Η νοηματική ακρίβεια του πολυτονικού ή πώς δεν έσταξε η ουρίτσα του γαϊδάρου
Στον διάλογο που άνοιξε για το πολυτονικό με αφορμή την
κωμική πρόταση ενός βουλευτή για προαιρετική επαναφορά του πολυτονικού (δηλαδή;
προαιρετικά θα διδάσκεται; όπως ολίγον έγκυος;) δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία
στα τέλη Νοεμβρίου μια επιστολή αναγνώστη, με τίτλο "Η νοηματική ακρίβεια
του πολυτονικού", η οποία συνοψίζει αρκετά καλά τα επιχειρήματα των
θιασωτών του πολυτονικού. Την επιστολή την παραθέτω εδώ και θα επιχειρήσω να τη
σχολιάσω:
«Αφορμή είναι το άρθρο του κ.
Θόδωρου Καρζή στις 15/11/05 σχετικά με το πολυτονικό, την κατάργηση του οποίου
επικροτεί. Ο Καστοριάδης (Βόλος, 16/2/89) για τους τόνους: "δεν υπήρχαν
στα αρχαία ελληνικά γιατί απλούστατα υπήρχαν μέσα στις ίδιες τις λέξεις. Αυτοί
που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα".
(Παραλείπω τέσσερις αράδες στις οποίες ο επιστολογράφος απαντά σε
επιμέρους επιχειρήματα του κ. Καρζή, γιατί θα έπρεπε να παραθέσω και αυτό το
άρθρο και δεν το βρίσκω)
Η λ. "Γιατί" με
βαρεία στο "ι" σημαίνει "επειδή", με οξεία είναι
ερωτηματικό μόριο κι έτσι δεν χρειάζεται να δούμε αν υπάρχει στο τέλος
ερωτηματικό (το πολυτονικό έχει ακρίβεια νοηματική χωρίς ν' απαιτεί να κοιτάμε
τα συμφραζόμενα). Στη φρ. "Περιμένω την ακριβή εικόνα",
"ακριβή" με περισπωμένη είναι το πιστό αντίγραφο, με οξεία είναι η
μεγάλης αξίας εικόνα. Στη φρ. "Θέλω γλυκό κρασί" στο "ό"
του "γλυκό" μπαίνει βαρεία, επειδή μαλακώνει η τάση της φωνής
εναρμονίζοντας το "γλυκό" με το "κρασί", ενώ στο
"ί" του "κρασί", επειδή υπάρχει τελεία κι έτσι κόβεται
απότομα η αναπνοή, εντείνουμε την ένταση της φωνής και βάζουμε οξεία. Στη φρ.
"τρικυμία παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή", "ασυρματιστή" με
περισπωμένη σημαίνει τον βοηθό (αλλά όχι ασυρματιστή) του ασυρματιστή, με οξεία
σημαίνει τον β' ασυρματιστή. Στη φρ. "η Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά
του", το "μοιραία" με περισπωμένη είναι επίρρημα, με οξεία
επίθετο. Η λ. "όρος" είναι η ρήτρα (με δασεία το "ο―) ή το βουνό
(με ψιλή). Οποιος διαβάσει φωναχτά μονοτονισμένα κείμενα τονίζοντας μόνο τις
τονισμένες λέξεις και καθόλου τις μονοσύλλαβες ή θα μουγκαθεί ή θα πάθει
ασφυξία».
Γιάννης Ταχόπουλος, Θεσσαλονίκη
Κατ' αρχήν να πω ότι ο κ. Γ.Τ. διαστρεβλώνει το απόφθεγμα του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ο Καστοριάδης δεν είπε:
"Αυτοί που έκαναν αυτές
τις μεταρρυθμίσεις δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα".
Όχι, ο μεγάλος φιλόσοφος είπε:
"Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι, τα κτήνη τα
τετράποδα που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις - αυτό παρακαλώ να γραφεί
στις εφημερίδες- δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα".
Αν παραλείψουμε το επίμαχο απόσπασμα νομίζω ότι απονευρώνεται ο λόγος του μεγάλου διανοητή, κάτι ασφαλώς ανεπίτρεπτο.
Αλλά αυτό είναι εν παρόδω. Πάμε να δούμε την ουσία των επιχειρημάτων του κ. Ταχόπουλου ή ίσως θα έπρεπε να πω του κ. Ράμφου, διότι ο επιστολογράφος τα περισσότερα τα έχει ξεσηκώσει αυτολεξεί από παλιότερο κείμενο του φιλόσοφου Στέλιου Ράμφου στο περιοδικό Νέμεσις. Του αναγνωρίζω όμως καλό γούστο, διότι διάλεξε τα καλύτερα επιχειρήματα, αποφεύγοντας τα εντελώς κωμικά. Εκ προοιμίου, που λέμε, να πω ότι θα παραλείψω το τελευταίο επιχείρημα, των ατόνιστων μονοσύλλαβων, διότι θέλω να το θίξω ξεχωριστά και διότι διαφέρει από τα άλλα.
Ο κ. Γ.Τ. διάλεξε πέντε περιπτώσεις όπου χρησιμοποιούνται ομόηχες λέξεις (ή η ίδια λέξη με άλλη σημασία) και όπου οριακά μπορεί να υπάρξει σύγχυση, και πάνω σ' αυτό έχτισε όλο το οικοδόμημά του περί αναγκαιότητας του πολυτονικού! Εγώ ισχυρίζομαι ότι α) υπάρχουν άλλες τόσες και περισσότερες περιπτώσεις αμφισημίας όπου το πολυτονικό δεν βοηθάει, και ότι β) η άρση της αμφισημίας δεν είναι εγγενής ιδιότητα του πολυτονικού αλλά συμπτωματική.
Ας δούμε την πρώτη περίπτωση.
Η λ. "Γιατί" με
βαρεία στο "ι" σημαίνει "επειδή", με οξεία είναι
ερωτηματικό μόριο κι έτσι δεν χρειάζεται να δούμε αν υπάρχει στο τέλος
ερωτηματικό (το πολυτονικό έχει ακρίβεια νοηματική χωρίς ν' απαιτεί να κοιτάμε
τα συμφραζόμενα).
Πράγματι, στο πολυτονικό θα γράφαμε:
-- Γιατί ἒκλεισες
τὴν τηλεόραση, Μαρία;
-- Γιατὶ
θὰ μιλήσει αὐτὸς ὁ ἀχώνευτος ὁ
Χριστόδουλος.
οπότε,
υποτίθεται ότι ένας αναγνώστης με αετίσιο μάτι μπορεί να διακρίνει την οξεία
στην πρώτη περίπτωση και τη βαρεία στη δεύτερη και να προσαρμόσει ανάλογα τον
τόνο της φωνής του.
Σ'
αυτό το συντριπτικό επιχείρημα έχω να αντιτάξω:
α) Πολύ
πριν την αποφράδα νύχτα του 1982 όταν μια δράκα επίορκων εθνοπατέρων αποψίλωσαν
τη γλώσσα μας, η βαρεία είχε σταματήσει να διδάσκεται στην εκπαίδευση. Έβγαλα
το μισό δημοτικό και το μισό (εξατάξιο) γυμνάσιο επί δικτατορίας και θυμάμαι
πολύ καθαρά ότι τη βαρεία την αναφέραμε μόνο εν παρόδω στο μάθημα της γλώσσας,
κάπως σαν την κορωνίδα του ρο. Δεν διόρθωνε ο δάσκαλος (και αργότερα ο
φιλόλογος) όταν δεν βάζαμε τη βαρεία.
β)
Πολλά βιβλία, ιδίως εκείνα που τυπώνονται με πολυτονικό μεν αλλά στις μέρες
μας, δεν χρησιμοποιούν βαρεία. Έχω τώρα πάνω στο γραφείο μου την Ιστορική
Ανθολογία του Βλαχογιάννη, από σοβαρό εκδοτικό οίκο (εκδόσεις Ερμής), με
πολυτονικό τυπωμένη, αλλ' όχι με βαρείες.
γ)
Αν το "γιατί" είναι μία περίπτωση όπου η βαρεία (ή όποιο άλλο
σημαδάκι) βοηθάει στη διάκριση, να μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν απειράριθμες
περιπτώσεις που αποδεικνύεται ανίσχυρη:
--
Δεν σου είπα να κλείνεις την τηλεόραση όταν μιλάει ο Πολύδωρας;
--
Δεν σου είπα να κλείσεις την τηλεόραση, σου είπα να μη βάλεις τον Πολύδωρα.
ή
--
Έφυγε η Μαρία και δεν άφησε τίποτα για φαγητό.
--
Έφυγε η Μαρία να φωνάξω τα παιδιά για κανένα χαρτάκι;
ή
--
Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου!
-- Πάντα
ανοιχτά θ' αφήνεις τα φώτα στο μπάνιο βρε παιδάκι μου;
και
θα μπορούσα να αραδιάσω άλλες χίλιες δυο.
Προφανώς,
η συμπτωματική βαρεία του πολυτονικού γιατί
δεν λύνει το πρόβλημα. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί αν υιοθετούσαμε το
ισπανικό τέχνασμα, του ανάποδου ερωτηματικού (¿) που μπαίνει στην αρχή
της πρότασης για να προϊδεάσει τον αναγνώστη. Μάλιστα, επειδή οι σπανιόλοι
είναι άνθρωποι μερακλήδες, έχουν και ανεστραμμένο θαυμαστικό (¡) για να
προετοιμάσουν τον αναγνώστη και γι' αυτή την περίπτωση. Η ισπανική ιδέα έχει
κατά καιρούς προταθεί από έλληνες λογίους και ξαναπροτάθηκε και πριν από καμιά εικοσπενταριά
χρόνια όταν συζητιόταν το μονοτονικό. (Το οποίο, ναι μεν ψηφίστηκε εν μια
νυκτί, αλλά συζητιόταν και δοκιμαζόταν και εφαρμοζόταν άτυπα επί πολλά χρόνια
–αυτό οι νοσταλγοί του πολυτονικού το ξεχνάνε διότι νομίζουν ότι όλοι όσοι τους
διαβάζουν γεννήθηκαν χτες, αλλά συγχωρήστε μου την παρέκβαση). Κρίθηκε τότε ότι
η (υπαρκτή) ωφέλεια δεν άξιζε τον κόπο της εισαγωγής ενός νέου συμβόλου (ή
δύο). Προφανώς, η ωφέλεια από τη βαρεία είναι μικρό κλάσμα της ωφέλειας του
ανεστραμμένου ερωτηματικού, αφού η βαρεία καλύπτει μόνο μια-δυο περιπτώσεις
αμφισημίας από τις χιλιάδες που υπάρχουν.
δ)
Τέλος, να επισημάνω ότι στα λίγο παλιότερα χρόνια, τότε που έμπαινε η βαρεία
(αν έμπαινε), θα ήταν πολύ δύσκολο ο επιστολογράφος μας να δει
"γιατί" με βαρεία, διότι απλούστατα το "γιατί" σε απάντηση
(δηλαδή με τη σημασία "επειδή") εθεωρείτο σχεδόν σολοικισμός –μιλάμε
βέβαια για τον γραπτό λόγο. Θέλω να πω, ότι προκειμένου να βρουν μια τόση δα
αδυναμία του μονοτονικού, οι οπαδοί του πολυτονικού δεν διστάζουν να
αγκαλιάσουν μια χρήση που παλιότερα θα την εξοβέλιζαν με βδελυγμία. Αλλά ο πνιγμένος
πρέπει από κάπου να πιαστεί. Ο κ.
Ράμφος, όπως θα δούμε πιο κάτω, παραθέτει ακόμα πιο τραβηγμένα επιχειρήματα.
Δεύτερο
παράδειγμα του κ. Ταχόπουλου, κι αυτό με βαρεία:
Στη φρ. "Θέλω γλυκό
κρασί" στο "ό" του "γλυκό" μπαίνει βαρεία, επειδή
μαλακώνει η τάση της φωνής εναρμονίζοντας το "γλυκό" με το
"κρασί", ενώ στο "ί" του "κρασί", επειδή υπάρχει
τελεία κι έτσι κόβεται απότομα η αναπνοή, εντείνουμε την ένταση της φωνής και
βάζουμε οξεία.
Για να αποδώσω τα του Ράμφου τω Ράμφω, ας παραθέσω το επιχείρημα όπως το είχε διατυπώσει ο Στέλιος Ράμφος, λίγο πιο αναλυτικά:
Προφέροντας, λόγου χάριν, την πρώτη λέξη της φράσεως "γλυκό κρασί", μαλακώνουμε την τάση της φωνής, για να εναρμονισθεί μουσικά με την επομένη λέξη, πράγμα το οποίο σημειώνουμε γραπτώς με την βαρεία· αντίθετα όταν προφέρουμε "κρασί" και ακολουθεί σημείο στίξεως, κόβεται δηλαδή η αναπνοή, εντείνουμε την φωνή διότι το σημείο στίξεως, όπως και ο τόνος του εγκλιτικού, τρέπει - "κοιμίζει", έλεγαν άλλοτε - την οξεία σε βαρεία. Εάν όμως η πρόταση έχει αδιάκοπη συνέχεια "γλυκό κρασί πεθύμησα", εκφωνούμε το γλυκό και το κρασί βαρύνοντας τον τόνο και στις δύο λέξεις. (από το περιοδικό Νέμεσις)
Πέρα από τα όσα σημείωσα παραπάνω για την απόπτωση της βαρείας πολύ πριν από τον Βερυβάκη, εγώ έχω μια απορία όταν διαβάζω τέτοια δήθεν επιστημονικά: τώρα εσείς που βλέπετε την παραπάνω φράση "γλυκό κρασί πεθύμησα" γραμμένη μονοτονικά, χωρίς βαρείες, τη διαβάζετε αλλιώτικα από τον κ. Ράμφο; Προφανώς όχι. Έχει σημασία αυτό, διότι οι τόνοι των Γάλλων τους οποίους επικαλούνται πολλοί, έχουν διαφοροποιητική αξία, αλλιώς προφέρεται αίφνης το parlé από το parle και άλλο πράγμα σημαίνει.
Τρίτο επιχείρημα, μια τριάδα πιο σωστά, η τριλογία της περισπωμένης:
Στη φρ. "Περιμένω την
ακριβή εικόνα", "ακριβή" με περισπωμένη είναι το πιστό
αντίγραφο, με οξεία είναι η μεγάλης αξίας εικόνα. Στη φρ. "τρικυμία
παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή", "ασυρματιστή" με περισπωμένη
σημαίνει τον βοηθό (αλλά όχι ασυρματιστή) του ασυρματιστή, με οξεία σημαίνει
τον β' ασυρματιστή. Στη φρ. "η Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά του", το
"μοιραία" με περισπωμένη είναι επίρρημα, με οξεία επίθετο.
Κι αυτά τα επιχειρήματα, που υποτίθεται ότι τεκμηριώνουν το λόγο ύπαρξης της περισπωμένης, είναι ξεσηκωμένα από τον κ. Ράμφο. Για το πρώτο, την ομοηχία του "ακριβή" (από το ακριβής) με το "ακριβή" (από το ακριβός), θα παραδεχτώ ότι πράγματι η περισπωμένη θα διέλυε την αμφισημία. Είναι βέβαια παρατραβηγμένο να πει κανείς ότι υπάρχει πράγματι αμφισημία, διότι έψαξα τη φράση "ακριβή εικόνα" στο γκουγκλ, μου έβγαλε 620 παραδείγματα, ανέτρεξα στα πρώτα 100 και ήταν και στα εκατό σαφέστατο αν επρόκειτο για την κυριολεκτική ή τη μεταφορική εικόνα (και πάντοτε επρόκειτο για τη μεταφορική). Αλλά θα είμαι καλόπιστος και θα δεχτώ ότι αν υπάρχει αμφισημία, η περισπωμένη την αίρει, όπως βέβαια θα έκανε και ένα οποιοδήποτε άλλο σημαδάκι. Όπως δεν αίρει την αμφισημία η περισπωμένη σε χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις, όπως ας πούμε στα ομόηχα τόνος (το τονικό σημάδι) και τόνος (τα χίλια κιλά), πού αν κάτσω λίγο να σπαζοκεφαλιάσω θα βρω ένα φτιαχτό αμφίσημο παράδειγμα σαν την ακριβή εικόνα. Και μη μου πείτε ότι θα με γλιτώσουν τα δύο νι, διότι με δύο νι γράφεται άλλος τόννος, το ψάρι. Μήπως να βάλουμε περισπωμένη και στο όμικρον της λέξης τόνος για να ξεχωρίζουμε τον μεν από τον δε; Και τα κόμματα τα πολιτικά πώς θα τα ξεχωρίσουμε στο πολυτονικό από τα κόμματα της στίξης; (Βεβαίως ο ακραιφνής πολυτονιστής κ. Παπαδόπουλος είχε εφαρμόσει μια αλάθευτη μέθοδο επ' αυτού). Ή μήπως να απαγορέψουμε τη φράση "Έχεις πέντε λεπτά;" επειδή μπορεί να μην είναι αμέσως φανερό αν πρόκειται για λεπτά της ώρας ή λεπτά του ευρώ;
Ομόηχα δόξα το Θεό η γλώσσα μας έχει πολλά, αμφισημία υπάρχει σε ελάχιστες περιπτώσεις και όταν υπάρχει τα συμφραζόμενα σχεδόν πάντοτε βοηθούν στην άρση της· κι όσες περιπτώσεις μένουν, τις διηγούμαστε για να γελάμε, δεν βασίζουμε πάνω τους γλωσσική πολιτική. Εκτός κι αν ο κ. Ταχόπουλος ή ο κ. Ράμφος όταν ακούν την Χαρούλα Αλεξίου να τραγουδάει "Χείλια έχεις μέλι κι άπιστη καρδιά" σκέφτονται ότι μπορεί να απευθύνεται σε κάποια μετρίου μεγέθους πολιτική οργάνωση (χίλια έχεις μέλη) αφού δεν το έχουν δει γραμμένο να τους διαλυθεί η σύγχυση.
Αυτά αρκούν και για το "μοιραία" (τάχα επίθετο ή επίρρημα;) αν και να παρατηρήσω ότι η πολύ πιο συχνή και υπαρκτή σύγχυση του "τα παράνομα σταθμευμένα οχήματα" δεν θεραπεύεται με το πολυτονικό. Για να κάνω ακόμα μια παρέκβαση, πράγματι έχουν στην τωρινή τρομοκρατημένη δημοτική μας δημιουργηθεί μερικές περιπτώσεις σύγχυσης, που μόνη της θα τις ξεδιαλύνει η γλώσσα αν σταματήσουν οι τρομολαγνικές επιθέσεις. Παράδειγμα, οι τρεις δισκοβόλοι που πέρασαν στον τελικό. Ποιοι τρεις δισκοβόλοι; Μα, η Κελεσίδου, η Βόγγολη και η Τσικούνα, πριν από μερικά χρόνια σε ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα. Τρεις κοπελλάρες σαν τα κρύα τα νερά, που ο τίτλος της εφημερίδας παρά λίγο να τις μεταμορφώσει σε μαντράχαλους. Η καθαρεύουσα δεν θα είχε πρόβλημα, θα έγραφε "αι δισκοβόλοι". Η δημοτική επίσης δεν έχει, διότι λέει, οι τρεις δισκοβόλες. Η γλώσσα όταν αφήνεται να λειτουργήσει αντιπαθεί την ασάφεια και την ξεκαθαρίζει, όπως και το κακέμφατο αντιπαθεί. (Παρένθεση: ο τύπος απίδι υποχώρησε σε πολλές περιοχές της χώρας και αντικαταστάθηκε από το αχλάδι επειδή έμοιαζε ηχητικά με το αρβανίτικο πίθε που θα πει το μέρος εκείνο του σώματος με το οποίο γράφουν μερικοί).
Αν
και πολλά έγραψα, θα σταθώ λίγο ακόμα στο τρίτο επιχείρημα, το αμίμητο
"τρικυμία παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή". Κατ' αρχήν να πω ότι αυτή η
φράση είναι τόσο φτιαχτή που γελάω κάθε φορά που την κοιτάω. Μόνο σαν τίτλος
εφημερίδας στέκει, ή σαν τίτλος σε "κορδέλα" της τηλεόρασης, αλλά,
διάβολε, οι τίτλοι συνήθως (ειδικά στην τηλεόραση) γράφονται με κεφαλαία, οπότε
δεν έρχεται η σωτήρια περισπωμένη να μας ξεδιαλύνει ποιος πνίγηκε! Διότι λέει ο
κ. Ράμφος ότι με οξεία εννοούμε τον βοηθό ασυρματιστή, ενώ με περισπωμένη (άρα,
γενική πτώση) τον βοηθό του ασυρματιστή. Ο οποίος; Ποια λεπτότατη τριχούλα
διακρίνει τον βοηθό ασυρματιστή από τον βοηθό του ασυρματιστή; Πόσοι άγγελοι
μπορούν να χορέψουν πάνω της; Τι στην ευχή είναι ο βοηθός του ασυρματιστή αν
δεν είναι βοηθός ασυρματιστής; Κωδωνοκρούστης είναι ή υπουργός επικρατείας;
Είχε μαζέψει δηλαδή στην καμπίνα του ο ασυρματιστής κανέναν μούτσο, κανέναν
περαστικό ίσως και τον έχρισε βοηθό του και του μάθαινε τα σήματα Μορς; Αν
είναι έτσι, ε, κακό του κεφαλιού του και καλά που πνίγηκε και γλιτώσαμε.
Πάντως, έτσι κι αλλιώς οσονούπω εκλείπουν κι οι ασυρματιστές από τα καράβια. Θέλω
να πω, αν επί δεκαοχτώ χρόνια όλη η φαιά ουσία των πολυτονιστών της χώρας
μπόρεσε να βρει μόνο αυτά τα επιχειρήματα, πάει να πει ότι καλώς καταργήθηκαν
οι δασειοπερισπωμένες.
Το
επόμενο επιχείρημα του κ. Ταχόπουλου είναι:
Η λ. "όρος" είναι η
ρήτρα (με δασεία το "ο―) ή το βουνό (με ψιλή).
Πράγματι. Και λοιπόν, όμως; Θα χρησιμοποιούμε ένα ολόκληρο σύμβολο (τη δασεία) μόνο και μόνο για να ξεδιαλύνουμε την υποθετική σύγχυση ανάμεσα στο όρος και τον όρο; (Σύγχυση εντελώς υποθετική, φυσικά, αφού έχουν άλλο γένος, αρσενικός ο ένας ουδέτερο το άλλο, και στις άλλες πτώσεις δεν συμπίπτουν). Αν είναι έτσι, να επινοήσουμε κάποιο άλλο σύμβολο, σε σχήμα βουνού ίσως, που να το βάζουμε δίπλα στο όρος το βουνό, αντί να αναγκάσουμε τα παιδιά να αποστηθίζουν "άγιος, αγνός,…" μόνο και μόνο για μια περίπτωση ομοηχίας, βρε αδελφέ!
(Εδώ
μπορεί να μου πείτε ότι κλέβω: είναι κι άλλη μια ομοηχία που η δασεία θα την
ξεδιάλυνε, ανάμεσα στα άρματα μάχης και στα άρματα τα όπλα του "Δέσπω ρίξε
τ'άρματα". Τα πρώτα στην καθαρεύουσα δασύνονταν ενώ τα άλλα είναι δάνειο
από το ιτ. arma και
παίρνουν ψιλή. Αλλά τώρα πια ούτε τα άρματα μάχης παίρνουν δασεία, διότι αν δεν
κάνω λάθος λέμε "αντιαρματικό" και όχι *ανθαρματικό όπως θα ήμασταν υποχρεωμένοι να πούμε αν
δασυνόταν ακόμα η λέξη, διότι μας λένε μερικοί ότι η δασεία υπάρχει και αναγκάζει να λέμε έστω:
εφόρμηση, κάθαρμα, καθαγιάζω, μέθοδος. Το επιχείρημα αυτό όμως κόβει κι απ' τις
δυο μεριές, διότι αφού λέμε "αντιαρματικό" αυτό αποδεικνύει
περίτρανα, θαρρώ, ότι η λέξη άρμα
έχει πάψει να δασύνεται. Ή όχι;)
Ο
κ. Ταχόπουλος έδειξε καλό γούστο και παρέλειψε μερικά από τα πιο αστεία
επιχειρήματα του κ. Ράμφου εναντίον του μονοτονικού. Ας τα προσθέσουμε για να
αποκτήσουμε, βρε παιδιά, μια πιο "ακριβή εικόνα" (πόσο την αγόρασα;
αφήστε, καταξοδεύτηκα). Έχοντας να διαλέξω ανάμεσα σε κακοπιστία και αστειότητα
ξεκινάω από την κακοπιστία (πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση). Κατηγορεί ο
κ. Ράμφος (στο περιοδικό Νέμεσις) το μονοτονικό για μειωμένη διακριτική
ικανότητα ως εξής:
Μέχρι να
σχηματισθεί όμως πλήρης εικόνα, αξίζει να υπογραμμίσει κανείς ορισμένες
εγγενείς αδυναμίες του μονοτονικού. Επί παραδείγματι, αφήνει αδήλωτη την έμφαση
σε φράσεις όπως: αυτό είναι το ζαχαροπλαστείο της περιοχής, αφού δεν έχει τρόπο
να διαστείλει την ποιοτική από την αριθμητική μοναδικότητα του καταστήματος,
εάν δεν εισαχθεί επί τούτου νέα εξαίρεση στα ισχύοντα. Ούτε διακρίνει τον
τελικό σύνδεσμο "γιά" από το αιτιολογικό, το διαζευκτικό ή το
προτρεπτικό ομώνυμό του, όπως στην περίπτωση μονοτονισμένου στίχου του Ζ.
Παπαντωνίου, που συναντούμε σε αναγνωστικό τού Δημοτικού (μπράβο του για
ρεζιλίκι), τού ρουμελιώτικου "για έβγα ήλιε μ' για θα βγω, για έβγα για θα
λάμψω" ή τής φράσεως "για να σου πω", η οποία έχει άλλη έννοια
εάν το "για" είναι προτρεπτικό μόριο και άλλη εάν είναι τελικός
σύνδεσμος.
Γενικώς το
μονοτονικό παρουσιάζει μειωμένη διακριτική ικανότητα επειδή θεωρεί τον τόνο
σημάδι και όχι σύμβολο ποιού φωνής, οπότε τον σημειώνει κατά ορισμένη μηχανική
δεοντολογία και όχι σύμφωνα με τον τονισμό της λέξεως
Λέω
κακοπιστία, επειδή το απόσπασμα αυτό υπογραμμίζει ως εγγενείς αδυναμίες του μονοτονικού αδυναμίες του γραπτού λόγου, που
δεν διαθέτει τρόπο να δηλώσει την έμφαση είτε
στο πολυτονικό είτε στο μονοτονικό, παρά μόνο με "τυπογραφικά" θα
έλεγα βοηθήματα, όπως οι έντονοι ή οι πλάγιοι χαρακτήρες που χρησιμοποιώ κι εγώ
σ' αυτή την παράγραφο. Ο προφορικός λόγος βέβαια, έχει τον επιτονισμό και
δηλώνει μια χαρά την έμφαση. Ο γραπτός, αν δεν εφαρμόσουμε κόλπα του τύπου
"Αυτό είναι το
ζαχαροπλαστείο" (που δεν είναι τόσο καινούργια· από παλιά χρησιμοποιούσαν
αραιογραμμένες λέξεις για έμφαση), αφήνει αδήλωτη την έμφαση ανεξάρτητα από το
τονικό σύστημα που χρησιμοποιεί. Και αυτό το ξέρει φυσικά ο Ράμφος, γι' αυτό
τον είπα κακόπιστο. Όσο για τα χίλια πρόσωπα του "για", θα μπορούσαμε
να προσθέσουμε και ένα ακόμη, εννοώ το θεσσαλονικιό "για" (πώς για, δεν είναι το ίδιο), ίσως και
άλλα, αλλά τι μ' αυτό; Το πολυτονικό το πολύ πολύ να βοηθάει στη διάκριση ενός,
τι θα γίνει με τα υπόλοιπα; Ή μήπως πρέπει να θεσπίσουμε πεντέξι ακόμη τονικά
σύμβολα για να ξεχωρίζουμε το "γιά έλα αν σου βαστάει" από το
"ήρθα για να φύγω" και το "θα έρθεις για θα φύγω;" Κι αν
βάλουμε και το "α-για-για Μαρία" του τραγουδιού ή τον ποδοσφαιριστή
Για-για Τουρέ; Ούτε τα ιδεογράμματα των Κινέζων δεν μας σώζουν από τη συμμορία
των Γιαγιάδων!
Αλλά
ας κλείσουμε με το αστείο, που θα το αφήσω ασχολίαστο για να μην σας το χαλάσω.
Λέει λοιπόν στο άρθρο του στο Νέμεσις ο κ. Ράμφος, αμέσως πριν επιστρατεύσει το
συντριπτικό επιχείρημα της "ακριβής" (ή ακριβούς;) εικόνας:
Επί
παραδείγματι, η ιδιωματική προφορά των τοπικών διαλέκτων δεν μεταφέρεται άνετα
στον οπωσδήποτε μονοτονισμένο γραπτό μας λόγο, αίφνης στην περίπτωση της
φράσεως "θέλου μια ουρίτσα". Εάν δεν δασύνουμε την
"ουρίτσα", ο αναγνώστης θα μείνει με την εντύπωση ότι μάς χρειάζεται
ουρά και όχι περιθώριο μιάς ώρας.
Είπα
να τ' αφήσω ασχολίαστο αλλά δεν αντέχω. Ενώ λοιπόν γελώ, φαντάζομαι στιγμιότυπο
σε ορεινή περιοχή της χώρας, όπου ένας γραμματιζούμενος, ομόλογος του κυρίου
Ράμφου, ο δάσκαλος του χωριού έστω, ρωτάει ορεσίβιο χωρικό:
--
Αργείς;
-- Θέλου μιαν ουρίτσα, απαντάει ο χωρικός
--
Πώς το γράφεις αυτό; Με δασεία ή με ψιλή;
--
Αμ δεν σκαμπάζου από γράμματα ο έρμους…
Οπότε
μη μπορώντας να ξεδιαλύνει τη σύγχυση ο προπάππος Ράμφος πηγαίνει στο
υποστατικό, διαλέγει ένα κοφτερό μαχαίρι, κολοβώνει έναν δύστυχο γάιδαρο ή μιαν
αγελάδα ή πρόβατο ή όποιο άλλο ζώο βρεθεί μπροστά του και προτείνει το ματωμένο
απόκομμα στον χωριάτη:
--
Καλή είν' αυτή ή θες πιο μεγάλη;
Ν.Σ.
Δεκέμβριος 2005
ΥΓ
Ο
παπούς μου που έζησε πολλά χρόνια στη Μυτιλήνη, μου έλεγε μια ιστορία που κι αν
δεν είναι αληθινή είναι γουστόζικη: στο Πλωμάρι το ταυ στην αρχή των λέξεων το
πρόφερναν κάπα, έτσι το τυρί το πρόφερναν "κυρί". Όμως και τα
φωνήεντα τα άλλαζαν κατά τα βόρεια ιδιώματα (αυτό τώρα κάπως λέγεται στη
γλωσσολογία, κώφωση, λόρδωση, σκολίωση, αλλά εγώ γλωσσολόγος δεν είμαι) κι έτσι
και το κερί το πρόφερναν "κηρί" (ή ίσως επιβίωνε ο παλαιότερος
τύπος). Οπότε, όταν έμπαινε ο Πλωμαρίτης στον μπακάλη και ζήταγε
"κιρί", δεν ήταν σαφές τι από τα δύο ζητούσε. Αλλά επειδή ο μπακάλης
δεν ήταν συνδρομητής στο περιοδικό Νέμεσις, διέλυε την αμφισημία με μπακάλικο
μεν αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο:
--
Κιρί που τρώνε ή κιρί που ανάφτουν θες;
ΥΓ2
Δεν
έλεγε "τρώνε" και "ανάφτουν" ακριβώς, αλλά κάτι σαν τρώγιν
και ανάφκιν, όμως με το μονοτονικό δεν μπορώ να αποδώσω όλες τις λεπτές αποχρώσεις.