Σφυρίξατε μπενάλτι! Η (παλαιο)καθαρεύουσα στο ποδόσφαιρο στα χρόνια του 60-70
Έγραψα τις προάλλες ένα κείμενο για την νεοκαθαρεύουσα της αθλητικογραφίας, σαν απάντηση σε γράμμα επισκέπτη των σελίδων· πήρα όμως κι άλλες απαντήσεις από άλλους φίλους. Αν είχα ιστολόγιο, θα δημοσιεύονταν μόνες τους –τώρα δημοσιεύω εγώ κάμποσα αποσπάσματα, διανθισμένα με εικόνες και σκίτσα εποχής…
Όταν ήμουν πιτσιρικάς, αρχές της δεκαετίας του 70, κάθε Κυριακή μεσημέρι συνήθιζα να παίρνω το τρανζιστοράκι μου, και να ακούω τους αγώνες της ημέρας. Σας βεβαιώ ότι έχω ακούσει πολλές φορές τις φράσεις ‘εισήλθε εντός της μεγάλης περιοχής’, ‘εισέρχονται εντός του γηπέδου’, ‘προσέκρουσε στην δοκό’, και άλλα διάφορα. Μάλιστα κάποιος σχολιαστής της εποχής είχε φτάσει στο σημείο να χρησιμοποιεί τη φράση ‘λακτίζει την σφαίρα’ αντί να πει ‘κλοτσάει τη μπάλα’, ή απλά ‘σουτάρει’ (αυτό το τελευταίο δεν το έχω ακούσει με τ’ αυτιά μου αλλά μου το έχουν μεταφέρει άλλοι μεγαλύτεροι από μένα). Η αθλητική δημοσιογραφία έχει μακρά παράδοση καθαρευουσιανισμού και βλέπετε ακόμα και σήμερα παλιούς ανθρώπους του ποδοσφαίρου (π.χ. ο Αλκέτας Παναγούλιας) να χρησιμοποιούν ακόμα στερεότυπες λέξεις και εκφράσεις της καθαρεύουσας (‘ποδοσφαιρισταί’, ‘διαιτηταί’ ‘η ομάδα του Άρεως, του Ηρακλέους’ κλπ.).
Αλέξης - Πρέβεζα
Εκτός από τη δοκό,
υπήρχαν και η σφαίρα, ο κεντρώος (ούτε καν κεντρικός) οπισθοφύλαξ
(σέντερ μπακ, εκφέρεται και σέντρε μπακ), το γωνιαίο λάκτισμα (κόρνερ),
το επανορθωτικό λάκτισμα (πέναλτυ, στη λαϊκή εκφορά μπενάλτι,
πληθυντικός τα μπενάλτια : «Αν βγούνε ισόπαλοι, θα βαρέσουνε μπενάλτια!»), το σημείο
επανορθωτικού λακτίσματος (σημείο του πέναλτυ, λαϊκιστί «βούλα») και η πλάγια
επαναφορά [της σφαίρας] (αράουτ). Το φάουλ λεγόταν ελεύθερο λάκτισμα, το
δε φρήκικ έμμεσο λάκτισμα (σύντμηση των άμεσο ελεύθερο λάκτισμα και
έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα αντίστοιχα). Η μεγάλη περιοχή λεγόταν επανορθωτική
περιοχή, η δε μικρή περιοχή, περιοχή τέρματος. Τη μεγαλύτερη πλάκα
πάντως θα είχε ο πανηγυρισμός της εξέδρας με το δισύλλαβο «τέρμααα!», αντί του
εκρηκτικού μονοσύλλαβου «γκοοολ!» (που ακούγεται και στο μπάσκετ, LOL).
Σ. – Αμπελόκηποι
Υπήρξε και κάτι ακόμα, εκεί στην αρχή της δεκαετίας του 70 (στην εποχή με τα τρανζιστοράκια). Η χούντα είχε λανσάρει μια εκστρατεία για την εξάλειψη των ξενόγλωσσων όρων απ' το ποδόσφαιρο, π.χ. το πέναλτι (ή το φάουλ;) είχε γίνει "επανορθωτικόν λάκτισμα", το κόρνερ "γωνιακόν λάκτισμα" κοκ. Οπότε, οι σπίκερ μιλούσαν έτσι, για κάποιο διάστημα - προς μεγάλη απελπισία των φιλάθλων. Θυμάμαι, μια παρέα σ' ένα καφενείο που χτυπιόντανε, ενώ άκουγαν κάποιο ντέρμπι στο ραδιόφωνο, επειδή δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν ο διαιτητής έδωσε φάουλ ή πέναλτι.
Μετά βέβαια όλ' αυτά τα λακτίσματα κλπ. ξεχάστηκαν. Όμως έμεινε κάτι απ' αυτή
την ιστορία, τουλάχιστον ο όρος "επόπτης γραμμών", ή σκέτο
"επόπτης" - αν θυμάσαι, στα χρόνια του 60, όλοι λέγαμε
"λάι(ν)σμαν". Και μερικές άλλες "ξένες" λέξεις που υπήρχαν
στα παιδικά μου χρόνια, στη συνέχεια αραίωσαν ή εξαφανίστηκαν, π.χ. μπακ (για
τους αμυντικούς γενικά, σήμερα λέγεται μόνο για το σέντερ-μπακ νομίζω,
εναλλακτικά με το κεντρικός οπισθοφύλακας), αράουτ, κ.α. - ακόμα κι η λέξη
"φούτμπολ" ή "φουτμπόλ", επίσης ο σπίκερ. Δεν μου είναι
ξεκάθαρο αν κι αυτά οφείλονται σε κείνη τη χουντοεκστρατεία - πολύ πιθανό μού
φαίνεται.
Νίκος Κ. – Καλλιθέα
Αυτό που γράφει ο φίλος, για μια καθαρευουσιάνικη παράδοση στην αθλητικογραφία, ισχύει πολύ ευρύτερα, δηλ. υπήρχε μια καθαρευουσιάνικη παράδοση στη δημοσιογραφία γενικά.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό που λέμε καθαρεύουσα ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων - τουλάχιστον η καθαρεύουσα που τρίφτηκε στη χρήση, αυτή που στοιχεία της πέρασαν και στη μιλιά μας.
Φυσικά αυτό είχε αλλάξει, για λίγες δεκαετίες - σήμερα όμως, η νεοκαθαρεύουσα (με βασικό οχυρό της το χώρο της δημοσιογραφίας) μπορεί να θεωρηθεί επιστροφή σε κείνη την παράδοση. Η "συνέχεια" αποδεικνύεται και μέσα από τυποποιημένες εκφράσεις που (νομίζω εγώ) ήταν χαραχτηριστικές για την παλιά δημοσιογραφοκαθαρεύουσα (από τα "παλαιότερα των υποδημάτων" ως τις "εικόνες δαντικής κολάσεως" κλπ.).
Ο ίδιος
Υστερόγραφο, Φλεβάρης 2009: Αν έχετε περιέργεια για την ιστορία της λέξης ‘πέναλτι’ (ή, αν προτιμάτε, μπενάλτι), διαβάστε εδώ.
Επιστροφή στις "γλωσσικές ακρότητες"
Κι άλλος Μποστ (μη ποδοσφαιρικός)
Αρχική
σελίδα του Νίκου Σαραντάκου