Απόστολος Σπήλιος

 

Ο Απόστολος Σπήλιος (Κολτσιδόπουλος) γεννήθηκε στη Λάρισα στα 1909. Πριν από τον πόλεμο ήταν τραπεζιτικός υπάλληλος. Εμφανίστηκε στη δημοσιογραφία και τα Γράμματα τον καιρό της Εθνικής Αντίστασης και ήταν χρονογράφος της εφημερίδας «Ριζοσπάστης». Έχει εκδώσει τα παρακάτω βιβλία: «Σφυριές», 1950, όπου έχουν συγκεντρωθεί χαρακτηριστικά χρονογραφήματά του από το 1945-1950, «Σφυριές», Β’ σειρά χρονογραφημάτων, 1952, «Σατιρικοί πολιτικοί στίχοι», 1953, Αητοφωλιά της Ειρήνης», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, 1953, «Ταξίδι στην Ελλάδα», ποιήματα, 1955, «Στου δρόμου τη στροφή», μυθιστόρημα, 1957, «Φροντιστήριον Ξένων Γλωσσών», θέατρο, 1963. Μετά τη δικτατορία συνεργάστηκε με την Αυγή. Πέθανε από ανακοπή το 1976.

 

ΣΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΗ ΣΤΡΟΦΗ...

 

 

 

Το φαρμακείο του Παπαλάμπρου ζούσε τις τελευταίες μέρες της κατοχής. Ξημέρωνε βράδιαζε με την προσμονή και την αγωνία. Η αγωνία ήταν και πριν. Η προσμονή κατέβαινε, θολή, μαζί με τα πρώτα πρωτοβρόχια.

Οι φήμες οργιάζανε σ’ όλη την πόλη: «Οι Γερμανοί, φεύγοντας, θα πάρουν ομήρους... Έχουν υπονομεύσει το σιδηροδρομικό σταθμό, το αεροδρόμιο, όλα τα μεγάλα κτίρια και θα τ’ ανατινάξουν.

Η τρομοκρατία ωστόσο είχε κοπεί – όπως πέφτει απότομα, ο αέρας. Ήταν το τέλος; Ήταν ανάπαυλα πριν απ’ το καινούργιο χτύπημα; Ο δήμαρχος είχε φύγει από καιρό για την Αθήνα – οι αρχιεασαδίτες είχαν κι αυτοί εξαφανιστεί. Πολλοί άλλοι δένανε τις βαλίτσες τους. Η Αθήνα είχε γίνει καταφύγιο δοσιλόγων, πανελλήνιο. Κι ας είχαν φύγει από κει οι Γερμανοί. Οι ενδιαφερόμενοι άκουγαν κάθε βράδυ το Λονδίνο και ήταν πληροφορημένοι, μέχρι μινούτο, για την κατάσταση. Στην Αθήνα βασίλευαν ο νόμος και η τάξις. Επιτέλους – και μια αχτίδα φως μέσα στο γύρω σκοτάδι. Εδώ όμως; Το Μπι Μπι Σι δεν έλεγε τι γινόταν στις επαρχίες, δεν ενδιαφερόταν για τις επαρχίες – αυτό μιλούσε μονάχα για την πρωτεύουσα. Νόμος και τάξις.

Μόλις είχαν πάρει ανάσα απ’ τη μεγάλη δοκιμασία του Σεπτεμβρίου. Τα σοβιετικά στρατεύματα δεν είχαν μπει σε έδαφος ελληνικό. Μα ο Οκτώβριος τι να ετοίμαζε τάχα, τώρα που κατέβαινε ο ΕΛΑΣ;

Γυρίζοντας, νωρίς, το βράδυ στο σπίτι του, ο Παπαλάμπρου μετρούσε πόρτες κλειστές. Στο δρόμο του πρώτα. Το γραφείο Σιγανού, κλειστό. Το εμπορικό του Αλβέρτου, ερειπωμένο – η αποθήκη με τα σναπς των Γερμανών είχε ξεκουβαληθεί – το μαγαζί του Μήτσου σφραγισμένο... Παραπέρα άρχιζαν τα θεόκλειστα σπίτια. Κατοικημένα κι ακατοίκητα. Και το πένθος ακόμα ήταν παράνομο κι επικίνδυνο. Τις τελευταίες βδομάδες άρχιζε να γίνεται επικίνδυνη κι η συνεργασία.

Κάθε κλειστό σπίτι είχε την ιστορία του. Από τούτο πέρασε και το σφράγισε ο θάνατος. Όλα κλειστά. Μια μάνα μέσα, μια γυναίκα, μια αδερφή καρτερούσαν τη δικαιοσύνη. Που θα κατέβαινε. Που κατέβαινε. Εκείνο το άλλο, δυο τετράγωνα παραπέρα, κλειστό κι αυτό. Το ’χε αδειάσει η φυγή κι ο φόβος της δικαιοσύνης. Που θα κατέβαινε. Που κατέβαινε.

Πριν στρίψει το δρόμο για το δικό του το σπίτι, απάνω στη γωνία ακριβώς, τον καλησπέριζε κάθε βράδυ το σπίτι του Γαλανόπουλου. Κλεισμένο και τούτο. Η γυναίκα του είχε χαθεί, κανένας δεν ήξερε πού βρισκότανε. Και το σπίτι το ’χαν κάνει λίμπα οι Γερμανοί κι οι Εασαδίτες – ο συνταγματάρχης διοικούσε μια μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ και τ’ όνομά του το ξέραν κι οι πέτρες ακόμα της πολιτείας με τα χαρτιά της επικήρυξης που ’χε κολλήσει η κομαντατούρα παντού.

«Εγώ έμεινα μονάχα...» σκεφτόταν ο φαρμακοποιός μετρώντας τις κάθε λογής απουσίες. Και χαμογελούσε πικρά. «Έμεινα σαν το δάσκαλο πάνω στην έδρα που φωνάζει κατάλογο – και γύρω του έχει ερημώσει η τάξη – η παλιά τάξη – και η νέα τάξη πραγμάτων μαζί». Ζύγωνε η ώρα του καταλόγου... Πόσοι θα λείπουν; Πόσοι θα γυρνούσανε; «Έμεινες σαν το φώλι στη φωλιά...» Κι η ζωή, θα ξανάρχιζε, όπως πριν η ίδια. Όπως πριν; Ούτε αυτός ο ίδιος δεν το πίστευε. Αν το ’θελε ή όχι να ξαναρχίσει όπως πριν η ίδια – ως εκεί τον εαυτό του δεν τον έψαχνε. Μα έβλεπε πως κι αυτός είχε αλλάξει. Πώς τον είχε παραλάβει η αρχή του πολέμου – και πώς τον παράδινε τώρα στο τέλος του. Ήταν τάχα ο ίδιος ο φαρμακοποιός ο Παπαλάμπρου ο νοικοκύρης ο απαρασάλευτος, η «ώρα Γκρήνουιτς» της πολιτείας; Είχε διαβάσει παλιά, στα πανεπιστημιακά του χρόνια πως οι κάτοικοι της Καινιξβέργης κανόνιζαν τα ρολόγια τους με την ώρα που έβγαινε απ’ το σπίτι του, για τον καθημερινό, ταχτικό περίπατό του ο Εμμάνουελ Καντ. Ήταν η ίδια ώρα πάντα, στο λεπτό. Κάτι ανάλογο γινόταν και με τον Παπαλάμπρου. Μια ζωή κανονισμένη με το ρολόι. Σπίτι – φαρμακείο. Φαρμακείο – σπίτι, τις Κυριακές ο περίπατος στο Δημοτικό Άλσος, το βίδωμα στο καφενείο της κεντρικής πλατείας με τη γυναίκα του. Ένα εκκρεμές καλοκουρντισμένο από αόρατο χέρι. Με το διαβήτη οι αιωρήσεις του. Από δω – ως εκεί. Από κει – ως εδώ. Και ξανά, κάθε μέρα, το ίδιο.

Και τώρα ψαχνόταν. Κι έψαχνε και γύρω του. Ο μηχανισμός του εκκρεμούς είχε ξελασκάρει. Ήταν βέβαια ο πόλεμος. Μα όχι ο πόλεμος μονάχα – δεν εξηγούνταν μονάχα με τον πόλεμο αυτό. Είχε κάμποσα χρόνια στην πλάτη για να θυμάται καλά και το τέλος του άλλου πολέμου. Τότε τα «εκκρεμή» δούλεψαν αμέσως καλά, όταν βουβάθηκαν τα κανόνια.

Ο μηχανισμός είχε ξελασκάρει από κάτω – απ’ τη βάση του. Ο πόλεμος γινόταν στην επιφάνεια, μα μαζί με τον πόλεμο – ετούτο τον πόλεμο, τον τωρινό, τον αλλιώτικο – ένιωθες και το σεισμό. Έναν τεκτονικό σεισμό, που τράνταζε απ’ τα θεμέλια. Από τα κάτω προς τ’ απάνω ερχόταν ο κραδασμός.

- Κι αυτός, ο Παπαλάμπρου, δεν ήταν πια ο ίδιος.

Βέβαια, δεν είχε κάνει τίποτα όλα ετούτα τα χρόνια – που να μπορούσε να το πει πρωτοβουλία δική του. Αυτός εξακολουθούσε, προσπάθαγε να ζει, να δουλεύει, να πορεύεται «όπως πριν» - μα τα χρόνια δούλευαν στο «τώρα». Κι αυτό το τώρα το υποχθόνιο, τον είχε αδράξει κι αυτόν. Η λιγόμηνη θητεία του στο στρατόπεδο, πρώτα. Δεν είχε κάνει τίποτα για ν’ αξίζει τη δοκιμασία αυτή, την τιμή αυτή – στα τυφλά τον είχε πιάσει η απόχη – μα το εκκρεμές είχε «τρελαθεί», χοροπήδαγε πια, κι είχε πάρει στο χορό του κι εκείνον. Όταν βγήκε απ’ το στρατόπεδο, κοίταζε με άλλα μάτια τον κόσμο. Είχε μπει ένας φοβισμένος ανυποψίαστος νοικοκύρης. Έβγαινε ένας άνθρωπος όχι φοβισμένος λιγότερο – μα κάμποσοι απ’ τους ακρογωνιαίους λίθους, που στηρίζανε τον κόσμο των εκκρεμών, είχαν σαλέψει.

Ο δήμαρχος πρώτα. Ο φίλος του. Ο συνεργάτης του. Ο γιατρός που έκανε πολιτική στα ήσυχα εκείνα χρόνια, όταν πολιτική κάνανε σχεδόν κληρονομικώ δικαίω, μερικά τζάκια μονάχα. Πολιτική με τις κινήσεις του εκκρεμούς, κι αυτή. Πότε ο ένας – πότε ο άλλος. Ο διαβήτης όμως ήταν βιδωμένος γερά. Κι ο «ένας» μπορούσε να ’ταν ο «άλλος» θαυμάσια. Το φαρμακείο του Παπαλάμπρου στην περίοδο του «άλλου» θα ’χε ίσως λιγότερη δουλειά και κίνηση – αυτό ήταν όλο κι όλο το τράνταγμα του εκκρεμούς. Κι ύστερα οι αιωρήσεις ξαναρχίζανε, με μια σιγουριά νανουριστική. Όλα καλοβιδωμένα, καλολαδωμένα, όλα «καθισμένα» στα μαλακά τους ελάσματα – τίποτα δεν έτριζε. Ο φιλόσοφος της Καινιξβέργης που είχε γράψει κι εκείνα τα λόγια: «Ο έναστρος ουρανός από πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου...» έβγαινε στο συνηθισμένο περίπατό του. Μα πού ήταν ο ηθικός νόμος;

Τώρα – όλα είχαν αρχίσει να τρίζουνε. Ο δήμαρχος είχε αγκαλιαστεί με τους Γερμανούς. Γιατί το ’χε κάνει; Ο Παπαλάμπρου δεν το καταλάβαινε, ούτε τώρα ακόμα. Και δίπλα στο δήμαρχο, και πάνω απ’ το δήμαρχο, από τούτη την πόλη της επαρχίας ως την πρωτεύουσα, – ονόματα σεβαστά του πριν, και γνωστά και μεγάλα, που ντρεπόσουν, σήμερα, να τα προφέρεις στα ρωμέικα.

Απ’ την άλλη άκρη του πίνακα, που όλο το φόντο του ήταν γεμάτο κρεμάλες και τάφους – άρχιζε ο κόσμος του άγνωστου εκείνου ανθρώπου – τ’ όνομά του δεν το είχε μάθει ποτές – που ’χε περάσει μια νύχτα απ’ το φαρμακείο του με μια πληγή στο πόδι και αστυνομικούς γύρω του. Η πληγή εκείνη που του είχε δέσει αυτός, ο Παπαλάμπρου, έσταζε αίμα. Αίμα πολύ. Το αίμα είχε πλημμυρίσει το καθαρό πάτωμα του φαρμακείου, είχε πάρει τους δρόμους τώρα, κύλαγε. Φτάνοντας στο μαγαζί του Μήτσου πήρε αίμα κι από κει. Και τράβαγε παρακάτω. Και παραπέρα. Έπαιρνε απ’ το στρατόπεδο – έπαιρνε απ’ τις φτωχογειτονιές – έπαιρνε απ’ τον κάμπο, απ’ τα βουνά – ένα ποτάμι οργισμένο είχε γίνει το αίμα εκείνο. Ο Γαλανόπουλος, ο καπετάνιος που δεν είχε κάνει στη ζωή του πολιτική, ήταν τώρα κι αυτός μέσα σε κείνο το ποτάμι που κατέβαινε. Ένα σύνορο χάραζε το ποτάμι αυτό.

Αυτός –  από πού βρισκότανε; Ο δήμαρχος, όταν τουφεκίσαν το Μήτσο το γείτονα, είχε πει: «Για να βάλουν μυαλό και κάμποσοι άλλοι...» Ο Παπαλάμπρου εκείνη τη μέρα τον έβρισε. Και θυμόταν πάντα με μιαν αγαλίαση μυστική τη βραδιά που ο δήμαρχος, τρέμοντας απ’ το φόβο του – πριν λίγες ώρες είχαν σκοτώσει το Στραβολαίμη είχε ρθει φάτσα με φάτσα με κείνον τον άλλον τον άγνωστο που ’χε φέρει ο Μήτσος στο φαρμακείο του μέσα. Είχαν πάρει το λόγο οι «άγνωστοι» τώρα. Το σκοτάδι τους γεννούσε – το σκοτάδι τους σκέπαζε – ερχόταν από έναν αλλότριο για τον Παπαλάμπρου κόσμο. Άκουγε βέβαια και προπολεμικά η πολιτεία για τους ανθρώπους αυτούς. Κι όχι σπάνια. Μα ήταν όπως ακούς, τη νύχτα, μπουμπουνητά – μέσα στο σπίτι σου, στο κρεβάτι σου. Μπορεί και να ξυπνήσεις – μπορεί κι όχι. Είναι τόσο ζεστά, κλειστά, στεγανά, σιγουραρισμένα γύρω σου όλα... Το πολύ – να ξυπνήσει η γυναίκα σου, δίπλα, από κανέναν κεραυνό, και να ξαναποκοιμηθείτε κι οι δυο ύστερα από λίγο, ακούγοντας τη θυμωμένη βροχή να κρουνελιάζει απ’ την αστρέχα της αυλής, και αφού λύσατε, οριστικά το ζήτημα που είχε μείνει εκκρεμές απ’ τη βραδινή συζήτηση στο τραπέζι: «Καπαμά θα το φτιάσεις, Κατίνα, το κρέας αύριο ή στιφάδο;» Κατακυρωνόταν ο καπαμάς – τα μπουμπουνητά είχαν στο μεταξύ, καταλαγιάσει – κι η αστρέχα με το μούρμουρό της, διευκόλυνε του ύπνου το ξαναγύρισμα.

Κι οι άνθρωποι αυτοί μέναν οι «άγνωστοι». Γι αυτόν, και για πόσους άλλους γύρω του! Είχε αυτή την παρηγοριά τώρα. Η άγνοια ήταν απ’ τις βασικές ιδιότητες του εκκρεμούς. Εκείνο είχε να κάνει τόσες κινήσεις την ημέρα. Τις έκανε. Πέρ’ από κει, ο κόσμος ήταν θεατός σαν τοπίο. Και το τοπίο αυτό δεν άλλαζε. Το φαρμακείο – το σπίτι- το κέντρο – ο περίπατος – οι δουλειές – οι λίγοι γνώριμοι – η εφημερίδα – ο τόπος – ο κόσμος. Ένας κύκλος – δεύτερος κύκλος μακρινότερος – τρίτος κύκλος αδιόρατος και πλατύς. Εκεί, στη μακρινή περιφέρεια γινόταν αλλαγές, τρανταγμοί, αστραπές στον ορίζοντα – αλλά ο κύκλος ο μικρός ήταν προφυλαγμένος αρκετά, δεν ίδρωνε εύκολα το αφτί του.

Ξαφνικά, είχαν όλα μπερδευτεί. Τα πράγματα του μέσα και του πέρα κύκλου. Ένα ματωμένο κουβάρι είχε γίνει ο κόσμος – και κύλαγε. Και γύρω του οι «άγνωστοι» είχαν τώρα παράξενα πληθύνει. Ποιοι βγάζαν την εφημερίδα την παράνομη, που τους έλεγε την αλήθεια σε κείνους του Γκαίμπελς τους καιρούς; Ποιοι τινάζανε τα τρένα; Ποιοι είχαν ανέβει στα βουνά και πολεμούσανε; Ο Παπαλάμπρου, στις αρχές, έψαχνε γύρω του. Από τον κόσμο των «εκκρεμών» δεν έλειπε τίποτα και κανένας. Κάποιοι άλλοι το ’χαν ξεκινήσει όλο αυτό, που γινότανε γύρω του. Άλλοι. Οι «άγνωστοι».

Και οι άγνωστοι άρχιζαν τώρα να παίρνουν μορφή. Τους είχε δει από κοντά πια. Είχε ζυγίσει και τα λόγια – και τις πράξεις τους. Τους είδε πώς ζούσαν – στο στρατόπεδο. Τους είδε πώς πεθαίναν, και στο στρατόπεδο – κι όξω απ’ το στρατόπεδο – είχε μάθει πώς πέθανε ο Μήτσος κι η κοπελίτσα εκείνη η ντροπαλή και αμίλητη που περνούσε τόσες φορές όξω απ’ το φαρμακείο του, πηγαίνοντας στο μαγαζί του αδερφού της.

Οι άγνωστοι αυτοί φέρναν ένα μήνυμα στον κόσμο. Δεν το ’χαν φέρει τώρα βέβαια – αλλά ο Παπαλάμπρου το άκουγε, το πρόσεχε μονάχα τώρα. Κι ήταν καινούργιο γι’ αυτόν.

Τώρα θα κατέβαινε κάτω κι ο Γαλανόπουλος κι ο Σιγανός. Εκείνοι είχαν περάσει το ποτάμι – πήγαν και σμίξαν με τους παλιούς «άγνωστους». Αυτός, ο Παπαλάμπρου, έμενε στο σύνορο – και τους καρτερούσε.

Κι η ζωή θα ξανάρχιζε. Όπως πρώτα; Τι είχε μείνει γύρω του ατράνταχτο; Θ’ άλλαζε η ζωή – είχε κιόλας αλλάξει. Κι έπρεπε ν’ αλλάξει. Το πριν δεν ήταν τίμιο να ξαναγύριζε. Ο τόπος που έπιαναν, στο πριν, οι λίγοι ήταν πολύς. Ο τόπος που πιάναν οι πολλοί – ήταν λίγος. Αυτή η μετατόπιση θα ’χε τραντάγματα. Δεν ήξερε να πει πόσα και ποια. Ήταν και τρανταγμοί που χρειάζονταν. Όλος αυτός ο κόσμος που είχε πάρει, ξαφνικά, γύρω του, φωνή – δεν μπορούσε να σωπάσει. Δεν ήταν σωστό να ξαναφιμωθεί. Και ποιος θα το ’κανε; Ποιος θα το τολμούσε; Ο δήμαρχος και άνθρωποι σαν το δήμαρχο;

Ο νόμος του εκκρεμούς είχε – και μέσα του – σπάσει.

- Καλησπέρα, Κατίνα.

Δειπνήσανε με τη γυναίκα του. Το κοριτσάκι του, διαβάζοντας το μάθημα της αυριανής μέρας, αποκοιμήθηκε στα γόνατά του.

Άνοιξε την ντόπια εφημερίδα, από συνήθεια. Δεν έλεγε τίποτα πια. Ακόμα και κείνο το «τα ημέτερα στρατεύματα έθεσαν εαυτά μακράν του εχθρού...» είχε ξεπεραστεί για τα μακρινά νέα. Όσο για τα κοντινά – περπατώντας στο δρόμο τ’ ανάσαινες.

Άξαφνα – μέσα στην ησυχία της νύχτας, ένα παράξενο μουρμουρητό άρχισε να τυλίγει το σπίτι. Ο φαρμακοποιός τέντωσε τ’ αφτί. Η γυναίκα του τον κοίταζε, χλωμή, αντικρύ του. Πλησίασαν στο παράθυρο σιγανά. Το μισάνοιξαν. Φωνές χαμηλές ερχόταν απ’ το δρόμο. Μέσα στο σκοτάδι σκιές σάλευαν, αθόρυβα. Ένα παράθυρο, απέναντι, άνοιξε διάπλατα.

- Τι είναι;

Οι σκιές πληθαίναν στο δρόμο. Γλιστρούσαν απ’ τα σπίτια, μαζεύονταν αριστερά – στο σταυροδρόμι. Κι η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Κι οι φωνές μιλούσαν ελληνικά...

Άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε στην αυλή – στάθηκε μπροστά στην καγκελόπορτα. Η γυναίκα του τον ακολούθησε – το χέρι της έτρεμε μέσα στο δικό του. Της το ’σφιξε δυνατά. Η διπλανή ξύλινη πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Ο γείτονας, με το σακάκι αναριχτό στις πλάτες, περνούσε μπροστά τους.

-          Κυρ-Αντρέα! Τι είναι;

-          Δεν ξέρω. Πάω ως το σταυροδρόμι να δω.

«Ριψοκινδύνεψαν», μαζί, ως το σταυροδρόμι. Εκεί είχανε τώρα μαζευτεί κι άλλοι. Κι όλο κι έρχονταν. Μια σκοτεινή γραμμή ανθρώπων – όπως βγαίνουν τα μερμήγκια απ’ τη γης. Εκεί – το πρωτάκουσε ο Παπαλάμπρου.

-          Έφυγαν...

-          Έφυγαν;

-          Έφυγαν!

Η ίδια λέξη σε τρεις σκάλες. Στο πρώτο σκαλί άκουγες τα αποσιωπητικά της αμφιβολίας. Στο δεύτερο – το εναγώνιο ερωτηματικό. Στο τρίτο χτυπούσε, ανακουφιστική, του θαυμαστικού η νότα.

Απ’ τη συνοικία του σιδηροδρομικού σταθμού ως τη γέφυρα, απ’ τη μιαν άκρη της πολιτείας ως την άλλη, είχε δεθεί, μιαν αλυσίδα από φωνές.

-          Έφυγαν...

-          Έφυγαν;

-          Έφυγαν!

Ύστερα – πλημμυρίσαν οι δρόμοι από ανθρώπους που αγκαλιάζονταν και φιλούνταν μέσα στη νύχτα.

Οι χιτλερικοί που πριν τρία χρόνια είχαν μπει στην πολιτεία σαν ληστές των μεγάλων δρόμων, μηχανοκίνητοι, εκκωφαντικοί – είχανε φύγει αθόρυβα, σαν λωποδύτες.

Την άλλη μέρα το απόγευμα ο Σιγανός άνοιγε την πόρτα του φαρμακείου.

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Επιστροφή στην Ανθολογία Αντιστασιακής Πεζογραφίας

Αρχική σελίδα KEIMENA