ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗΣ

 

ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ

 

Όταν η Σμαραγδή συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα χρόνια της, την κάλεσε η διευθύντρια και της είπε, ότι ο κανονισμός του ορφανοτροφείου το απαιτεί: πρέπει να φύγει απ’ το ίδρυμα.

Η Σμαραγδή ένιωσε ένα λυγμό στο λαιμό, κρατήθηκε λίγο και μετά ξέσπασε σ’ ένα πνιχτό κλάμα. Από τότε που έγινε το ίδρυμα, πρώτη φορά έδιωχναν ένα ορφανό, γιατί μεγάλωσε.

Η διευθύντρια σηκώθηκε απ’ τη θέση της, πήγε κοντά της, πέρασε την παλάμη της απαλά πάν’ απ’ τα μαλλιά της και της είπε:

- Μην κλαις, μην κάνεις έτσι. Ο κανονισμός το λέει.

- Μα θα χαθώ κυρία, θα χαθώ. Δεν έχω κανένα το ξέρετε. Είμαι μονάχη στον κόσμο!

- Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ. Τόσα χρόνια σ’ είχα στα χέρια μου, δεν πέρασες καλά; Έχεις παράπονο;

Η Σμαραγδή αγκάλιασε με δύναμη τη διευθύντρια και συνεχίζοντας να κλαίει είπε:

- Όχι, όχι, σ’ αγαπώ. Όμως τώρα τι θα γίνω; Πώς θα ζήσω; Εδώ τα είχα όλα.

Η διευθύντρια ήταν καλή κυρία. Τα πρόσεχε τα παιδιά. Είχε ξεκινήσει μόνη μ’ ένα συσσίτιο που το συντηρούσε με τα λεφτά της και με λεφτά άλλων κυρίων. Είχε στήσει μια μακρόστενη παράγκα, σ ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης κι έδινε ένα μεσημεριάτικο φτωχοφάι σε διακόσια προσφυγάκια, αγόρια και κορίτσια, ορφανά από πατέρα και μητέρα, που έχασαν τους γονείς τους στη μικρασιατική καταστροφή.

Όταν αργότερα η Πρόνοια ίδρυσε το Ισαάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων, πήρε τα κορίτσια του συσσιτίου και διόρισε την ίδια διευθύντρια.

Τα ορφανά αγαπούσαν την κ. Καραϊορδανίδου. Ήταν καλή μαζί τους. Ήταν ψηλή, όμορφη, ευγενική, με πολλά ψαρά μαλλιά κι αρχοντικό κότσο. Δε φώναζε, δε μάλωνε. Χτυπούσε μια δυο φορές τα παλαμάκια της και το μελισσολόι βουβαινόταν στην τραπεζαρία, για να γίνει η προσευχή και ν’ αρχίσει το σερβίρισμα του φαγητού.

- Μη φοβάσαι Σμαραγδή. Σου έχω έτοιμο ένα σπίτι. Θα πας σ’ αυτό. Είναι μια πολύ καλή οικογένεια. Θα σ’ έχει σαν ψυχοκόρη. Θα τους κάνεις τις δουλειές. Έχει δυο αγγελούδια. Ο άντρας της είναι χρηματιστής.

Η Σμαραγδή τ’ άκουε αποχαζωμένη. Δεν ήξερε ούτε τι θα πει χρηματιστής, ούτε πώς είναι τα παιδιά της κυρίας αγγελούδια. Έχουν φτερά και δεν έχουν πόδια; Και τι είναι; Αγόρια η κορίτσια; Ή σαν τους αγγέλους: ούτε το ένα, ούτε το άλλο; Μα πιο πολύ τη σκαντάλιζε το «ψυχοκόρη». Το μόνο που καταλάβαινε ήταν το χρήμα που θα είχε βέβαια ο χρηματιστής, για να τον λένε έτσι.

- Κυρία τι θα πει ψυχοκόρη; Ρώτησε.

- Να, ψυχοπαίδι. Παιδί από ψυχικό, από ψυχοπονιά. Ήταν η απάντηση.

Η Σμαραγδή έφυγε κάπως ευχαριστημένη. Όταν μια λέξη ομολογεί ψυχή, αγγέλους, χρήμα, είναι από δικού της καλή, γιατί και τα τρία είναι καλά πράματα, σκέφθηκε.

Πήγε στο θάλαμο κι άρχισε σιγά σιγά να ετοιμάζεται. Είχε μια χαρτοκούτα, πατηκωμένη και στρωμένη στο σομιέ του κρεβατιού της. Την πήρε, την έστησε κι άρχισε να βγάζει απ’ τη ντουλάπα του θαλάμου ένα ένα τα πραματάκια της. Αλλά τίποτα δεν την κράταγε μακριά απ’ το φόβο που ένιωθε καθώς θα βρισκόταν ξαφνικά μέσα σε ανθρώπους άγνωστους, ψεύτες, πονηρούς, κλέφτες με το γάντι, αμαρτωλούς, όπως άκουε συχνά την κ. Καραϊορδανίδου να λέει, όταν μιλούσε στα ορφανά, για τους κινδύνους που τα παραμόνευαν, σα θα ’βγαιναν έξω στην κοινωνία.

Τ’ ασπρόρουχά της, τις κάλτσες της, ένα δυο ζευγάρια τερλίκια που είχε πλέξει μόνη της, δυο κεφαλομάντιλα χρωματιστά, ένα χτενάκι, μια κορδέλα, ένα μισοσπασμένο καθρεφτάκι, μια πετσετούλα, δυο μαντιλάκια, ένα φόρεμα τσίτινο κι ένα βαμβακερό, μια μπλούζα, το εξώφυλλο από ένα περιοδικό με μια ωραία κοπέλα, ένα εικονισματάκι της Παναγιάς, να κρατάει το Χριστούλη μωρό στην αγκαλιά, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, από τότε που ήλθε μια καλογριά και μοίρασε εικονίσματα στα ορφανά, ήταν τα πράματά της.

Τα ’βαλε στη σειρά με τάξη, έπειτα πήγε στην κουζίνα και πήρε απ’ την κυρα-Φρόσω, τη μαγείρισσα, ένα σπάγκο, να δέσει την κούτα.

- Σμαραγδή! Σμαραγδή!

Ακούσθηκε ξαφνικά μια φωνή από πίσω της. Γύρισε να δει. Ήταν σκοτεινά και δεν ξεχώριζε. Πλησίασε και καλοκοίταξε. Ήταν η Φανούλα. Ένα άλλο ορφανό κορίτσι.

- Σμαραγδή, της είπε, απόψε είδα στον ύπνο μου, ότι βρέθηκε η μάνα σου κι ήλθε και σε πήρε. Λες να ’ναι αλήθεια; Τι καλά...

- Καλέ τι λες... Χαζώθηκες; Εγώ φεύγω. Πάω σε σπίτι. Απάντησε.

Έπειτα φιλήθηκαν και χώρισαν.

Η Σμαραγδή καθώς έσκυβε να δέσει την κούτα της σκέφθηκε μήπως τ’ όνειρο ήταν σημαδιακό και στο σπίτι που θα πάει, η κυρία είναι τόσο καλή, που θα την έχει σα θυγατέρα.

Σε λίγο η Σμαραγδή πήρε την κούτα και πήγε να περιμένει έξω απ’ το γραφείο της διευθύντριας. Βγήκε η κ. Καραϊορδανίδου, την πήρε μέσα στο γραφείο και την έδειξε σ’ ένα κύριο. Εκείνος την κοίταξε καλά απ’ την κορυφή ως τα νύχια και τη ρώτησε.

- Πώς σε λένε;

- Σμαραγδή.

- Το επίθετό σου;

- Δεν έχω.

- Πώς;

- ….

Η διευθύντρια του εξήγησε, ότι στο «σώσε» του χαλασμού της Μικράς Ασίας πολλά παιδιά έχασαν τους γονείς τους και δεν ήξεραν την καταγωγή τους. Ήταν φορές που ο πατέρας για να προλάβει να σώσει το παιδί του, το πέταγε σ’ ένα βαπόρι, έφτανε να ζούσε κι ας χανόταν ο ίδιος και η γυναίκα του.

- Υπάρχουν, πρόσθεσε, πολλές οικογένειες που χώρισαν πάνω στο χαλασμό και δεν αντάμωσαν κι ίσως δε θ’ ανταμώσουν ποτέ. Γιατί χάθηκαν, σκοτώθηκαν, πέθαναν. Άλλοι εκεί, άλλοι εδώ. Ο κόσμος σκόρπισε ολούθε σαν τα πουλιά που κάποιοι χάλασαν τη φωλιά τους. Είναι φορές -έγινε κι αυτό- ένα παιδί που το πήρε ο τυχόντας απ’ το δρόμο, τ’ αμόλησε έπειτα, για ν’ απαλλαγεί. Μπορεί κάτι τέτοιο να ’γινε και με τη Σμαραγδή.

- Και πώς αντιμετωπίσατε το πρόβλημα αυτό εσείς; Πώς τη γράψατε στο Ισαάκειο;

- Να πώς. Τη Σμαραγδή όταν τη βρήκαμε στο Μπέη Τσινάρ, ήξερε μόνο το μικρό της όνομα και τα ονόματα της μητέρας της και του πατέρα της. Ήταν Ελληνόπουλο και βαφτισμένο. Αυτά ήταν αρκετά για μας. Η Σμαραγδή έγινε Σμαραγδή Πέτρου του Πέτρου και της Ελένης. Αν την ρωτούσες για τη γιαγιά, τον παππού, το χωριό κλπ, σε κοιτούσε απορημένη. Κι εσείς κύριε Πεταλά, μ’ αυτά τα στοιχεία θα την πάρετε, μα κάποτε πρέπει να την πολιτογραφήσετε, να μπει η Σμαραγδή στο ψυχομέτρι της Ελλάδας.
Έπειτα η κ. Καραϊορδανίδου φίλησε τη Σμαραγδή, την καλοτύχισε και χώρισαν.

Η Σμαραγδή με την κούτα στο χέρι, έτρεχε πίσω απ’ τον κύριο, σαν το δεμένο αρνί πίσω απ’ τον χασάπη. Ίσως για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα δρασκελούσε κατώφλι σπιτιού. Οι θύμισες που είχε απ’ τη μακρινή πατρίδα της, ήταν λίγες και θολές. Θυμόταν τη βρύση, την αυλή της εκκλησιάς, το μέρος που μοίραζαν τα κόλλυβα, το νεκροταφείο με το χαλασμένο εκκλησάκι, τη χαρά που ’κανε να μαζεύει βατόμουρα στις όχθες σ’ ένα ρυάκι που χώριζε το χωριό στα δυο. Ξυπόλυτη έμπαινε μέσα στα νερά και τα πλατάγιζε και πιτσιλούσαν στα πλάγια κι ήταν γι’ αυτό όλο χαρά. Κι ήταν ανεξήγητο, πώς το νερό από χάμω που βρισκόταν, πεταγόταν ψηλά και πέρα μακριά. Καμιά φορά έφερνε ένα σπάγκο κι έδενε δυο δυο απ’ τα ποδαράκια τους τα βατραχάκια που έπιανε και τ’ αμολούσε πάλι στο νερό για να δει πως θα κολυμπούσαν δεμένα... Α... τα παιχνίδια της τα παιδικά, ήταν όλα τόσο ωραία.

 

Τ’ αγγελούδια του κ. Πεταλά που λέγαμε, ήταν ο Άρης τριών χρόνων και ο Πάρης πέντε χρόνων και η γυναίκα του, η κ. Θεανώ. Από την πρώτη κιόλας μέρα, η κυρία χάραξε την πορεία της ζωής της Σμαραγδής.

Η Σμαραγδή θα κοιμόταν σε μια αποθήκη, δίπλα στην κουζίνα και δε θα ’βγαινε από κει, παρά μόνο όταν θα την καλούσαν. Θα ’τρωγε μόνη στην κουζίνα μετά που θα ξέστρωνε το τραπέζι της οικογένειας. Δε θα είχε σχέσεις και παρέες. Αυτά δεν τα σήκωνε η κ. Πεταλά και το μισθό της, θα τον έβαζε όλον στην τράπεζα. Η κ. Πεταλά ας ήταν αυστηρή, ήταν όμως και απλοχέρα. Κάθε Πρωτοχρονιά αγόραζε ένα λαχείο και το ’δινε στη Σμαραγδή, λέγοντας:

- Προτιμώ να σου χαρίζω τύχη, απ’ οτιδήποτε άλλο. Να πιστεύεις στην τύχη. Αυτή είναι η πιο μεγάλη δύναμη. Ούτε τα γράμματα, ούτε τα λεφτά, ούτε η προκοπή, δεν πιάνουν χαρτωσιά κοντά της. Έχεις τύχη, έχεις όλα. Δεν έχεις τύχη, δεν έχεις τίποτα. Την τύχη έπρεπε να έχουν οι άνθρωποι για Θεό. Όταν θα ’ρθεις κι εσύ στην ηλικία μου, θα καταλάβεις πως την ευτυχία δεν την δίνει ο άνθρωπος στον εαυτό του, αλλά η τύχη. Αυτή κάνει κουμάντο στη ζωή μας. Εκείνοι που τα φορτώνουν όλα στο Θεό, είναι ανόητοι, είναι αμαρτωλοί. Τον έκαναν μπακάλη του κόσμου το Θεό, που κρατάει για τον καθένα ένα τεφτέρι, τι δίνει και τι παίρνει και στο τέλος, σαν ο άνθρωπος πεθάνει, βάζει ο Θεός τα γυαλιά του και κοιτάει: Χρωστάει ή όχι, το τέκνον του; Αν χρωστάει, του κολλάει τη ρετσινιά του αμαρτωλού και τον στέλνει στην κόλαση κι αν δεν χρωστάει, τότε ο άνθρωπος είναι καλός και παίρνει εισιτήριο τον παράδεισο, όπου δεν έχει πια να χρωστάς ή να μη χρωστάς!

Η κ. Πεταλά ήξερε πασιέντσα, έβλεπε το φλιτζάνι, μελετούσε τ’ άστρα του γαλαξία, καταλάβαινε το πρόσωπο του φεγγαριού κι όλα αυτά για να μπορεί να μαντεύει την τύχη, τι του μέλλεται του καθενός και πίστευε ότι το πετύχαινε. Εκ των υστέρων όμως. Αν το τυχερό ήταν κακό, το δεχόταν καρτερικά, χωρίς βαρυγκόμια, αν πάλι ήταν καλό, το δεχόταν δίχως χαρά γιατί ήταν τυχερό κι όχι δική της αξιοσύνη. Έτσι μέσα από παραλογισμούς και λολάδες, είχε μια ισορροπία...

Ύστερα απ’ την κ. Καραϊορδανίδου, δασκάλα και παιδαγωγός της Σμαραγδής έγινε η κ. Πεταλά. Όταν η κ. Πεταλά είχε κέφι, ρητόρευε στην κουζίνα για τη Σμαραγδή και φρόντιζε να την κάνει να προκόψει, ξεχνώντας τις θεωρίες της για την τύχη.

Έλεγε επιταχτικά: Να μαζεύεις τις οικονομίες σου. Να κάνεις σπίτι. Να μη πάρεις όποιον όποιον. Κανένα ζεβζέκη, χαζούλιακα, αχμάκη. Να ’ναι ασίκης, το μουστάκι του να ναι από συρματόσχοινο κι η γροθιά του από μαντέμι. Όχι κανένα αντράκι... Όχι όποιον όποιον! Σμαραγδή μ’ ακούς;

Κι η Σμαραγδή επαναλάμβανε μέσα της: Σμαραγδή μ’ ακούς; Όχι όποιον όποιον. Αυτό κατάντησε ν’ αντιβουίζει στ’ αυτιά της σαν το τραγούδι του γκιώνη και με τον καιρό έγινε ατράνταχτη πίστη της, ότι αν η τύχη το θελήσει -και θα θελήσει, τι θα κάνει- θα της στείλει έναν άντρα που να της πάει, ένα λεβέντη, όχι όποιον όποιον, έπρεπε όμως να κάνει κι ένα σπίτι, δικό της.

Πώς όμως να κάνει το σπίτι;

Το σπίτι ήλθε σταλμένο απ’ την τύχη. Και να πως:

Πάνω στα δέκα χρόνια που την είχε δούλα η κ. Πεταλά, της έτυχε το πρώτο λαχείο: τετρακόσιες χιλιάδες γερές δραχμές. Με τις εκατόν πενήντα χιλιάδες αγόρασε ένα οικοπεδάκι πέρα απ’ την Αγία Φωτεινή και τα υπόλοιπα τα κατάθεσε στην τράπεζα.


Στη μέση του οικόπεδου έστησε μια μικρή παράγκα από σανίδι ραμποτέ και κουβαλήθηκε. Είπε στην κυρία της ότι θα ’ρχοταν μόνο ως εξωτερική. Προφασίστηκε ότι τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν την είχαν πια ανάγκη, ενώ η αλήθεια ήταν ότι τα παιδιά ήταν τύραννοι. Έφταναν στο σημείο, όταν το καλοκαίρι πήγαιναν εξοχή, να ζητούν να στέκεται η Σμαραγδή όρθια και να την βρέχουν με τη μάνικα, γιατί αυτό τα διασκέδαζε κι η κ. Πεταλά το ’βρισκε σωστό. Ξάπλωναν τη Σμαραγδή καταγής και πηδούσαν από πάνω της, τη μουτζούρωναν με καπνιά, με βατόμουρα, την τύφλωναν με καρπουζόσπορους, καθώς έμαθαν και σημαδεύοντας πίεζαν το φρεσκοβγαλμένο σπόρο, ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού τους κι ο σπόρος τινάζονταν στο πρόσωπό της. Αυτό ήταν ένα παιχνίδι που αγαπούσαν πολύ τα παιδιά το καλοκαίρι, την εποχή των καρπουζιών κι η κ. Πεταλά ήταν σύμφωνη, αφού αυτό ευχαριστούσε τ’ αγγελούδια της: Τον Άρη και τον Πάρη, που ήταν πραγματικά ωραία παιδιά.

Η Σμαραγδή το ’βλεπε πόσο η τύχη άλλαξε τη ζωή της. Έγινε πια αυτεξούσια. Σαν κυρία τώρα ντυνόταν κάθε πρωί και πριν ξυπνήσουν τ’ αφεντικά, βρισκόταν στο κάθε σπίτι κι έκανε τις δουλειές τους.

Έμπαινε λαγοπατητά στην κουζίνα, έβρισκε τα πιάτα και τα κατσαρολικά, τα ’πλυνε με  ζεστό νερό, όπως ήθελαν οι κυρίες, τα σκούπιζε τα ’βαζε στα ράφια και τις ντουλάπες, τέλειωνε με την κουζίνα κι άρχιζε έπειτα πλύση, άπλωμα, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, καθάρισμα, συμμάζεμα του σπιτιού, σιδέρωμα, δώδεκα και δεκατρείς ώρες κάποτε και δεκατέσσαρες ώρες την ημέρα, αλλά έτρωγε και το φαΐ της κι έπαιρνε και για το σπίτι της αν ήθελε και το μεροκάματο ακέριο, στο χέρι. Χωριστά της έδιναν και τα ναύλα. Κάθε Σάββατο η πρώτη της δουλειά ήταν να πάρει το βιβλιάριο και να πάει στην τράπεζα να καταθέσει τις οικονομίες της όλης της εβδομάδας, εκτός από πενήντα δραχμές, που κρατούσε για ν’ αγοράσει ένα λαχείο και κάτι ψιλά. Πολλές φορές δούλευε και τις Κυριακές. Ήταν μερικές κυρίες που η μια με την άλλη μάθανε τη Σμαραγδή, πόσο ευσυνείδητα δούλευε και την ήθελαν, έστω την Κυριακή και της έδιναν σχεδόν διπλάσιο μεροκάματο. Κι η Σμαραγδή το προτιμούσε αυτό. Έτσι μπορούσε κι έκανε το Σάββατο τις δικές της δουλειές που ήταν κι οι τράπεζες ανοιχτές. Όμως τόσα χρόνια που έπαιρνε λαχείο, ποτέ της δεν κέρδισε ούτε μια δραχμή. Δεν ήθελε η τύχη. Δεν την κακολογούσε. Την τύχη δεν την κακολογούν. Τη δέχονται και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τη θέλησή της, έλεγε η κ. Πεταλά.

Η Σμαραγδή έκανε υπομονή, να μαζέψει τα χρήματα που ήθελε για να χτίσει τη μικρή πολυκατοικία. Αυτό ήταν τ’ όνειρό της και γι’ αυτό φορούσε τα ρούχα και τα παπούτσια που της έδιναν οι διάφορες κυράδες, ας ήταν παλιά ή μικρά ή μεγάλα και παρδαλά. Αυτά θα λέμε τώρα; Ο σκοπός ήταν ιερός. Να κάνει μια μικρή δική της πολυκατοικία και τότε να δεις πώς ο λόγος της κυρίας Πεταλά «όχι όποιον όποιον», θα γινόταν πράξη. Θα ’ρχόταν, ο λεβέντης, ο σιδερομούστακος, να πέσει στα πόδια της. Τότε θα καθόταν και θα μάζευε τα ενοίκια. Δε θα δούλευε πια. Το μαρτύριο με τις ιδιοτροπίες των διαφόρων κυριών, θα τέλειωνε. Δε θα την έβλεπαν αφ’ υψηλού. Άμα θα είχε την πολυκατοικία της και τα λεφτά της, να δεις πως όλοι θα τη λογάριαζαν. Κι όσο μεγάλωνε ο λογαριασμός των καταθέσεων στην τράπεζα και πλησίαζε στο ποσό που της είπαν, ότι θα χρειαζόταν να χτισθεί η πολυκατοικία, τόσο η Σμαραγδή αυγάτιζε την παραγγελιά της κ. Πεταλά όχι όποιον όποιον κι έδιωχνε τα συνοικέσια, που είχαν πυκνώσει, είναι αλήθεια, σα μαθεύτηκε το μεγάλο λαχείο.

Ώρες πολλές τη νύχτα στο κρεβάτι της, πριν να την πάρει ο ύπνος, η Σμαραγδή, μελετούσε πώς θα ήταν η πολυκατοικία της και πώς θα ήταν ο άνδρας της. Όλο πρόσθετε κι άλλες απαιτήσεις στο είδωλό της. Να μην είναι μουρντάρης. Εκείνη δεν την είχε ακουμπήσει χέρι ανδρικό. Να μη καπνίζει. Τι τρέλα κι αυτή, να καίνε τα λεφτά τους και να χάνουν το στόμα τους καπνοδόχο. Να μην πίνει, να μη χαρτοπαίζει, να μην είναι σπάταλος, να κάνουν λεφτά - τι ωραίο πράμα - γιατί όπως έλεγε ο κ. Πεταλάς, το χρήμα είναι το αίμα της ζωής. Χωρίς αυτό ο άνθρωπος πεθαίνει. Κι ο άνδρας της έπρεπε να κερδίζει τουλάχιστο διπλάσια. Τι άνδρας θα ήταν αυτός που ’βγαζε λιγότερα απ’ τη γυναίκα του. Άχρηστος. Μηδέν. Να κάνει το κουμάντο του ο κύριος αυτός και να βγάλει λεφτά, που είναι το αίμα της ζωής, η έκτη αίσθηση, όπως έλεγε ο κ. Πεταλάς, χωρίς την οποία καμιά απ’ τις πέντε αισθήσεις δεν λειτουργεί. Όχι τεμπελχαναλίκι και κηφηναριό. Ακούς εκεί. Τι, γυμνό και τσίτσιδο θα τον πάρει; Αν είναι τέτοιος, να πάει στο λουτρό. Ένας τσίτσιδος, μόνο για το λουτρό κάνει. Δεν έχει καμιά δουλειά με την πολυκατοικία της. Εκείνη με το αίμα της καρδιάς της, έκανε μια ντανάτη περιουσία και ο κύριος αυτός, επειδή είναι αρσενικός, θα ’ρθει να του παραδώσει τα κλειδιά; Ε, όχι. Να λείπει. Χίλιες φορές: όχι όποιον όποιον.

Για να μπορέσει η Σμαραγδή να ξεκινήσει το χτίσιμο της πολυκατοικίας πέρασαν κάμποσα χρόνια. Το οικόπεδο ήταν κατηφορικό κι έκανε σκαψίματα για να κάνει ένα μικρό ισόγειο κι έπειτα δυο πατώματα, από δυο δυάρια το καθένα, με οπλισμό για δυο μελλοντικά πανωσηκώματα. Τα υλικά όλο ακρίβαιναν. Κυνηγούσε να φτάσει τις τιμές τους και δεν έσωνε. Ο μηχανικός, που της σύστησε ο κ. Πεταλάς, της είπε ότι μάλλον θα ’φταναν τα λεφτά της, αλλά κι αν θα έλειπαν κάτι ψιλά, εκείνος θα κανόνιζε να πληρωθούν απ’ τα ενοίκια. Έπρεπε όμως να φύγει η παράγκα απ’ το οικόπεδο. Την
πούλησε σ ένα μανάβη. Η ίδια μετακόμισε σ’ ένα υπόγειο κοντά στην Καμάρα, που πλημμύριζε όταν έβρεχε και κατέβαζε ποτάμι το νερό απ’ την Αποστόλου Παύλου. Δε βαριέσαι. Σε λίγο τα βάσανα θα τέλειωναν. Ο μηχανικός της είπε ότι σε δέκα μήνες θα της έδινε τα κλειδιά στο χέρι.

Η Σμαραγδή θα φρόντιζε να νοικιάσει τα διαμερίσματα για να πληρώσει τα χρέη της κι ως τότε θα ’μενε στο υπόγειο που νοίκιασε. Ωστόσο δεν έπαψε να δουλεύει, μόνο που έκοψε τις τρεις μέρες της εβδομάδας, την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή, γιατί πήγαινε στην οικοδομή κι έδειχνε τα διαμερίσματα στους υποψήφιους ενοικιαστές. Όμως κανένας ενοικιαστής της προκοπής δεν είχε παρουσιασθεί κι οι μήνες κυλούσαν. Όλοι τους ήταν όποιος όποιος κι εκείνη ήθελε νομάρχη, σταθμάρχη, γυμνασιάρχη, άνθρωπο τέλος πάντων που να έχει εξουσία, που να το λέει επάγγελμά του, όχι όποιον όποιον!

 

Μια Κυριακή, καθώς ο καιρός έδειχνε πως θα ’κανε μεγάλη ζέστη, κίνησε πολύ νωρίς για την οικοδομή, να προλάβει με τη δροσιά να σφουγγαρίσει τα πλατύσκαλα, τους διαδρόμους και τις σκάλες. Κοίταζε και ξανακοίταζε τα χέρια της, τα νύχια της που φαγώθηκαν απ’ τα σφουγγαρίσματα στα ξένα σπίτια. Μα παρηγοριόταν ότι όλα σε λίγο θα τέλειωναν και θα ’κανε κι εκείνη χέρια τρυφερά, νύχια όμορφα, καλοκομμένα και καθαρά, σαν της κ. Καραϊορδανίδου. Τότε θα πετούσε από πάνω της τα παλιόρουχα των κυριών που φορούσε. Τότε θα ’ρχονταν στα πόδια της οι μοδίστρες, οι μανικιουρίστες, οι κομμώτριες, όπως πήγαιναν στις άλλες κυρίες. Τα λεφτά της να ’ταν καλά.
Άρχισε το σφουγγάρισμα απ’ το δεύτερο πάτωμα κι όταν τέλειωσε, άφησε τον κουβά και το σφουγγαρόπανο στο πλατύσκαλο και μπήκε στο ασανσέρ να κατέβει κάτω. Στο ενδιάμεσο του δεύτερου και πρώτου πατώματος, είτε κατεβαίνοντας είτε ανεβαίνοντας, αν τυχόν είχε κατέβει για να κλειδώσει από μέσα την εξώπορτα, εκεί όπου βρέθηκαν τα κλειδιά, κόπηκε το ρεύμα και σταμάτησε ο θαλαμίσκος. Η Σμαραγδή έμεινε κλειδωμένη μέσα. Σίγουρα θα φώναξε, θα ξαναφώναξε, μα ήταν μακριά απ’ τον κόσμο και κανείς δεν την άκουε. Θα θυμήθηκε ότι είχε και την πόρτα κλειδωμένη, για να μην έμπαινε κανείς μέσα, όσο εκείνη θα ήταν στα πάνω πατώματα.

Η σκέψη ότι θα μπορούσε να μείνει μέσα στο θαλαμίσκο όλη τη νύχτα, της σάλευε το νου. Μεσημέριασε, ήλθε και το απόγευμα, είδε έπειτα και το σκοτάδι ν’ απλώνεται παντού. Οι δεκοχτούρες που κουρνιάζουν κατά χιλιάδες στη Θεσσαλονίκη, άρχισαν να λένε το δικό τους θλιβερό θρήνο, για το σκοτάδι που πλάκωνε τον κόσμο. Η Σμαραγδή μόνη μέσα σε μια στάλα θαλαμίσκο, της δικής της πολυκατοικίας, ανάμεσα σε δυο τσιμεντόπλακες, σα μέσα σ’ ένα πηγάδι θεοσκότεινο, χωρίς τίποτα. Η ψυχή της θα ’βγαινε απ’ το κακό της. Σίγουρα θ’ άρχισε να χτυπιέται, θα ’κανε σαν τρελή. Τι ωφελούσε; Θ’ αφουγκραζόταν, αλλά δεν έβγαινε άχνα από πουθενά. Μια βαθιά σιωπή παντού, σα να μη γινόταν τίποτα στον κόσμο, ενώ εκείνη χανόταν απ’ το πρόσωπο της γης. Κι ο πιο μικρός θόρυβος από άνθρωπο, θα της ήταν μια παρηγόρια. Αλλ’ αυτή η βουβαμάρα... Αυτό το ξαφνικό ξεκόψιμο απ’ τον κόσμο... Ή μήπως δεν ήταν ξαφνικό, αλλά τρόπος ζωής, για τη Σμαραγδή;

Τον ίδιο καιρό οι κυρίες που ήθελαν να τους δουλεύει η Σμαραγδή, ανησυχούσαν που η κ. Αμασχάλη, δεν έδινε σημεία ζωής. Έτσι την ονομάτιζαν πειραχτικά μεταξύ τους, γιατί η Σμαραγδή περηφανευόταν, ότι δεν ήταν σαν τις άλλες καθαρίστριες που άφηναν τις αμασχάλες των σπιτιών ασυγύριστες κι εννοούσε τις ντουλάπες κάτω απ’ το νεροχύτη, τις κόχες απ’ τα ράφια, το πάτωμα της τουαλέτας πίσω απ’ τη λεκάνη, τα πατάρια τα καλάθια, τα συρτάρια και τόσες άλλες γωνιές που έχει κάθε σπίτι. Τηλεφώνησαν στην κ. Πεταλά να μάθουν, μα δεν ήξερε τίποτα. Τι έγινε η Σμαραγδή; Μήπως πήγε καλόγρια; Αποκλείεται. Δε φαινόταν τέτοιο πράμα. Μήπως αυτοκτόνησε; αδύνατο, ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος, γεμάτος όνειρα, σωστά ή λαθεμένα, δεν αυτοκτονεί. Άρχισαν οι διάφορες κυρίες να ρωτούν, πήγαν στο νεκροτομείο, στις πρώτες βοήθειες, στην αστυνομία. Τίποτα.
Οι μέρες κυλούσαν όταν ένα πρωί ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός μετάδωσε:


«Ανακοίνωσις της Αστυνομικής
Διευθύνσεως... Κατόπιν παραπόνων περιοίκων νεοδμήτου οικοδομής, της περιοχής «ο Μύλος του Καλού» περί αναδιδομένης δυσοσμίας πτωμαΐνης, άνδρες της ημετέρας Δ/σεως και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσ/νίκης, παρεβίασαν την σιδηράν εξώθυραν και εισελθόντες εύρον παγιδευμένην εντός του θαλαμίσκου του αναβατήρος, νεκράν, εν μέσω των ιδίων της ακαθαρσιών και περιττωμάτων, εν προϊούση αποσυνθέσει, γυναίκα μέσης ηλικίας αγνώστων στοιχείων. Διετάχθη νεκροψία. Ενεργούνται ανακρίσεις.

Εν Θεσσαλονίκη τη … 193… »

Ο έφορος έστειλε και σφράγισε τη «ντανάτη» περιουσία της Σμαραγδής, κι ο Δήμος κήδεψε το ψυχομέτρι του, που σ’ όλη του τη ζωή, δούλεψε για να ζήσει καλύτερα, αλλά τελικά (ήταν) για να μη ζήσει...

Η ψυχή της, όταν συναντήσει τις ψυχές των γονιών της, δε θα βρει ποιος τους σκότωσε και τους τρεις, εφόσον δε ζούσε και δε σκεφτόταν σωστά.

 

 

Επιστροφή στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ

Αρχική σελίδα KEIMENA