην. Εκείνο, όπερ το πάλαι ήτο θρησκεία, κατέστη δεισιδαιμονία και οι άνθρωποι ήλλαξαν ως και τα ονόματα ημών και μας αποκαλούσιν ακαθάρτους δαίμονας. Μισούσι και βδελύττονται πάσαν ανάμνησιν ήν κατελίπομεν επί του εδάφους εκείνου και αποστρέφουσιν αφ’ ημών τας όψεις, πιστεύοντες ότι είμεθα φθοροποιά και απαίσια πνεύματα. Ω, η γενεά αύτη είναι γενεά αγροίκων. Και συ εξ εκείνων είσαι, ω νέε θνητέ. Ποίος είσαι συ ο αυθάδης, όστις ετόλμησας να υψώσεις τους οφθαλμούς επ’ εμέ μετά τοσαυτης αναιδείας και θρασύτητος; Δεν ηρκέσθης ότι σε ευηργέτησα, σώσασά σε εκ βεβαίου και σκληρού θανάτου, ότε οι σύντροφοί σου σε είχον δεσμεύσει επί του ιστού, αλλά τολμάς να ατενίζεις μετ’ επιθυμίας προς την υπερήφανον των θαλασσών Νύμφην και να υβρίζεις την εκπεσούσαν δόξαν και μεγαλειότητα;…
Ταύτα είπεν η Νύμφη μετ’ αγερώχου και προκλητικού ήθους και εσίγησεν. Ήτο ευπλόκαμος, ξανθή, γλαυκή τους οφθαλμούς και χαριεστάτη. Ο αλιεύς ητένιζε προς αυτήν όλος μεθύων, και τω εφαίνετο ότι ήλλαζεν όψεις από στιγμής εις στιγμήν. Οτέ μεν χείμαρρος πυρός εξήρχετο εκ των οφθαλμών της, οτέ δε ευώδη ρόδα εξεχύνοντο εκ των χειλέων της. Ο ερωτόληπτος την εθεώρει έξαλλος. Αλλά δεν υπώπτευσεν ότι η οργή αυτής ήτο προσποίητος. Ουδ’ είχε παρατηρήσει ότι εφρόντιζεν εκείνη να κρύπτει το ήμισυ του σώματός της, το δελφινοειδές, εντός των κυμάτων. Τούτο προσεκτικός παρατηρητής ήθελεν εκλάβει ως φιλαρέσκειαν. Αλλά δεν επιτρέπεται εις τους θνητούς να τηρώσι την αταραξίαν αυτών επί παρουσία των αθανάτων, και άνευ αταραξίας δεν δύναταί τις να είναι παρατηρητής.
Διά τούτο τα βουλεύματα των θεών μένουσι πάντοτε κεκρυμμένα από της όψεως των ανθρώπων, ενώ τούτων τα διανοήματα πάντοτε φανερά εις το βλέμμα εις το βλέμμα εκείνων πρόκεινται. Ο Αννίβας, τεθορυβημένος και αμηχανών, ηθέλησε να ψελλίσει λέξεις τινάς εις απολογίαν του αλλ’ η Νύμφη τω επέβαλεν εκ δευτέρου διά του νεύματος σιγήν. Τω είπε να φάγει κογχύλας και καραβίδας, αν επείνα, και αίφνης εγένετο άφαντος, καταλιπούσα αυτόν μόνον.
Τούτος ήρχισεν ούτος να σκέπτεται μακρόν χρόνον περί του συμβάντος τούτου, όπερ δεν τω εφαίνετο ως όνειρον, αλλ’ όμως μετά πολλάς σκέψεις έφθασεν εις το συμπέρασμα ότι ηδύνατο να μη συμβεί όπως συνέβη. Προσέτι ηπόρει και δι’ άλλο τι. Αν και ήτο τέχνηι θαλάσσιος, ήτο όμως φύσει χερσαίος, και δεν ηδύνατο να καταστεί υδρόβιος. Και όμως, αν και η κλίνη εφ ής κατέκειτο ήτο όλη υγρά, δεν ηνώχλει αυτόν η τοιαύτη υγρότης. Μη άρα μετέβαλεν αιφνιδίως φύσιν; Τότε ενθυμήθη και την τελευταίαν εντολήν της Νύμφης, ειπούσης αυτώ να φάγει, και συλλέξας κογχύλας, γαρίδας και καρκίνους ηρίστησε μετά πολλής ορέξεως. Μόλις είχεν αποφάγει και, καταληφθείς υπό ακαθέκτου νυσταγμού, απεκοιμήθη πάλιν. Αλλ’ η εκ του δευτέρου τούτου ύπνου εξέγερσις δεν υπήρξε ευάρεστος ως η προλαβούσα. Ότε αφυπνίσθη, έκειτο επί της άμμου παρά τον αιγιαλόν, το δε σπήλαιον της Νύμφης είχε γίνει άφαντον, ως ήτο επόμενον.
Ο Αννίβας, επιστρέψας εις τον λιμένα του, εφρόντισε να οπλίσει νέαν λέμβον διά τας αλιευτικάς εκδρομάς του. Λέγεται δε ότι η θαλασσία Νύμφη δεν έμεινε μέχρι τέλους άτεγκτος και συνήνεσε να είναι ορατή άπαξ του μηνός εις τον λατρευτήν της. Εις αμοιβήν της ευνοίας ταύτης ο Αννίβας κατέστη ένθερμος κήρυξ και απόστολος της παλιμψήστου θρησκείας του Πλήθωνος.
Το ανωτέρω διήγημα ετύγχανε πολλής πίστεως περί τα μέσα της ΙΕ' εκατονταετηρίδος. Μοι είπον δε ότι αι θαλάσσιαι Γοργόνες, δι’ ών χθες και πρώην έστιζον κατ’ έθος τα στήθη και τας ωλένας πολλοί των ημετέρων ναυτικών, έχουσι την αρχήν εκ του διηγήματος τούτου.