Το άρθρο που
ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο σερραϊκό περιοδικό Γιατί, το 1994. Το έχει γράψει ο ποιητής
Κώστας Μίσσιος, ακούραστος ερευνητής της λεσβιακής και όχι μόνο γραμματολογίας
και αγαπημένος θείος μου. Στο άρθρο, πέρα από εκτενέστατη αναφορά στους
πρωταγωνιστές της λεσβιακής πνευματικής ζωής που συνδέθηκαν με τα έντυπα που
ασχολήθηκαν με τον Λαπαθιώτη, υπάρχει κι ένα σπάνιο εύρημα, δύο αθησαύριστα νεανικά
ποιήματα του Λαπαθιώτη, σε ελεύθερο στίχο. Να επισημάνω ότι το άρθρο του Κ. Μίσσιου
κοντεύει να κλείσει τα 15 χρόνια που δημοσιεύτηκε, και παρά το γεγονός ότι η έρευνα
περί τα λαπαθιωτικά έχει αναζωπυρωθεί, δεν έχω δει πουθενά να γίνεται λόγος για
τα δύο αυτά ποιήματα. Προφανώς, όπως οι γραμματολόγοι της προηγούμενης περιόδου
αγνόησαν ένα μυτιληνιό περιοδικό, κι έτσι δεν είδαν τα ποιήματα του Λαπαθιώτη,
έτσι και οι τωρινοί δεν καταδέχτηκαν ν’ ασχοληθούν μ’ ένα σερραϊκό περιοδικό κι
έτσι δεν είδαν το άρθρο του Κ. Μίσσιου.
Μια μόνο διόρθωση:
όταν δημοσιεύονται τα ποιήματα στη Χαραυγή, ο Λαπαθιώτης δεν είναι 18-19
χρονών, αλλά 23-24, αφού η σωστή χρονολογία γεννήσεώς του είναι 1888, έστω κι
αν σε κάποια συγγράμματα αναφοράς δίνεται το 1893.
Ν.Σ. Οκτ.
2008
Κώστα Μίσσιου
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Πενήντα χρόνια μετά την αποδημία του (1944 - 1994) το «Γιατί» θυμάται τον αδικοχαμένο ποιητή, παρουσιάζοντας δυο «αθησαύριστα» ποιήματα τον καθώς και ένα «άγνωστο αφιέρωμα» σ' αυτόν από τα Μυτιληνιά περιοδικά «Χαραυγή» τον 1910 και «Λεσβιακά Γράμματα» του 1944.
Ένα μήνα μετά το θάνατο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, το «Φιλολογικό και καλλιτεχνικό περιοδικό των νέων», «Λεσβιακά Γράμματα» -στο δεύτερο τεύχος, της 15 Φεβο. 1944, σ. 7- έγραφε: «...Στις 8 Ιανουαρίου αυτοκτόνησε στην Αθήνα ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης σε ηλικία 51 χρονών. Κατά τις πληροφορίες της αστυνομίας ο ποιητής βρισκόταν τελευταία σε ελεεινή οικονομική θέση. Σε ένα γράμμα που άφησε, γράφει ότι δεν μπορούσε πια να υποφέρει εξευτελισμούς και ταπεινώσεις». Η Αθηναϊκή «Πρωία» της 18ης Ιανουαρίου εδημοσίευσε με τον τίτλο «Ένας θάνατος κι ένα χρέος» άρθρο του κ. Γιώργου Καραπάνου, εξ αφορμής του τραγικού τέλους του ποιητή από το οποίο παραθέτουμε μερικές περικοπές...».
Οι περικοπές εκτείνονταν στα 2/3 της, μεγάλου σχήματος, σελίδας των «Λεσβιακών Γραμμάτων», όμως το ενδιαφέρον του νεανικού πρδ. για τον ποιητή δεν είχε εξαντληθεί μόνο μ' αυτές. Στο επόμενο, τρίτο τεύχος, της 15 Μάρτ. 1944, τρεις από τις δεκαέξι σελίδες του είναι αφιερωμένες σ’ αυτόν, μ’ ένα ποίημα
του Ασημάκη Βεϊνόγλου, ένα «σχέδιο μελέτης» του Παναγή Λεσβιώτη κι ένα άρθρο της Γεωργίας Παπαθανασίου; Προηγείται σύντομο σχόλιο της σύνταξης, που εκφράζει το πνεύμα της εποχής -όπως αυτό είχε καλλιεργηθεί στη Μυτιλήνη τουλάχιστον και σίγουρα πάντως όπως το ήθελαν οι «αφανείς» -τότε- εκδότες του εντύπου.
Έλεγε το σχόλιο: «...Το περιοδικό μας αν και αφιερώνει πάλι μερικές στήλες για τον Ναπ. Λαπαθιώτη, δεν επιδιώκει την έξαρση της μορφής του ποιητή, που εγκατέλειψε την ζωή για τις αθλιότητές της. Αποβλέποντας, στη γνήσια καλλιτεχνική πνοή του έργου του, θελήσαμε να το θέσουμε υπόψη των αναγνωστών μας, χωρίς να επιδοκιμάζουμε όμως τις ιδέες της έμπνευσής του. Σε εποχή που η κατάσταση μάς επιβάλλει τη ρεαλιστική αντιμετώπιση της κακομοιριάς του συνόλου, η νεολαία μας δεν μπορεί να θεωρεί για υποδειγματική μορφή, έναν ποιητή, που εδημιούργησε το έργο του «εν σκιά θανάτου»...».
Όμως, η τοποθέτηση αυτή της σύνταξης, προφανώς δεν «επιβλήθηκε» στους καταθέτες των αφιερωματικών κειμένων -άλλωστε, κάτι τέτοιο, ασφαλώς ούτε θα το είχε διανοηθεί ο κατονομαζόμενος στην ταυτότητα του πρδ. ως υπεύθυνος -και ουσιαστικός δημιουργός του- Μίλτης Παρασκευαίδης[1] (Σμύρνη 1911), πασίγνωστος, και εν ενεργεία και σήμερα, ερευνητής, ζωγράφος, σκιτσογράφος. Ήταν πάντοτε δεδομένη η ευρύτητα της σκέψης του. Έτσι στο άρθρο «Η κοινωνία μας και ο Ναπ. Λαπαθιώτης», της μαθήτριας της 7ης, Γεωργίας Παπαθανασίου, ο Λαπαθιώτης οριοθετείται ως: «...η ευγενική εκείνη ύπαρξη, η ευαίσθητη ψυχή, η φωτεινή διάνοια, ο άνθρωπος με την άκακη σαν παιδιού ψυχή, ο ποιητής με την αβρή σκέψη και την γόνιμη σε ωραίες εμπνεύσεις φαντασία...». Και αν η μικρή μαθήτρια -που δεν είχε συνέχεια στη λεσβιακή λογοτεχνία- τον προσεγγίζει με την ευαισθησία της ηλικίας της, ο Παναγής Λεσβιώτης στο «σχέδιο μελέτης» -όπως το λέει.— «Λαπαθιώτης», προσθέτει και την διεισδυτική ματιά του, αγγίζοντας σχεδόν με πληρότητα τον ποιητή χαι το έργο του, στο 5στηλο και πυκνοτυπωμένο άρθρο του. Πρόκειται, για μια από τις πρώτες δοκιμές του γνωστού σήμερα πολυβραβευμένου, ποιητή, πεζογράφου και δοκιμιογράφου Τάκη Χατζηαναγνώστου (Μυτιλήνη 1923), ο οποίος είχε αποφοιτήσει από το πρακτικό Λύκειο Μυτιλήνης το 1940, ήταν τότε φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και συνεργαζόταν με τους παλαιούς καθηγητές του στην έκδοση του πρδ., βοηθώντας τους στην εκτύπωση και γράφοντας σ’ αυτό.
Υμνητικό και το ποίημα του, σχεδόν ογδοντάχρονου τότε, Ασημάκη Βεϊνόγλου[2], (Μυτιλήνη 1866 - Μυτιλήνη 1956), «Στον Λαπαθιώτη τη μικρή ωδή μου αυτή τη θλιβερή» το επιγράφει και τραγουδά:
Σύννεφο μαύρο ολόμαυρο, πουλιών πετά, σιμώνει
στο δέντρο ένα γλυκόλαλο αηδόνι τραγουδεί,
Σιωπά στην βάρβαρη. άγρια, κραυγή τους, αχ! κερώνει.
τρέμει το δόλιο σύγκορμο, πέφτει νεκρό στη γη.
Ηλιόχρυσο τον Φλεβαριού το γέλιο έχει ανθίσει.
τραγούδια ακουστήκανε απ τα μικρά πουλιά
και μόνο δεν ακούστηκε να ξανατραγουδήσει
τ' αηδόνι με την όμορφη κι ολόγλυκια λαλιά.
Το «αφιέρωμα» είναι μικρό σε έκταση, όμως ας μην ξεχνούμε πότε έγινε και ότι φιλοξενήθηκε σ' ένα λιγοσέλιδο νεανικό πρδ., που μπορεί να έβγαινε στη Μυτιλήνη, δηλαδή σε μια πόλη όπου στο πνευματικό δυναμικό της εξακολουθούσαν να συναριθμούνται οι δημιουργοί της «Λεσβιακής Άνοιξης», όμως δεν έπαυε να ενδιαφέρεται περισσότερο για κείμενα νέων. Παρά ταύτα το «αφιέρωμα» είναι το δεύτερο, πανελληνίως. Προηγήθηκε της «Νέας Εστίας», στο τεύχος 398 - 399, της 1-15 Ιαν. 1944, με άρθρα των Κλ. Παράσχου, Τ. Κ. Παπατζώνη, Τ. Άγρα και Π. Χάρη κι ένα ποίημα του Αντ. Σαμαράκη, 20 περίπου σελίδων -από τις 120 του πρδ- και ακολούθησε, μετά από 15 ολόκληρα χρόνια εκείνο του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο πρδ. του «Διαγώνιος», τεύχος 2/1959, με ένα δισέλιδο άρθρο του («Ν. Λαπαθιώτης»), «Οχτώ ποιήματα στη μνήμη του Ν. Λ.» και αρκετά ανέκδοτα ποιήματά του.
Τα αφιερώματα είναι καταγραμμένα στο βιβλίο «Αφιερώματα περιοδικών Συμβολή στην καταγραφή τους (1880 · 1980), Αθήνα 1982» -χωρίς αναφορά στα περιεχόμενα- της Μάρθας Καρποζήλου. Και νομίζω πως η ακούραστη ερευνήτρια της νεοελληνικής γραμματείας έπρεπε[3] να καταχωρήσει και το εδώ παρουσιαζόμενο, αφού φαίνεται ότι το «Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο» (Ε.Λ.Ι.Α.), του Μάνου Χαριτάτου -από το οποίο εκδόθηκε το βιβλίο της και του οποίου την συλλογή πρδ. ερεύνησε, κυρίως- είχε στην κατοχή του, το τρίτο τεύχος των «Λεσβιακών Γραμμάτων», όπου και το αφιέρωμα -εκτός και αν το απόκτησε μεταγενεστέρως[4]. Αλλά, εν τέλει, είτε το είδε και το έκρινε ως μη εμπίπτον στα αφιερώματα, είτε δεν το είδε, η παρουσίασή του σήμερα, μας επιτρέπει ν' αναθυμηθούμε έναν ποιητή με αξιόλογη πορεία στα γράμματα μας -που είναι και σημαντικότερο, υποθέτω, της όποιας καταγραφής.
Όμως, δεν είναι άσκοπο, νομίζω, να ειπωθούν ολίγα και περί του πρδ. Ιδού τι καταθέτει[5] ο κύριος συντελεστής της έκδοσης του, Μίλτης Παρασκευαϊδης: «...Ο κίνδυνος αποκοπής της ελληνική; νεολαίας από τις ζωογόνες γνήσιες παραδόσεις του πανάρχαιου ελληνικού πολιτισμού, κατά την κατοχική περίοδο 1941-1944, επέβαλε όχι μόνον στους εκπαιδευτικούς, αλλά και στους μαθητές των να αντιδράσουν αποτελεσματικά με κάθε μορφωτικό τρόπο, ακόμα και με στερήσεις και θυσίες, στην ευνοούμενη από τους κατακτητές αμάθεια των Ελλήνων και πλαστογράφηση της παγκόσμιας ιστορίας του πολιτισμού, για να διασωθεί και ενισχυθεί το φιλελεύθερο φρόνημα και των νεοτέρων γενεών του Ελληνισμού. Από το πνεύμα της αντίδρασης αυτής είχε προκύψει και στα σχολεία της Μυτιλήνης επιδίωξη εντατικότερης μορφωτικής απόδοσης των μαθητών παρά τις αντιξοότητες τη; πείνας και των φρικιαστικών συνθηκών διαβίωσης. Η επιδίωξη αυτή είχε, το 1943, χαρακτηριστικήν εκδήλωσή της την έκδοση, από τους μαθητές μιας τάξης του οκταταξίου Α' Γυμνασίου αρρένων Μυτιλήνης, ενός πολυσέλιδου δακτυλογραφημένου περιοδικού με τον τίτλο «Μαθητικές Σελίδες» που εγράφετο μόνον από μαθητές της γυμνασιακής περιόδου 1938 - 1946 και άρχισε να κυκλοφορεί και να διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και από μαθητές και άλλων τάξεων - σχολείων της Μυτιλήνης, καθώς και από ευρύτερους κύκλου; της Μυτιληναϊκής κοινωνία;. Η επιτυχία και η μεγάλη απήχηση του περιοδικού «Μαθητικές Σελίδες» συνετέλεσαν μετά την κυκλοφορίαν και του 4ου τεύχους του, στην έκδοση νέου, τυπογραφικά εκτυπωμένου, περιοδικού του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου» (Ε.Α.Μ.) Λέσβου, με τον τίτλο «Λεσβιακά Γράμματα», που άρχισε να κυκλοφορεί σε πολυάριθμα αντίτυπα, όχι μόνον στη Μυτιλήνη, αλλά και στη χωριά της Λέσβου, τον Ιανουάριο του 1944 και συνέχισε την έκδοσή του ως την απελευθέρωση του νησιού...».
Το πρδ. -σχήματος 30x20. 16σέλιδο- έβγαλε 6 τεύχη, από 15 Ιαν. έως 15 Οκτ. 1944, με ξεχωριστή σελιδαρίθμηση. Στο πρώτο τεύχος γράφει -αμέσως μετά την «ταυτότητα»- ότι «συνεργάζονται μόνον οι νέοι και δημοσιεύονται όλες οι ειδήσεις για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση», περιορισμός που δεν επαναλαμβάνεται στα υπόλοιπα. Στην 16η σελ. των τεσσάρων πρώτων τευχών ως «Υπεύθυνος» φέρεται ο Μίλτης Παρασκευαΐδης, στο πέμπτο προστίθεται ως «Διευθυντής» ο Στρατής Βαρελτζίδης[6] (Μυτιλήνη 1882 - Μυτιλήνη 1965), ενώ στο έκτο υποδεικνύεται ότι «Διευθύνεται από Επιτροπή». Και τα έξι τεύχη τυπώθηκαν στα τυπογραφεία της εφ. «Ταχυδρόμος» και η τιμή κάθε τεύχους ήταν: 10.000, 25.000, 40.000, 40.000, 400.000 και 15.000.000 (!).
Οι συνεργάτες του πρδ. ήταν καταρχήν μαθητές του Γυμνασίου, με σύντομα κείμενα της καθημερινής ζωής, αλλά και ποιήματα και αφηγήματα. Μαζί όμως μ' αυτά θα βρούμε και ποιήματα και πεζογραφήματα, γνωστών σήμερα λογοτεχνών, οι οποίοι γεννήθηκαν μερικά χρόνια, πριν από αυτούς (Τάκης Χατζηαναγνώστου, Θανάσης Παρασκευαΐδης, Αργύρης Αραβανόπουλος, Χρυσούλα Χατζηγιαννιού κ.ά.) καθώς και άρθρα δοκιμασμένων λογίων (Αντώνης Πρωτοπάτσης, Στρατής Παρασκευαΐδης, Βασίλης Αρχοντίδης, Αριστείδης Δελής κ.ά.).
«...Το σημαντικότερο είναι -γράφει[7] ο Παντελής Αργύρης- ότι την ιδεολογική διάσταση του πρδ., όπως συνάγεται από τα κείμενα, τη δίνει η τελευταία κατηγορία των συνεργατών. Τα «Λεσβιακά Γράμματα» έχουν σαφή στόχο, θέλουν να εισαγάγουν τη μέθοδο του ρεαλισμού στη θεώρηση της πραγματικότητας. Προπαγανδίζουν το καθήκον του συγγραφέα απέναντι στο λαό που αγωνίζεται, ενώ συγχρόνως μάχονται τη «φυγή από την πραγματικότητα», δηλαδή τον εγωκεντρισμό των ρομαντικών επιλογών. Τη στάση αυτή του περιοδικού υπαγορεύει η εποχή κυκλοφορία; του. Το 1944 είναι χρόνος μεταβατικός. Η παρουσία των Γερμανών, η σκληρότητα της κατοχής από τη μια και από την άλλη η διαφαινόμενη ήττα του άξονος και η αισιοδοξία μιας πιθανή; κοινωνικής μεταβολής, προσδιορίζουν τις επιλογές. Σε μια τέτοια κατάσταση ο λογοτέχνης, ο διανοούμενος, δεν μπορεί να είναι θεατής και καταγραφέας, γίνεται οδηγητής και φορέας της ιστορίας. Η τάση αυτή θα περάσει στο περιοδικό και έτσι και στη νεολαία της Μυτιλήνης. Όλα τα
τεύχη των «Λεσβιακών Γοαμμάτων» θα χρωματισθούν από την ιδεολογική αυτή κατεύθυνση...».
Έτσι πράγματι πορεύθηκε το πρδ. στα πέντε τεύχη που έβγαλε υπό γερμανική κατοχή και στο ένα υπό καθεστώς «ελευθερίας». Αλλ’ αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο. Σε λίγο, οι πρωτεργάτες των «Λεσβιακών Γραμμάτων» -αφανείς και εμφανείς- θ' αρχίσουν το οδοιπορικό του μαρτυρίου. Οι μυλόπετρες του κράτους - τιμωρού, είχαν πιάσει δουλειά.
Όμως. πολλά χρόνια πριν ο Λαπαθιώτης τιμηθεί από το νεανικό πρδ. της Μυτιλήνης, ένα άλλο πρδ. της ίδιας πόλης φιλοξενούσε δυο από τις νεανικές ποιητικές δοκιμές του. Ακριβώς, αυτό έγινε τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας του 1910, τον Αύγ. του 1911 και τον Φεβρ. του 1912, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν μόλις 18 και 19 χρονών (κατά τους περισσότερους ιστορικούς γεννήθηκε το 1893, κάποιοι θέλουν το 1888). Το πρδ. ήταν η «Χαραυγή» -το πρώτο Μυτιληνιό πρδ. του αιώνα μας- που είχε αρχίσει να βγαίνει, έναν σχεδόν χρόνο πιο μπροστά. Οι τακτικοί αναγνώστες του «ΓΙΑΤΙ», ίσως θυμούνται τα σχετικά που έγραψα περί αυτού σε παλιότερο άρθρο μου[8] -και προφανώς, ως φιλομαθείς που είναι όλοι, θ’ ανατρέξουν αν το ξέχασαν στο, σίγουρα, διατηρούμενο υπ’ αυτών αρχείο τους του «ΓΙΑΤΙ», για να φρεσκάρουν τη μνήμη τους- πλην καθώς το πρδ. μας έχει σε κάθε τεύχος του και καινούργιους φίλους, μου φαίνεται ότι οφείλω να σημειώσω -λίαν συνοπτικώς- μερικά γι’ αυτούς, ώστε να έχουν την εικόνα του εντύπου που συνεργάστηκε ο Λαπαθιώτης.
Το πρώτο, λοιπόν, πρδ. που εκδόθηκε στη Μυτιλήνη τον 20ο αιώνα ήταν η «Χαραυγή»[9]. Εκδότες δυο προδρομικές μορφές του νησιού -διαφοπιστές και αναμορφοπές της πνευματικής του ζωής. Ο Δημήτριος Π. Αλβανός και ο Μανώλης Βάλλης[10]. Δάσκαλοι και οι δυο από την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα στα χωριά του νησιού που ασκούσαν το λειτούργημα τους δε μάθαιναν μόνο γράμματα στα παιδιά, αλλά «προπαγανδίζανε» την κοινωνική δικαιοσύνη και τον δημοτικισμό -ιδέες λίαν προχωρημένες, βέβαια, για τα χρόνια εκείνα, που δεν τους επέτρεπαν να στεριώσουν κάπου. Αναγκάζονται και παρατούν το δασκαλίκι, αρχίζουν να αρθρογραφούν στις εφ. της Σμύρνης και της Πόλης πρώτα, σ’ εκείνες της Μυτιλήνης μετά -όταν έπειτα από τα «φιλελεύθερα» ανοίγματα των «Νεότουρκων», άρχισαν να βγαίνουν και στο νησί.
Ο Αλβανός ήταν πολύ συγκροτημένος άνθρωπος. Πολύγλωσσος, βαθύς γνώστης της ξένης λογοτεχνίας, κριτικό μυαλό -ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές και δημοτικιστές της Λέσβου. Ο Ψυχάρης και ο Εφταλιώτης, ιδιαιτέρως εκτιμούσαν τις ικανότητες του και την προσφορά του[11]. Πέθανε νέος, μόλις 42 χρονών, το 1916. Ο Βάλλης ήταν περισσότερο δημοσιογράφος -και αγωνιστής. Έκανε διευθυντής του «Ελευθέρου Λόγου»[12], μιας από τις καλύτερες -ως σήμερα- εφ. της Μυτιλήνης, της «Σάλπιγγας»[13] και άλλων. Το 1920 βγήκε βουλευτής με το συνδυασμό των «Φιλελευθέρων», όμως αργότερα απογοητευμένος από τον Βενιζέλο, με το «ιδιώνυμο» και τ’ άλλα, πορεύτηκε προς τ’ αριστερά. Έβγαλε το 1932 το «Εμπρός»[14], «όργανο της αριστερής διανόησης», που το εκχώρησε στη Ν.Ε. Λέσβου του Κ.Κ.Ε., οργανώθηκε στο Κ.Κ.Ε., εξορίστηκε το 1934 στην Ανάφη και ξανά το 1936 με τη δικτατορία του Μεταξά -πέθανε το 1943 στη «Σωτηρία», 74 χρονών. Στην περίοδο της Αθήνας, συνδιευθυντής του πρδ. ήταν ο Χρύσανθος Μολίνος (1888 -1972)[15] λόγιος περιωπής κριτικός επιπέδου, από τους στενούς συνεργάτες του «Νουμά» στα χρόνια 1918 -1924.
Η «Χαραυγή» («Περιοδικόν δεκαπενθήμερον εικονογραφημένον» - δίστηλο. Μ4. 16σέλιδο) έζησε 4 χρόνια, από 15 Οκτ. 1910 έως 15 Μαΐου 1914, σε δυο περιόδους. Στην πρώτη, με έδρα τη Μυτιλήνη, από 15 Οκτ. 1910 έως 31 Ιουν. 1913, έβγαλε 68 τφχ. (τα 16 διπλά), στη δεύτερη, μ’ έδρα την Αθήνα, από 1 Νοεμ. 1913 έως 15 Μαΐου 1914, έβγαλε 13 τφχ. (τα 4 διπλά) κρατώντας και την παλιά αρίθμηση (68/1… 80-81/12-13). Συνολικώς πρόσφερε στη νεότερη λογοτεχνία μας 1026 σελίδες σε 5 τόμους (Α/292, Β/196, Γ/184, Δ /170, Ε /184). Οι σελίδες αυτές ήταν, ως επί το πλείστον, λογοτεχνικές. Ποιήματα, διηγήματα, αφηγήματα, χρονογραφήματα -όλα στη δημοτική της εποχής εκείνης -αλλά και σχόλια για το θέατρο, το βιβλίο και την πολιτιστική ζωή της Μυτιλήνης και της Αθήνας. Ακόμα πάρα πολλή ξένη λογοτεχνία -ρωσική, ιταλική, περισσότερο. Παρούσα και στα κοινωνικά θέματα: το γυναικείο ζήτημα, οι σοσιαλιστικές ιδέες -αν και όχι συστηματοποιημένες- η εκπαίδευση, η θρησκεία κ.ά.
Και συνεργάτες της, πολλοί, από κάθε -σχεδόν- γωνιά της ελεύθερης Ελλάδας, από τις αλύτρωτες πατρίδες και φυσικά από το νησί. Οι κορυφαίοι της εποχής. Ο Παλαμάς, ο Παπαδιαμάντης[16], ο Βουτυράς, ο Σκίπης, ο Μελάς, ο Φιλύρας[17], η Γαλάτεια Καζαντζάκη. ο Λαπαθιώτης, ο Βώκος, ο Βάρναλης, ο Κουκούλας, κ.π.ά, από την ελεύθερη Ελλάδα, όλοι με ανέκδοτες εργασίες τους. Οι Σημηριώτηδες. η Αδαμαντίόου, η Ζάμπα. ο Μισαηλίδη;, ο Σαντοριναίος. ο Φριλίγγος[18], ο Κωνσταντινίδης κ.π.ά, από την Μικρασία και την Πόλη. Και οι Μυτιληνιοί, ο Μυριβήλης, ο Στεφανίδης, ο Σταύρου, ο Κουντουράς, ο Δημ. Γρ. Βερναρδάκης, ο Καστρινός, ο Ντορής. ο Ελεγάς. ο Κόντος -όλο το πνευματικό δυναμικό του νησιού.
Στις σελίδες του πρδ. αυτού φιλοξενήθηκαν τα ποιήματα τον. Λαπαθιώτη. Το «Λυρικό πρελούντιο» στο τεύχ. 21-22, 15-31 Αύγ. 1911, σ. 50 και το «Αδώνια» στο τευχ. 33. 15 Φεβρ. 1912, σ. 40. Και μείνανε εκεί «ξεχασμένα» 80 τόσα χρόνια -αν στην έρευνα που έκανα δεν υπήρξε παράλειψη κάποιας σημαντικής πηγής. Και βέβαια δεν θα ισχυρισθώ ότι ήταν εξαντλητική η καταφυγή μου, σε παμπάλαια και νεότερα έντυπα, όμως μου φαίνεται ότι είδα τα κυριότερα. Ύστερα είναι και τούτο, που έγραψα[19] και άλλοτε και με κάνει να πιστεύω ότι και τα δυο ποιήματα είναι «αθησαύριστα»: η «Χαραυγή» αν και στην εποχή τη; υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα λογοτεχνικά πρδ., «ξεχάστηκε» παντελώς από τους μεταγενέστερους, ιστορικούς της λογοτεχνίας μας. ερευνητές, βιβλιογράφους κλπ. Σχεδόν κανείς δεν την μνημονεύει, κανένας δεν έσκυψε στις σελίδες της, να δει τι πλούτο κρύβει. Ακόμα και ο Κατσίμπαλης στη «Βιβλιογραφία» του Παλαμά και ο Λίνος Πολίτης, στην συνοπτική όμοια του Εφταλιώτη, που καταγράφουν δημοσιεύματα σ' αυτήν, το κάνουν εκ μεταφοράς από τρίτους, το διαπίστωσα -και δεν έχω καμιά αμφιβολία, περί αυτού- όταν έγραφα το περί Παλαμά άρθρο μου για το «ΓΙΑΤΙ», και όταν, πέρυσι, ασχολήθηκα, μετ’ επιμονής, με τον Εφταλιώτη, Μόνο ο Βαλέτας -και ο Π. Αργύρης- αποδελτίωσαν το πρδ. Προφανώς λοιπόν, είναι μάλλον «φυσιολογικό», να παραμείνανε «εν ύπνω».
Άλλωστε και ο ίδιος, ο Λαπαθιώτης, στη μοναδική που τύπωσε συλλογή, δεν τα συμπεριέλαβε· όντως, στα «Ποιήματα» που τυπώθηκαν από τον «Πυρσό» το 1939, τα δημοσιευμένα στη «Χαραυγή», μένουν εκτός. Ίσως ο ποιητής να τα θεώρησε «αδόκιμα» -αν και δεν είναι τέτοια, νομίζω- για μια συλλογή «επιλογής» όπως εν υποτίτλω την προσδιορίζει. Και ο Άρης Δικταίος στην ομότιτλη «συγκεντρωτική» δεν τα έχει, ούτε στην περίοδο που ανήκουν (1905 - 1919) ούτε στις άλλες -κατά τον διαχωρισμό που κάνει ο ίδιος. Δεν βρίσκονται στις συλλογές αυτές και με άλλο τίτλο, κατά πως το συνηθίζουν, κάποιες φορές, οι ποιητές. Όπως δεν επισημαίνονται[20] και στο «Μικρό συμπλήρωμα στην έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη» της Αλίκης Χ. Παληοδήμου.
Από κει και πέρα, είναι, ίσως, ευνόητο το ότι δεν έχουν ανθολογηθεί, ούτε από τον Περάνθη, ούτε από τον Πολίτη, ούτε από τον Αποστολίδη, ούτε από τον Σπ. Παναγιωτόπουλο, ούτε από την Μπούμη - Παππά κλπ.[21] Και στ' αφιερώματα[22], όσα έχουν ποιήματα του, πολύ περισσότερο είναι αυτονόητο να μην καταχωρούνται. Βέβαια, ανθολόγοι, ιστορικοί, ερευνητές, βιβλιογράφοι και λοιποί «διαμορφωτές» του λογοτεχνικού μας status, έχουν χρέος να καταφεύγουν και εκεί όπου ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες να βρουν κάτι -για να το βρουν και να είναι «εύρημα»- πλην πιστεύω ότι όσο και αν θέλουμε να είμαστε μαζί τους αυστηροί, οφείλουμε ταυτόχρονα να είμαστε και επιεικείς. Οι πηγές είναι ανεξάντλητες και στο τέλος - τέλος το βιβλίο της έρευνας πάντοτε πλουτίζεται.
Αλλά εν τέλει, ας μεταφέρω και τα δυο «αθησαύριστα» ποιήματα. Και οι επαΐοντες ας μα; πουν, αν δικαίως «τ’ αγνόησε» στην «πρώτην επιλογή» του, ο Λαπαθιώτης.
ΛΥΡΙΚΟ ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΟ
-Εκ βαθέων
εκέκραξά Σοι, Κύριε—
Κι είπε ή Φωνή:
Έλα απάνου κι έλα απάνου
να ιδείς το που ποτές δεν είδαν οι άλλοι
Έλα απάνου -σε καλώ Εγώ
Ω! Έλα να θαμάξεις -έλα
Τη Ζωή τη Μεγάλη...
Κι είπε η Ψυχή:
Δεν ανεβαίνω
Πηχτό Σκοτάδι και τραχύς ο Δρόμος!
(Σαν τη θλίψη είναι μακρύς ο Δρόμος...)
Και μένα
Με δέρνει ο τρόμος...
Κι είπε ή Φωνή:
Ω! Ανέβα, ανέβα
Σε βαστάω Εγώ –κι Εγώ το σκαλοπάτι
Για να υψωθείς ως τον Τρίτον Ουρανό
Να ιδείς το θάμα το τρανό.
Πορπάτει...
Κι είπε η Ψυχή:
Δεν πορπατώ άλλο πλια
(Τα πόδια μου κοπήκαν ν’ ανεβαίνω·
Πού τραβάμε -ωιμένα- πού τραβάμε;)
Πηχτό Σκοτάδι ολόγυρα μου.
Κι είπε ή Φωνή:
Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι
Το Θάμα -έλα προς το Μέγα Θάμα
Κι η Πηγή μακρά δεν είναι
Κυλάει τ’ Αθάνατο Νερό, κυλάει... Ω! Έλα,
Και πίνε...
Κι ευτύς πού τ’ άκουσε η Ψυχή
(Κι ευτύς που τ’ άκουσε η Ψυχή κι ανέβη)
Από τα βύθη προς τά βάθη
Ανέβη κι ήπιε.
-Και Πικράθη.
Αθήναι.
Ναπολέων Λαπαθιώτης
ΑΔΩΝΙΑ
«...Και ανατέλλει ό ήλιος και δύνει ο ήλιος, και εις τον τόπον αυτού έλκει· αυτός ανατέλλων εκεί πορεύεται προς νότον και κύκλοι προς βορράν· κύκλοι κύκλων, πορεύεται το πνεύμα, και επί κύκλοις αυτού επιστρέφει το πνεύμα». Εκκλησιαστής.
Είμαι τ’ Αρχαίο το Πνεύμα
Σαρκωμενο -κι είμαι
Ο Στοχασμος ο ανορμήνευτος κι ωραίος.
Φέρνω το χρώμα το παλιό
Το νοσταλγικό. -Βασιλέματα
Σε θαμπά παραθύρια.
Το τραγούδι ματαλέω
Τ’ Αλησμονημένο. «Στα παλάτια αποκοιμήθη πλια των παραμυθιώνε
Η χλωμή Βασιλοπούλα...».
Η Απόλαψη
Της Ζωής με τα χίλια στόματα· η Απόλαψη
Με τα χίλια στόματα και με τα χίλια μαστάρια.
Με δένει ένα Τί,
Μιαν ασύγκριτη Μελαγχολία προς τα Περασμένα.
-Οι Διθύραμβοι. Τα Λήναια και τ’ Αδώνια.
Μιαν αδερφικιά Ενατένιση
Προς τα Μακρυνά. Τ’ ό,τι δεν ειπώθη. ο αιώνιος
Ερχομός κι ο μισεμός -και του μισεμού ο καημός.
Τα ρόδα και τ’ άστρα.
Ο εναρμόνιος κύκλος οπού φέρνει πάντα
Πίσω από μιαν "Ανοιξη κι ενα Χινόπωρο -και πάλε απ' την αρχή.
Νυχτοβάτης.
Με πλανέσαν οι σκιές και τα σεληνόφωτα
Κι οι βαθιές Λαχτάρες να βρούμε τ’ ανεύρετο
και να ιδούμε τ’ ανίδωτο
Νυχτοβάτης κι Ανέλπιδος…
Αθήναι
Ναπολέων Λαπαθιώτης.
Πέρασαν κιόλας ογδόντα -και κάτι— χρόνια από τότε που ο λεπτεπίλεπτος ποιητής έδινε τους στίχους του στην «Χαραυγή» και ακριβώς πενήντα από τότε που ξεκινούσε το ταξίδι του προς το άγνωστο και τα νεανικά «Λεσβιακά Γράμματα» τον τιμούσαν με το σύντομο «αφιέρωμά» τους, όμως να που φαίνεται, πως με τούτους εδώ τους στίχους του, ξανατραγουδά:
Τ' αηδόνι με την όμορφη κι ολόγλυκια λαλιά
Τα λόγια των ποιητών, δεν τους ακολουθούν στο άγνωστο -μας τους θυμίζουν, εσαεί.
Κώστας Γ. Μίσσιος
[1] Από τις λαμπρότερες πνευματικές μορφές του νησιού -και όχι μόνον. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1925 και συνεχίζει έως σήμερα με τον ίδιο έντονο ρυθμό την πορεία τον. Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο τον βλ. σε όλες τις «Εγκυκλοπαίδειες» και «Who’s Who» και περισσότερα στα άρθρα των: Νίκου Χατζηγεωργίου «Χρονολόγιο 75 χρόνων ζωής του Μίλτη Παρασκευαΐδη», πρδ. «Τα Ψαρά», τεύχ. 76-78/1986, σ. 3-10, Αγγελικής Αθανασιάδου «Μίλτης Παρασκευαΐδης», πρδ. «Αιολικά Γράμματα», τευχ. 91-92/1986, σ. 55-58, και Κώστα Γ. Μίσσιου «Μίλτης Παρασκευαΐδης» στο βιβλίο «Μυτιληνιοί λόγιοι και λογοτέχνες. Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας, Μυτιλήνη 1994», σ. 350-355, όπως και 58σέλιδο αφιέρωμα σ' αυτόν του πρδ. «Αιολικά Φύλλα», τεύχ. 33/1994.
[2] Γλυκύτατος ποιητής και σπουδαίος κιθαριστής. Ένας από τους καλύτερους λυρικούς που γεννήθηκαν στο νησί -και θα το πω και γι’ αυτόν- «και όχι μόνο», μετά πλήρους γνώσεως του τι γράφω. Από τους προπομπούς της «Λεσβιακής Άνοιξης», συνεργάστηκε με όλα τα έντυπα της Μυτιλήνης, για ένα μάλιστα διάστημα διεύθυνε το «Σκρίπ». Έζησε ζωή τυραννισμένη, μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια, που την έκανε πιο δύσκολη ο χαμός τη γυναίκας του που υπεραγαπούσε. Θαυμάσιος και ως κιθαρίστας. Ο μουσικολόγος Γ. Χατζηγιάννης υποστήριζε ότι: «...την κίνηση που υπάρχει στη Μυτιλήνη γύρω από την κιθάρα σ’ αυτόν την χρωστούμε...». Γύρω στα 1930, ο Δήμος Μυτιλήνης για να τον δώσει τη δυνατότητα να επιβιώσει τον ...διόρισε «σκουπιδιάρη». «...Σέρνει βαριά τη, φροκαλιά / σκεβροκαμπουριασμένος/ θα τρως ψωμί, του ’πε ο θεός/ στον ίδρο μουσκεμένος/ Φτωχό σαρίδι της ζωής/ μες στα σοκάκια τα ίδια / τα ονείρατά του φρόκαλα / με τ' άλλα τα σκουπίδια,..», τραγούδησε ο Ασημάκης, τιτλοφορώντας το ποίημα «Ο σκουπιδάς των ονείρων του». Στα χρόνια που έγραψε τους στίχους για τον Λαπαθιώτη -προφανώς, το τελευταίο του ποίημα- για να ζεσταθεί, έκαιγε τετράδια με ποιήματα του, το μαρτυρούν -στο ίδιο τευχ. των «Λεσβιακών Γραμμάτων» - ο Μίλτης Παρασκευαΐδης και ο Αθανάσιος Τσερνόγλου.
[3] Η ίδια, στην «Εισαγωγή» του βιβλίου της, γράφει: «...Για τους σκοπούς της παρούσας καταγραφής, που κάθε άλλο παρά αξιολογική είναι, στις προβληματικές περιπτώσεις πρόχειρο, αυθαίρετο, εμπειρικό και όχι πάντα αυστηρό μέτρο ορίστηκε το ελάχιστο των 3 συνεργατών ή το 1/3 του τεύχους, ανάλογα...». Τα «Λεσβιακά Γράμματα», είχαν 3 συνεργασίες συν η προηγηθείσα.
[4] Το καταγράφει (βλ. «Ελληνικός νεανικός τύπος (1941 - 1945). Καταγραφή. Τόμος δεύτερος.» Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1987, λ/α 231, σ. 494 - 497, η Οντέτ Βαρών, ως το μοναδικό που είδε στο εν λόγω αρχείο.
[5] Βλ. «Το χρονικό της έκδοσης των κατοχικών περιοδικών «Μαθητικές Σελίδες» του 1943 και «Λεσβιακά Γράμματα» του 1944», πρδ. «Αιολικά Φύλλα», τχ. 11 και 13/1988.
[6] Από τους σημαντικότερους λόγιους της Μυτιλήνης. Πρωτοπόρος δημοτικιστής, συμμέτοχος της «Λεσβιακής Άνοιξης». Δημοσιογράφος. Εκ των κυρίων ιδρυτών της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, της οποίας διατέλεσε και διευθυντής, για πολλά χρόνια.
[7] Βλ. «Λεσβιακά Γράμματα. Φιλολογικό και καλλιτεχνικό περιοδικό των νέων», Ανατ. από το π. «Μυτιλήνη», Γ' τόμ. Μυτιλήνη 1989».
[8] Βλ. «Ο Παπαδιαμάντης και συνεργασία του με το περιοδικο «Χαραυγή» της Μυτιλήνης», πρδ. «Γιατί» (Αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη), τχ. 197-198, Νοέμ.- Δεκ. 1991, σ. 76 -80.
[9] Βλ. περισσότερα, Παντελή Αργύρη «Η «Χαραυγή», Ένα πρωτοποριακό περιοδικό τη; Μντιλήνης. Μυτιλήνη 1987» και Κ. Μίσσιου, ό.π., σημ. 1, σ. 20-21 όπου και σχετική επί πλέον βιβλιογραφία.
[10] Βλ. Κ. Μίσσιου, ό.π., σημ. 1. σ. 130-135.
[11] Βλ. Σταμ. Καρατζά - Ερατ. Καψωμένου «Γιάννη Ψυχάρη και Αργύρη Εφταλιώτη. Αλληλογραφία. 716 γράμματα (1890 - 1923), Ιωάννινα. 1988», όπου κάποιες φορές μνημονεύεται ως εκπρόσωπος τη; «ιδέας» στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.
[12] Βγήκε, στις 12 Σεπτ. 1916, με διευθυντή τον Βάλλη και χρονογράφο τον Μυριβήλη. Το 1923 την αγόρασε από τους εκδότες (αδελφοί Σιφναίοι) ο περίφημος Στρατής Παπανικόλας (εκδότης αργότερα του πασίγνωστου, σατυρικού, «Τριβόλου») που την κράτησε ως το 1929. Την διευθύνανε, κατά διαστήματα, ο Αντώνης Πρωτοπάτσης, ο Φοίβος Ανατολέας, ο Αθ. Γκράβαλης. Έκλεισε το 1934. Ξαναβγήκε το 1946, από τον Χρύσανθο Μολίνο, για ένα χρόνο. Και ακόμα έναν το 1950 από τον βουλευτή των Φιλελευθέρων Θ. Τρύφωνα. Υπεστήριζε, πάντοτε, τους Βενιζελικούς.
[13] Η δεύτερη -με διαφορά ενός μήνα από τον «Μυτιληνιό» του Ντόρου Ντορή- εφ. της Μυτιλήνης. Εκδόθηκε στις 15 Μάρτ. 1909, από τον Μιλτ. Νικολαΐδη, με διευθυντή τον Νικόλαο Παρίτση. Ως ρο 1929 που έκλεισε -και ιδιαίτερα την πρώτη δεκαετία- κράτησε τα σκήπτρα στο Λεσβιακό τύπο. Πολυσέλιδη, με ανταποκριτές στη Σμύρνη, Πόλη, Αθήνα, λογοτεχνικές σελίδες, κλπ., δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις εφ. των Αθηνών. Συνεργάστηκαν μαζί της όλοι οι δημοσιογράφοι και λόγιοι του νησιού. Και αυτή στήριζε τον Βενιζέλο. Ο Παρίτσης είχε εκλεγεί βουλευτής με το ψηφοδέλτιο των Φιλελευθέρων.
[14] Το έκλεισε η δικτατορία του Μεταξά το 1936. Βγήκε, παράνομα, την Κατοχή και νόμιμα από την απελευθέρωση ως το 1947 που το ξανακλείσανε. Ξαναβγήκε το 1974. Το 1989 με την «διάσπαση» το «κράτησαν» οι Γκορμπατσοφικοί και οι άλλοι -οι «ορθόδοξοι»- βγάλανε το «Νέο Εμπρός». Τέτοια.
[15] Βλ. Στρατή Μολίνου: «Ένας βασιβουζούκος της Μυτιλήνης. Ο κριτικός Χρύσανθος Μολίνος. Αθήνα 1985» και «Χρύσανθος Μολίνος. Κριτικής δείγματα, Αθήνα 1987».
[16] Του έκανε το πρώτο -πανελληνίως- μεταθανάτιο αφιέρωμα, το τφχ. 8, 31 Ιαν. 1911, που ξανατυπώθηκε -πανομοιότυπα-- από το Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) το 1981. Βλ. και Κ. Γ. Μίσσιου: «Ο Παπαδιαμάντης και η συνεργασία του με το περιοδικό «Χαραυγή της Μυτιλήνης», πρδ. «Γιατί» (Σερρών), τφχ. 197-198, Νοεμ. - Δεκ. 1991, σ. 76-80.
[17] Βλ. τα της συνεργασίας του με την «Χαραυγή» -ως και των άλλων Πελοποννησίων, Κ. Γ. Μίσσιου: «Μοραΐτες λόγιοι και λογοτέχνες, συνεργάτες του Μυτιληνιού περιοδικού «Χαραυγή» (1910 - 1914)», πρδ. «Μοριάς», τφχ. 15 (17), Ιαν. - Μάρτ. 1993, σ. 17-32.
[18] Από το 1922 έζησε στη Μυτιλήνη, συμβάλλοντας -μέγιστα- στην πνευματική της ζωή. Μέλος της Μυριβήλειας «Ορδής των Βασιβουζούχων» (βλ. Κ. Γ. Μίσσιου «Η ορδή των Βασιβουζούκων, ήγουν η «συμμορία» του Μυριβήλη», Μυτιλήνη 1991) και συνδημιουργός της «Λεσβιακής Άνοιξης», πολιτογραφήθηκε Μυτιληνιός. Συνεκδότης, με τον Βάλλη και τον Περή, του «Εμπρός», ΕΑΜικός νομάρχης Λέσβου, όταν απελευθερώθηκε το νησί από τους Γερμανούς (9/9/1944), τότε που έβγαιναν τα εδώ σχολιαζόμενα «Λεσβιακά Γράμματα», όπου και συνεργασίες του.
[19] Βλ. «Κωστής Παλαμάς. Η Φιλία του -συνοπτικώς- με τους Μυτιληνιούς λογοτέχνες Νίκο Καμπά και Αργύρη Εφταλιώτη και η παρουσία του στο πρδ. του νησιού τους «Χαραυγή», στο οποίο φιλοξενήθηκαν ποιήματα του και «αθησαύριστα», γι’ αυτόν, κείμενα», πρδ. «ΓΙΑΤΙ», τχ. 216, Ιούν. 1993, σ. 33-39.
[20] Καταγράφοντας (πρδ. «Δωδώνη», 12/1983, σ. 405-420) δέκα ποιήματα. Έξι ανέκδοτα και τέσσερα δημοσιευμένα στα πρδ. «Φοίνικας», «Ηγησώ», «Μπουκέτο» και «Οικογένεια».
[21] Νεότερες ανθολογίες στις οποίες, κατά κανόνα, οι ανθολόγοι αποσπούν ποιήματα από παλαιότερες,
[22] Αναφέρομαι πάντως στα μνημονευόμενα από την Καρποζήλου. Αλλά και σε δυο βιβλιογραφικά δημοσιεύματα στο πρδ. «Διαγώνιος» (Γ. Α. Παναγιώτου, Τ. Κόρφη, Ντ. Χριστιανόπουλου, τ. 5/1969, σ. 72 -81 και Α. Ζήρα, τχ. 5/1976, σ. 290) αναφορά - προσέγγιση στην «Χαραυγή» δεν έχει γίνει.