Από την Άννα Κομνηνή στην βετεράνο ορκωτό ελεγκτή λογιστή
Παλιότερα, όταν οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, υπήρχαν μόνο άντρες βουλευτές και υπουργοί, μόνο (ή σχεδόν αποκλειστικά) άντρες γιατροί, δικαστές και δικηγόροι. Μοιραία, τα επαγγελματικά ουσιαστικά όπως ο βουλευτής, ο υπουργός, ο ιατρός, ο δικηγόρος δεν είχαν θηλυκό. Τα άλλα, είχαν. Θέλω να πω, υπήρχαν όχι μόνο χορεύτριες, τραγουδίστριες και ποιήτριες, αλλά και εργάτριες, καθαρίστριες και λογίστριες. Υπήρχαν στη ζωή, υπήρχαν και στη γλώσσα.
Σήμερα, εδώ και πολλές δεκαετίες
μάλιστα, υπάρχουν γυναίκες στη Βουλή και στα υπουργικά έδρανα· πάμπολλες είναι
οι γυναίκες που ασκούν τη δικηγορία ή την ιατρική (σε ορισμένες ειδικότητες
αποτελούν την πλειοψηφία). Όμως δεν υπάρχουν στη γλώσσα· το θηλυκό γένος αυτών
των αξιωμάτων και επαγγελμάτων είναι ανύπαρκτο. Όπως στις μεγάλες εταιρείες της
Αμερικής και της Ευρώπης υπάρχει η αόρατη και άγραφη "γυάλινη οροφή"
που εμποδίζει τις γυναίκες να ανέβουν πάνω από κάποιο ορισμένο επίπεδο της
ιεραρχίας, έτσι και στη δική μας γλωσσική πραγματικότητα υπάρχει μια αόρατη
οροφή που παραδέχεται γυναίκες εργάτριες και καθαρίστριες, άντε ποιήτριες και
πιανίστριες, ακόμα και λογίστριες, αλλά όχι παραπάνω: όχι δικάστριες,
βουλεύτριες, προς Θεού! Ο ποιητής κι ο εργάτης έχουν
θηλυκό, ο βουλευτής κι ο δικαστής, όχι. Αποτέλεσμα
είναι να χρησιμοποιούμε επισήμως ερμαφρόδιτες λύσεις: η γιατρός, η βουλευτής, η δικαστής. Λύσεις ερμαφρόδιτες και
φαιδρές· επειδή όμως επαναλαμβάνονται κατά κόρον, τείνουν να παγιωθούν σαν
σωστές και μάλιστα να επηρεάσουν και άλλους λεκτικούς τύπους. Βέβαια, η λαϊκή
χρήση έχει δώσει λύσεις: οι τύποι δικαστίνα,
βουλευτίνα και δημαρχίνα χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο, όσο κι αν τους
χλευάζουν οι γκλαμουράτοι, ενώ η παλιότερη χρήση της
κατάληξης –ίνα για τη σύζυγο του δικαστή, του βουλευτή ή του δημάρχου (ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφάω από την
πείνα, που λέει η παροιμία) τείνει να εκλείψει, μαζί της κι η σύγχυση.
Το πρόβλημα δεν είναι απλό· διαπλέκονται
εδώ διαφορετικές συνιστώσες, όπως η φυσιολογική αμηχανία μπροστά στα νέα
φαινόμενα, η έλλειψη τριβής στη χρήση, ο καθωσπρεπισμός του νεοκαθαρευουσιανισμού,
κάποιος γλωσσικός σεξισμός. Θέλω να πω, το πρόβλημα των "επαγγελματικών
θηλυκών" για να το ονομάσω επιγραμματικά, θα υπήρχε ακόμα κι αν δεν είχαμε
επέλαση του νεοκαθαρευσιανισμού και γλωσσικό σεξισμό·
τώρα απλώς οξύνεται. Ούτε και είναι απόλυτο το σχήμα που παρουσίασα πιο πάνω,
ότι δηλαδή κλίνονται αρσενικότροπα μόνο τα
"ανώτερα" επαγγελματικά ουσιαστικά: διότι ο ταμίας και ο γραμματέας δεν
έχουν κανένα ιδιαίτερο γόητρο, και κυριαρχούνται από γυναίκες, αλλά γενικώς
αποδεκτά θηλυκά δεν έχουν. Βέβαια, στην καθημερινή προφορική χρήση των χώρων
εργασίας, συχνά λέμε και ακούμε "η γραμματέα, της γραμματέας" και
(νομίζω) "η ταμία, της ταμίας". Έχω και παλιότερα υποστηρίξει ότι οι
τύποι αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να σταθούν. Άλλωστε στα αρχαία ελληνικά
υπήρχε ταμίας (με την έννοια του
οικονόμου ενός σπιτιού ή κτήματος) και είχε θηλυκό, η ταμία βέβαια. Ούτε και είναι εύκολο να βρεθεί το θηλυκό του ο κριτικός έτσι που να μη συγχέεται με
την κριτική, και γενικότερα το θηλυκό των επαγγελματικών σε –ικός. Ούτε και μπορεί εύκολα να εξηγηθεί για ποιο λόγο
έγιναν αποδεκτές η εκδότρια και η ποιήτρια αλλά όχι η σκηνοθέτρια (να είναι η
γοητεία του αρχαιόπρεπου σκηνοθέτις; Ή μήπως ότι ο σκηνοθέτης έχει εξουσία,
άρα πρέπει να φοράει γραμματικά μουστάκια;)
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις αποτέλεσε η παρατήρηση ότι στη δημοσιογραφική γλώσσα της νεοκαθαρευουσιάνικης γκλαμουριάς, όλο και περισσότερο εξαπλώνεται ο αρσενικός τύπος και περνάει και σε νέα εδάφη· έτσι, πρόσφατα διάβασα σε πρωτοσέλιδο της Καθημερινής ότι μια αμερικανίδα "βετεράνος φιλόσοφος" έκανε κριτική στον Τσόμσκι (και καλά, αν δεν ήθελε το "βετεράνα φιλόσοφος" δεν θα μπορούσε άραγε ο συντάκτης να πει "παλαίμαχη"; Αφήνω ότι και επί της ουσίας είναι οξύμωρο να λες για βετεράνους στη φιλοσοφία), ενώ με τον πόλεμο στο Ιράκ και τις αγριότητες των ανθρωποφυλάκων στο Αμπού Γκράιμπ έδωσε και πήρε ο τύπος "η στρατιώτης". Ωστόσο, υπάρχουν και όρια. Μπορεί βέβαια να μην πολυχρησιμοποιείται ο τύπος υπερνομάρχισσα, αλλά κανείς (προς το παρόν, τουλάχιστον, αλλά ας μην τους δίνω ιδέες) δεν έχει ακόμη γράψει "η μουσουλμάνος υπερνομάρχης" για την κυρία Καραχασάν. Άλλωστε, η χρήση των ερμαφρόδιτων τύπων υποχωρεί (μερικές φορές) μπροστά στην ανάγκη για κατανόηση: πριν από μερικά χρόνια, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου της Σεβίλλης, τρεις ελληνίδες αθλήτριες προκρίθηκαν στον τελικό της δισκοβολίας. Η Ελευθεροτυπία, πολύ σωστά, έβαλε τίτλο: Στον τελικό οι τρεις δισκοβόλες, διότι αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε αν "οι τρεις δισκοβόλοι" ήταν άντρες ή γυναίκες. (Η παλιά, αμιγής καθαρεύουσα δεν είχε πρόβλημα: έλεγε αι τρεις δισκοβόλοι).
Είπα πιο πάνω ότι οι ερμαφρόδιτοι τύποι επηρεάζουν και άλλους τύπους και ο ερμαφροδιτισμός επεκτείνεται. Διότι, π.χ., μπορεί η λογίστρια να έχει επικρατήσει, αλλά η "ορκωτή ελέγκτρια λογίστρια" κονταροχτυπιέται στη χρήση με τον ερμαφρόδιτο τύπο "η ορκωτός ελεγκτής λογιστής", όσο αηδιαστικό κι αν ακούγεται το τελευταίο. Ο τύπος διευθύντρια επίσης επικράτησε, αλλά βλέπω αριά και πού, ιδίως στην Κύπρο, ερμαφρόδιτους τύπους όπως "η γενικός διευθυντής". Μάλιστα, διάβασα πρόσφατα άρθρο Κυπρίου φιλολόγου, ο οποίος θεωρεί σωστούς και προτιμητέους τους τύπους όπως "η γενικός ταμίας, η επαρχιακός δικαστής", που μου φαίνονται τερατώδεις.
Το πρόβλημα, επαναλαμβάνω, είναι
υπαρκτό. Ωστόσο, επειδή πιστεύω ότι σε ένα βαθμό οι ερμαφρόδιτοι τύποι
στηρίζονται και στη δύναμη της συνήθειας, θα ήθελα να σας παροτρύνω να
χρησιμοποιείτε, και προφορικά αλλά και στον γραπτό λόγο, τους θηλυκούς τύπους
των επαγγελματικών ουσιαστικών: η βουλευτίνα λοιπόν και η δικαστίνα, η ταμία
και η γραμματέα. Δεν λέω ότι είναι απλό και εύκολο, πολύ περισσότερο που δεν
υπάρχει πάντοτε ένας αποδεκτός τύπος· για παράδειγμα, θα λέμε βουλευτίνα ή βουλεύτρια; Γραμματίνα, γραμματέα ή γραμμάτισσα; Πιστεύω ότι η χρήση
θα αποφασίσει. Αν αφεθούν να τριφτούν στην καθημερινή χρήση οι διάφοροι
εναλλακτικοί τύποι, κάποιος θα επικρατήσει. Η πρόβλεψή μου είναι ότι αν
πρόκειται ποτέ να απαλλαγούμε από τα ερμαφρόδιτα η βουλευτής, η γραμματέας, οι τύποι που θα επικρατήσουν θα είναι η βουλευτίνα, η γραμματέα.
Να αφεθούν όμως πράγματι να χρησιμοποιηθούν οι εναλλακτικοί όροι. Γιατί οι νεοκαθαρευουσιάνοι, που κόπτονται για την πολυτυπία όταν είναι να διαφυλάξουν π.χ. τα τριτόκλιτα "της κυβέρνησης / της κυβερνήσεως", γίνονται ξαφνικά ορκισμένοι εχθροί της και χλευάζουν την πολυτυπία όταν απειλείται το μονοπώλιο των αρχαιοπρεπών η συγγραφεύς, η γραμματεύς. Εκεί, γίνονται φανατικοί μονοτυπιστές!
Το θέμα αξίζει κι άλλο σημείωμα, προτιμώ όμως να κλείσω, έστω προσωρινά, με ένα απόσπασμα από ένα απολαυστικό κείμενο του μεταφραστή και παλιού φίλου Νίκου Κούρκουλου:
Ειδικά οι λέξεις σε «-ισσα» προκαλούν νευρική κρίση σε κάθε κομ-ιλ-φο
διορθωτή. Είναι, ωστόσο, μια κατάληξη που υπήρχε ήδη στα αρχαία – διέπραξε όμως
το αμάρτημα να διατηρηθεί και να επεκταθεί στο Μεσαίωνα και να περάσει έτσι,
ενισχυμένη, στη δημοτική. (…) Η πρώτη και η προφανής αιτία γι’ αυτό το
φαινόμενο γλωσσικού τραβεστισμού είναι, εννοείται, ο
νέος καθαρευουσιανισμός, που μοιάζει εντελώς αποφασισμένος να εξαφανίσει την ελληνοφωνία – και φαίνεται ότι θα τα καταφέρει, αν οι
ελληνόφωνοι δεν αντισταθούν. Νομίζω όμως ότι υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος γι’
αυτά τα γλωσσικά μουστάκια: ο μισογυνισμός, και μάλιστα ένας μισογυνισμός ακόμα
πιο ύπουλος αφού κρύβεται πίσω από την επίκληση μιας τυπικής-μορφικής εξίσωσης
των φύλων. Δεν είναι δυνατό ένα πλάσμα που, π.χ., προεδρεύει σ’ ένα σεβαστό
δικαστήριο να διαθέτει μήτρα (πήγα να γράψω μια άλλη λέξη που αρχίζει από το
ίδιο σύμφωνο, ευτυχώς όμως θυμήθηκα εγκαίρως ότι υπάρχουν και άλλου είδους
καθωσπρεπισμοί). Αφού δεν μπορούμε να της την αφαιρέσουμε πραγματικά, ας
πραγματοποιήσουμε την εγχείριση στο αφηρημένο επίπεδο της γλώσσας.
Για να πούμε την αλήθεια, η ουσία του προβλήματος έχει μεγάλη ιστορία. Θυμήθηκα
μάλιστα κάτι που μου είχε κάνει εντύπωση από παλιά, μια άλλη περίσταση όπου το
γλωσσικό σιδέρωμα και ο μισογυνισμός βαδίζουν χέρι-χέρι. Τον παλιό καιρό,
λοιπόν, τα θηλυκά μέλη της οικογένειας του Κομνηνού, του Μακρεμβολίτη
ή του Παλαιολόγου ονομάζονταν αντίστοιχα Κομνηνή, Μακρεμβολίτισσα ή Παλαιολογίνα –
τι τα θέτε όμως, είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί ήταν (σε πείσμα της επίσημης
γραμματείας τους) κατά βάθος μαλλιαροί, άσε που δεν τους χώνευε κι ο Καστοριάδης. Η νεοελληνική γραφειοκρατία προτίμησε, για την
περίπτωση αυτή, τη γενική πτώση του αρσενικού (γενική κτητική, προφανώς),
γεγονός που επέτρεψε και το λανσάρισμα μερικών αρχαιοπρεπών γενικών, π.χ. η Νικολαΐδου.
Και, επιστρέφοντας στο θέμα μας, το πράγμα εξελίσσεται συστηματικά. Σχετικά
πρόσφατα, με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ, πρόσεξα τον τύπο «η στρατιώτης» – και
πάλι σε εφημερίδα. Νομίζω ότι έχουν ωριμάσει πια οι συνθήκες για να δοθεί το
τελικό χτύπημα, απολύτως συμβατό με όσα έχουν προηγηθεί: είναι καιρός να τεθεί
εκτός νόμου αυτή η απαρχαιωμένη, έμφυλη κι έκφυλη,
και σε τελική ανάλυση υποτιμητική κι αηδιαστική λέξη, «γυναίκα», και να αντικατασταθεί
με το κομψό και απέριττο: η άνδρας.
© 2006 Νίκος Σαραντάκος
sarant@pt.lu