Η καταστροφή της Λισαβόνας
Όταν λέω «καταστροφή της Λισαβόνας» δεν εννοώ τον μεγάλο σεισμό του 1755, που ήταν ένας από τους πιο καταστροφικούς της ιστορίας, ούτε την πυρκαγιά του 1988, που μετέτρεψε σε στάχτη ένα μεγάλο τμήμα της παλιάς πόλης. Εννοώ την καταστροφή που έχουμε πάθει εμείς από τα πολλά πρόσωπα με τα οποία παρουσιάζεται η Λισαβόνα στα διάφορα κείμενα, μια και μπορεί να βάλεις ένα ή δύο σίγμα, όμικρον ή ωμέγα, πράγμα που όπως ξέρουν οι μαθηματικοί δίνει τέσσερις συνδυασμούς: Λισαβόνα, Λισσαβόνα, Λισαβώνα, Λισσαβώνα.
Τη Λισαβόνα τη βρίσκουμε και θα τη βρίσκουμε όλο και περισσότερο μπροστά μας επειδή η ΕΕ ψήφισε πέρυσι τη Συνθήκη της Λισαβόνας που σαν αναφορά θα κυριαρχεί στην επικαιρότητα –έτσι άλλωστε δεν έγινε διάσημο και το Μάαστριχτ; Στην ευρωπαϊκή υπηρεσία που εργάζομαι, ένα χουνέρι που μπορεί να σου τύχει είναι να πρέπει να συνενώσεις πολλά μικρά κείμενα σε ένα μεγάλο στο παρά πέντε, και να βλέπεις τη Λισαβόνα να γράφεται και με τους τέσσερις συνδυασμούς, και να πρέπει βέβαια να επιβάλεις ομοιομορφία.
Λοιπόν; Ποια γραφή θα προτιμήσουμε; Στα τοπωνύμια δεν ισχύει ο κανόνας ότι οι λέξεις ξένης προέλευσης απλογράφονται πάντοτε (π.χ. βόλεϊ), δεν θα γράψουμε *Μασαλία ούτε *Βριξέλες. Το όνομα της πόλης στο πρωτότυπο είναι Lisboa, κάτι που συνηγορεί υπέρ της γραφής «Λισαβόνα». Πράγματι, το Μεγάλο Λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει τον τύπο Λισαβόνα.
Το αδερφάκι του όμως, αναιδέστατο, ανατρέπει την άποψη του μεγάλου, και προκρίνει τον τύπο Λισσαβόνα. Πώς το εξηγεί; Παραθέτω:
«Υπό την επίδραση διαφόρων λατινογενών ονομασιών (Lissabona, Lisabona, Lisbona κ.ά.) καθώς και της παλαιότερης λατινικής Olisipona, το πορτογαλικό τοπωνύμιο Lisboa μεταγράφηκε παλαιότερα … ως Λισσαβώνα ή Λισαβώνα. Στη σχολική γραμματική το ξενικό –ο– δεν μεταγράφεται ως –ω– γι’ αυτό προκρίνεται η γραφή Λισσαβόνα με διατήρηση και των δύο –σ–. Στον Τύπο συναντούμε συχνά και την απλοποιημένη γραφή Λισαβόνα (με ένα –σ– και –ο–).»
Λιγάκι στρεψόδικο μού φαίνεται αυτό. Θέλω να πω, γιατί να διατηρηθούν τα δύο σίγμα αφού δεν υπάρχουν ούτε στο πρωτότυπο, ούτε στα λατινικά και μόνο σε μία από τις ξένες γλώσσες;
Ο χρυσός κανόνας λέει πως όταν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι τύποι που αντιπροσωπεύονται επαρκώς, χωρίς δηλαδή να υπερτερεί συντριπτικά ο ένας, διαλέγουμε τον απλούστερο. Εδώ γιατί δεν εφαρμόστηκε ο χρυσός κανόνας;
Υπάρχει κι ένας άλλος εμπειρικός κανόνας για να διαλέξουμε ανάμεσα σε εναλλακτικές γραφές· ποιος είναι ο συχνότερος στη χρήση; Κοιτάζω το Γκουγκλ:
· Λισσαβώνα + Λισσαβώνας: 31000 + 70800 = 101800 ανευρέσεις
· Λισσαβόνα + Λισσαβόνας: 25.100 + 49.900 = 75.000 ανευρέσεις
· Λισαβώνα + Λισαβώνας: 34.400 + 7.850 = 41.250 ανευρέσεις
· Λισαβόνα + Λισαβόνας: 60.000 + 117.000 = 177.000 ανευρέσεις
Υπερτερεί δηλαδή ο εντελώς απλοποιημένος τύπος, με 177.000, ακολουθεί με διαφορά («μακράν» που λένε οι δημοσιογράφοι) ο καθόλου απλοποιημένος (λογικό· ή δίαιτα θα κάνουμε ή θα γουρουνιάζουμε), ενώ ο μπαμπινιώτειος τύπος έρχεται τρίτος και καταϊδρωμένος, και μάλιστα τελευταίος στην ονομαστική πτώση.
Οπότε, ο μπαμπινιώτειος τύπος ούτε από την ετυμολογία δικαιολογείται, ούτε από τη συχνότητα, ούτε από τον χρυσό κανόνα των περιπτώσεων πολυτυπίας. Γιατί να διατηρηθεί; Μήπως για να κλείσουμε το ματάκι σε εκείνη τη μερίδα του κοινού που θεωρεί έγκλημα καθοσιώσεως την απλογράφηση των διπλών συμφώνων ή κάθε άλλη ορθογραφική απλοποίηση, την ίδια μερίδα που είχε εξαπολύσει μύδρους κατά Μπαμπινιώτη το 1998 για το αβγό και το αφτί, τους βουλγαροκτόνους και τους ακροδεξιούς, τους ελλαδέμπορους και τους ελληνετυμολόγους της κυρίας Τζιροπούλου; Μήπως, λέω;