Πεσκαντρίτσα με φράκο

 

Για τερατόμορφο ψάρι που είναι, η πεσκαντρίτσα έχει καταφέρει εντυπωσιακή καριέρα· μέσα σε λίγα χρόνια έφτασε να κοσμεί τους καταλόγους των πιο ακριβών και σικ εστιατορίων, αλλά και να γίνει ακόμα και τραγούδι, κάτι που ελάχιστα ψάρια έχουν κατορθώσει, αν εξαιρέσουμε του γιαλού τα καβουράκια και την παρέα τους· εννοώ το τραγούδι χιπ-χοπ Πεσκανδρίτσα με πράσα από τα Ημισκούμπρια (που βέβαια, θα έλεγε κανείς ότι λόγω ονόματος έχουν κάποιαν ηθική υποχρέωση να γράφουν ψαροτράγουδα, αλλά δεν ξέρω να έχουν άλλο τίτλο τους αφιερωμένον σε ψαρικά).

 

Η πεσκαντρίτσα μπορούμε να πούμε ότι απέκτησε μεγάλη φήμη τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η λέξη δεν περιλαμβάνεται σε παλιότερα μεγάλα λεξικά π.χ. του Δημητράκου ή του Σταματάκου, ούτε καν στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (του ιδρύματος Τριανταφυλλίδη) που εκδόθηκε το 1998. Για ποιο λόγο ήρθε τόσο όψιμα η ορμητική είσοδος της πεσκαντρίτσας στην αγορά και στην επικαιρότητα, δεν το ξέρω, ούτε μπορώ να σας συστήσω κάποια πρωτότυπη συνταγή.

 

Θέλω να πω, για τα γαστρονομικά της πεσκαντρίτσας δεν είμαι αρμόδιος· αλλά μια φίλη που είναι, με διαβεβαίωσε ότι εκείνη προσωπικά την γράφει πεσκανδρίτσα με νι και δέλτα· άλλωστε, ‘πεσκανδρίτσα’ γράφεται και στο τραγούδι των Ημισκουμπρίων. Γιατί όμως; Γιατί φορέσαμε στην πεσκαντρίτσα φράκο;

 

Παρ’ όλο που υπάρχει και στα αρχαία, το σύμπλεγμα ντ είναι κόκκινο πανί για τους ευπρεπιστές της γλώσσας, επειδή απαντά σε αφθονότατες δάνειες ή δημοτικές λέξεις. Κι έτσι, ο ευπρεπιστής θα γράψει άνδρα τον άντρα, κι επειδή κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά, θα γράψει και άνδρον το άντρο, τη σπηλιά δηλαδή, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι διαπράττει μαργαριτάρι ολκής, αφού λέξη άνδρον δεν υπήρχε στα αρχαία· οι αρχαίοι μόνο άντρον ήξεραν. Αυτό το ευπρεπιστικό μαργαριτάρι λέγεται στη γλωσσολογία υπερδιόρθωση.

 

Λοιπόν, το να γράψει κανείς «άνδρον» είναι εξίσου τερατώδες με το να γράψει, ας πούμε, *ανδίσταση, *απάνδηση ή *αυθενδία, αφού σε όλες αυτές τις λέξεις το ντ το κληρονομήσαμε από τα αρχαία. Ισχυρίζομαι ότι σχεδόν εξίσου λάθος είναι και η πεσκανδρίτσα, αφού το σύμπλεγμα νδ εδώ δεν αποκαθιστά κάποιον παλιότερο τύπο της λέξης όπως είμαι βέβαιος ότι νομίζουν πολλοί που χρησιμοποιούν αυτή τη γραφή.

 

Τι είναι ακριβώς η πεσκαντρίτσα; Αν ανοίξουμε το Νέο Ελληνικό Λεξικό του Κριαρά, θα δούμε ότι είναι «ψάρι με παράξενη όψη, πολύ μεγάλο κεφάλι και στόμα πλατύ με δόντια μυτερά, σώμα αγκαθωτό χωρίς λέπια, με θωρακικά πτερύγια, που ζει στο βυθό της θάλασσας, τρέφεται με ψάρια και τρώγεται βραστό».

 

Πολλά λέει το λεξικό, αλλά ας το ψάξουμε κι άλλο. Στη ιχθυολογική βάση δεδομένων του www.fishbase.org μαθαίνουμε ότι η πεσκαντρίτσα ανήκει στο γένος των λοφιοφόρων, ότι ζει στον Ανατολικό Ατλαντικό, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, ότι είναι ψάρι των βαθιών νερών, εξαιρετικά εμπορικό και πιάνει υψηλές τιμές.

 

Ποια είναι η ετυμολογία της; Η πεσκαντρίτσα βέβαια δεν είναι λέξη ελληνική· λέξη ελληνική που να αρχίζει από πεσκ- δεν υπάρχει, το πεσκέσι και το πεσκίρι είναι τούρκικα. Είναι λοιπόν δάνειο, αλλά όχι από τα τουρκικά παρά από τα ιταλικά, όπως μας πληροφορεί π.χ. το λεξικό Μπαμπινιώτη· το πεσκαντρίτσα προέρχεται από το ιταλικό pescatrice, μέσω ενός διαλεκτικού τύπου όπως piscadrizi. Πισκαντρίτσι άκουσαν οι ψαράδες μας, ή ίσως πληθυντικό πισκαντρίτσε, τις είπαν πεσκαντρίτσες, άρα πεσκαντρίτσα.

 

Από σύμπτωση, προέκυψε στα ελληνικά ένα όνομα που φαίνεται υποκοριστικό, ενώ δεν είναι· δεν υπάρχει καμιά «πεσκάντρα» (ή «πεσκάνδρα» όπως ίσως θα ήθελαν οι ευπρεπιστές) που να είναι μεγαλύτερη ώστε η πεσκαντρίτσα να είναι μια παραλλαγή σε μικρότερο μέγεθος. (Παρένθεση: παρόμοια περίπτωση λέξεων που φαίνεται να είναι υποκοριστικά ενώ δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν ήταν αρχικά, έχουμε στο πασουμάκι και στο τσαρδάκι, που είναι δάνεια από τα τουρκικά pasmak, çardak, άσχετο αν μετά εμείς, που δεν ξέρουμε τούρκικα, πλάσαμε με υποχωρητικό σχηματισμό το πασούμι και το τσαρδί, και καλά κάναμε).

 

Αλλά με όσα είπα μόλις έξυσα την επιφάνεια της ετυμολογίας της πεσκαντρίτσας. Τι σημαίνει pescatrice στα ιταλικά; Όποιος ξέρει λατινικά ή αστρολογία μπορεί να θυμάται ότι pisces είναι οι Ιχθείς, άρα pescator είναι ο ψαράς και pescatrice, στα ιταλικά, είναι η ψαρού, το θηλυκό του ψαρά, διότι ο ψαράς είναι μπανάλ όπως ο εργάτης ή ο λογιστής και μπορεί να έχει επαγγελματικό θηλυκό, ενώ οι βουλευτίνες και οι δικαστίνες πρέπει οπωσδήποτε να φορέσουν γλωσσικά μουστάκια για να διαφυλαχτεί δήθεν το κύρος τους. Αλλά ξεφεύγω.

 

Γιατί τάχα την είπαν ψαρού οι Ιταλοί την πεσκαντρίτσα; Την απάντηση μας τη δίνει η ζωολογία. Λοιπόν η πεσκαντρίτσα είναι ψάρι αρπακτικό, που τρέφεται με άλλα ψάρια. Μάλιστα, επειδή έχει στόμα τεράστιο, σπηλαιώδες, και στομάχι επεκτάσιμο, μπορεί να καταβροχθίσει άλλο ψάρι ίσο με το μέγεθός της! Πώς όμως πιάνει τη λεία της η πεσκαντρίτσα; Αν δείτε τη φωτογραφία της, θα σκεφτείτε ότι ένα τόσο ατσούμπαλο ψάρι αναγκαστικά θα είναι αργοκίνητο, οπότε αν ήταν να βασίζεται στην ταχύτητά της θα είχε εκλείψει ως είδος. Σωστά. Η πεσκαντρίτσα τα ψάρια που πιάνει τα ψαρεύει. Το ραχιαίο της πτερύγιο έχει μια μακριά ακτίνα μακριά σαν νηματοειδές λοφίο, η οποία καταλήγει σε μια σαρκώδη απόληξη που το επιστημονικό της όνομα είναι esca. Αυτή η esca παίζει το ρόλο του δολώματος. Κρύβεται η πεσκαντρίτσα στη λάσπη του βυθού και τεντώνει την ακτίνα του πτερυγίου της σαν τον ψαρά που ψαρεύει με το καλάμι. Μάλιστα, μπορεί να περιστρέφει την ακτίνα προς όλες τις κατευθύνσεις και να κουνάει πέρα-δώθε την απόληξη για να μοιάζει με ζωντανή λιχουδιά. Έρχεται ανυποψίαστο το άλλο ψάρι να μεζεδιάσει και καταλήγει το ίδιο μεζές στο απύλωτο στόμα της πεσκαντρίτσας, της ψαρούς.

 

Άλλωστε, η επίσημη λατινική ονομασία της πεσκαντρίτσας είναι Lophius piscatorius, που θα πει «Λοφιοφόρος ψαράς». Και όχι μόνο στα ιταλικά, αλλά και σε άλλες γλώσσες, γίνεται αναφορά στην αλιευτική δεινότητα της πεσκαντρίτσας. Στα αγγλικά λέγεται anglerfish ή angler, παναπεί ψάρι-ψαράς ή σκέτο ψαράς. Στα ρουμάνικα λέγεται Peste pescar, που σημαίνει το ίδιο. Σε άλλες γλώσσες, βρίσκουμε ονομασίες είναι εμπνευσμένες από την τερατομορφία της: Seeteufel τη λένε στα γερμανικά, παναπεί διάβολο της θάλασσας, στα πορτογαλικά των Αζορών λέγεται peixe diabo, δηλαδή ψάρι-διάβολος. Μια άλλη ιταλική ονομασία συνδυάζει την όψη με το επάγγελμα: rana pescatrice, δηλαδή βατράχι ψαρού, γιατί μοιάζει κάπως με βάτραχο η καημένη. Άλλωστε, βατραχόψαρο είναι μια άλλη ελληνική λαϊκή ονομασία της. Μια και το πιάσαμε, να αναφέρουμε και μερικές άλλες λαϊκές της ονομασίες: φλάσκα, προφανώς από το σχήμα του σώματός της, σκλεμπού και σπερκελέτσο, λέξεις που αγνοώ τι σημαίνουν. Επίσης ονομάζεται φανάρι, ονομασία που ίσως να τη δανείστηκαν και οι τούρκοι, μια και εκεί τη λένε Fener baligi, παναπεί φαναρόψαρο (φενέρ είναι το φανάρι, ελληνικό δάνειο). Φαντάζομαι ότι τη λέμε φανάρι επειδή το γρομπαλάκι που έχει, στην άκρη της κεραίας, για να προσελκύει τα ψάρια μοιάζει και με φανάρι.

 

Κλείνω επιστρέφοντας στον ευπρεπισμό. Τόσα χρόνια που υπάρχει η πεσκαντρίτσα, πάντα έτσι ονομαζόταν ακόμα και στα πιο επίσημα έγγραφα π.χ. στα κείμενα της ΕΕ που καθορίζουν τις ποσοστώσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική, όπως άλλωστε και στα λεξικά. Παντού πεσκαΝΤρίτσα, πεσκαΝΔρίτσα πουθενά. Ώσπου έγινε της μόδας σαν εκλεκτό και πανάκριβο έδεσμα –και ήρθαν οι ευπρεπιστές να της φορέσουν φράκο, διότι βέβαια μια πεσκαΝΔρίτσα πιάνει καλύτερη τιμή από τη λαϊκιά αδελφή της. Ενδεικτικό είναι ότι και στο τραγούδι που προανέφερα, το οποίο δεν είναι παρά μια τραγουδιστή συνταγή που μας λέει σε χιπ-χοπ ρυθμούς πώς να μαγειρέψουμε πεσκαντρίτσα με πράσα, ο μεν τίτλος στο εξώφυλλο του δίσκου φοράει φράκο, πεσκαΝΔρίτσα, αλλά βέβαια μέσα στο τραγούδι ο Μιθριδάτης και η παρέα του τραγουδάνε, απ’ όσο μπόρεσα ν’ ακούσω, πεσκαΝΤρίτσα.

 

 

Επιστροφή στις λέξεις al dente
Αρχική σελίδα του Νίκου Σαραντάκου




© 2007 Νίκος Σαραντάκος
sarant@pt.lu