Οι δυο όψεις του νομίσματος

 

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι δυο πιο χαρακτηριστικές τάσεις στη γλωσσική μας επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, και που με έχουν απασχολήσει αρκετές φορές σε αυτά τα σημειώματα, είναι αφ’ ενός η δουλοπρέπεια απέναντι στην (αναμφισβήτητη και δικαιολογημένη) επιρροή της αγγλικής γλώσσας και αφ’ ετέρου η επιστροφή μιας αποσπασματικής και εξεζητημένης νεοκαθαρεύουσας. Όσο κι αν φαίνονται αντιθετικές, πρόκειται ίσως για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, που προδίνουν και οι δυο μια τουριστική σχέση με τη γλώσσα και άγνοια ή περιφρόνηση της κοινής νέας ελληνικής. Συνεχίζουμε την περιδιάβασή μας στο «αθηναϊκό σολοικοπάζαρο», για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του αείμνηστου Στρατή Παπανικόλα, εκδότη του προπολεμικού Μυτιληνιού Τρίβολου, με παραδείγματα και για τις δυο όψεις του νομίσματος.

 

Τουλάχιστον να το γράφετε σωστά!

Ο διάσημος Κουβανός πυγμάχος Τεόφιλο Στίβενσον, τρεις φορές Ολυμπιονίκης, ήρθε στην Ελλάδα για κάποια εκδήλωση· η Ελευθεροτυπία, που μεταφέρει την είδηση, θεώρησε καλό (21 Μαΐου 2004, σελ. 59) να λατινογράψει το όνομά του: Theofilo Stivenson. Τι εξυπηρετεί η λατινική γραφή σε μια πεζή είδηση εφημερίδας (και όχι, έστω σ’ ένα επιστημονικό σύγγραμμα όπου θα είχε λόγο ύπαρξης;) Τίποτα, πέρα από το να κολακέψει την αρχοντοχωριατιά του συντάκτη (τώρα γραφόμαστε και ευρωπαϊκά), και να τον απαλλάξει, τον συντάκτη πάντα, από την ανάγκη να ψάξει να βρει πώς στην ευχή προφέρεται ο κάθε άγγλος, γάλλος, πορτογάλος. Όμως, αν είναι να το γράφετε στα ξένα, να το γράφετε σωστά, ω αγαθοί!

 

Διότι, ο διάσημος πυγμάχος, καλώς ή κακώς, γράφεται Teofilo Stevenson. Δυο λάθη σε δυο λέξεις σαν πολλά δεν είναι; Στην πραγματικότητα μάλιστα, τα λάθη είναι τρία, διότι το ο τονίζεται: Teófilo, αλλά ας το χρεώσουμε στη λειψή τους γραμματοσειρά αυτό το λάθος τονισμού. Όταν σε δύο ξενογραμμένες λέξεις κάνετε δυόμιση λάθη, βρε παιδιά, γιατί το χρησιμοποιείτε το ρημάδι το λατινικό αλφάβητο; Αφού σας ζαλίζει, που λέει και το ανέκδοτο, γιατί επιμένετε;

 

Τι ήξερε ο πτωχός Χατζιδάκις;

Επανεκδόθηκε πρόσφατα ένας από τους πιο αγαπημένους δίσκους της ελληνικής μουσικής, το Χαμόγελο της Τζοκόντας του Μάνου Χατζηδάκι. Στην εφημερίδα που διάβασα την είδηση, πρόσεξα ότι ο δημοσιογράφος παντού παραλλάζει τον τίτλο και γράφει «Το Χαμόγελο της Τζοκόντα». Μόνο που ο Μάνος Χατζιδάκις, που και καλαίσθητος ήταν και ήξερε ελληνικά, τιτλοφόρησε το έργο του «Το χαμόγελο της Τζοκόντας», επαναλαμβάνω, της ΤζοκόνταΣ, στα ελληνικά -και όχι «της Τζοκόντα» στα γκλαμουριάρικα. Πάλι καλά που δεν το έγραψαν της Gioconda” ή ίσως «της Joconda» για να είναι και λάθος!

 

Ετυμολογία 1 - Καλαισθησία 0

Ο κ. Μπαμπινιώτης έκανε ένα μεγάλο κακό με το (κατά τα άλλα πολύ χρήσιμο) λεξικό του. Διότι ακολουθώντας έως τα άκρα τις επιταγές της ετυμολογίας, ανατρέπει καθιερωμένες εδώ και αιώνες ορθογραφήσεις λέξεων, προτείνοντας εξωφρενικές ορθογραφήσεις όπως αγώρι, τσηρώτο, τζύρος, φιλαινάδα, καλοιακούδα, καρμοίρης και άλλες πολλές που έχουν μεν επιστημονική ετυμολογική βάση (αν και όχι όλες· όμως το θέμα αξίζει ολόκληρο σημείωμα) αλλά και σύγχυση σπέρνουν και εδραιωμένες εικόνες ανατρέπουν χωρίς, τελικά, κανένα λόγο. Κι αυτό είναι μια άλλη μορφή περιφρόνησης απέναντι στη χρήση της γλώσσας από τους μη επιστήμονες χρήστες της. Αλλά γιατί τα λέω όλα αυτά; Διότι καλός γελοιογράφος, προφανώς ενστερνιζόμενος τις διδαχές Μπαμπινιώτη, ορθογράφησε πρόσφατα τον ήρωα της επανάστασης Θεόδωρο Κωλοκοτρώνη. Προσοχή, με ωμέγα, χωρίς να σκεφτεί ότι υπογραμμίζοντας έτσι την ετυμολογία του ονόματος μόνο τον ήρωα προσβάλλει.

 

Πώς αλώνεται το αποτέλεσμα;

Σε λογοτεχνική παρουσίαση (Ελευθεροτυπία, ένθετο Βιβλιοθήκη) διαβάζω: «(Ο συγγραφέας) εικονοκλαστικός, αλώνει το αποτέλεσμα δια ομιλούντων εικόνων, γιατί τα πραγματικά γεγονότα είναι πιο δυνατά από τα επινοημένα». Αν δεν καταλάβατε και πολλά πράγματα, δεν είστε μόνος· το ίδιο κι αν σας ενόχλησε το μαργαριτάρι των ‘ομιλούντων εικόνων’. Το οποίο θα το απέφευγε ο ερίφης, είμαι βέβαιος, αν έγραφε στη γλώσσα του μπαμπά του: ‘με ομιλούσες εικόνες’. Ίσως όμως χωρίς τη γενική πτώση, που έχει γίνει σχεδόν απαραίτητη παντού στις μέρες μας, να μην αλώνεται καλά το αποτέλεσμα.