ΠΡΟΣΩΠΑ
![]() |
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
ΘΕΡΑΠΩΝ ΣΤΡΕΨΙΑΔΟΥ
ΜΑΘΗΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΠΑΣΙΑΣ ΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
ΑΜΥΝΙΑΣ ΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
ΜΑΡΤΥΣ
ΧΑΙΡΕΦΩΝ
ΝΕΦΕΛΑΙ
![]() |
(Οικία Στρεψιάδου).
Πω! Πω! τι νύκτ’ ατέλειωτη, Ζευ των θεών πατέρα,
μη δεν θα φέξ’ ημέρα;
Τον πετεινό τον άκουσα εδώ και τόσην ώρα,
κι οι δούλοι το ’στρωσαν βαριά και ρουχαλίζουν τώρα,
ενώ δεν ήξευραν προτού
την γλύκα του ροχαλητού.
Ανάθεμά σε, πόλεμε, για χίλια δυο κακά,
που δεν μπορώ να τιμωρώ μηδέ τα δουλικά,
και τούτο το καλό παιδί κοιμάται νάνι νάνι
κι εις πέντε μαλακές προβιές κουβαριασμένο κλάνει.
Λοιπόν ας ρουχαλίζομε κατακουκουλωμένοι,
μα δεν μπορώ να κοιμηθώ κι ύπνος δεν κατεβαίνει.
Τ’ άλογα με δαγκάνουνε, των στάβλων η δαπάνη,
και τ’ άλλα χρέη τα πολλά, που ’χω για τούτον κάνει,
κι αυτός με μακριά μαλλιά
έχει μονάχη του δουλειά
τις άμαξες και τ’ άλογα και τις ιπποδρομίες,
κι εγώ παθαίνω, χάνομαι για τούτες τις ζημίες,
κοιτάζοντας τις είκοσι πως τρέχει το φεγγάρι
κι οι τόκοι παραπλήθυναν κι έχουνε δρόμο πάρει.
Παιδί, τον λύχνον άναψε και φέρε το τεφτέρι
και δος μου το στο χέρι,
να ’δώ σε ποιους και τι χρωστώ κι οι τόκοι πώς πηγαίνουν
κι ως τώρα πόσοι βγαίνουν.
Μνας στον Πασία δώδεκα… μα πώς; για ποιαν αιτία;
τότε που ’πήρα τ’ άλογο… ναι, ναι, τον Κοππατία.
Τι συμφορά! δεν μου ’χυναν καλύτερα το μάτι.
Πήγαινε, Φίλων, μ’ αδικείς, τον δρόμο σου περπάτει.
Νά το κακό που μ’ έφαγε, κι ακόμη σαν κοιμάται
τους δίφρους ονειρεύεται και τ’ άλογα θυμάται.
Τι δρόμους τα πολεμικά θα τρέξουν;
Για χατίρι σου
τρέχει πολλούς ο κύρης σου.
Ας δούμε κι άλλα χρέη μας ύστερ’ απ’ τον Πασία…
για καροτσάκι και τροχούς τρεις μνας στον Αμυνία.
Ξετίναξέ μου τ’ άλογα κι απέξω φέρε μού τα.
Συ, γυιέ μου, τον πατέρα σου ξετίναξες με τούτα
τότε που για χατίρι σου μπερδεύτηκα με δίκες,
κι ενέχυρα μου γύρευαν να δώσω κι υποθήκες.
Τι στρέφεσαι κι αγκομαχάς και νύστα δεν σε πιάνει.
Δημοτικός εισπράκτορας στο στρώμα με δαγκάνει.
Μην κάνεις έτσι κι άφησε να κοιμηθώ…
Κοιμήσου,
μα θα ξεσπάσουν όλ’ αυτά κατά της κεφαλής σου.
Η προξενήτρ’ ανάθεμα, κακό ψυχρό της φλάρο,
που μου’ κανε τις προξενιές τη μάννα σου να πάρω.
Εζούσα πρώτα ξένοιαστα κι απλά χωρίς στολίδια
γεμάτος από μέλισσες και τσίπουρα και γίδια,
μα πήγα κι επαντρεύτηκα χωριατομαθημένος
ανεψιά του Μεγακλή, των Μεγακλήδων γένος,
μέσ’ από την πρωτεύουσα τρανή και κορδωμένη,
που σαν Κοισύρα φούσκωνε στολίδια φορτωμένη.
Και σαν γλυκοκοιμότανε την νύκτα στο κρεβάτι
μ’ εμένα τον χωριάτη,
εγώ τρυγιές εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα,
και τόση βαρβατίλα,
κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα,
παιχνίδια και φιλήματα, που κάνουν με την γλώσσα,
και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα
κι έξοδα πεταμένα,
κι ούτε καθόταν άεργη, μα δώσ’ του και καμώματα,
ραψίματα, ξηλώματα,
κι αυτό το ρούχο δείχνοντας για πρόφασι «κυρά,
πολύ το παραξήλωσες» της έλεγα ξερά.
Το λάδι μας εσώθηκε και το λυχνάρι σβήνει.
Πάλι τον λύχνο μ’ άναψες, που τόσο λάδι πίνει.
Έλα κοντά μου γρήγορα να πάρεις δυο σφοντύλια.
Γιατί;
Και πάλι τα παχιά μού κάθισες φυτίλια.
Ύστερα σαν γεννήσαμε τον γιο τον κανακάρη
εμάλωνα για τ’ όνομα μαζί με το ζευγάρι.
Αυτή βαστούσε σαν τρανή τη μύτη της ψηλά
κι ίππον ζητούσε στ’ όνομα να βάλει και καλά,
ωσάν να λέμε Ξάνθιππο, Χάριππο, Καλιππίδη,
κι εγώ σαν του παππούλη μου το’ θελα Φειδωνίδη.
Μετά πολλά μαλώματα μια συμφωνία κάναμε
και Φειδιππίδη το παιδί κοντολογίς το βγάναμε.
Κι αυτή συχνά τον έπαιρνε τον γιο της με καμάρι
και του’ λεγε χαϊδευτικά: «σαν γίνεις παλικάρι
και τρέχεις μέσ’ στις άμαξες με κόκκινη πορφύρα
ωσάν τον θειο σου Μεγακλή…» κι εγώ τον λόγο πήρα:
«από τη στάνη στη βοσκή σαν βγάζεις τα κατσίκια,
ντυμένος σαν τον κύρη σου προβιά χωρίς μανίκια»…
όμως αυτός δεν μ’ άκουγε, και τότε – συμφορά μου!
κακές αρρώστιες ιππικές ρημάξαν τον παρά μου.
Μα τώρα, που στριφογυρνώ και ξαγρυπνώ με κόπο,
ευρήκα τέχνη θαυμαστή και κάποιο νέο τρόπο,
κι αν καταφέρω το παιδί τα χρέη θα γλιστρήσω…
μα πρώτα πρέπει σιγαλά να τον γλυκοξυπνήσω.
Γυιε μου, Φειδιππιδάκη μου…
Τι θέλεις; άφησέ με…
Δώσ’ μου το χέρι το δεξί και γλυκοφίλησέ με.
Νάτο.
Για πες μου μ’ αγαπάς;
Και με το παραπάνω,
κι όρκο γι’ αυτό στον ιππικό τον Ποσειδώνα πιάνω.
Μη, μη σ’ αυτόν τον ιππικό, στους άλλους όρκο κάνε,
εκείνος μ’ εχαντάκωσε, που ξορκισμένος να ’ναι,
Αλλ’ αν αλήθεια μ’ αγαπάς, στου κύρη σου τα λόγια
υπάκουσε σαν φρόνιμος και δέσ’ τα κομπολόγια.
Σε τι ν’ ακούσω;
Τους κακούς τους τρόπους να ξεχάσεις
κι όσα σου πω, παιδάκι μου, να πας να τα σπουδάσεις.
Λέγε…
Θ’ ακούσεις ό,τι πώ;
Σ’ ορκίζομαι, πατέρα.
Βλέπεις την θύρα την μικρή και το σπιτάκι πέρα;
Το ’δα, μα πες μου τ’ είν’ εκεί;
Σοφών σχολή μεγάλη,
κι εις τούτο μέσα κάθονται φιλόσοφοι δασκάλοι,
που λένε για τον ουρανό πως είναι σαν καμίνι
κι εμείς τριγύρω κάρβουνα, κι όποιος λεπτά τούς δίνει
με λόγια δίκια κι άδικα νικά και καταφέρνει
τους άλλους ν’ αποπαίρνει.
Και ποιοι ’ναι τούτοι;
Πώς τους λεν δεν ξέρω και καλά,
λαμπροί δασκάλοι κι αγαθοί με γράμματα πολλά.
Α! α! ’κατάλαβα ποιους λες… τους κακομοιριασμένους,
τους παλιοψεύτες, τους χλωμούς, τους ξεπαπουτσωμένους,
τον Χαιρεφώντα τον φτωχό κι εκείνον τον Σωκράτη.
Μη λόγια λες μωρού παιδιού, φρονίμεψε κομμάτι,
κι αν του σπιτιού σου το καλό πρώτη σου σκέψις είναι
φασκέλωσε την ιππική και μαθητής των γίνε.
Ποτέ μα τον Διόνυσον, κι αν όλα μού χαρίσεις
του Λεωγόρα τα πουλιά…
Παιδάκι μου να ζήσεις
έλα να πας εις τους σοφούς…
Και τι μ’ αυτούς θα βγάλω;
Έχουν δυο λόγους, τον μικρό καθώς και τον μεγάλο,
κι ο πιο μικρός από τους δυο κερδίζει περισσότερα
σαν λέει τ’ αδικότερα.
Τούτον αν μάθεις, απ’ αυτά, που χρεωστώ για σένα,
ούδ’ οβολό τρεχούμενο θα δώσω σε κανένα.
Παν του κακού τα λόγια σου, δεν θα με παρασύρεις…
Πώς θα φανώ μπρος στους ιππείς χλωμός και κακομοίρης;
Αλλ’ όμως μα την Δήμητρα δεν θα ταΐζω τώρα
και σένα και τον Ζύγιο και τον παληο–Σαμφόρα…
Φεύγ’ απ’ εδώ ’στους κόρακας…
Ποτέ δεν θα μ’ αφήσει
ο θειος μου δίχως άλογα, τούτος θα με φροντίσει.
Φεύγω λοιπόν, δεν σε ψηφώ καθόλου για πατέρα.
(φεύγει)