Παράλληλα κείμενα – L’albatros του Μπωντλαίρ

Γράφω μάλλον εκ του προχείρου, χωρίς βοηθήματα, κι έτσι δεν παίρνω όρκο για την ακρίβεια των κειμένων, που τα ψάρεψα εδώ κι εκεί στο Διαδίκτυο. Στην ενότητα αυτή, παραθέτω τα εξής παράλληλα κείμενα:

1.      Το πρωτότυπο, L’albatros του Σαρλ Μπωντλαίρ

2.      Τη μετάφραση του Αλέξανδρου Μπάρα

3.      Τη μετάφραση του Νίκου Φωκά

4.      Τη μετάφραση του Γιώργη Σημηριώτη

5.  Τη μετάφραση της Δέσπως Καρούσου

6.      Αγγλική μετάφραση του Ρόυ Κάμπελ

7.  Αγγλική μετάφραση του Ρίτσαρντ Χάουαρντ (ευχαριστώ τον Αλέξανδρο Γ. που την έστειλε)

 

1. L'Albatros

Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.

À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.

Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!

Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.

Charles Baudelaire

 

2. Σαρλ Μπωντλαίρ

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
 που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

 Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
 να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

 Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

 Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας
(1906-1990)

 

3. ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ ΓΛΑΡΟΙ

 Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια·
τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ' το νερό
 κι ακολουθούν, νωχελικοί συντρόφοι, τα ταξίδια.

 Μόλις πάνω στου καραβιού τα ξύλα με χαρές
τους βασιλιάδες του γλαυκού ο ναύτης ακουμπάει,
αφήνουν τις φτερούγες τους εκείνοι χαλαρές
να τους κρεμούν σαν δυο κουπιά αχρείαστα στοπλάι.

 Οι αγέρωχοι ταξιδευτές πώς φαίνονται δειλοί!
Τι αστείοι που 'ναι κι άσκημοι οι ωραίοι αιθεροβάτες!
 Κάποιος το ράμφος τους με το τσιμπούκι του ενοχλεί
ή αναγελά κουτσαίνοντας τους φτερωτούς σακάτες.

 Όμοια μ' αυτούς τους πρίγκιπες του αιθέρα κι ο Ποιητής
ούτε για βέλη νοιάζεται ούτε αν βροντά κι αστράφτει·
μα μέσ' στη χλεύη εξόριστος μιας κοινωνίας αστής
απ' τα γιγάντια του φτερά στο βάδισμα σκοντάφτει.

μτφρ. Νίκος Φωκάς

 

4. Το άλμπατρος

Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.

Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.

Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.

 

Μτφρ. Γ. Σημηριώτης

 

 

5. Αλμπατρός

Συχνά, για να διασκεδάσουν, του πληρώματος οι άνθρωποι
Πιάνουν αλμπατρός, τεράστια πουλιά των θαλασσών,
Που ακολουθούν, του ταξιδιού νωχελικοί σύντροφοι,
Το καράβι που γλιστρά πάνω στα τρίσβαθα τα πικρά.

Μόλις πάνω στις σανίδες τους ακουμπήσουν,
Τότε οι βασιλιάδες αυτοί του αιθέρα, αδέξιοι και ντροπαλοί,
Αφήνουν τα μεγάλα λευκά τους φτερά
Να σέρνονται σαν κουπιά στο πλάι τους τραγικά.

Ο φτερωτός ταξιδιώτης, πόσο είναι άχαρος και χαλαρός!
Εκείνος, πριν λίγο ωραίος, πόσο είναι κωμικός και άσχημος!
Ο ένας το ράμφος του πειράζει με μια πίπα,
Ο άλλος μιμείται, κουτσαίνοντας το σακάτη που πετούσε!

Ο Ποιητής είν' όμοιος με τον πρίγκηπα των πυκνών νεφελών
Που συντροφεύει τη θύελλα και τον τοξότη κοροϊδεύει·
Εξορισμένος πάνω στη γη στη μέση των γιουχαϊσμών,
Τα φτερά του, φτερά γίγαντα τον εμποδίζουν να βαδίζει.

Μετάφραση Δέσπω Καρούσου, εκδόσεις Γκοβόστης

 

6. The Albatross

Sometimes for sport the men of loafing crews
Snare the great albatrosses of the deep,
The indolent companions of their cruise
As through the bitter vastitudes they sweep.

Scarce have they fished aboard these airy kings
When helpless on such unaccustomed floors,
They piteously droop their huge white wings
And trail them at their sides like drifting oars.

How comical, how ugly, and how meek
Appears this soarer of celestial snows!
One, with his pipe, teases the golden beak,
One, limping, mocks the cripple as he goes.

The Poet, like this monarch of the clouds,
Despising archers, rides the storm elate.
But, stranded on the earth to jeering crowds,
The great wings of the giant baulk his gait.

— Roy Campbell, Poems of Baudelaire (New York: Pantheon Books, 1952)

 

7. The Albatross

Often to pass the time on board, the crew
will catch an albatross, one of those big birds
which nonchalantly chaperone a ship
across the bitter fathoms of the sea.

Tied to the deck, this sovereign of space,
as if embarrassed by its clumsiness,
pitiably lets its great white wings
drag at its sides like a pair of unshipped oars.

How weak and awkward, even comical
this traveller but lately so adroit –
one deckhand sticks a pipestem in its beak,
another mocks the cripple that once flew!

The Poet is like this monarch of the clouds
riding the storm above the marksman's range;
exiled on the ground, hooted and jeered,
he cannot walk because of his great wings.

Charles Baudelaire, Les FLEURS du MAL, trans. by Richard Howard (Boston: David R. Godine, 1982). 

 

 




Επιστροφή στα Παράλληλα Κείμενα