Και γενικομανία και σολοικισμός

 

Γενικομανία έχω χαρακτηρίσει το φαινόμενο να συντάσσουν κάποιοι με γενική πτώση ρήματα τα οποία είτε είχε από πολύ καιρό καθιερωθεί να συντάσσονται με αιτιατική (π.χ. το αξίζω), είτε ανέκαθεν συντάσσονταν με αιτιατική, ακόμα και στα πιο αγνά και άδολα αττικά αρχαία ελληνικά, ρήματα εννοώ σαν το επιδέχομαι, το αποποιούμαι ή το διαφεύγω.

 

Έχω αφιερώσει κάμποσα σημειώματα στη γενικομανία και ομολογώ ότι δεν κάθομαι πια να γράφω καινούργιο σημείωμα για κάθε νέο κρούσμα που τυχαίνει να αντιληφθώ. Για παράδειγμα, πριν από κανένα μήνα είχα διαβάσει στον Βασ. Πάικο της Αυγής ότι «τα κλασικά κείμενα δεν επιδέχονται τροποποιήσεων», σκέφτηκα προς στιγμή να το σχολιάσω αλλά το άφησα, παρόλο που και το επιδέχομαι δεν επιδέχεται σύνταξη με γενική, πάντα αιτιατική ήθελε, από τα πανάρχαια χρόνια.

 

Επίσης τις προάλλες, τότε με τη θεατρική παράσταση του βουλευτή Δράμας που δήλωσε ότι θα παραιτηθεί αλλά δεν παραιτήθηκε και μετά διαγράφτηκε αλλά ύστερα επανήλθε πριν προλάβουν να λαλήσουν οι κοκόροι, γράφτηκε στην Καθημερινή και αλλού πως ο κ. βουλευτής αρνήθηκε να «παραιτηθεί της βουλευτικής του έδρας». Κι αυτό όμως το άφησα να περάσει, επειδή δεν είχα χρόνο να ερευνήσω το ρήμα παραιτούμαι που έχει πολύ ενδιαφέρον.

 

Τώρα  όμως, τρίτη και φαρμακερή. Στο Έψιλον, το ένθετο περιοδικό της Ελευθεροτυπίας, της 12.10.2008, διαβάζω «έρευνα» της Βασιλικής Σιούτη και της Δάφνης Χρήστου, με θέμα «Θρησκεία και πολιτικοί». Στον πρόλογο, οι δυο συντάκτριες παρατηρούν πως δεν συμμετέχουν όλοι οι πολιτικοί με τον ίδιο ζήλο σε όλα τα μυστήρια, εφόσον «Μόλις οι μισοί μετήλθαν της θείας κοινωνίας μέσα στον περασμένο χρόνο».

 

Η φρασούλα που έχω γράψει με πλάγιους χαρακτήρες είναι ενδιαφέρον παράδειγμα γενικομανίας και σολοικισμού, ή έστω διπλού σολοικισμού μιας κι η γενικομανία σολοικισμός είναι. Καταρχήν ή καταρχάς το ρήμα μετέρχομαι δεν συντάσσεται με γενική στα ελληνικά, μόνο στα νεοκαθαρευουσιάνικα. Από τον Όμηρο (έργα μετερχόμενος) μέχρι τους λογίους του 19ου αιώνα (μετερχόμενος το μέσον τούτο ως εισιτήριον,  γράφει ο άγιος Παπαδιαμάντης στο «Για τα ονόματα»), όλοι συντάσσουν το ρήμα με αιτιατική, το ίδιο συμβουλεύουν κι όλα τα λεξικά, και του Μπαμπινιώτη.

 

Μήπως όμως γιατρεύεται το πράγμα αν βάλουμε τη σωστή πτώση, την αιτιατική; Αν πούμε μετήλθαν την θεία κοινωνία; Η γενικομανία γιατρεύεται, ο άλλος σολοικισμός όχι. Μετέρχομαι θα πει «ασκώ», «χρησιμοποιώ». Δεν ταιριάζει με τη θεία κοινωνία. Κάποιαν άλλη καθαρευουσιανιά ήθελαν να… μετέλθουν οι αγαπητές συντάκτριες, ίσως ήθελαν να πουν «μεταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων» ή «μετέχουν της θείας κοινωνίας» και κάπου τα μπέρδεψαν. Βλέπετε, αν έλεγαν το απλό, που το λέει όλος ο κόσμος, έλαβαν τη θεία κοινωνία ή μετέλαβαν τη θεία κοινωνία δεν θα είχε ωραίο στυλ. Ενώ «μετήλθαν», το λες και γεμίζει το στόμα σου.

 

Υπάρχει και κάτι άλλο που δεν πάει καλά με το μετήλθαν τη θεία κοινωνία. Θέλω να πω ότι, ναι μεν το μετέρχομαι σημαίνει «χρησιμοποιώ», αλλά στη χρήση έχει σχεδόν επικρατήσει η αρνητική σημασία. Σταχυολογώ από το γκουγκλ: μετέρχεται εκβιαστικά μέσα, μετέρχεται απαράδεκτες μεθόδους, μετέρχεται ύβρεις, οι μεθοδεύσεις τις οποίες μετέρχεται, άρχισε να μετέρχεται ψεύδη, μετέρχεται επικίνδυνο και ανήθικο παιχνίδι, και πάει λέγοντας. Δεν είναι εκατό τα εκατό, υπάρχουν και (λιγοστές) ουδέτερες χρήσεις, αλλά η τάση είναι σαφής. Δεν θα έλεγα πως είναι λάθος καραμπινάτο να χρησιμοποιήσει κάποιος το μετέρχομαι με θετική σημασία, πάντως ξενίζει.

 

Εκτός πια κι αν οι δύο συντάκτριες κάνουν υπόγεια κριτική. Θέλουν δηλαδή να πουν ότι οι πολιτικοί μετέρχονται τη θεία κοινωνία, την καπηλεύονται δηλαδή, τη χρησιμοποιούν σαν μέσο για την επίτευξη αλλότριων σκοπών, όπως κι ο ήρωας του Παπαδιαμάντη, στο απόσπασμα που παράθεσα πιο πάνω, μετερχόταν το κάζο του συντρόφου του σαν εισιτήριο για να μπει στις αυλές των νοικοκυραίων και να τον κεράσουν. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν οι δυο συντάκτριες εσκεμμένα χρησιμοποίησαν το μετέρχομαι, τότε τούς βγάζω το καπέλο και τούς χαρίζω και τη γενικούρα!

 

 

ΥΓ Παρεμπιπτόντως, να παρατηρήσω πως οι συντάκτριες (ή η εφημερίδα;) ανήκουν στην εκλεκτή μειοψηφία όσων ακολουθούν την μπαμπινιώτεια ορθογραφία οξυμμένο. Εμείς, η πλέμπα, προτιμάμε «οξυμένο» όπως έχω αναφέρει σε παλιότερο σημείωμα.

 

 

 

 

Επιστροφή στο Κοτσανολόγιο