Το κείμενο αυτό, διορθωμένο και ξανακοιταγμένο, περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου "Γλώσσα μετ' εμποδίων" που κυκλοφορεί από τον Οκτώβρη του 2007 από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Περισσότερα για το βιβλίο μου αυτό, μπορείτε να διαβάσετε εδώ



Σε κάποια από τις λίστες του Διαδικτύου, ο φίλος Φειδίας Μπουρλάς, με τον οποίο έχουμε επανειλημμένα "κονταροχτυπηθεί" για θέματα γλώσσας, έστειλε το εκτενές σημείωμα "Σεμνωμάτων αναίρεσις" του Γιάννη Καλιόρη, δημοσιευμένο το 1988 στην εφημ. Καθημερινή. Πρόκειται για κείμενο πολεμικής, στο οποίο ο Γ.Κ. ξιφουλκεί εναντίον της "δογματικής" νεοελληνικής σχολικής γραμματικής του ΟΕΔΒ.

 

Είχα τότε σχολιάσει ορισμένα σημεία του σημειώματος εκείνου -αναδημοσιεύω εδώ αποσπάσματα του άρθρου του κ. Καλιόρη μαζί με τα δικά μου σχόλια.

 

 

"Σεμνωμάτων αναίρεσις" (αποσπάσματα)

Εφημερίδα "Καθημερινή", 1988

Γ.Μ. Καλιόρης

 

Η εν λόγω γραμματική είναι απαράδεκτα ελλειμματική και συρρικνωτική, διεπόμενη από πνεύμα δογματισμού, γλωσσικής ορθοδοξίας και μονολιθικότητος - είναι γραμματική μόνο της δημοτικής και ελάχιστα της σύνολης νεοελληνικής που έχει μεν για βάση της τη δημοτική αλλά δεν είναι ισοπλατής προς αυτήν: η νεοελληνική είναι οργανικά λογιόμεικτη, αποτελούμενη από κοιτάσματα λόγια και δημοτικά, και καμμιά από τις δύο της συνιστώσες δεν μπορεί να διεκδικήσει αυτοδύναμα το σύνολο της γλωσσικής εκφράσεως και ανάγκης. Η δε πολυτυπία που απορρέει παρέχει μεγάλες εκφραστικές (σημασιολογικές και αισθητικές) δυνατότητες (που εντελώς δειγματοληπτικά έχουμε εκθέσει αλλού: "Ιριδισμοί της νεοελληνικής. Παρεμβάσεις ΙΙ - Γλωσσικά", σελ. 347-387, Εξάντας 1986), ενώ η μονοκαλλιέργεια μιας και μόνο συνιστώσας αποδυναμώνει τη γλώσσα και τη φτωχαίνει, περιορίζοντας ολέθρια τις δυνατότητες επιλογής και αποχρώσεων.

 

Έτσι η γραμματική αμαρτάνει και θετικά, δια σπασμωδικής εξομοιώσεως των ανομοίων, και δια παραλείψεως. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν προβλέπει καθόλου μια ολοζώντανη και εν πάση περιπτώσει απαράκαμπτη λογιότροπη μορφολογία που ανταποκρίνεται στις λέξεις-τυποπαραδείγματα: μυς, εύελπις, επιτυχών, ομιλών (κινηματογράφος), αιδώς, πυρ, παραιτηθείς, απόπλους κ.λπ. ή στους διάφορους χρόνους των υφίσταμαι (και των ομοιόκλιτων), παρίσταμαι, εξίσταμαι, διίσταμαι, προΐσταμαι, ενίσταμαι, συνίσταμαι, επιτίθεμαι (προστίθεμαι, εκτίθεμαι, ανατίθεμαι, διατίθεμαι, συντίθεμαι, μετατίθεμαι, υποτίθεται), επικαλούμαι (προσκαλούμαι, συγκαλούμαι, ανακαλούμαι, παρακαλούμαι)· ούτε στη γενική του βαθύς που η "Γραμματική" παρουσιάζει ως τυποπαράδειγμα στερούμενο γενικής στο αρσενικό και ουδέτερο του ενικού (και μόνο σε μιαν υποσημείωση για την ορθογραφία αναφέρει τον τύπο βαθιού που τον έχει αποκλείσει από τον σχηματιστικό πίνακα, σα να μη λέμε παχέος εντέρου στην Ιατρική και βαρέος ύδατος στη Φυσική), αφήνοντας εντελώς απ' έξω τα ευρύς, οξύς κ.ά., γιατί βέβαια δεν μπορούμε να πούμε του ευριού, οι ευριοί, τα ευριά, του οξιού, οι οξιοί, τα οξιά, όπως το σχηματιστικό παράδειγμα υποβάλλει. Εδώ λοιπόν η "Γραμματική" σιωπά, καθώς επίσης σιωπά εντελώς και στα ανυποχωρήτως λογιοσχημάτιστα θηλυκά (επαγγελματικά και μη) όπως: η ευγνώμων (μετριόφρων κ.λπ.), η φυγάς, η μάρτυς, η ρήτωρ (κοσμήτωρ, λέκτωρ κ.λπ.), η συγγραφέας, διότι βέβαια δεν τολμά να πει της ευγνώμονα, της φυγάδα, της μάρτυρα, της ρήτορα, της (συγ-)γραφέα, κι ούτε θέλει να παραδεχθεί τα πασίχρηστα αλλά λόγια: του ευρέος, οξέος, οξέα κ.λπ., της ευγνώμονος, της φυγάδος, της μάρτυρος, της ρήτορος, της (συγ-)γραφέως.

Ολόκληρο αυτό το κεφάλαιο παραλείπεται ανεύθυνα, και ο μαθητής αφήνεται αβοήθητος στο έλεος της δημοσιογραφικής προχειρότητος, των κομματικών ιδιωμάτων και των ποικίλων φανατισμών, όπου άλλοι μεν προτείνουν της γραμματέα ή της γραμματέας, άλλοι της γραμμάτισσας ή

της γραμματικίνας, ή ακόμα η συγγράφισσα (χωρίς βέβαια να μας λένε τι προτείνουν για την γραφέα) κ.λπ. Η Σχολική Γραμματική παραιτείται εντελώς. Το ίδιο και στην περίπτωση των επαγγελματικών θηλυκών των γυμνασιάρχης, ειρηνοδίκης κ.λπ. Εξ άλλου οι χρησιμότατες προθέσεις εις, δια, επί, υπό, περί, εκ, νομιμοποιούνται μόνον ως πρώτα συνθετικά και σε κάποιες σπάνιες ή στερεότυπες εκφράσεις, ενώ εντελώς συγκαταβατικά γίνεται δεκτός ο τύπος δεσποινίς (ονομαστική και κλητική) ως δεύτερος τύπος κοντά στο δεσποινίδα, τη στιγμή που οι πάντες μεταχειρίζονται μόνον αυτόν.

 

Σχολιασμός από Ν.Σ.

Είναι όντως δύσκολο να σχολιάσω το μήνυμα αυτό, όχι μόνο επειδή δεν έχω υπόψη μου την εν λόγω γραμματική ή επειδή ο κ. Καλιόρης είναι δεινός περί τα γλωσσικά. Το θέμα είναι ότι η οποιαδήποτε γραμματική (όπως και το οποιοδήποτε λεξικό, και άλλα παρόμοια έργα) είναι αδύνατον να ικανοποιήσουν απόλυτα.  

Το δεύτερο είναι ότι, μια σχολική ελληνική γραμματική, κάθε ελληνική σχολική γραμματική, δεν μπορεί να είναι, από τη φύση της, παρά περιορισμένα πολυτυπική. Αναγκαστικά, θα είναι σε μεγάλο βαθμό μονολιθική. Μήπως οι προηγούμενες σχολικές γραμματικές της απλής καθαρεύουσας ήταν πολυτυπικές; Κάθε άλλο -και αυτό το παραδέχεται και ο Καλιόρης όταν λέει ότι η μονοτυπία είναι "τεχνητό κατασκεύασμα καθαρευουσιάνων ή δημοτικιστών". Ολες οι σχολικές γραμματικές ήσαν από καταβολής κράτους μονοτυπικές. Αν αυτό είναι καλό ή κακό, αναπόφευκτο ή όχι, το συζητάμε, αλλά να μη χρεώνουμε μονομερώς τη μονολιθικότητα στους δημοτικιστές. 'Ασε που, επί καθαρευούσης, όποιος επέκρινε στα λόγια ή στην πράξη την ισχύουσα γραμματική κινδύνευε να χάσει τη χρονιά του, τη θέση του, την εξέλιξή του ή (σε ακραία χρόνια) και την ελευθερία του, ενώ τώρα η κριτική είναι (και φυσικά καλά κάνει και είναι) απολύτως ακίνδυνη.

Μπορεί να έχει (και μάλλον έχει) πολλά στραβά η σχολική γραμματική. Το στραβό που δεν έχει είναι αυτό που την κατηγορεί ο Καλιόρης, ότι: "δεν προβλέπει καθόλου μια ολοζώντανη και εν πάση περιπτώσει απαράκαμπτη λογιότροπη μορφολογία που ανταποκρίνεται στις λέξεις-τυποπαραδείγματα: μυς, εύελπις, επιτυχών, ομιλών (κινηματογράφος), αιδώς, πυρ, παραιτηθείς, απόπλους κ.λπ.".

Σοβαρά; Δηλαδή για να μπορέσουμε να πούμε ότι "το λιμεναρχείο έβγαλε απαγόρευση απόπλου" πρέπει να χρεωθούμε και όλο το τυπικό (όχι της καθαρεύουσας, αλλά) της αρχαίας; Χρησιμοποιείται ποτέ αυτή η λέξη στον πληθυντικό; 'Οχι. Ο Καλιόρης διαλέγει λέξεις αρχαιόκλιτες, που είτε έχουν επιβιώσει σε ορισμένες στερεότυπες φράσεις, είτε είναι ελλειπτικές, δηλαδή οι άλλοι τύποι τους δεν απαντούν. Τέτοιες λέξεις, έχουν όλες οι γλώσσες. Στα γαλλικά, π.χ., το ρήμα gesir (κείμαι), που έχει δώσει τόσα παράγωγα στη γλώσσα (gisement, gite) επιβιώνει μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό, και όχι στους άλλους χρόνους, και μάλιστα κυρίως στο τρίτο πρόσωπο, σε στερεότυπες φράσεις των συμβολαιογράφων. Ομοίως, ο απόπλους, πώς να το κάνουμε, στη σημερινή γλώσσα δεν έχει πληθυντικό. Και καλά κάνει η γραμματική του σχολείου και τον παραλείπει (θα μπορούσε να τον έχει σε επίμετρο), διότι για να τον διδάξει θα έπρεπε να αναπτύξει όλη τη γραμματική της αρχαίας. Παραδέχομαι ότι μερικά από τα παραδείγματα του Κ. είναι καλόπιστα, ο απόπλους όμως δεν είναι.

Το πρόβλημα είναι διαφορετικό με επίθετα του τύπου ευτυχής, συνεπής, σαφής και με ρήματα όπως τα αποτελούμαι, καθιστώ κτλ. Εδώ, υπάρχει πρόβλημα, αλλά η λύση ποιά είναι; Συμφωνώ με τον Καλιόρη ότι θα μπορούσε η γραμματική να εξετάζει τις περιπτώσεις αυτές. Ωστόσο, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η γλώσσα βρίσκεται εν εξελίξει και σιγά-σιγά θα καθιερωθούν εναλλακτικοί γραμματικοί τύποι, όχι από τη μανία των ψυχαριστών αλλά από την ίδια τη ζωή. Σε λίγο, θα πάψουν να μας ενοχλούν τύποι όπως "του σαφή, η σαφή, της σαφής" και κατά τη γνώμη μου αυτή είναι εξέλιξη φυσική και όχι αποδοκιμαστέα, διότι θα γίνει όχι με φιρμάνι (η γραμματική δεν προτείνει τέτοιες "ακρότητες"), αλλά αβίαστα και εξ ανάγκης. Ηδη η εξέλιξη υπάρχει σε όσα από τα επίθετα αυτά έχουν γίνει ουσιαστικά: π.χ. στο ασθενής, όπου ο γιατρός λέει "του ασθενή" (του άρρωστου που κουράρει, ως ουσιαστικό πια) αλλά και "του ασθενούς" όταν η λέξη είναι επίθετο.

Πρόκειται για μια εξέλιξη εντελώς απαραίτητη, που στην Ελλάδα καθυστέρησε και πισωδρόμησε λόγω της "μόλυνσης" (το λέω με τη φυσικοχημική έννοια, χωρίς αρνητική χροιά, όπως στους ημιαγωγούς) από το σχολείο και τα φιρμάνια (κατά Καλιόρη) των καθαρευουσιάνων. Γύρω στο 1830, ο επτανήσιος Μάτεσης, στον Βασιλικό του, βάζει την αρχοντοπούλα να λέει "με έμπνεε". Τέτοιοι τύποι, σήμερα γίνονται δεκτοί με λοιδορίες λόγω της προπαγάνδας των καθαρευόντων. Είναι όμως μοιραίο, σιγά-σιγά να επικρατήσουν. Η γλώσσα, μοιραία, πάει στην εξομάλυνση μέχρις ότου η εξομάλυνση δημιουργήσει νέες εξαιρέσεις, και ούτω καθεξής αενάως.

Μέμφεται ο Καλιόρης τη γραμματική που αποσιωπά τα θηλυκά των επαγγελματικών ουσιαστικών (ειρηνοδίκης, συγγραφέας, κτλ.), μια εξέλιξη σχετικά πρόσφατη, αφού πριν από τον πόλεμο "ειρηνοδίκισσα" ήταν απλώς η σύζυγος του κυρίου ειρηνοδίκη και μόνο στις τελευταίες δεκαετίες μπήκαν ορμητικά οι γυναίκες να ομορφήνουν τα έδρανα. Μα, πρόκειται για ένα πρόβλημα καινούργιο, που η ζωή (άρα και η γραμματική, γιατί η γραμματική δεν πρέπει να είναι φιρμάνια για το τι πρέπει να λέμε, αλλά νοικοκύρεμα αυτού που λέμε), τώρα το λύνει. Και το λύνει η ζωή, κι όταν γίνει πιο τολμηρή η γραμματική θα ανοίξει τα μάτια της και από τους τύπους που (θα) λέγονται θα κάμει την επιλογή της. Αυτό φοβάται ο καθαρεύων κ. Καλιόρης και επιχειρεί από τώρα να δυσφημήσει τους μη λόγιους τύπους που δειλά προτείνονται, κάνοντας λόγο για "δημοσιογραφική προχειρότητα, κομματικά ιδιώματα και ποικίλους φανατισμούς" όσων "προτείνουν της γραμματέα ή της γραμματέας, άλλοι της γραμμάτισσας ή της γραμματικίνας". Το απόσπασμα αυτό είναι εξόχως διδακτικό. Ο κατά τα άλλα οπαδός της πολυτυπίας Καλιόρης, που θρηνεί εναντίον της μονολιθικής μονοτυπίας όποτε βλέπει να απειλούνται οι παράλληλοι λόγιοι τύποι, εδώ γίνεται -ω του θαύματος!- παρεμβατιστής και φωνάζει τον χωροφύλακα: εγκαλεί για παράλειψη τη γραμματική που μας αφήνει απροστάτευτους ακριβώς από την πολυτυπία -πολυτυπία που είναι διπλά απαραίτητη στην προκειμένη περίπτωση, όπου αναζητούμε έναν νέο τύπο ο οποίος θα αναδειχθεί από τη διαπάλη των προτάσεων. Εδώ ακριβώς, που η πολυτυπία είναι πρώτης ανάγκης, ο πολυτυπιστής Καλιόρης γίνεται μονολιθικότερος των μονοτυπικών δημοτικιστών και ρίχνει στο εξώτερο πυρ της δημοσιογραφικής προχειρότητας και των κομματικών φανατισμών τους άλλους τύπους, τους αποκλίνοντες από το ιδανικό του, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά ότι το κρυφό αντικείμενο του πόθου των περισσότερων εραστών της πολυτυπίας συχνά είναι απλώς η μονοτυπία, αλλά βέβαια η δική τους, η καθαρευουσιάνικη.

Ο κόσμος στις Τράπεζες λέει "η ταμία, της ταμίας" και στο στρατό λέει "η λοχία, της λοχίας". Μπορεί το η λοχία να φαίνεται αντιαισθητικό, αλλά πολύ πιο αντιαισθητικό είναι να υπάρχουν Θηλυκά με Σ τελικό. Και μη μου πείτε για την πρόοδο και την άνοδο, διότι εδώ έχουμε δεν έχουμε αφηρημένα θηλυκά, αλλά ζωντανά, με βυζάκια, και είναι κόντρα στη φύση να τους φοράμε αρσενική κατάληξη, είναι τραβεστισμός.

Επιπλέον, και ειδικά στην περίπτωση της ταμίας, ο καθαρεύων τύπος "η ταμίας" εκτός από αντιαισθητικός είναι και ανελλήνιστος! Αν κάνουμε τον κόπο να ανοίξουμε το Λίντελ-Σκοτ, θα δούμε ότι στα αρχαία ελληνικά ο μόνος τύπος που υπάρχει είναι ο ταμίας, η ταμία (με την έννοια της οικονόμου). Η ταμία λέει και ο 'Ομηρος, η ταμία και ο Ξενοφών της κλασικής εποχής, η ταμία και ο Λιβάνιος της ύστερης αρχαιότητας. Ο τύπος η ταμία είναι ο ελληνικός -το η ταμίας των λογίων και του Καλιόρη είναι νεοπαγής βαρβαρισμός :-))

Κατά τα άλλα, η πολυτυπία, αναπόφευκτη σε μια γλώσσα με τόσο μακρόχρονη διαδρομή, είναι κατ' αρχήν θετικό πράγμα. Η ένστασή μου βρίσκεται στο κατά πόσον μπορεί να διδαχτεί στα σχολεία -η άποψή μου είναι ότι η γενική εφαρμογή της πολυτυπίας, εκτός μέτρου (και ο Κ. είναι εκτός μέτρου) θα οδηγήσει και σε σύγχυση των παιδιών και στην ισοπεδωτική μονοτυπία της καθαρεύουσας. Αλλά για τα εκπαιδευτικά, δηλώνω αναρμόδιος. Πέρα από αυτό, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι με τον καιρό οι αρχαιόκλιτοι τύποι, ένας-ένας θα υποκύψουν και θα προσαρμοστούν (ίσως όχι όλοι), όχι με ουκάζια αλλά νομοτελειακά.

Ας θυμηθούμε ότι και η αρχαία γλώσσα δεν έμεινε παγωμένη και ανεξέλικτη. Πέρασε από σαράντα κύματα. Ενα κύμα, το (χιλιοστό) τεσσαρακοστό πρώτο είναι κι αυτό που βλέπουμε τώρα. Γιατί αυτό να είναι αποδοκιμαστέο και κατακριτέο και να το θεωρούμε εθνική συμφορά; Διότι, αυτό το βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας, ενώ τα προηγούμενα (χίλια) σαράντα τα βρήκαμε καθιερωμένα όταν ήρθαμε στον κόσμο και δεν μας ενοχλούν. Απλό είναι.

 

Επιστροφή στις "γλωσσικές ακρότητες"
Αρχική σελίδα του Νίκου Σαραντάκου




© 1999 Νίκος Σαραντάκος
sarant@pt.lu