Με αφορμή τη μεταγλώττιση της Πάπισσας Ιωάννας

 

Κυκλοφόρησε πρόσφατα η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμ. Ροΐδη από τις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα" σε μεταγλώττιση Δημήτρη Καλοκύρη. Τα Νέα του Σαββάτου 26 Νοεμβρίου έχουν εκτενές αφιέρωμα στο εκδοτικό αυτό γεγονός, με συνέντευξη του "μεταφραστή", απόσπασμα από το βιβλίο, τοποθετήσεις υπέρ και κατά, από ανθρώπους που η γνώμη τους μετράει. Από το αφιέρωμα αυτό αντλώ τις πληροφορίες μου, γιατί το βιβλίο δεν το έχω πιάσει ακόμα στα χέρια μου.

 

Κατ' αρχήν, να πω ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο εγχείρημα αλλά για το πρώτο βιβλίο μιας σειράς· άλλοι γνωστοί λογοτέχνες θα μεταγλωττίσουν τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Βικέλα, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Αυτό διαφοροποιεί το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα από άλλα προηγούμενα, διότι βεβαίως δεν είναι η πρώτη φορά που έχει επιχειρηθεί η μεταγλώττιση (πιο σωστά: ενδογλωσσική μετάφραση όπως λέει και ο Χάρης) και της ίδιας της Πάπισσας και άλλων σημαντικών κειμένων στα νέα ελληνικά· άλλοτε σοβαρά και υπεύθυνα, άλλοτε απλώς καλόπιστα, άλλοτε στο άρπα κόλλα. Θυμάμαι μάλιστα προ εικοσαετίας περίπου ένα σπαρταριστό κείμενο σε λογοτεχνικό περιοδικό όπου αγανακτισμένος λόγιος δήλωνε ότι θέλει να κατασπαράξει την "μεταγλωττίστρια" κάποιων διηγημάτων του Παπαδιαμάντη που είχαν κυκλοφορήσει σε έκδοση για εφήβους. Αφού παρέθετε άφθονα παραδείγματα όπου η μεταγλωττίστρια είχε πράγματι αλλάξει τα φώτα του καημένου του κυρ Αλέξανδρου, στο τέλος ηρεμούσε και αντί να την κατασπαράξει δήλωνε πρόθυμος απλώς να της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα γλώσσας· με πληρωμή, βέβαια· δηλαδή, να πληρώνει εκείνος. Αλλά μάλλον κι αυτό θεωρήθηκε απάνθρωπη τιμωρία και δεν εφαρμόστηκε τελικά.

 

Αλλά να σοβαρευτούμε. Η τωρινή έκδοση δεν έχει καμιά σχέση με τις μεταγλωττίσεις της αρπαχτής, πολύ περισσότερο που πρόκειται για εκδοτική σειρά. Αυτό είναι και καλό, γιατί δείχνει ότι υπάρχει σοβαρή πρόθεση, είναι και κακό. Γιατί κακό; Διότι όποιος εκδίδει σειρά μοιραία θέλει να προσθέτει διαρκώς νέους τίτλους. Και σε μια σειρά "μεταγλωττισμένων" κειμένων, οι νέοι τίτλοι, πέρα από τους προφανείς Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, οι οποίοι κάποτε εξαντλούνται, είτε θα προέλθουν από άγνωστα στους πολλούς κείμενα, είτε από συγγραφείς που δεν έχουν και πολλή ανάγκη από μεταγλώττιση (αν δεχτούμε, για χάρη της συζήτησης, ότι υπάρχει μια τέτοια ανάγκη). Και στη μια και στην άλλη περίπτωση όμως, αυτό δεν είναι ιδιαίτερα θετικό. Διότι ο Κων. Θεοτόκης που βλέπω να αναγγέλλεται η μεταγλώττισή του, μου φαίνεται ότι ανήκει σαφώς στην κατηγορία των συγγραφέων που δεν έχουν ανάγκη από μεταγλώττιση. Όσο για τους όχι πολύ γνωστούς, θέλω να πω, πόσο έχει διαβαστεί στο πρωτότυπο, έστω, ο Μιχαήλ Μητσάκης (που είναι και σχετικά γνωστός); Μήπως μεταγλωττίζοντας "καίμε" το πρωτότυπο, θέλω να πω το καταδικάζουμε στην αιώνια αφάνεια;

 

Αλλά ας περάσουμε τώρα στην Πάπισσα ειδικότερα. Κάποτε θα έλεγα ότι είναι ιεροσυλία να μεταγλωττιστεί ο Ροΐδης και κάτι τέτοιο λένε στην εφημερίδα (αν και όχι με τη λέξη αυτή, αλλά με άλλες όχι λιγότερο αιχμηρές) ο Μένης Κουμανταρέας και ο Τ. Θεοδωρακόπουλος. Τώρα δεν το λέω πια αυτό (δείτε όμως παρακάτω). Και σχεδόν θα συμφωνήσω με τον Γιάννη Η. Χάρη, που ρωτάει και απαντάει:

 

Στην ερώτηση αν πρέπει να μεταφραστεί ενδογλωσσικά ο Ροΐδης, θα απαντήσω με δύο άλλες, σκόπιμα ρητορικές ερωτήσεις:

1. Είναι ενεργή σήμερα η γλωσσική μορφή στην οποία έγραψε ο Ροΐδης;

2. Θέλουμε / Πρέπει να μπορεί να διαβάζει Ροΐδη ο καθένας;

Είναι γενικής εφαρμογής αυτές οι ερωτήσεις, και ενδεικτικό το όνομα του Ροΐδη εδώ, και με ένα «όχι» στην πρώτη και ένα «ναι» στη δεύτερη εξασφαλίζεται η απάντηση στο ζήτημα που τίθεται με την ενδογλωσσική μετάφραση -του Ροΐδη, του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού κτλ.

Και η τρίτη, συμπληρωματική ερώτηση:

3. Μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από το λεξικό;

Όχι, είναι καταρχήν η απάντηση.

 

Πιο κάτω στην παρέμβασή του, ο Χάρης λέει κάτι άλλο με το οποίο συμφωνώ απόλυτα, αλλά δεν ξέρω αν συμφωνεί ο ίδιος· θέλω να πω, δεν ξέρω τι εννοεί, όταν λέει:

 

Γι' αυτό, πλάι στο πρωτότυπο κείμενο -αρχαίο, αρχαΐζον, καθαρεύον- για τον επαρκή γνώστη της πάντα άλλης γλωσσικής μορφής, ή για τον απλώς φιλέρευνο, που θα κινήσει για το δικό του το ταξίδι με το λεξικό, θα έπρεπε να υπάρχει και η μετάφραση. Για όλους τους άλλους, για τον καθένα μας. Για να μπορεί ο καθένας να κοινωνήσει το όποιο ποσοστό αφήνει κάθε φορά η μετάφραση να φτάσει ώς αυτόν. Και ίσως ίσως να αναζητήσει έπειτα, ένας έστω στους εκατό, και το πρωτότυπο.

Υστερόγραφο.

Ώσπου να συνεννοηθούμε γι' αυτά τα εντέλει εξαιρετικά απλά, ιδανική είναι η αρχή με τον Ροΐδη, τον δημοτικιστή και πολέμιο της καθαρεύουσας και των γλωσσικών μύθων, που μόνο από ανάγκη έγραφε, όπως τονίζει ο ίδιος, στην αρχαΐζουσα της εποχής του, και όχι από κάποιο λογοτεχνικό σχέδιο, όπως λ.χ. αργότερα ο Εμπειρίκος.

Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι αν το "πλάι" το εννοεί κυριολεκτικά, δηλαδή αν προτείνει να υπάρχει αντικριστά στο πρωτότυπο η μετάφραση (όπως γίνεται με τους αρχαίους) ή αν το εννοεί μεταφορικά, δηλαδή να υπάρχει και η μετάφραση· όχι αντικριστά, αλλά στα βιβλιοπωλεία γενικώς. Αν πάντως εννοεί το πρώτο, εγώ συμφωνώ απόλυτα, με την ελπίδα ότι όπως διαβάζει ο αναγνώστης τη μετάφραση θα παραστρατίσει το μάτι του στην αριστερή σελίδα, όπου το πρωτότυπο, και θα μείνει εκεί, είτε για λίγο είτε μόνιμα. Όμως αυτή η έξοχη λύση έχει το μειονέκτημα ότι κοστίζει τα διπλά και τρίδιπλα σε χαρτί. Αν όμως ο αναγνώστης βλέπει μόνο το μεταγλωττισμένο, πού πας κατακαημένε Μητσάκη. Τέλος πάντων, ίσως αυτό να είναι και επαγγελματική ασθένεια διότι εγώ και τους αρχαίους δεν μπορώ να τους διαβάσω μόνο από μετάφραση, θέλω να έχω και το πρωτότυπο πλάι. Και, εδώ που τα λέμε, με την ποιότητα ορισμένων μεταφράσεων καλά κάνω.

 

Απ' όσο καταλαβαίνω από τα άρθρα της εφημερίδας, η Πάπισσα Ιωάννα που κυκλοφόρησε δεν περιλαμβάνει και το πρωτότυπο και τη μετάφραση αντικριστά, αλλά μόνο τη μετάφραση. (Αν δεν ισχύει αυτό, ζητώ συγνώμη και παρακαλώ όσα είπα και λέω να θεωρηθούν άκυρα). Μια άλλη λύση, που εφαρμόζεται σε σχολικές εκδόσεις αγγλικής λογοτεχνίας για τον Σαίξπηρ και άλλους παλαιούς είναι να υπάρχει στο κάτω μέρος της σελίδας εκτενής υπομνηματισμός για όλες τις δύσκολες λέξεις. Κατά τη γνώμη μου, ο Θεοτόκης που έλεγα πιο πάνω αυτή την ανάγκη έχει, υπομνηματισμό όχι μεταγλώττιση. Ο Παπαδιαμάντης και ο Ροΐδης; Δεν ξέρω αν αρκεί ο υπομνηματισμός, ίσως αρκεί ίσως όχι.

 

Στο άρθρο της εφημερίδας η δημοσιογράφος ρωτάει τον Δημ. Καλοκύρη,

-- Τι χάνουμε διαβάζοντας τον Ροΐδη στη δημοτική;

και απαντάει ο "μεταγραφέας":

-- Μπορεί να χάνουμε την "αφή" του συγγραφέα, αλλά δεν χάνουμε τις υπόλοιπες αισθήσεις που αφήνει, για παράδειγμα, με τα λογοπαίγνιά του κ.λπ.

Είναι έτσι όμως; Δεν έχω το βιβλίο στα χέρια μου, αλλά η εφημερίδα φρόντισε (και μπράβο της) να μας δώσει μια γεύση από την μεταγλωττισμένη Πάπισσα Ιωάννα.

 

Στο τέλος λοιπόν του άρθρου, παίρνουμε γεύση από τη μεταγραφή σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο. Ο συντάκτης ύλης της εφημερίδας έχει βάλει μεσότιτλο στην ενότητα αυτή: Ο χυτροκόρος έγινε "λαντζέρης". Εγώ θα έβαζα τον μεσότιτλο Να τι χάνουμε από τη μεταγλώττιση. Γιατί το λέω αυτό; Διότι αν το διάλεξε ο ίδιος ο Δ. Καλοκύρης το απόσπασμα είναι εξαιρετικά έντιμος. Είναι ένα απόσπασμα που δείχνει πολύ παραστατικά πώς χάνονται τα λογοπαίγνια στη μεταγλώττιση. Ας το δούμε.

 

Το απόσπασμα είναι παρμένο από την αρχή του βιβλίου, όπου γίνεται λόγος για τους γονείς της Ιωάννας.

 

Κείμενο Ροΐδη:

H δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρόνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα. Βαρυνθείς αυτήν μετ' ολίγον την έδωκεν εις τον οινοχόον, ο οινοχόος εις τον μάγειρον και ούτος εις τον χυτροκόρον, όστις ευλαβής ων αντήλλαξε την νεάνιδα μετά του μοναχού, λαβών αντ' αυτής οδόντα του Αγίου Γουτλάκου, του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος εντός λάκκου τινός της Μερκίας. Ούτω εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης του δεσπότου εις τας αγκάλας του καλογήρου

 

Μεταγραφή Καλοκύρη:

H μητέρα της τώρα, λεγόταν Γιούθα, ήταν ξανθιά και έβοσκε τις χήνες κάποιου Σάξονα βαρόνου ο οποίος, προετοιμάζοντας κάποτε ένα φαγοπότι, κατέβηκε να διαλέξει την παχύτερη, αλλά λαχτάρισε τη βοσκοπούλα και τη μετέφερε από το κοτέτσι στην κρεβατοκάμαρα. Όταν, μετά από λίγο, τη βαρέθηκε, την πασάρησε στον οινοχόο, ο οινοχόος στο μάγειρα και αυτός στον λαντζέρη ο οποίος, επειδή ήταν ευλαβής άνθρωπος, έδωσε το κορίτσι στον μοναχό, με αντάλλαγμα ένα δόντι του Αγίου Γουτλάκου, που έζησε και μαρτύρησε μέσα σε κάποιο λάκκο της Μερκίας. Έτσι η Γιούθα ξέπεσε από το κρεβάτι του αφέντη στην αγκαλιά του καλόγερου

 

Κατ' αρχήν να πω, εξ όνυχος βεβαίως, ότι κατά τη γνώμη μου κατά τα άλλα η μεταγλώττιση δίνει στρωτό κείμενο. Κατά τα άλλα, όμως. Διότι έχω τις εξής τρεις και μία ενστάσεις:

 

α) Ο συντάκτης ύλης της εφημερίδας εντυπωσιάστηκε από την (εντελώς λογική) μετατροπή του χυτροκόρου σε λαντζέρη, αλλά εμένα μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση πώς χάνεται το λογοπαίγνιο στην τελευταία πρόταση του αποσπάσματος. Ποιο λογοπαίγνιο; Μα, ο δεσπότης, που έχει και την εκκλησιαστική σημασία αλλά και τη σημασία του φεουδάρχη αφέντη. Η Γιούθα ξέπεσε από τον δεσπότη στον καλόγερο, αλλά άλλος ο ροϊδικός δεσπότης κι άλλος ο σημερινός, και γνωρίζοντάς το αυτό ο Καλοκύρης μετέφρασε τον δεσπότη σε αφέντη –και καλά έκανε και το μετέφρασε, αλλά απέδειξε ταυτόχρονα ότι είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι διατηρούνται όλα τα λογοπαίγνια.

 

β) Και καλά η αναπόφευκτη απώλεια αυτού του λογοπαιγνίου. Τι γίνεται όμως με την αποτρέψιμη; Εννοώ, λίγο πιο πάνω, όπου ο βαρόνος μετέφερε την Γιούθα από του ορνιθώνος εις τον κοιτώνα κατά Ροΐδη. ΟρνιθΩΝΑΣ, κοιτΩΝΑΣ, ομοιοκαταληξία. Κατά Καλοκύρη, από το κοτέτσι στην κρεβατοκάμαρα. Χάνεται η ομοιοκαταληξία, και αδίκως, διότι θα μπορούσε ο Κ. να διατηρήσει τις λέξεις αυτές που, επιτέλους, υπάρχουν και στη σημερινή γλώσσα! Γιατί δεν τις διατήρησε; Επειδή, εικάζω, βρίσκεται στο στόχαστρο· φοβήθηκε ότι αν δεν τις άλλαζε, θα τον επέκριναν: Πφφ, όλες τις λέξεις ίδιες τις άφησε!

 

γ) Μια άλλη αλλαγή νοήματος: ο άγιος Γουτλάκος κατά Ροΐδη ετελεύτησε οσίως μέσα στο λάκκο, κατά Καλοκύρη μαρτύρησε. Είναι το ίδιο; Σαφέστατα όχι. Και χάνεται η λεπτή ειρωνεία του οσίως του Ροΐδη, για κάποιον που, να το πούμε ωμά, πέρασε όλη τη ζωή του αναχωρητής μέσα σ' ένα λάκκο. Ο Καλοκύρης, αντιθέτως, τον ανεβάζει σε μάρτυρα. Που δεν ήταν.

 

δ) Πιο πάνω επέκρινα τον Καλοκύρη που δεν διατήρησε, χάρη της ομοιοκαταληξίας, τον ορνιθώνα και τον κοιτώνα –αν και είναι σχετικά μικρό το κακό. Εδώ θα τον επικρίνω επειδή στο απόσπασμα της εφημερίδας, που δεν το έχω αναδημοσιεύσει ολόκληρο, ο Ροΐδης λέει ότι ο πατέρας της Ιωάννας ήταν μαθητής του Εριγενούς Σκώτου. Και αποδίδει ο Καλοκύρης ότι είχε μαθητεύσει κοντά στον Εριγενή Σκώτο. Όμως, φίλτατε, αν ο αναγνώστης του 1865 γνώριζε "Εριγενή Σκώτο", ο αναγνώστης του 2005 γνωρίζει μόνο Εριγένη, και μάλιστα Ιωάννη Εριγένη ή Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, γιατί έτσι είναι σήμερα γνωστός ο θεολόγος Johannes Scotus Eriugena. Όταν αφήνεις εδώ το όνομα όπως ήταν γνωστό το 1865 και όχι όπως το διδάσκονται σήμερα στο λύκειο οι νέοι, άραγε βοηθάς τους νέους να επικοινωνήσουν με το έργο; Ή μήπως αυτό δείχνει ότι ο μεταφραστής δεν πήρε και πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του, ότι μάλλον στα πρόχειρα ξεπέταξε το κείμενο;

 

Αλλά οι ενστάσεις αυτές, πλην της πρώτης, έχουν να κάνουν με μεταφραστικές επιλογές ή με μεταφραστικά λάθη του συγκεκριμένου μεταφραστή, που είναι αποτρέψιμα αν αλλάξουμε μεταφραστή. Δεν είναι δηλαδή, οι ενστάσεις αυτές καθοριστικές για να κριθεί το εγχείρημα της μεταγλώττισης γενικώς. Η πρώτη ένσταση, ότι αναπότρεπτα χάνονται λογοπαίγνια, και γενικά το "άρωμα της γλώσσας", αυτή πιστεύω ισχύει και πέρα από τα λάθη ή τις άστοχες επιλογές του Καλοκύρη.

 

Βέβαια εδώ υπάρχει και ο αντίλογος του Καβάφη. Όταν μεταφράζεται ο Καβάφης σε άλλη γλώσσα χάνεται όλο το ιδιότυπο άρωμα της γλώσσας του, κι όμως, όπως σωστά επισημαίνει ο Καλοκύρης, ο Καβάφης έχει φανατικούς φίλους σε όλο τον κόσμο. Και προσθέτω κι εγώ ότι το πλήθος των αμερικανών στην κηδεία της Τζάκυς Ωνάση που άκουσαν, φυσικά σε μετάφραση, το Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, έχασαν όλο το άρωμα της γλώσσας κι όμως συγκινήθηκαν.

 

Παρ' όλο όμως το αντιπαράδειγμα με τον Καβάφη, κατά την ταπεινή μου γνώμη η μεταγλώττιση:

 

Ανέφερα πριν τη λέξη ιεροσυλία, που δεν τη χρησιμοποιώ εγώ για να χαρακτηρίσω το εκδοτικό αυτό εγχείρημα, έχει όμως χρησιμοποιηθεί από άλλους άλλοτε για ανάλογα εγχειρήματα. Υπάρχει κάτι άλλο που με ενοχλεί στη νέα αυτή έκδοση, που δεν θα το έλεγα ιεροσυλία, αλλά ίσως ασέβεια ή απρέπεια. Θέλω να πω, αν κατάλαβα καλά από το ρεπορτάζ, η Πάπισσα Ιωάννα προσφέρεται "απαλλαγμένη από αυτά τα βάρη (πλην της εισαγωγής του Καλοκύρη)". Ποια βάρη; Δεν είναι εντελώς σαφές, αλλά υποθέτω (φοβάμαι πιο σωστά) ότι εννοούνται εδώ οι επιστολές του Ροΐδη προς την Ιερά Σύνοδο (που είχε βάλει μπροστά τον αφορισμό του συγγραφέα). Αν πράγματι λείπουν οι επιστολές του "αγρινιώτη Σουρλή", τότε η μεταγλωττισμένη Πάπισσα είναι δυστυχώς ανάπηρη. Και ελπίζω τουλάχιστον αυτή η περικοπή, αν έγινε, να έγινε για λόγους οικονομίας και όχι για να μην ενοχληθεί ξερωγώ ο κύριος Χριστόδουλος.

 

Καιρός να τελειώνω εδώ, αλλά θέλω να πω ένα πράγμα ακόμα, λεξικογραφικού χαρακτήρα ας πούμε. Λένε πολλοί ότι εξαιτίας της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του μονοτονικού (και της κομματοπαγούς γλώσσας της αριστεράς, ενδεχομένως) δεν μπορούν οι νέοι μας σήμερα να επικοινωνήσουν με τον Παπαδιαμάντη και τον Ροΐδη. Αυτό είναι ελαφρώς λαθροχειρία, όπως παραπλανητικό βρήκα το ερώτημα μιας πρόσφατης έρευνας, που αρκετά προβλήθηκε στον τύπο, από όπου προέκυψε ότι μόνο το 25% των ερωτηθέντων ξέρει τι θα πει "αναφανδόν". Τι εννοώ; Εννοώ ότι δεν είναι μόνο η καθαρεύουσα που εμποδίζει την επικοινωνία με τον Παπαδιαμάντη και τον Ροΐδη, είναι και η διαφορά της τότε κοινωνίας από την τώρα, του τότε λεξιλογίου από το τώρα. Ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει και διηγήματα στη δημοτική, την Αποσώστρα λογουχάρη (πρώτη δημοσίευση στο Νουμά). Είναι πολύ πιο προσιτή από τη Φόνισσα; Τι θα πει, αίφνης, Αποσώστρα; Όταν ο ήρωας του Παπαδιαμάντη (όχι στην Αποσώστρα) λέει "Ντέρτι δικό μου, κασαβέτι δικό σου" [εδώ να προλάβω μιαν ένσταση, ότι τάχα πρόκειται για σκιαθίτικο ιδιωματισμό: η έκφραση αυτή δεν είναι του σκιαθίτικου ιδιώματος, την χρησιμοποιεί και ο Λουντέμης, πρέπει να είναι πανελλήνια], όταν λοιπόν λέει αυτή τη φράση, τι εννοεί; Κι εδώ ο Κουτσοχέρας και το μονοτονικό φταίνε; Γι' αυτό και λέω ότι είναι παραπλανητικό να ρωτάμε, έτσι ξεκομμένα, τι σημαίνει "αναφανδόν". Γιατί δεν ρώτησαν τι σημαίνει γρέκι ή ζέφκι;  (λέξεις του Παπαδιαμάντη είναι κι αυτές, κι ας είναι τουρκικής ετυμολογίας). Ή τι σημαίνει "αλαφροΐσκιωτος", που αν σε μένα είναι εξαιρετικά οικεία λέξη, υποθέτω ότι σε πολλούς νεότερους θα είναι άγνωστη.

 

Και για κάνω κι εγώ μια ερώτηση, επειδή κάπου είδα (αν δεν με γελάει η μνήμη μου) ότι έκανε (όχι πρόσφατα) και ο κύριος Μπαμπινιώτης λόγο για δυσκολία επικοινωνίας των νέων με τα παλιότερα κείμενα. Ρωτάω λοιπόν, τι σημαίνει πιναρός; Η λέξη υπάρχει στο Μόνον της ζωής του ταξίδιον του Βιζυηνού, ένα έργο που εξακολουθεί να διαβάζεται (αν δεν κάνω λάθος έχει γίνει και θεατρική του διασκευή). Σημαίνει ρυπαρός, βρώμικος, αλλά δεν την έχει τη λέξη αυτή το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Οπότε, ή κακώς δεν την έχει ή αυτό σημαίνει ότι η δυσκολία επικοινωνίας είναι υπαρκτή και δεν φταίνε οι νέοι ή το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά η γλώσσα, που έχει το κακό συνήθειο να αλλάζει. Και βέβαια, καλώς δεν την έχει το λεξικό Μπαμπινιώτη, ούτε το λεξικό Τριαναφυλλίδη, ούτε του Κριαρά, ούτε του Τεγόπουλου, τη λέξη αυτή, ενώ την έχει ο Σταματάκος και ο Δημητράκος, όπως και ο Πάπυρος-Λαρούς, που τα έχει όλα άλλωστε. Και δεν είναι μόνο ο πιναρός, αλλά βάζω στοίχημα ότι σε ένα εκτενές διήγημα του Βιζυηνού ή του Παπαδιαμάντη θα υπάρχουν δεκάδες λέξεις, και λίγο λέω, που δεν θα περιλαμβάνονται στο λεξικό Μπαμπινιώτη και στα άλλα σύγχρονα –και όχι από λεξικογραφική αμέλεια. Και αν μου πείτε ότι αυτές οι λέξεις είναι αρχαΐζουσες, θα σας ρωτήσω τι θα πει μπερντάχι. Και αν μου πείτε ότι θα πει "ξυλοφόρτωμα" θα σας πω ότι πριν από 100 χρόνια σήμαινε "ξύρισμα κόντρα", και μάλιστα ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, αποδεικνύοντας ότι και ο πιο σοφός δεν μπορεί να γίνει προφήτης, είχε συμπεριλάβει τη λέξη αυτή, με τη σημασία αυτή, στα εντελώς απαραίτητα (και σε βάθος χρόνου) γλωσσικά δάνεια. Όμως σήμερα δεν ξέρουμε τι σημαίνει μπερντάχι και δεν φταίει γι' αυτό το Πασόκ.

 

Ένας φίλος με τον οποίο τα συζήτησα αυτά, έκανε την προβοκατόρικη ερώτηση γιατί δεν μεταφράζεται και η Ερωφίλη. Εγώ, παίρνοντας αφορμή από κάτι που λέει ο Γ.Χάρης, θα ρωτούσα αφελώς αν πρόκειται να μεταφραστεί το έπος της καθαρευούσης, ο Μεγάλος Ανατολικός. Ή μήπως είναι Μέγας;

 

Ν.Σ.

 

ΥΓ

Βλέπω ότι υπήρξα ίσως υπερβολικά σχολαστικός με το δείγμα από τη μεταγλωττισμένη Πάπισσα, έκατσα και το πέρασα από κόσκινο, ίσως, και βρήκα σε δέκα αράδες τέσσερις ενστάσεις. Ναι, παραδέχομαι ότι με τη φόρτιση που έχει πάρει το θέμα της μεταγλώττισης ειδικά της Πάπισσας, ο καημένος ο μεταφραστής της είναι στο στόχαστρο ό,τι και να κάνει. Επιμένω ωστόσο στην ουσία των ενστάσεων που ανέφερα παραπάνω.

 

 

 

Επιστροφή στις "γλωσσικές ακρότητες"
Αρχική σελίδα του Νίκου Σαραντάκου



© 2005 Νίκος Σαραντάκος
sarant@pt.lu