Ομιλία Νίκου Λίγγρη στην παρουσίαση της Γλώσσας μετ’ εμποδίων στον Ιανό, 23.2.2008

 

Προβληματίστηκα αρκετά με την πρόσκληση του συνονόματου Νίκου Σαραντάκου να μιλήσω στη σημερινή σύναξη. Πρώτα απ’ όλα, δεν ήξερα τι είδους κοινό θα συγκεντρωθεί, σε ποιους θα έπρεπε να απευθυνθώ. Σε ανθρώπους με απόψεις και έτοιμες απαντήσεις ή σε ανθρώπους με ερωτηματικά; Θα είχαμε άραγε μπαμπινιωτικούς και αντιμπαμπινιωτικούς; Οπαδούς του Σαραντάκου και οπαδούς του Σαράντου Καργάκου; Θα είχε προνοήσει κάποιος να τους καθίσει αυτούς χώρια ή θα είχαμε σύρραξη;

Έπειτα, δεν ήξερα με ποια σειρά θα μιλήσουμε: Θα ήμουν πρώτος λόγω ηλικίας, τελευταίος (last but not least, που λένε οι Εγγλέζοι) ή η κοιλιά του προγράμματος, ως μεσαίος στο αλφαβητικό Κα-Ελ-Εμ.

Πάνω απ’ όλα όμως, αγνοούσα παντελώς ποια πράγματα σκόπευαν να θίξουν οι συνεισηγητές μου και ήρθα με το φόβο μη βρεθούμε σε ένα γαϊτανάκι γύρω από τον ίδιο στύλο.

Έψαχνα λοιπόν να βρω θέμα για αυτό το δεκαπεντάλεπτο της φήμης που μου αναλογεί. Στην αρχή, σκέφτηκα να αναφερθώ στην εποχή του «παρά». Όχι με τη σημασία της τουρκικής λέξης. Ούτε με την κασσανδρική, των οικολόγων που λένε ότι είμαστε στο παραπέντε πριν την καταστροφή του πλανήτη μας.

Αλλά στην εποχή του «παρά» με τη σημασία αυτού που είναι έξω από τα καθιερωμένα, του περιθωριακού –όπως λέμε παραοικονομία, παρακράτος, παραεπιστήμη, παραϊατρική, παρετυμολογία, παραπληροφόρηση– και να αναφερθώ ειδικότερα στα παραμύθια για την ελληνική γλώσσα, και τους λόγους που κυκλοφορούν. Διότι υπάρχουν παραμύθια που τα πιστεύουν αυτοί που τα παράγουν και τα αναπαράγουν. Και υπάρχουν παραμύθια που επιδιώκουν να εξαπατήσουν, σαν τα μηνύματα που παίρνουμε στον υπολογιστή μας για κάποιον ανύπαρκτο, άκρως καταστροφικό ιό, ή από τον τραπεζίτη από τη Νιγηρία που θέλει να μοιραστεί μαζί μας κάποια αζήτητα εκατομμύρια.

Σ’ αυτά τα δεύτερα παραμύθια, τις καραμπινάτες απάτες, ως προς την παραγωγή αν όχι την αναπαραγωγή τους, θα πρέπει να εντάξουμε αυτό το περίφημο κείμενο για τα εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής, το λερναίο όπως το έχει ονομάσει ο Σαραντάκος
και όπως άλλωστε αποδεικνύεται μετά το κεφάλι που ξεφύτρωσε πάλι προ καιρού με το παπαγάλισμά του από τον υπουργό παιδείας.

Ξεχώρισα το συγκεκριμένο παραμύθι επειδή η ανάγκη που νιώθουν κάποιοι γι’ αυτό το είδος του παραμυθιού δοκιμάζει τα νεύρα μου σαράντα χρόνια τώρα. Ήδη από τον καιρό που ξεκίνησα να διδάσκω αγγλικά, με ρωτούσαν διάφοροι: «Ποια γλώσσα έχει τις περισσότερες λέξεις, η αγγλική ή η ελληνική;» Δεν θυμάμαι αν έβαζαν και τα κινέζικα. «Τα αγγλικά», απαντούσα. «Μα», λέγανε αυτοί, που μου την είχανε στημένη… και αραδιάζανε διάφορα επιχειρήματα. Τους αράδιαζα κι εγώ τα δικά μου και τους έλεγα μετά ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι να νιώσουμε περήφανοι για την ελληνική γλώσσα, αν αυτό είναι το ζητούμενο. Καλύτερα όμως θα ήταν να είναι περήφανοι για τη δική τους γνώση της ελληνικής γλώσσας. Αλλιώς είναι σαν να λες «Εμείς οι Έλληνες έχουμε τους μεγαλύτερους εφοπλιστές», κι εσύ ο ίδιος να μην έχεις ούτε φουσκωτό.

Ρώτησα, τέλος πάντων, τον συνονόματο: να μιλήσω για την εποχή του παρά; Όχι, άσε, μου λέει, μπορεί να θέλει να μιλήσει ο Μπουκάλας γι’ αυτό, οπότε να ζητήσω συγγνώμη από τον Παντελή αν του πήρα την μπουκιά από το στόμα, λίγη έστω.

Άρχισα να αναζητώ άλλο θέμα, και αναρωτήθηκα, με μια λαϊκίστικη διάθεση, τι να θέλει άραγε ο κόσμος να ακούσει. Και απευθύνθηκα στον δικό μου κόσμο, βρήκα δηλαδή πρώτα τη γυναίκα μου, που την είχα πρόχειρη.

«Τι θα ήθελες να ακούσεις σε μια τέτοια σύναξη;» τη ρωτάω. «Προς τα πού πάει η γλώσσα», μου απαντά. «Δηλαδή;» «Δηλαδή, γίνεται πιο πλούσια, πιο φτωχή; Θα μπορούν μεθαύριο οι νέοι να διαβάζουν με άνεση αυτά που διαβάζαμε και διαβάζουμε εμείς;» Προφανώς τσαλαβουτούσε στους γνώριμους βάλτους της συζήτησης περί πενίας της γλώσσας. «Τι γλώσσα», μου λέει, «θα μιλάμε σε λίγα χρόνια;»

Μπήκα στον πειρασμό να της δώσω την ίδια απάντηση που έδινα και στο προηγούμενο ερώτημα, των μαθητών μου: Αγγλικά. Είναι ένα προκλητικό σενάριο που καταθέτω χωρίς το φόβο να διαψευστώ εν ζωή, ότι σε δέκα τέρμενα θα μιλάνε αγγλικά οι απόγονοί μας σ’ αυτή τη χώρα, και τα ελληνικά σαν δεύτερη γλώσσα – ή, αργότερα, ίσως απλώς να τα μελετούν για λόγους ιστορικής μνήμης. Είναι ένα σενάριο που συζητώ μερικές φορές, όχι στο πλαίσιο μιας κλάψας για τον εξαγγλισμό της γλώσσας μας (δεν ανήκω άλλωστε στους κλαψιάρηδες), ούτε γιατί νομίζω ότι η αγγλική είναι γλώσσα ανώτερη της ελληνικής (δεν ανήκω σ’ αυτούς που αρέσκονται να συζητούν για την ανωτερότητα της μιας ή της άλλης γλώσσας). Προκαλώ ενίοτε με αυτό το σενάριο για να εξηγήσω ότι, αν γίνει αυτό, θα γίνει γιατί θα το έχουν διαλέξει οι απόγονοί μας και όχι γιατί θα τους το έχει επιβάλει κάποιος.

Και πάνω εκεί αρχίζει η κόντρα για το πόσο διαλέγουμε και πόσο μας επιβάλλουν πράγματα: που μας καπελώνουν κανονικά, που θέλουν να μας κάνουν όλους ίδιους για να έχουν ένα ομοιόμορφο καταναλωτικό κοινό, και εγώ να επιμένω και να λέω ότι, καλώς ή κακώς, επιλέγουμε και είμαστε καταναλωτές, όπως επιλέγουμε να βλέπουμε σκουπίδια στην τηλεόραση – δεν έχω δει κανέναν να του κάνουν φάλαγγα κι αυτός να φωνάζει «Όχι, όχι, δεν θα γίνω εγώ καταναλωτής!»

Με τον ίδιο τρόπο, αν είναι να βγει αληθινό το τρελό μου σενάριο, θα έρθουν έτσι τα πράγματα γιατί αυτό θα κάνει ευτυχισμένους τους μακρινούς απογόνους μας ή θα νομίζουν ότι θα τους κάνει ευτυχισμένους (εκτός από μια δράκα που πάντα θα κλαίγεται). Δεν θα στενάζουν κάτω από τη δικτατορία της αγγλικής γλώσσας. Θα γίνει αργά, ειρηνικά, σαν το ώριμο φρούτο που πέφτει από το δέντρο.

Γιατί έτσι γίνονται τα πράγματα με τη γλώσσα συνήθως. Την καθαρεύουσα, τόσα χρόνια προσπαθούσαν να την επιβάλουν αποπάνω, δεν τα κατάφεραν. Το μονοτονικό, από την άλλη, μπορεί να ψηφίστηκε εν μιά νυκτί, όπως διαμαρτύρονται οι νοσταλγοί του πολυτονικού, αλλά εγώ δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί χρειαζόμασταν το πολυτονικό και τότε που το είχαμε, και θεωρώ αντιπαραγωγική τη συνεχιζόμενη χρήση του από κάποιους εκδοτικούς οίκους και αντιπαραγωγικά τα αιτήματα που ακούγονται για την επαναφορά του (και όσοι με γνωρίζουν θα εκπλαγούν από το πόσο ευγενικά διατύπωσα εδώ την άποψή μου).

Περισσότερα και για αυτό το παραμύθι, το «εν μιά νυκτί», των νοσταλγών του πολυτονικού θα διαβάσετε στο βιβλίο του Σαραντάκου. Εγώ πάντως δεν πρόκειται να σας προκαλέσω αναλύοντας το φρικτό μου σενάριο για την αγγλική γλώσσα. Ούτε καν στη γυναίκα μου δεν τόλμησα να το αναφέρω.

«Θα σου απαντήσω αργότερα», της είπα, «δε βιάζεσαι;» Και πήγα και έκανα την ίδια ερώτηση στο γιο μου, τι θα ήθελε να ακούσει σε μια σύναξη σαν τη σημερινή. «Πώς θα μπορέσει να γίνει πιο ευέλικτη η ελληνική γλώσσα», μου είπε αυτός. «Δηλαδή;» «Να, να μπορέσει να βολέψει κάπως όλους αυτούς τους καινούργιους όρους». Ο γιος μου είναι 23, δεν έχει καλή σχέση με τα γλωσσικά, φαίνεται από την ερώτηση, κάποιον Προκρούστη αναζητούσε κι αυτός. Αυτός είναι χωμένος μέχρι τα μπούνια στις σύγχρονες τεχνολογίες. Αλλά κι εγώ τις παρακολουθώ, από μέσα κι απόξω, για τουλάχιστον 30 χρόνια. Και ομολογώ ότι, στην καθημερινή μας συζήτηση, όχι μόνο με το γιο μου, και με άλλους, ακόμα κι όταν γνωρίζουμε εύστοχο ελληνικό όρο για τα πράγματα που συζητάμε, το πιθανότερο είναι να χρησιμοποιήσουμε τον αγγλικό όρο: «κομπιούτερ», «ίντερνετ», «μπλογκ», αντί για τα πολύ εύκολα και όμορφα «υπολογιστής», «διαδίκτυο», «ιστολόγιο». Ακόμα περισσότερο όταν η επίσημη ορολογία παίζει ανάμεσα στο γελοίο και το γλωσσοδέτη: μόντεμ θα πούμε αντί για διαποδιαμορφωτή, ποπ-απ αντί για αναφυόμενο επιλογολόγιο, μπάφερ αντί για προσωρινό ή ενδιάμεσο καταχωρητή. Δεν υπάρχει βέβαια κανένα πρόβλημα όταν είναι να χρησιμοποιήσουμε άλλες καθημερινές λέξεις, λέμε σελίδες του ίντερνετ, δεν λέμε web pages, λέμε κωδικός, νομίζω κάποιοι λένε και συνθηματικό, δεν λέμε password. Και τέλος πάντων, αυτά μπορεί να σας είναι άγνωστα αν δεν ασχολείστε με τους υπολογιστές, αλλά ίδια κι απαράλλακτα συμβαίνουν και με τις άλλες τεχνολογίες, που είναι πιο κοντά στον κοινό άνθρωπο. Πόσοι λένε τηλεομοιοτυπία το φαξ, παρελκόμενα τα αξεσουάρ, σύμπυκνο δίσκο το σιντί – ή πώς να πεις το hands-free «λυσιχερές εξάρτημα»;

Με προβλημάτισε κάπως η ερώτηση του γιου μου. Μήπως τελικά δεν είναι αδιάφοροι οι νέοι σ’ αυτή την εισβολή ξένων λέξεων; Μπορεί η γλώσσα να τους δώσει λύσεις; Τους δίνουμε εμείς; Οι μεταφραστές, οι γλωσσολόγοι, οι ορολόγοι, οι λεξιπλάστες, οι συγγραφείς, κάνουμε κάτι γι’ αυτό; Ή απλώς εξαντλούμαστε στη βυζαντινολογία τού αν πρέπει να γράφουμε την ορθοπεδική με «ε» ή με «αι»; Και μόνο αφού αποφασίσουμε πόσοι άγγελοι χωρούν στην κεφαλή αυτής της καρφίτσας θα ασχοληθούμε με τα πραγματικά προβλήματα της γλώσσας μας. Ή καλύτερα να μην τα πω προβλήματα – με αυτά που πραγματικά και σαρωτικά επηρεάζουν τη γλώσσα μας. Τηλεγραφικά: τηλεόραση, υπολογιστές, διαδίκτυο, ξένη μουσική, ξένος κινηματογράφος, παγκοσμιοποίηση – επιθυμία για παγκοσμιοποίηση, ο νέος θέλει να είναι κοινωνός αυτών των πραγμάτων. Μπορεί η γλώσσα μας να απορροφήσει χωρίς τριγμούς τη νέα ορολογία; Να εξελληνίσει με κομψότητα ό,τι εξελληνίζεται και να υιοθετήσει, ασμένως και χωρίς κλάψες, ό,τι δεν εξελληνίζεται, όπως άλλωστε έκανε τόσα χρόνια;

Αλλά γι’ αυτά δεν λέει τίποτα το βιβλίο του Σαραντάκου, οπότε αποφάσισα να μην το σκαλίσω κι εγώ. Μιλάει όμως εκτενώς για τη λαθολογία και μας μιλάει για τα παραμύθια, την παραμυθία αν θέλετε, που ανακάλυψαν μερικοί ευφάνταστοι παρετυμολόγοι, που πίσω από κάθε αγγλική λέξη ανακαλύπτουν μια ελληνική. Αυτοί προφανώς δεν θα έχουν πρόβλημα με την εισβολή των αγγλικών όρων.

Άφησα λοιπόν στην άκρη κι αυτό το θέμα και σκέφτηκα μήπως προσπαθήσω να χαρτογραφήσω το σημερινό πεδίο μάχης στα γλωσσικά θέματα. Ή έστω να βάλω μια λεζάντα, ένα επεξηγηματικό υπόμνημα, στο χάρτη.

Αν δεν ξέρετε, σας λέω ότι γίνεται ένας μικρός χαμός. Εκεί που κάποτε οι διαφωνίες έβγαιναν στα συνέδρια και τα επιστημονικά περιοδικά, με τον απόηχό τους να φτάνει σε κάποιες εφημερίδες, τώρα έχουμε τακτικότατες μάχες ή έστω αψιμαχίες στον τύπο και κυρίως στο διαδίκτυο (όπου συμμετέχουν οι πάντες, σχετικοί και άσχετοι). Τόσες μάχες, που εγώ που το βρίσκω απολαυστικό να τις παρακολουθώ, δεν τις προλαβαίνω πια.

Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να υπάρχουν δύο στρατόπεδα, αλλά το κάθε στρατόπεδο δεν είναι ομοιογενές, κάθε άλλο, ίσως να υπάρχουν ευκαιριακές συμμαχίες, ίσως μέσα στην αναμπουμπούλα της μάχης να έχουν μπερδευτεί επιστήμονες με ερασιτέχνες και σκιτζήδες. Αδρή, αδρότατη, άρα, θα μπορούσε να είναι αυτή η «λεζάντα».

Από τη μια λοιπόν έχουμε αυτούς που πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι εργαλείο επικοινωνίας· ένα πολύτιμο εργαλείο, πολυσύνθετο, περισσότερο κι από ελβετικό σουγιά, ικανό να στήσει πυραμίδες επιχειρημάτων και να σκαλίσει αριστουργηματικά ποιήματα – αλλά εργαλείο. Όσο το εργαλείο κάνει τη δουλειά του, έχει καλώς. Άμα στομώσει κάποιο εξάρτημά του, το πας στο μάστορα να σου το αντικαταστήσει. Άμα δεν σου κάνει πια το εργαλείο, το πετάς και παίρνεις καινούριο. Και αν δεν είσαι εντελώς άστοργος, δεν το πετάς· το βάζεις σε μια βιτρίνα, να περνάνε οι τουρίστες να το βλέπουν για την αξία που είχε κάποτε.

Η πλευρά αυτή έχει θεοποιήσει τη χρήση. Άμα μας κάνει το εξάρτημα για τη δουλειά, το κρατάμε. Δεν πα’ να ’ναι κλεμμένο, δεν πα’ να ’ναι στραβοχυμένο. Σημασία έχει να γίνεται η δουλειά. Και γίνεται, καλή δουλειά. Δεν έχασε σε ποίηση η ποίηση επειδή έχασε τις περισπωμένες ή άλλαξε ορθογραφία το γαρίφαλο. Είπε η Ιουλιέτα (του Ρωμαίου): το γαρίφαλο, όπως κι αν το πεις και όπως κι αν το γράψεις, πάλι το ίδιο θα μυρίζει. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. [Σ.Σ. Ο Σέξπιρ είχε γράψει: Το τριαντάφυλλο, όπως κι αν το πεις, το ίδιο γλυκά θα μυρίζει.]

Από την άλλη, στο αντίπαλο στρατόπεδο, η γλώσσα είναι φετίχ, αντικείμενο λατρείας με μαγικές ιδιότητες. Πρέπει να το χειριζόμαστε με το σεβασμό που απαιτείται. Καλύτερα στομωμένο, παρά να του αλλάζουμε κάθε τόσο και κάποιο εξάρτημα. Στα μάτια αυτής της πλευράς, το άξιο αυτό εργαλείο είναι πάντα όμορφο ακριβώς επειδή φέρει τα σημάδια της δουλειάς που έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια.

Αυτή η πλευρά θεωρεί απαραίτητο το εργαλείο να της θυμίζει το παρελθόν. Η άλλη πλευρά ενδιαφέρεται το εργαλείο να μπορεί να της φτιάξει το μέλλον. Η μια πλευρά δίνει έμφαση στο ότι με το εργαλείο μπορείς να δημιουργήσεις πολιτισμό. Η άλλη, στο ότι με τη δουλειά που κάνεις διαμορφώνεις και προσαρμόζεις συνεχώς το εργαλείο.

Σίγουρα αδικώ πολύ κόσμο με αυτό το τσουβάλιασμα, γιατί και στα δύο στρατόπεδα υπάρχουν και οι ακραίες εκδοχές: για παράδειγμα, κάποιοι απίθανοι αρχαιολάγνοι από τη μία, χρήστες ατονικών συστημάτων ή λατινοελληνικών από την άλλη.

Θα πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο του Σαραντάκου για τη δική του χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου, όχι μόνο γιατί είναι ένας απολαυστικός οδηγός-ξεναγός, αλλά και για τον τρόπο που εξουδετερώνει πολλές νάρκες ή που βάζει μπόμπες κάτω από κάποια θεμέλια. Εγώ, για να μην αδικήσω κανέναν, απέρριψα και το θέμα της λεζάντας για την ομιλία μου.

Εντέλει, αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν ετοίμασα κάποια ομιλία για σήμερα, και να με συγχωρέσετε, θα σας τη χρωστάω για κάποια άλλη φορά. Ευχαριστώ πολύ.

 

Επιστροφή
Αρχική σελίδα του Νίκου Σαραντάκου