Το σημείωμα αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή την Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008.

 

Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Από το Βατοπέδι στην Τοπλού, τόπια, παιδιά και μπίζνες

 

Στο προηγούμενο σημείωμά μου είχα αναφερθεί σε μια περίπτωση καπηλείας της ετυμολογίας για προώθηση πολιτικών σκοπών. Στο σημερινό θα δούμε πώς επιστρατεύεται η ορθογραφία για γερές ή ιερές μπίζνες. Ο λόγος, φυσικά, για τη μονή Βατοπεδίου, ο διευθύνων σύμβουλος της οποίας, ο ηγούμενος Εφραίμ, έχει απαιτήσει, και δυστυχώς έχει σχεδόν επιβάλει, ν’ αλλάξει η ορθογραφία της και να γράφεται Βατοπαιδίου. Επικαλείται γι’ αυτό μια παράδοση: ότι, λέει, η μονή είχε πρωτοχτιστεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, την γκρέμισε δήθεν ο Ιουλιανός και στη συνέχεια την ξανάχτισε ο Θεοδόσιος, όταν ένα παιδί του ναυάγησε στην περιοχή και κρύφτηκε, λέει, στα βάτα για να γλιτώσει από τους πειρατές, άρα Βατοπαίδι από το παις.

 

Μ’ ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Πρώτον, αποκτά μεγαλείο η μονή, διότι, πώς να το κάνουμε, άλλο είναι να ανάγεις την ονομασία σου σε ένα ταπεινό «βατώδες πεδίον» κι άλλο σε κοτζάμ αυτοκράτορες· δεύτερον, φορτώνεται η ρετσινιά του ταλιμπάνου στον φιλόσοφο αυτοκράτορα Ιουλιανό (λες κι ήταν χριστιανός, να «φέρει εις έδαφος» ναούς)· τρίτο και φαρμακερό, κερδίζει πεντέξι αιώνες παλαιότητα η σημερινή μονή, διότι βέβαια ο Θεοδόσιος βασίλεψε από το 379 έως το 395, ενώ στην πραγματικότητα η Μονή Βατοπεδίου ιδρύθηκε γύρω στο 970. Έτσι, όπως γράφτηκε στο ιστολόγιο του Τιπούκειτου, η ορθογραφία μπαίνει στη δούλεψη της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας, εξασφαλίζοντας επίπλαστην αρχαιότητα και βεβαίως την αίγλη και τα προνόμια που αυτή συνεπάγεται.

 

Φυσικά, ο μύθος είναι ανυπόστατος· η γραφή «Βατοπαίδιο» είναι εφεύρημα σχετικά πρόσφατο. Σε κανένα λεξικό και σε καμιά εγκυκλοπαίδεια δεν θα τη βρείτε, ούτε στη βυζαντινή γραμματεία (πρώτη μνεία της λέξης Βατοπέδιον στις Ιστορίες του Ιωάννη Καντακουζηνού). Ακόμα και οι παλιές σφραγίδες της ίδιας της μονής έχουν στη συντριπτική πλειοψηφία τους τη γραφή Βατοπέδιον. Το όνομα προφανώς ετυμολογείται από το πεδίον που είναι γεμάτο βάτους. Εξ ου και Βατοπεδινοί, οι μοναχοί της μονής, που αν ήταν από τα παιδία θα έπρεπε να ονομάζονται Βατοπαιδικοί. Δεν αντέχω να μην παραθέσω την ασεβή παρατήρηση που διάβασα σε κάποιο ιστολόγιο, ότι με τη γραφή Βατοπαίδιο κάποιοι απρόσεχτοι αναγνώστες θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι εκεί, θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου, βατεύουν παιδιά.

 

Και ποια παιδιά ναυάγησαν; Από τον πρώτο του γάμο ο Θεοδόσιος είχε τον Αρκάδιο και τον Ονώριο, που από πολύ μικρή ηλικία τούς έκανε συμβασιλείς του (και πεθαίνοντας άφησε τη μισή αυτοκρατορία στον καθένα). Ασφαλώς τα πορφυρογέννητα πριγκιπόπουλα δεν είχαν καμιά δουλειά να θαλασσοπνίγονται ολομόναχα. Από τον δεύτερο γάμο, έκανε δυο γιους, τον Γρατιανό που πέθανε μωρό και τον Ιωάννη που πέθανε στη γέννα. Μύθος λοιπόν η υπόθεση, και προκαλεί εντύπωση η ταχύτητα και η δουλοπρέπεια με την οποία πολλά έντυπα και κυρίως ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να υιοθετήσουν την παραμυθένια ορθογραφία με –αι, το πλαστό ορθογραφικό χρυσόβουλο που χάλκευσε ο CEO Εφραίμ.

 

Μια και πιάσαμε όμως τα μοναστηριακά, ας αναφερθούμε και στο άλλο Βατοπέδι, το κρητικό, όπως χαρακτήρισε εύστοχα ο Αλ. Αλαβάνος τη μονή Τοπλού της Κρήτης, της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος έχει βάλει στα σκαριά μιαν άλλη ιερή μπίζνα που απειλεί με οικολογική καταστροφή όλη την περιοχή. Η μονή, που επισήμως λέγεται Παναγία Ακρωτηριανή, ονομάστηκε Τοπλού επί τουρκοκρατίας. Τοπ στα τουρκικά είναι η μπάλα, το τόπι που λέμε κι εμείς, αλλά και η μπάλα του κανονιού, και το ίδιο το κανόνι. (Το σεράι του Τόπκαπι στην Πόλη πήρε τ’ όνομά του από μια πύλη (καπί) που την υπεράσπιζαν κανόνια). Λέγεται ότι η μονή ονομάστηκε έτσι επειδή οι Τούρκοι τής παραχώρησαν το προνόμιο να έχει κανόνι για ν’ αμύνεται από τους πειρατές, αλλά αυτό μάλλον μύθος είναι, όπως λένε οι ντόπιοι. Toplu στα τούρκικα είναι ο στρογγυλοκέφαλος, ο στρουμπουλός, και κάθε πράγμα που έχει στρογγυλή κορφή, εικάζω λοιπόν, αν και μπορεί να πέφτω έξω, πως από το στρογγυλό και ψηλό καμπαναριό της πήρε την ονομασία της η μονή, στρογγυλοκέφαλο μοναστήρι δηλαδή.

 

Σήμερα, παρόλο που τα παιδιά δεν καταδέχονται τη λέξη τόπι, παρά παίζουν μπάλα, το τόπι ακούγεται ακόμα στα γήπεδα, π.χ. όταν λέμε σαν έπαινο ότι ο τάδε παίχτης το ξέρει το τόπι. Επιζούν επίσης τα τόπια του υφάσματος καθώς και η έκφραση τον έκανε τόπι στο ξύλο (τον τουμπάνιασε). Πολύ ζωντανή είναι και η έκφραση έβαλε φωτιά στα τόπια, που υπάρχει ήδη στη δημοτική ποίηση και που τη χρησιμοποιούσε συχνά σαν επιφώνημα (Φωτιά στα τόπια!) ο Καζαντζάκης. Εδώ δεν εννοούνται ούτε τα υφασμάτινα, ούτε τα ποδοσφαιρικά τόπια, αλλά τα κανόνια. Η παλιότερη έκφραση έριξε τόπι, που τη λέγαν όταν χρεωκοπούσε κανείς έμπορος, έχει αντικατασταθεί από τη συνώνυμή της έριξε κανόνι (που λέγεται και για μαθητές που απορρίφθηκαν). Καλύτερα πάντως το τόπι, παρά οι μπίζνες της Τοπλού με το γήπεδο γκολφ που θέλει να φτιάξει και να ρουφήξει όλο το νερό της περιοχής. Βέβαια, και το μπαλάκι του γκολφ τοπ λέγεται στα τούρκικα –λέτε να βγαίνει τελικά από εκεί, προφητικά, το όνομα της σεπτής μονής;

 

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι μεταφραστής και συγγραφέας και κατοικοεδρεύει στο www.sarantakos.com