Πρόκειται για
ένα θέμα που μου φαίνεται ότι σχετίζεται ιδιαίτερα με το Λουξεμβούργο και την
εμπειρία μας εδώ –σπεύδω όμως να διευκρινίσω ότι δεν κάνω κοινωνική ή άλλη
κριτική, ούτε και κυριολεκτώ, αλλά αναφέρομαι σε ένα καθαρά γλωσσικό φαινόμενο,
όχι πάντοτε ανώδυνο, ωστόσο, όπως είδε κι έπαθε ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ.
Πριν από
μερικά χρόνια, ο γάλλος ηθοποιός Ζεράρ Ντεπαρντιέ, θέλοντας να δείξει πόσο
άγρια παιδικά χρόνια πέρασε, είπε σε συνέντευξή του ότι σε ηλικία οκτώ ετών παραβρέθηκε
σε συλλογικό βιασμό. Ίσως να τα παραφούσκωνε τα πράγματα για να κάνει εντύπωση,
ίσως το επεισόδιο να ήταν πραγματικό, πάντως μάλλον θα έχει μετανιώσει για την
εκμυστήρευσή του αυτή. Καθώς η συνέντευξή του μεταφράστηκε στα αγγλικά, το
γαλλικό κείμενο (assister à un viol collectif) αποδόθηκε "assisted to a collective rape". Μόνο που το
αγγλικό ρήμα assist, αν και ίδιας ετυμολογίας και προέλευσης με το γαλλικό assister δεν έχει εντελώς την ίδια σημασία·
έτσι, η πουριτανική αμερικανική κοινή γνώμη διάβασε με φρίκη ότι ο οχτάχρονος
Ντεπαρντιέ "βοήθησε" σε συλλογικό βιασμό, δηλαδή από απλός
παρατηρητής έγινε συνεργός. Την επόμενη μέρα, το μεταφραστικό λάθος
διαλευκάνθηκε, αλλά η ζημιά είχε γίνει· λέγεται μάλιστα ότι η ιστορία αυτή
στοίχισε ένα Όσκαρ στον καλό ηθοποιό, μια και οι κριτές απέφυγαν να βραβεύσουν
έναν ύποπτο για βιασμό, έστω και μεταφραστική αδεία.
Υπεύθυνο για
την παρεξήγηση είναι το φαινόμενο των "ψευτοφίλων", όπως λέγονται (από το γαλλικό faux amis) στη διεθνή μεταφραστική ορολογία οι λέξεις που προέρχονται
από την ίδια ρίζα, αλλά έχουν ελαφρώς ή και εντελώς διαφορετική σημασία από τη
μια γλώσσα στην άλλη. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα συχνό στις ευρωπαϊκές
γλώσσες που όλες τους έχουν κοινό ένα μεγάλο μερίδιο του λεξιλογίου τους από τα
λατινικά. Οι έλληνες που ζουν στην Ευρώπη, καθώς είμαστε βυθισμένοι μέσα σε
τόσες συγγενείς ξένες γλώσσες, μοιραίο είναι να πέφτουμε θύμα των άσπονδων
φίλων, σαν τον συνάδελφο που του έκλεψαν το πορτοφόλι στην Ιταλία και, εξιταλίζοντας πάνω στην απόγνωσή του
το γαλλικό voler, φώναζε στο
δρόμο volare, volare! -που όμως σημαίνει πετάω στα ιταλικά, όπως στο παλιό
τραγουδάκι του Ντομένικο Μοντούνιο.
Τα ελληνικά,
καθώς είναι 'ανάδελφη' γλώσσα δεν παρουσιάζουν πολλούς άσπονδους φίλους με
άλλες γλώσσες, αν και υπάρχουν αρκετές ελληνογενείς λέξεις που σημαίνουν άλλο
πράγμα στα ελληνικά και άλλο στη γλώσσα που τις δανείστηκε -πρόχειρο παράδειγμα
το αγγλικό empathy, που σημαίνει
σχεδόν το αντίθετο απ' ό,τι το ελληνικό εμπάθεια, ενώ αν στα αγγλικά πάλι δείτε τη λέξη sycophant μη νομίσετε ότι μιλούν για τον συκοφάντη –τον κόλακα εννοούν!
Ωστόσο, τα
ελληνικά, καθώς έχουν ιστορία πολύ μακρότερη από τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες,
παρουσιάζουν πολύ έντονο ένα συναφές φαινόμενο, την ύπαρξη «εσωτερικών», θα
λέγαμε, άσπονδων φίλων, δηλαδή ανάμεσα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά.
Εντυπωσιακά πολλές είναι οι λέξεις οι οποίες μέσα στην μακρόχρονη διαδρομή της
ελληνικής γλώσσας άλλαξαν σημασία. Έχουμε βέβαια κατ' αρχάς πολλές αρχαίες
λέξεις που είχαν πάψει να χρησιμοποιούνται και τις ανάστησαν τον 19ο αιώνα οι
λόγιοι θέλοντας να καθαρίσουν το λεξιλόγιο της νεοελληνικής από τα ιταλικά και
τουρκικά δάνεια. Έτσι, ο υπουργός
αντικατέστησε τον μινίστρο, παρ’ όλο
που ο αρχαίος υπουργός δεν ήταν εξέχουσα προσωπικότητα αλλά πολύ πιο ταπεινός,
υπηρέτης. Κατά σύμπτωση και ο ministre αρχικά
κάτι σαν υπηρέτης ήταν αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο σημείωμα.
Υπάρχουν όμως
και πολλές λέξεις που άλλαξαν σημασία με τη μέθοδο της διολίσθησης, χωρίς να
πάψουν να χρησιμοποιούνται. Μερικές φορές η αλλαγή της σημασίας δεν είναι τόσο
ριζική· περισσότερο μοιάζει σαν να κοιτάμε το ίδιο πράγμα από διαφορετική
γωνία. Για παράδειγμα, στα αρχαία περιττός
ήταν αυτός που ξεχωρίζει από το σύνολο (σημασία που επιβιώνει και σήμερα, ας
πούμε στη χρήση "περιττός αριθμός") άρα σε ορισμένες χρήσεις περιττός
σήμαινε "εξέχων, σημαντικός" Στα σημερινά ελληνικά, περιττός είναι
αυτός που περισσεύει, άρα ο σημερινός περιττός κάθε άλλο παρά εξέχων και
σημαντικός είναι, όμως βλέπουμε, πιστεύω, καθαρά πώς έγινε η σημασιολογική
διολίσθηση. Η σημασία της λέξης ουσιαστικά δεν άλλαξε και πολύ, αλλά προτιμάμε
να την κοιτάζουμε διαφορετικά απ' ό,τι οι αρχαίοι.
Αν οι
κανονικές ψευδόφιλες λέξεις είναι παγίδα για τον μεταφραστή, που μεταφράζει
λογουχάρη από γαλλικά σε αγγλικά, οι ενδοελληνικές ψευδόφιλες είναι διπλή
παγίδα για όποιον μεταφράζει από τα αρχαία στα νέα ελληνικά. Και δυστυχώς τα
παραδείγματα αφθονούν. Πολλές φορές, βέβαια, το νόημα θα έπρεπε να βοηθήσει τον
μεταφραστή να αποφύγει την παγίδα ή τουλάχιστον να του βάλει ψύλλους στ' αυτιά και
να τον σπρώξει να ανοίξει λεξικό, όμως πολλοί μεταφραστές το έχουν σε κακό να
διαβάζουν αυτά που γράφουν. Αφήστε που η ελληνική γλώσσα ως γνωστόν είναι μία
και ενιαία και πεντακισχιλιετής, οπότε προς τι να ανοίξουμε λεξικό;
Κουτόφραγκοι είμαστε;
Κάποτε, ένας Γερμανός φιλόλογος που ήξερε αρχαία ελληνικά καλύτερα από
τους περισσότερους από εμάς, είχε πει σε Έλληνα ευθυμογράφο «ήταν πολύ γελοίο
το άρθρο που έγραψες προχτές» -και ο φίλος του παρεξηγήθηκε, μέχρι που κατάλαβε
ότι ο Γερμανός μετέφερε τη σημασία από τα αρχαία. Αλλά οι Έλληνες; Διαβάζω, λογουχάρη, στην Ποικίλη
Ιστορία του Αιλιανού (τόμος 391 της σειράς του Κάκτου, σελ. 63): "Αριστοφάνην τον της κωμωδίας ποιητήν …
γελοίον όντα και είναι σπεύδοντα" να αποδίδεται ως: "Τον Αριστοφάνη,
τον κωμικό ποιητή, που και ήταν και προσπαθούσε να είναι γελοίος..." Αλλά
βέβαια, στα αρχαία γελοίος σήμαινε
αυτόν που προκαλεί γέλιο, άρα είχε και τη σημασία του γελοίου και τη σημασία
του αστείου (Ενδιαφέρον είναι ότι στα αρχαία αστείος σήμαινε "εύχαρις, ραφινάτος"!) Και βέβαια, κανείς
δεν προσπαθεί να είναι γελοίος, κοντά στον νου και η γνώση. Μάλιστα, το
αστείο (και όχι γελοίο, πια) είναι ότι στο Συμπόσιο του Πλάτωνα παρουσιάζεται ο
ίδιος ο Αριστοφάνης να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο κωμικό και το γελοίο,
λέγοντας ότι δεν ανησυχεί μήπως πει τίποτα "γελοίο", που είναι στο
κάτω-κάτω αρμοδιότητά του, αλλά μήπως πει πράγματα "καταγέλαστα" (1).
Και πολύ σωστά ο Ι. Συκουτρής στην αξεπέραστη έκδοσή του μεταφράζει κωμικός
το αρχαίο «γελοίος» και γελοίος
το αρχαίο «καταγέλαστος».
Άλλη μια λέξη
που συχνά μπερδεύει, είναι ο σεμνός.
Στη σημερινή σημασία, σεμνός είναι αυτός που δεν θέλει να προβάλλεται, που δεν
περηφανεύεται για τις επιτυχίες του. Στα αρχαία, σεμνός σήμαινε "σεβαστός,
μεγαλοπρεπής" και, πολύ συχνά, περήφανος. Το ρήμα σεμνύνομαι, που
έχει επιβιώσει στη λόγια χρήση, σημαίνει ακριβώς "καυχιέμαι,
καμαρώνω". Έτσι, όταν στον Διογένη Λαέρτιο (2.127) ο Μενέδημος
χαρακτηρίζεται υπερβολικά σεμνός, είναι λάθος του ανώνυμου
μεταφραστή του Κάκτου (σ. 245 του 1ου τόμου)
να χρησιμοποιεί τη νεοελληνική λέξη "σεμνός", διότι σημαίνει σχεδόν
το ακριβώς αντίθετο.
Παρόμοια
περίπτωση είναι και το εύχομαι, το οποίο στον Όμηρο σημαίνει «καυχιέμαι»
-κι όμως το έχω δει σε μετάφραση της Ιλιάδας να το αφήνουν «εύχομαι» στα νέα
ελληνικά. Και δεν είναι μόνο αφηρημένες λέξεις που έχουν αλλάξει σημασία, αλλά
και πολύ συγκεκριμένες. Λογουχάρη, στα αρχαία οβελίσκος είναι ο μικρός
οβελός, η μικρή σούβλα δηλαδή. Σήμερα όμως, όταν λέμε οβελίσκος εννοούμε μια
τετράπλευρη πανύψηλη κολόνα, ένα πράγμα πελώριο, βαρύ κι ασήκωτο. Τώρα, στους Βίους
των δέκα ρητόρων ο Πλούταρχος μιλάει για τον Δημοσθένη, ο οποίος θέλοντας
να καταπολεμήσει το ‘τικ’ που είχε να ανασηκώνει νευρικά τους ώμους του,
κρέμασε μια μικρή σούβλα από το ταβάνι στο δωμάτιο όπου έκανε πρόβες και
στάθηκε αποκάτω κι άρχισε να ρητορεύει· μόλις ανασήκωνε τους ώμους, έβρισκαν
στη σούβλα, πονούσε, οπότε τελικά το έκοψε το τικ. Και λέει ο Πλούταρχος (ή ο
ψευδοΠλούταρχος γιατί δεν είναι σίγουρη η πατρότητα του έργου, αλλά δεν θα
κολλήσουμε εκεί), λέει λοιπόν «παραρτήσαντα οβελίσκον εκ της οροφής» και
μεταφράζει ο μεταφραστής (ή ο ψευδομεταφραστής αν προτιμάτε) «κρεμώντας από την
οροφή έναν οβελίσκο» χωρίς να σκεφτεί ότι αν κρεμάσεις κοτζάμ οβελίσκο από το
ταβάνι θα πέσει και θα σε πλακώσει και με το δίκιο του!
Μια και το πήρα γραμμή, να κλείσω με ένα ανάποδο
μεταφραστικό μαργαριτάρι. Στους βίους φιλοσόφων του Διογένη Λαερτίου υπάρχει
ένα απολαυστικό κεφάλαιο για τον συνονόματο Διογένη, τον κυνικό φιλόσοφο. Εκεί,
ανάμεσα σε άλλα πνευματώδη, διαβάζουμε ότι μια φορά ένας ερωτύλος γιατρός είχε
αναλάβει να γιατρέψει το μάτι μιας κοπέλας και ο Διογένης, που ήταν μεγάλο
πειραχτήρι, δεν παρέλειψε να τον συμβουλέψει: «Όρα μη τον οφθαλμόν της παρθένου
θεραπεύων την κόρην φθείρης» -αξεπέραστο λογοπαίγνιο, που εύκολα μπορεί να
διατηρηθεί και στα νέα ελληνικά, αφού ευτυχώς κόρη εξακολουθεί να
σημαίνει και την κόρη του ματιού και το κορίτσι, κι όμως ο μεταφραστής, ίσως ο
ίδιος που σε προηγούμενες σελίδες είχε ενδώσει σε τόσους άσπονδους φίλους και
είχε (κακώς) κρατήσει στη μετάφρασή του το «σεμνός» και το «γελοίος», εδώ
μετέφρασε «Πρόσεξε μήπως γιατρεύοντας το μάτι καταστρέψεις την κοπέλα»,
αποφεύγοντας τον δήθεν άσπονδο φίλο εκεί που δεν έπρεπε και καταστρέφοντας το
λογοπαίγνιο!
([1])
ὡς ἐγὼ φοβοῦμαι περὶ τῶν μελλόντων
ῥηθήσεσθαι͵ οὔ τι μὴ γελοῖα εἴπω (τοῦτο μὲν γὰρ
ἂν κέρδος εἴη καὶ τῆς ἡμετέρας
μούσης ἐπιχώριον) ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα