Μια μουσαντένια ιστορία και το μούσι του αυτοκράτορα

 

Η λέξη «μουσαντένιος» μπήκε ορμητικά στην επικαιρότητα των τηλεπαραθύρων όταν εκείνος ο γνωστός δικηγόρος Θεσσαλονίκης βιντεοσκοπήθηκε (παράνομα, αλλά ποιος τα εξετάζει αυτά) να κομπάζει για τη «μουσαντένια» αγωγή που είχε κάνει, παναπεί ψεύτικη, ή πιο σωστά γεμάτη λάθη ώστε να καταρρεύσει στο δικαστήριο.

 

Μουσαντένια λοιπόν, μια λέξη που όπως γράφει ο Παντελής Μπουκάλας, «μόνο σε λεξικά της πιάτσας» βρίσκεται. Πράγματι, η λέξη δεν υπάρχει στα γενικά λεξικά. Το slang.gr που κάνει καλή δουλειά στη συγκέντρωση όρων από διάφορες ιδιολέκτους, έχει καταγραμμένο τον όρο «μουσαντέ», και για να πω την αμαρτία μου, εγώ πίστευα ότι πρόκειται για σχετικά νέο σχηματισμό. Πάντως, δεν περίμενα τις κομπίνες του Βαλτοπεδίου για να μάθω τη λέξη, την είχα ήδη συναντήσει, κυρίως σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα, όπου το τάδε πέναλτι θεωρήθηκε μουσαντένιο, δηλαδή ανύπαρκτο, ψεύτικο. Λίγο παλιότερα, θαρρώ, αυτό το λέγαμε «πέτσινο».

 

Ωστόσο, το μουσαντένιος και το μουσαντέ δεν είναι και τόσο καινούργιοι όροι. Τους βρίσκω στο λεξικό της πιάτσας του Ζάχου (1981). Ακόμα παλιότερα, στο λεξικό της πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη (πρώτη έκδοση 1950, δεύτερη 1962) βρίσκω τον τύπο μουσαντά, ως επίρρημα, με σημασία «ψέματα, δήθεν» και με παραδειγματική φράση: Αυτά που είπα χτες, τα είπα μουσαντά, για να τ’ ακούει η γυναίκα μου. Όμως, εκεί που το λήμμα έχει την τιμητική του, είναι στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (1971), ο οποίος καταγράφει όχι μόνο τα λήμματα «μουσαντό» ( = ψέμα) και «μουσαντένιος» (πλαστός, ψεύτικος ), αλλά και δεκάδες άλλα λήμματα με πρώτο συνθετικό το «μουσαντο-», το οποίο προσδίδει στις λέξεις τη σημασία του ψεύτικου, του πλαστού. Για παράδειγμα, μουσαντόμαγκας είναι στα καλιαρντά ο μπαμπέσης.

 

Όπως φαίνεται, το μουσαντό ετυμολογείται από το μούσι, που σημαίνει ψέμα, με ψευτογαλλική κατάληξη, όπως σημειώνει σωστά ο Πετρόπουλος. Η εξήγηση είναι κατά τη γνώμη μου πειστική και η προέλευση μέσω καλιαρντής εξηγεί και το «ντ». (Στην αρχή είχα σκεφτεί επηρεασμό από κάποια τουρκογενή λέξη, αλλά δεν είχα δίκιο).

 

Ας πάμε λοιπόν στο μούσι. Ξέρουμε πως σημαίνει μεταφορικά «ψέμα», αλλά δεν ξέρουμε πότε πήρε αυτή τη μεταφορική σημασία. Στα σημερινά λεξικά η μεταφορική σημασία υπάρχει. Στα παλιότερα λεξικά (π.χ. Σταματάκος) όχι, αλλ’ αυτό δεν λέει και πολλά, αφού οι λαϊκοί και αργκοτικοί όροι δεν καταγράφονταν τότε. Ωστόσο, δεν βρίσκω το μούσι στο λεξικό της πιάτσας του Καπετανάκη που προανέφερα, ούτε στο γαλλοελληνικό της αργκό του Δαγκίτση (1967). Θυμάμαι πάντως, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ότι τη λέξη τη χρησιμοποιούσαμε στο γυμνάσιο πολύ, πολλές φορές μάλιστα πιάναμε απλώς το πηγούνι με τα δάχτυλα για να δηλώσουμε σιωπηρά ότι αυτό που ακούμε είναι μούσι. Και την ίδια εποχή θυμάμαι τη λέξη με τη σημασία αυτή σε γελοιογραφίες του Μητρόπουλου και του ΚΥΡ. Βέβαια, η απουσία της λέξης «μούσι» από το λεξικό της πιάτσας, μπορεί απλώς να οφείλεται στο ότι ο Καπετανάκης έκρινε πως η λέξη (με τη σημασία αυτή) δεν ανήκει στο λεξιλόγιο της πιάτσας αλλά της απλής καθομιλουμένης. Είναι όμως λέξη και της καλιαρντής. Ο Πετρόπουλος σημειώνει τη λέξη στα καλιαρντά και λέει πως προέρχεται από το γνωστό λαϊκό μούσιξούρα) που σημαίνει ψέμα.

 

Πώς όμως έφτασε το «μούσι» να σημαίνει «ψέμα»; Ας δούμε πρώτα την κυριολεχτική σημασία της λέξης. Σύμφωνα με τα λεξικά, μούσι είναι το υπογένειο, το κοντό και περιποιημένο γένι που καλύπτει το πηγούνι. Και απορεί, δικαίως ίσως, ο Παντελής Μπουκάλας, πώς έγινε η σύνδεση του υπογενείου με το ψέμα: «δυσκολότερα πάντως κατανοεί κανείς πώς έτυχε να γίνει η σύνδεση αυτή, δεδομένου ότι μαλλιά ψεύτικα βεβαίως και υπάρχουν, η περούκα, η φενάκη των αρχαίων, αλλά δήθεν υπογένειο πώς να κοτσάρει κάποιος;»

 

Εδώ έχω να κάνω δύο παρατηρήσεις. Η μία, ότι μπορεί κανείς να κοτσάρει, αν όχι υπογένειο, πάντως εκείνες τις ψεύτικες αποκριάτικες γενειάδες με το λαστιχάκι. Θέλω να πω, δεν είναι ανάγκη να είναι πειστική η φενάκη, το ψεύτικο μούσι πάντα ήταν φανερό. Και δεύτερον, σε αντίθεση με τα λεξικά, στην καθημερινή χρήση μούσι σημαίνει το γένι γενικώς, χωρίς περιορισμούς. Όμως, να μην ξεχνάμε πως στην καθομιλουμένη τα παχιά ή τα ανόητα λόγια λέγονται τρίχες –και τι άλλο είναι το μούσι παρά πολλές μακριές τρίχες (ενίοτε και κατσαρές;). Θαρρώ λοιπόν πως από τις τρίχες περάσαμε στο μούσι, και ίσως να έπαιξαν και κάποιο ρόλο οι ψεύτικες γενειάδες της απόκριας.

 

Από πού ετυμολογείται όμως το μούσι; Θα περίμενε κανείς να είναι ομόριζο με το μουστάκι, αλλά δεν είναι· ούτε με το μουσούδι. Δεν θα επεκταθώ στις ετυμολογίες, διότι δεν θα τελειώσουμε ποτέ, αλλά το μεν μουστάκι είναι αυτοχθόνως ελληνικό (και από τη λέξη μύσταξ προέρχονται τα moustache των ευρωπαϊκών γλωσσών) το δε μουσούδι είναι από το ιταλικό muso. Αντίθετα, το μούσι είναι γαλλικό, και δη γαλαζοαίματο!

 

Οι γαλλομαθείς θα σας πουν ότι στα γαλλικά mouche είναι η μύγα, είναι όμως και το μικρό γενάκι κάτω από το κάτω χείλος. Τώρα, η τριχοφυική ορολογία μπερδεύεται, διότι εμείς αυτό το γενάκι το λέμε μπαμ τρελελέ, που επίσης είναι γαλλικής αρχής! Να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

 

Μια μέρα που δεν είχε τι να κάνει (λόγω τιμής, έτσι λέει το λεξικό!) ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο 13ος, διάταξε τους αξιωματικούς της φρουράς του να ξυρίσουν τα γένια τους, έτσι που ν’ αφήσουν μόνο το μουστάκι κι ένα γενάκι μικρό, ίσα μια κουτσουλιά, κάτω από το κάτω χείλος. Την ίδια μόδα, άλλωστε, την ακολούθησε κι ο ίδιος, όπως μπορείτε να δείτε στην προσωπογραφία του. (Πιο πριν, όλοι είχαν γενειάδες. Η διαφορά ήταν τόσο μεγάλη, που όταν ένας ευγενής που είχε πέσει σε δυσμένεια, ο στρατάρχης ντε Μπασομπιέρ, βγήκε από τη Βαστίλλη όπου είχε μείνει 12 χρόνια, δήλωσε πως η μόνη σημαντική αλλαγή που διαπίστωσε ήταν ότι οι άντρες είχαν πάψει να έχουν γενειάδες). Αρχικά, το γενάκι αυτό ονομάστηκε la royale, παναπεί βασιλικό.

 

 

Λουδοβίκος νούμερο 13 και Λουδοβίκος Ναπολέων ο μικρός: εστεμμένες τρίχες

 

Επί Λουδοβίκου 14ου, η μόδα ήθελε ολοξυρισμένα πρόσωπα, αλλά το μουστάκι και το γενάκι επέστρεψαν αργότερα, κι επειδή το γενάκι ήταν μικρό και μαύρο, ονομάστηκε mouche, παναπεί μύγα. Ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Ναπολέων ο 3ος, ο λεγόμενος «ο μικρός» και άξιος του προσωνυμίου του, πιο κοντά στην εποχή μας (1808-1873), είχε ένα διάσημο mouche, που όπως βλέπετε στην εικόνα το άφηνε πιο μακρύ, και αυτό ονομάστηκε l’imperiale (το αυτοκρατορικό). Εικάζω πως απ’ αυτό το «λεμπεριάλ» ή το «μπαρμπ εμπεριάλ» προήλθε, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια, το δικό μας «μπαμ τρελελέ» (που τα λεξικά το δίνουν παρεφθαρμένο γαλλικό χωρίς άλλη εξήγηση). Θα μου πείτε απίθανο, αλλά και το σλίπιν μπαγκ ξέρουμε βεβαιωμένα πως έγινε σουλουμπάμια.

 

Αυτό το mouche το γαλλικό έγινε σ’ εμάς μούσι, μάλλον στα τέλη του 19ού αιώνα (τη λέξη μούσι την έχω βρει σε εφημερίδα του 1902) και με το δανεισμό σαν να μεγάλωσε κιόλας, αφού αρχικά μεν σήμαινε το υπογένειο (που οι Γάλλοι το λένε bouc), ενώ σήμερα μπορεί να σημαίνει και το γένι, αν και ίσως όχι τη μακριά γενειάδα.

 

Όσο για το γαλλικό mouche, τη μύγα, είναι λατινικής αρχής (musca), αλλά αυτή την ετυμολογία την αφήνω για άλλη φορά. Ταιριάζει πάντως να πω ότι όταν κάποιος λέει χοντρά ψέματα, σαν αυτά που μας σερβίρουν πολλοί και διάφοροι από τα τηλεπαράθυρα, ή όταν απλώς λέει ανοησίες, λέμε ότι μας γέμισες αλογόμυγες. Να λοιπόν μια ακόμα σύνδεση, έστω και συμπτωματική, της μύγας με το μούσι και με τις μουσαντένιες ιστορίες.

 

 

ΥΓ Συνειδητά γράφω με ένα ρο το «ομόριζο». Σε καιρούς κρίσης, όλοι πρέπει να κάνουμε οικονομία κι εγώ διάλεξα τα παραπανίσια ρο.

 

 

           

 

 

Επιστροφή στις ιστορίες λέξεων
Επιστροφή στα Γλωσσικά
Αρχική σελίδα του Νίκου Σαραντάκου


© 2008 Νίκος Σαραντάκος
sarant@pt.lu